Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Ο αντάρτης

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
            Κάθε φορά που μυρίζω το άρωμα των χρυσανθέμων και ζυγώνει η επέτειος του  << ΟΧΙ >>  δεν μπορώ να μη θυμηθώ το συμμαθητή μου το Στρατή. Χλωμός, πετσί και κόκαλο, άπλυτος, αχτένιστος, καθόταν δίπλα μου ντυμένος το ίδιο ρούχο όλο το χρόνο, πάνω ένα λιωμένο γκρι πουλόβερ και κάτω ένα κοντό μπαλωμένο παντελόνι.
           Μυαλό κοφτερό και ζωγράφος καλός. Πριν αρχίσει το μάθημα, άνοιγε το πρόχειρο και κοιτούσε την πρώτη σελίδα. Είχε ζωγραφίσει έναν αντάρτη, έναν άνδρα ανεβασμένο στο βουνό, αρματωμένο με φυσεκλίκια κι από κάτω γραμμένο τον ανατριχιαστικό παιάνα: << Μάνα μου, γλυκιά Ελλάδα, ο αντάρτης του ΕΛΑΣ, θα  σ’ ανάψει τη λαμπάδα της τιμής, της λευτεριάς >>. 
           Όταν τον ρώτησα ποιος είναι, έδειξε να πληγώθηκε λες και τον πάτησε ναζιστική μπότα. Ύστερα σαν να τον αγκάλιασαν αρχάγγελοι φτερωτοί, μου ψιθύρισε:

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Οι κούνουπες

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
             Σε πίσω καιρούς το χρονογράφημα, αυλακωμένο από τις σχισματιές του χρόνου και γραμμένο στον απόηχο της θλιμμένης νότας του κότσυφα. 
              Προορισμός μου το χωριό, θαμμένο στο βουνό, στις πέτρες και το σαρκοφάγο βάτο. Το σχολείο ερείπιο, οι τοίχοι σωριασμένοι, τα κουφώματα ροκανισμένα από τους μπελέχαρους ποντικούς.  Κοιμόμουν στρωματσάδα στο χολ, πλενόμουν στο λασπονέρι της γούρνας, όρθιο με κρατούσε την ώρα του μαθήματος η μπουκιά από το πρόσφορο του παπα – Βαγγέλη. Η υγιεινή μου τριτοκοσμική, η αφόδευσή μου στα χαλάσματα, ορδές οι κούνουπες από το χαμούρι της τσοπαναριάς, ορμούσαν πάνω μου να μου πιουν το αίμα. 

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Σκόρτσα

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του  Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
        Επιστροφή στην γκρίζα Σαχάρα του ’53. Ο  Σεπτέμβρης μουσκίδι από τη βροχή, εγώ  μαθητής της Πρώτης, η καρδούλα μου σαϊτεμένη από το τρεχαλητό να προφτάσω τον αγιασμό, ο νους μου λαγουδάκι να τρέμει μπρος στο άχθος των σχολικών βιβλίων. 
         Το ‘ξερα πως δε θα κάλπαζα πια στις εξοχές, το Βουκεφάλα νου μου θα τον συμμάζευα και κείνα τα ζαχαρωμένα τραγουδάκια μου για το συνοφρυωμένο μουτράκι της γειτονοπούλας μου Ιζαμπώς θα σβήνονταν στη θλιβερή ερημιά. 
         Θα μάθαινα την αλφαβήτα και μ’ άρεσε. Ο ήχος της τουφεκιάς απ’ το λόγο του δάσκαλου θα με συνέτιζε, τη γιαγιά μου δε θα ξανάλεγα << ποντίκο >>, το θείο μου Νιόνιο << σπαγκοραμμένο Εβραίο >>.  Στο  διάλειμμα στα τρεχαλητά θα ‘παιζα μ’ όλα τα νηστικά της γειτονιάς, θα ξεμουτσούνιαζα τον Ψύχα το συνομήλικό μου γιατί ήθελε να τον λέμε μπάτσο, θα ‘πιανα το χέρι της λυσίκομης Ερατώς παίζοντας πεντόβολα, στη μελωμένη Γωγώ με το  ανταρτεμένο  βυζάκι θα ‘ριχνα το φως από το λύχνο των ματιών μου τις σκιαγμένες ρόγες του να φωτίσει.