Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Κάθε φορά που μυρίζω το άρωμα των χρυσανθέμων και ζυγώνει η επέτειος του << ΟΧΙ >> δεν μπορώ να μη θυμηθώ το συμμαθητή μου το Στρατή. Χλωμός, πετσί και κόκαλο, άπλυτος, αχτένιστος, καθόταν δίπλα μου ντυμένος το ίδιο ρούχο όλο το χρόνο, πάνω ένα λιωμένο γκρι πουλόβερ και κάτω ένα κοντό μπαλωμένο παντελόνι.
Μυαλό κοφτερό και ζωγράφος καλός. Πριν αρχίσει το μάθημα, άνοιγε το πρόχειρο και κοιτούσε την πρώτη σελίδα. Είχε ζωγραφίσει έναν αντάρτη, έναν άνδρα ανεβασμένο στο βουνό, αρματωμένο με φυσεκλίκια κι από κάτω γραμμένο τον ανατριχιαστικό παιάνα: << Μάνα μου, γλυκιά Ελλάδα, ο αντάρτης του ΕΛΑΣ, θα σ’ ανάψει τη λαμπάδα της τιμής, της λευτεριάς >>.
Όταν τον ρώτησα ποιος είναι, έδειξε να πληγώθηκε λες και τον πάτησε ναζιστική μπότα. Ύστερα σαν να τον αγκάλιασαν αρχάγγελοι φτερωτοί, μου ψιθύρισε: