Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

 

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

                                     Άνοιξη 20 μαγευτικές φωτογραφίες που φέρνουν την άνοιξη

                                                       Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

 

             Ω! αφράστου ομορφιάς Άνοιξη! Αινούμε και προσκυνούμε τα κάλλη σου, αλλά όχι και των πολιτικών. Αυτοί κάλλη δεν έχουν αλλά κάλους στο μυαλό και αλυσίδες για να μας δένουν και να μας στέλνουν στις εφορείες. Και έτσι πασάδες που είναι μας βλέπουν σαν κακούργους,  λογίζουν αδίκως αφ’ ημών και το δήθεν σωτήριο χέρι τους στον τάφο μας, μας σπρώχνει.  

              Γι’ αυτό λέω τώρα που ήρθε η Άνοιξη να κρύψουμε τις τηλεοράσεις, ο σάπιος λόγος τους  να μην ακούγεται σε αυτιά δυστυχισμένων και μόνοι χωρίς τα δαφνόφυλλα της δικής τους δόξας να ζήσουμε αναπνέοντας το μυρωμένο αέρα του βουνού. Αλλά και τι να μας πουν; Πως αυτοί είναι οι γάτοι και μεις οι ποντικοί που μας τρώνε το φαί; Ή πως στις κολόνες της ΔΕΗ είναι κρεμασμένα τα κηδειόχαρτα της απόλυσής μας; Ακόμη πως η οικονομική μας έγερση δε θα γίνει ώσπου να κατέλθουμε στον Άδη;

             Ας πέσει μαύρο λοιπόν στα χαζοκούτια κι ας υπερυψώσουμε την ψυχή μας στην εξοχή. Κι εκεί να δούμε το διάφανο και το γαλανό του ουρανού. Τα χρώματα των λουλουδιών στο πρωινό ξύπνημα της μέρας και στο ηλιόγερμα τις φεγγοβόλες φλόγες με τις πινελιές τους στον ορίζοντα. Τα ξεφτισμένα μετάξια που αφήνουν τα ρείκια, τις  ασφάκες που κυματίζουν τα λουλούδια τους σαν κίτρινα καλαματιανά μαντήλια, τις πλεξούδες των απαλοδιπλωμένων σπάρτων που συντροφεύουν τα γυμνούλια μπρατσάκια των σπαραγγιών. Τις αέρινες πτυχές της δάφνης, τα κόκκινα στεφάνια της παπαρούνας, τα ολότρεμα φυλλαράκια στο δέρμα του θυμαριού.

           Ν’ ακούσουμε το αστείρευτο κελάηδισμα του κότσυφα, το εωθινό του αηδονιού, το κλάμα του γκιώνη, να δούμε στους μυστικούς ίσκιους της λυγαριάς τους ερωτικούς ασπασμούς της καρδερίνας, στο ανοιχτό χείλος της φωλιάς τους γλυκασμούς της φωνής της σταρήθρας. Να θαυμάσουμε με μάτι ασκητικό τον ιππέα σαλίγκαρο στο φύλλο χλόης, τη φιδογραμμή του δρομέα όφι  να την ψαύσουμε με τις πατούσες μας, τις ταλαντεύσεις να μετρήσουμε της χρυσής μελισσούλας που ρουφάει ανέγνοια το νέκταρ από το κυπελάκι του μυρωμένου στήμονα.

       Και όπως η φύση θα μας ξελιγώνει από το εκχυόμενο άρωμά της και θα μας φορά το χρωματιστό της διάδημα εμείς θα ξεχνάμε τα μνημόνια και θα ευχόμαστε μακαρία η οδός  στους δανειστές μας. Σε βάθος δυσθεώρητο  να τσακιστούν  και η μετάγουσα γέφυρα στην κόλαση που θα τους οδηγήσει τάχιστα να στηθεί.

              ellinikoxronografima.blogspot.gr       panant1947@gmail.com

Σάββατο 15 Απριλίου 2023

 

Χρονογράφημα

                          Χριστέ μου, υπερφυώς θα αναστηθείς  εικονεσ : Γραφή, μελάνι, πένα, χρυσός, στυλό διάρκειας, στέκα 3679x2592 - -  1234681 - εικονεσ - PxHere          

                                               Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

               Χριστέ μου υπερφυώς θα αναστηθείς εκ νεκρών και θα υψωθείς στον ουρανό, εγκαταλείποντας ημάς να σπαράσσουμε ανάμεσα στους φαύλους και αμαρτωλούς εκπροσώπους της πολιτικής. Το ‘να χαράτσι πέφτει πάνω στ’ άλλο, αινούμε και προσκυνούμε από πρωίας μέχρι νυκτός να μη μας πουρλακίσουν τα λίγα μας ευρώ, το γένος μας κραταιό πασχίζουμε με δόντια και με νύχια να το αποτρέψουμε να τεθεί εν τάφω.   

               Κι όσο βυθιζόμαστε στη λάσπη, οι σωτήρες μας μελωδούντες  ευαγγελίζονται τη λύτρωσή μας. Γούστο που έχουν οι ατσαλάκωτοι. Ωλέσαντες τη σοβαρότητά τους σαλπίζουν ύμνους στην τιβι, εμετικούς παιάνες στις συγκεντρώσεις, αίνους δοξαστικούς στα συμπόσια περί ανάκαμψης και ζητούν την υπερευλογημένη ψήφο μας.  Οι γήινες και οι υποχθόνιες δυνάμεις που μας τυραννούν θα πάνε στα τσακίδια, λένε,  η πατρίς θα απαλλαγεί από τις κακουχίες, η τροφή μας θα είναι μέλι και γάλα, το ποτό μας νέκταρ, στους γκισέδες της τράπεζας θα κάθονται βασιλιάδες που θα γεμίζουν τις κατσαρόλες μας λαγούς τετράπαχους και οι τσέπες μας απαύστως θα γονιμοποιούνται με τροφή του << μάννα εξ ουρανού>>.

             Πότε; Όταν εγώ ο κρεμάμενος γυμνός θα είμαι εν τόπω χλοερώ! Τώρα τι γίνεται; Τώρα την θέλουμε την οικονομική Ανάσταση. Γιατί έχει γίνει Λούης και κανένας δεν την έχει δει.  Ούτε στη γλισχρότητα της σύνταξής του, ούτε στη μίζερη ζωή του, ούτε στο νεκρωμένο του νοικοκυριό.  Εγώ την Ανάσταση την είδα μόνο στα ξεραμένα σέσκουλα του κήπου μου που φυλλορρόησαν απ΄  το φιλί της Άνοιξης, ακόμη σ’ ένα λιμασμένο σκύλο που << ανεστήθη >> γλείφοντας το κόκαλο που έκλεψε από τον κάδο, και σε μια εκατοχρονίτικη γερόντισσα που  πήγε να κόψει τον άλυσο αλλά ο χάρος έκρουσε πρύμνα.   Όλα ψέματα για Ανάσταση. Έτσι θα ζούμε με πόδια ξυλιασμένα, με άδειο πιάτο, χωμένοι στη φτωχή στρωμνή μας, αδύναμοι και μόνοι.  Μετά οι πιο πολλοί απόντες, οι δυνάστες μας ζώντες και ο Άγιος Πέτρος θυροφύλαξ του Άδη την πόρτα του ν’ ανοίγει.

           Και ο παμφάγος Άδης θα καταπίνει απολυμένους, χρεωμένους, άστεγους, διαμελισμένους και αεί ζώντες στη θλίψη. Και οι πολιτικοί θα βάζουν λόγους να σαλέψουν τη συνοχή όσων απομείνουν ζωντανοί έχοντες ως δύναμη το σκότος και πατώντας επί των πτωμάτων τους, την ψήφο τους θα ζητήσουν να τρέφονται στο δημόσιο πρυτανείο και να ενεργούν δολίως. Ούτε η φωνή του ποιητή δε θα τους συγκρατεί που ασμένως θα ψιθυρίζει:     << Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και αγαπημένε, πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε >>. 

                       ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

 

 

 

 

Πέμπτη 13 Απριλίου 2023

 

                                   Λογοτεχνικές σελίδεςΣτυλό Γραφή Γράψτε - Δωρεάν φωτογραφία στο Pixabay

          [γράφει και επιμελείται ο Παναγιώτης Αντωνόπουλος]

 

        Γλώσσα: Κάποιοι, λόγιοι και μη, εξαντλούνται σε  φληναφήματα πως κινδυνεύει η γλώσσα και ως ντοπαρισμένοι γλωσσαμύντορες  βγάζουν από το μάρσιπο τους ξιπασμένες ιδέες για να συμβουλέψουν τον υπόκοσμο που μιλάει να αλλάξει τη λαϊκή του γλωσσική ρότα, συμμορφούμενος στη δική τους τονική, φθογγολογική, γραμματική, συντακτική και κανονιστική. Ξεχνούν φαίνεται πως ο λαός μιλάει καλύτερα χωρίς κανόνες και πως οι περισπωμένες, οι οξείες και οι διασαφητικοί σύνδεσμοι  ουδόλως τον βοηθούν  στην ομιλία.

       Τι ήξερε  ο Πέλεκας του Ζαχαρία Παπαντωνίου από τα παραπάνω όταν έγραφε: <<Είμαι ο Λάμπρος Πέλεκας του Αντωνίου από Γρανίτσα, του δήμου Απεραντίων. Έχω και την Αφρόδω αδερφή και σκύλο το Μούργο. Και παππούλη το Γεροθανάση. Και δάσκαλο  το Δημητράκη. Κι ένα σουγιά. Τα γίδια είναι άταχτα ζωντανά. Τα καλά παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο και μαθαίνουν να γράψουν. Το πουρνάρι έχει τον καλύτερο ίσκιο. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά, οχτώ, εννιά, δέκα. Έχω και καλαμάρι. Άγιος ο Θεός. Αμήν >>.

       Ο ποιητής της δημώδους ποίησης το ίδιο: <<Κόρη όταν εφιλιώμαστε, νύχτα ήταν, ποιος μας είδε; -- Μας είδε τάστρο της νυχτιάς, μας είδε το φεγγάρι και το φεγγάρι έσκυψε της θάλασσας το λέει, η θάλασσα το είπε του κουπιού και το κουπί του ναύτη κι ο ναύτης το τραγούδησε στης λυγερής την πόρτα>>. Κι ο βοσκός έχει υπόψη του τη γραμματική όταν λέει: << Εύκολο δεν είναι να βόσκεις τριακόσια γίδια, όμως μ’ αρέσει. Είκοσι χρόνους είμαι ανάμεσά τους  με τη γκλίτσα, ορθή στημένη και πότε- πότε στα πισινά τους ριγμένη. Τι να κάνω; Όταν τους κάνω τσεπ- τσεπ γίνομαι άνθρωπος!  Κι όταν είναι μαζεμένα γύρω μου νιώθω σαν πατέρας τους!>>  Όπως και ο ψαράς που διηγείται χωρίς να γνωρίζει  από ομοιόπτωτους προσδιορισμούς: <<Με τούτο το μπρίκι ψαρεύω, κάνω βίζιτες και γυρίζω τις ακρογιαλιές.  Γρόσια δεν έχει η θάλασσα αλλά έχει γλώσσα!  Όταν ο καιρός είναι καλός είναι άλαλη. Σαν όμως θυμώσει δεν χορταίνεις να την ακούς! Η γλώσσα της ξέρει και τραγούδια. Τ’ ακώ με την πίπα στο στόμα σαν στέκομαι στην πλώρη. Με συνεπαίρνουν όπως τα τραγούδια των Σειρήνων>>.

     Μήπως και η μοιρολογίστρα σκάμπαζε από υπερσυντέλικους όταν θρηνούσε κι έλεγε: << Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου ψες έχασα μια λυγερή μια ακριβοθυγατέρα, να μην την είδες πουθενά;  -- Εψές προχτές την είδησα στου χάρου το σαράι >>.

        Πάνος Σπάλας[Κυπαρισσία]. Πολυκατοικία: Μια πολυκατοικία με πολλά πατώματα/ με πλήθος παράθυρα, πόρτες, δώματα//. Το σχήμα της τεράστιο κι επιβλητικό/ μ’ ένα ρυθμό μοντέρνο όλο κυβιστικό//. Μια πολυκατοικία μ’ άπειρες εισόδους/ κι εξόδους, φυσικά, προς όλες τις παρόδους//.  Π’ ολόγυρα τη ζώνουν, την ορθογωνίζουν/ κι από τις γύρω χαμοκέλες τη χωρίζουν//. Τα φώτα της πολύχρωμα, ως βραδιάζει/ μοιάζουν ρουμπίνια, που σ’ ένα χαλί τ’ αδειάζει//. Ξέχειλη κούπα ολόχρυση, παραμυθένια/ που την κρατούν χέρια κομψά, κερένια//.    Μια απέραντη ζωή κει μέσα καθρεφτίζεται/ κι απόνα διακόφτη όλη φωτίζεται//. Καθώς τα βράδια απλώνονται ιδρωμένα/ από τη σκόνη και την κάπνα λερωμένα//. Φορές- φορές, γέλια, τραγούδια, ξεφαντώματα/ απ’ τα’ ανοιχτά πετιούνται παραθύρια και τα δώματα//. Άλλες φορές ακούγονται και κλάματα/ ανάμιχτα με γέλια κι αθώα πράγματα//. Κι όλα τόσο γλυκά και τόσο ωραία καθώς βγαίνουν/ απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα και ξεμακραίνουν//. ‘Ώστε να λέγω: << Θάν’ ευτυχισμένη πολιτεία/ η αντικρινή μου η πολυκατοικία>>.

        Σαράντος Παυλέας.[Πλάτσα μεσσηνιακής Μάνης].ΠΑΤΡΙΟ: Κάποτε λογάριαζα να φύγω/ μ’ όλα τα βαπόρια που σφύριζαν,/ μ’ όλα τα καϊκια που άνοιγαν πανιά,/ μ’ όλους τους ωκεανούς,/ μ’ όλους τους αφρούς,/ μ’ όλους τους δρόμους//.  Μα τώρα δέθηκα μ’ αυτό το χώμα που πατώ,/ όπου κοιμούνται οι πατέρες μας,/ και τα σκοτωμένα μας αδέρφια//. Είμαι δεμένος με τους ανθρώπους μας,/  χαίρομαι να τους βλέπω να γελούν/ και λυπούμαι,  όταν το πρόσωπό τους συννεφιάζει//. Είμαι δεμένος μ’ αυτή την πατρική βροχή,/ τα δέντρα και τα βουνά//.

       Ιδιοτροπίες του Μποντλέρ. Η συλλογή του τα << Άνθη του κακού>>  πρωτοεκδόθηκε το 1857 και τάραξε τη γαλλική κοινωνία. Γλεντζές και εθισμένος στο ποτό, ήταν προσεκτικός μέχρι να αποφασίσει για το τελικό << τυπωθήτω>>. Έκανε τόσες διορθώσεις που κάποτε ο εκδότης του Ογκίστ Μαλασί έχασε την υπομονή του και έγραψε κοντά στις σημειώσεις του ποιητή: << κύριε Μποντλέρ πιστεύω ότι με ταλαιπωρείτε, πράγμα που με κανέναν τρόπο δεν αξίζω>>. Εκείνος το βιολί του, συνέχιζε να διορθώνει και απολογούμενος του απάντησε: <<Παρότι φοβούμαι ότι δεν θα είναι πολύ ευπρόσδεκτο, ξαναγράφω αυτόν τον τελευταίο στίχο!>>

      ΣΙΓΚΜΟΥΝΤ ΦΡΟΫΝΤ. [Η θεωρία του ασυνειδήτου]. Γερό χαστούκι έδωσε ο Φρόυντ στον ανθρώπινο εγωισμό, λέγοντας πως ο άνθρωπος δεν είναι ο πραγματικός κυρίαρχος του εαυτού του, αλλά το ασυνείδητό του που έχει και το πάνω χέρι στη συμπεριφορά του. Έτσι μετέτρεψε τη σχέση άνθρωπος- μυαλό σε αντικείμενο μελέτης. Σήμερα είμαστε <<μετα-Φροϋδικοί >>. Το ορθολογικό επιχείρημα ανατράπηκε. Τα συναισθήματα, το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε παίζουν τον πρώτο ρόλο στα κίνητρα και τη συμπεριφορά μας.

      Γιάλοβα. Φθινοπωρινή Κυριακή ηλιόλουστη. Απόγευμα και τέσσερις φίλοι  μπήκαμε στο αμάξι. Προορισμός μας η Γιάλοβα. Σκοπός του ταξιδιού μας η βάπτισή μας στα απαλόχρωμα μετάξια του παραδείσου της.  Ξεκινήσαμε με τον ουρανό μας καταγάλανο όπως την άνοιξη. Τα χρώματα στη δύση κόκκινα και ο ήλιος βασιλιάς σε άρμα υφασμένο με κρόσσια σε χρωματισμούς ουράνιου τόξου. Στις όχθες ελιές χρυσαφένιες, σφεντάμια ναρκωμένα, χλόες που χαϊδεύονταν με τρυφερές θωπείες του ανέμου, φύλλα ξέχρωμα σωριασμένα κάτω από τα δέντρα, αγριολούλουδα με διάφανη τη στεφάνη τους να σκορπίζουν τη μυρωμένη τους πνοή παντού. Λευκά πρόβατα στις πλαγιές, τροκάνια εύηχα να εξορίζουν τη σιωπή, τσοπάνηδες ξαπλωμένοι στα χαλιά των χωραφιών, νυφίτσες να ξεπετάγονται απ’ τις φωλιές, οστρακοειδή και ερπετά να καλπάζουν στην άσφαλτο για να γλιτώσουν από τους τροχούς.

     Λίγο πριν φτάσουμε, στις γυμνές λεύκες  σαν σκουφιά απλωμένα τα σμερδοπούλια μας υποδέχονται με τα μουσικά τους τσιριτρό. Μετά ακούγεται ένα σκούξιμο και χάνονται μέσα σε απίθανους σχηματισμούς. << Τα λένε και μπαζίλες>> μας πληροφορεί ο Χαράλαμπος γνώστης της ορνιθοτροφίας.  Δικό τους το πάρκο, αχειροποίητο, ελέω θεού φτιαγμένο και όχι με μουσκεμένα ευρώ από το κλάμα της τροϊκανής εξουσίας που μας κυβερνά. Η αυτοκράτειρα Γιάλοβα μας δέχτηκε με το γέλιο της πανώριας γητεύτρας. Ξαπλωμένη στη χρυσή άμμο και ραντισμένη απ’ τη δροσιά και την αρμύρα του κόλπου της, με άσπρους γλάρους να πετάνε πάνω από τα κεφάλια μας, μ’ ένα σύννεφο πουλιών και γλυκόφωνους κελαδισμούς να χαϊδεύουν τα αυτιά μας, με τη γαλαζοσύνη της θάλασσάς της και τις πτυχώσεις των αχτίδων στους βράχους της Σφακτηρίας. Με χείλη κόκκινα σαν γαρίφαλα.

     Στην καφετέρια << ΑΚΤΗ>>  ήπιαμε ευωδιαστό καφέ. Η διακόσμησή της ωραιότατη με θαλασσινές γκραβούρες και πίνακες από τη ζωή των ναυτικών.  Σε διπλανή περικαλλή αίθουσα είδαμε και το << Λαογραφικό μουσείο>>. Θυμηθήκαμε τους παππούδες μας και τα πέτρινα χρόνια τους. Ο Χαράλαμπος τα αποθανάτισε στο κινητό με προορισμό τον Καναδά να συγκινήσει τον ελληνισμό.  Φωτογράφισε και την αμμόεσσα Πύλο, τις φλόγες του ηλιοβασιλέματος, τις βάρκες που χάνονταν στο λαιμό του λιμανιού, τα καϊκια με τα δίχτυα  τους, ένα τσούρμο σπουργίτια που είχαν στήσει τσιριχτό καυγά.

     Επιστρέψαμε όταν η Γιάλοβα ήταν πνιγμένη σ’ ένα πέλαγος από χρυσαχτίδες του φεγγαριού. Λυπημένοι για το χωρισμό αλλά ευτυχείς που την αφήσαμε και πάλι στην παραμυθένια της θωριά και την ερημική της αποθέωση. Για να  αρχίσουμε το Γολγοθά μας σ’ ένα δρόμο χαραγμένο από τους αραπάδες του Ιμπραήμ. Ένα  δρόμο ντροπή για το ελληνικό κοινοβούλιο και τους ντόπιους πολιτικούς φεουδάρχες. Δρόμο που κλώθει στροφές θανάτου, σκληρούς βράχους στις άκρες με ίσκιους φαντασμάτων και φόβου. Στενός, χωρίς λωρίδες με  σήματα και κολονάκια δρόμου τριτοκοσμικής χώρας και τις λακκούβες ανοιχτές σαν στόματα πιράνχας. Ένας δρόμος καρμανιόλα με τους σκοτωμένους, στοιχειωμένους στις όχθες.

    ellinikoxronografima.blogspot.gr               panant1947@gmail.com

    

 

Κυριακή 9 Απριλίου 2023

 

   Πασχαλινό διήγημα                         

    

                                   ΠηγούλαΚορίτσι με τα λουλούδια στο κεφάλι Στοκ Εικόνα - εικόνα από : 54323959

 

                                       Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

     Όταν  πήρα από τα χέρια της την << Αντιγόνη >> του Σοφοκλή,    ταράχτηκα.  Ένας φωτεινός ήλιος ήταν το πρόσωπό της, από μέταλλο φεγγαριού ο λαιμός της,  ρόδο ολάνθιστο τα δυο της χείλη.  Φορούσε ένα φουστάνι λινό, κόκκινα πασουμάκια και είχε τα σγουρά της τα μαλλιά στολισμένα με μικρές- μικρές ιωνικές πλεξούδες. Πρόσχαρη, με μάτια πράσινα, ζωηρά, που φεγγοβολούσαν σαν δυο φλόγες από φως. Τα δόντια της λευκά στεφανωμένα με το χαμόγελου του δειλινού. Τα στήθη της δυο ξεπεταρούδια που ράμφιζαν  τη σιωπή. Ντροπαλή και γλυκιά. Κοπέλα που θα τη ζήλευε το αγιόκλημα για την τρυφερότητά της, η ζωή για την ιεροτελεστία που έτρωγε το πικρό ψωμί της. Ψυχούλα που οι νύχτες της γίνονταν κορδελίτσες  ωχρές και της έπνιγαν τα όνειρα.  

    Κλειστήκαμε μαζί στης αγάπης το κλουβί. Η λύπη μας γινόταν χαρά κι ο ένας γέμιζε την αγκαλιά του άλλου με άνθη που είχαν τη γεύση του φιλιού.

     --- Πηγούλα!  της φώναζα κι ερχόταν και κούρνιαζε στην αγκαλιά μου σαν φοβισμένο πουλί.   Μήπως θέλεις να διαβάσουμε;

     --- Ουφ! Δεν τη θέλω άλλο την << Αντιγόνη >> εδώ  μου κάθεται! έλεγε κι έδειχνε το μέρος των σπλάχνων της.  Να διαβάσουμε <<Αγαμέμνονα >> θες;

     Το  κορμί της χόρευε λάγνο χορό σαν πήγαινε να φέρει το βιβλίο. Όταν ερχόταν και γέμιζε ήλιο το δωμάτιο, αρχινούσε:

       --- <<Τι γαρ γυναικί τούτου φέγγος ήδιον δρακείν, από στρατείας άνδρα σώσαντο θεού πύλας ανοίξαι; >>

        Ύστερα χάιδευε τα μυρωμένα μαλλιά της και μου έλεγε με τα μάτια της μεγαλωμένα:

         --- Μετάφρασ’ το!

          Εγώ την κοιτούσα σαν αιώνια χαρά και ψιθύριζα:

          ---  << Υπάρχει φως γλυκύτερο για τη γυναίκα να δει ζωντανό να γυρίζει τον άντρα της με του Θεού τη χάρη; >>

    Την άνοιξη ερχόταν στον κήπο μου. Οι πορτοκαλιές λεύκαζαν με λουλούδια τον έρωτά μας. Ακουμπούσαμε στα κλαδιά τους κι εκείνα γέρνανε τους κλώνους τους και της έραναν το μικρό της κόρφο με τρυφερά άνθη.  Αυτή έβαζε το χέρι της, γέμιζε τη χούφτα της και μου την έδινε να μυρίσω.  Εγώ γελούσα.  Ύστερα κουνούσα τα κλαδιά και τη γέμιζα με πέταλα στα μαλλιά, στους ώμους  και στη ζεστή της αγκαλιά. Αυτή χιονισμένη, γλυκά με κοιτούσε. Τα τίναζε κι εκείνα γλιστρώντας πάνω της έπαιρναν την όψη μικρών σταυρών.

       --- Ω! χαρά μου!  της φώναζα έτσι που ΄χεις φύλακες αγγέλους τόσους σταυρούς, τίποτα μη φοβάσαι!

       --- Τι να μου κάνουν, οι σταυροί! ψιθύριζε,  αυτοί είναι για να με σταυρώνουν!  Το φως σου εγώ θέλω!

     Μια φορά με πλησίασε λιχνίζοντας τον αέρα τής χούφτας της στα μάγουλά μου και μου είπε:

       ---  Θέλω κάτι να σου εξομολογηθώ! και ωχρίασε σαν τρέμουσα συμφορά.

      --- Τι, καρδούλα μου;   τη ρώτησα, μ’ ένα πηχτό αναστεναγμό.

      --- Θέλω να  σου  πω,  για  τις  συμφορές  μου,  και τα πράσινα μάτια της έβγαλαν μια θαμπή σκοτεινιά σαν μισοσβησμένο  ασημοκάντηλο.

      --- Αφού, τόσο το θέλεις! λέγε, ψυχούλα μου!  της αποκρίθηκα κι έπιασα τρυφερά τα κρυσταλλιασμένα χέρια της.

    Έβγαλε ένα σιγανό αναφιλητό κι άρχισε:

     ---  Πατέρα δεν έχω. Ζω με τη μάνα μου κι έχω τον αδερφό μου στη φυλακή. Πέρσι ήρθε ένα γράμμα με γραφή που έλεγε: << Ο υιός σας, αντάρτης του βουνού, συνεπλάκη με τις δυνάμεις του εθνικού στρατού, στα υψώματα του Γράμμου και ετραυματίσθη σοβαρώς εις το δεξιό άνω άκρον. Νοσηλεύεται στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Πράξατε τα δέοντα. Εκ του Γενικού επιτελείου στρατού >>.

      Στα βρόχια της ψυχής μας σπάραξε όλη η ζωή τού αδερφού μου κι πιάσαμε το θρήνο.  Καμία άβυσσος της σοφίας δεν μας εξηγούσε πως το νοικοκυρόπουλό μας, ο Άδωνής μας, κυλίστηκε στο χώμα και η θεϊκή του ομορφιά, ποδοπατήθηκε από τα αδέρφια του, της ίδιας πατρίδας. Και κλαίγαμε και σπαράζαμε, θρηνώντας,  όι! όι! Ήλιε μας, όι! όι! φωτεινέ μας Απόλλωνα!

       Και γύρισε - γύρισε ο τροχός του καιρού. Και μάθαμε πως θα μας έρθει φέτος. << Έρχεται! Έρχεται! Ο Λευτεράκης μας! >> φωνάξαμε κι απλώσαμε τα χέρια μας σαν κλωνιά κι ασπαστήκαμε η μία την άλλη. Το Μεγαλοβδόμαδο, μας παράγγειλε που έρχεται να τον περιμένουμε. Ένα κακό όνειρο ήταν όλα που πέρασε! Ένα ταξίδι μέσα από τις Συμπληγάδες, μία γεύση λεπίδας από τη φοβερή κόλαση του Δάντη. Η λήθη τώρα θα τα σκεπάσει και η μυρσίνη θα του ραίνει από εδώ και μπρος το ιππήλατο άρμα της ζωής του.

     Όταν τελείωσε, ο αέρας πήρε τα λόγια της και τα ‘κανε φτερό. Ύστερα κάτι φύσηξε σαν φίδι και η Πηγούλα, κιτρίνισε, σπάραξε και λύγισε σαν νεκρό λουλούδι στη γη. << Τι έπαθες, καλή μου; >> της ψέλλισα κι έσκυψα πάνω της. Δε μιλούσε πια. Με κοιτούσε άφωνη, χαμένα. Τα χεράκια της έτρεμαν κι ένας ψίθυρος σαν πνοούλα ανέμου άνοιγε τα μαραμένα χείλη της.

     Την πήγα σπίτι της. Στην πόρτα η μάνα της μόλις μας είδε κιτρίνισε σαν φύλλο και πήγε να πέσει. Τη βάλαμε στο κρεβάτι. Το δέρμα της ήταν άσπρο με τη μοίρα γύρω από τα φοβισμένα μάτια της να παίζει άσχημο παιχνίδι ενώ τα βουτηγμένα στο φως μαλλάκια της είχαν πάρει την όψη του φωτοστέφανου. Η ζεστασιά του σπιτιού έδιωξε την παγωνιά στο κορμάκι της και το ανάδεψε σαν ανεμώνη πληγωμένη από τον άνεμο. Ένα σπουργίτι περαστικό, πέταξε έξω από το παράθυρο και τη φώτισε με τη λαμπρότητα της πουπουλένιας του αμφίεσης. Ω! πόσο έμοιαζε της παναγίτσας εκείνη τη στιγμή! Μου ‘ρθε να σκύψω και να την προσκυνήσω! Τα συννεφάκια όμως στα μάτια τής μάνας της μου φάνηκαν στοίβες ψυχρές του αέρα  και δεν το  έκανα.

      --- Πώς  το    ‘παθε;  με ρώτησε και της χάιδεψε τα ανοιγμένα μάτια της, που έπαιζαν με το μπλε χρώμα τ΄ ουρανού και το πράσινο τής άνοιξης που έμπαιναν  απ’ το ανοιχτό παράθυρο.

      --- Μου ‘λεγε για το κακό που  βρήκε τον αδερφό της  πάνω στο βουνό,  και για τον ερχομό του το Πάσχα! Κι εκεί έπεσε!

     --- Σπαράζει το δόλιο και τρέμει σαν πουλί που ξεψυχά στην παγωνιά, σαν θυμάται το βελούδο τής νιότης και της ζωής του. Αδερφός της  είναι. Έρημα και τα δυο!  Ποιος να ξέρει την αλήθεια την πικρή για ό,τι του συμβαίνει; Έχει ραγισμένη καρδούλα η Πηγούλα μου! Οι γιατροί δεν μπορούν να τη γιατρέψουν! Όταν η χορδή της χαϊδεύεται από την κόψη του πόνου, την πιάνει! Έτσι θα ψυχομαχεί ώσπου να γίνει λευκή περιστέρα η ψυχή της και να πετάξει κοντά στο Θεό!

     Έμεινα άλαλος. Η αύρα που φυσούσε μέσα μου, έγινε κρύος βοριάς. Μια γλυκιά ανατολή που πάντα έβλεπα πήρε την όψη της άγριας δύσης. Στάθηκα πάνω από το κεφάλι της, χάιδεψα τα στάχυα των μαλλιών της  και την άγγιξα στο μέτωπο, ενώ δακρυσμένος της ψιθύριζα στίχους ανθολογημένους της στιγμής.              

     Συνήλθε κι έφυγα. Στο δρόμο προσευχόμουν στο Χριστό που θα ανασταινόταν, ν’ ακούσω το τραγούδι της και πάλι. 

 

 

                                           =  =  =  

 

 

        Και ήρθε η Μεγάλη Παρασκευή κλαίουσα. Τα κορίτσια με τις κρυφές συλλαβές στα χείλη είχαν στολίσει τον επιτάφιο και βύθιζαν το στυφνό τους χαμόγελο στο λόγο των ψαλμών που χυνόταν σαν ευωδιά. Οι μοιρολογήτρες θρηνούσαν γλυκά: << Ω. γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου, τέκνον, που έδυ σου το κάλλος; >>  Ο όμορφος Άδωνης κάτω από τους ανθούς, ήλιος φαιδρός, απάστραπτε ωσάν Λόγος. Ο πόνος του στα ρόδα μέσα δοξαζόταν από τις ξανθιές στρατιές των αγγέλων. Οι αναπνοές της άνοιξης που έμπαιναν από την πόρτα, αναφτέρωναν το νου των πιστών στης Ανάστασης το θαύμα που θα ερχόταν.

      Η Πηγή με τη μάνα της στο δεξί ψαλτήρι κοιτούσαν τις πληγές του Χριστού που έλαμπαν σαν ανεμώνες ματωμένες. Στο Άγιο Βήμα η φωνή του ιερέα θρηνούσε ψάλλοντας,  << … τον εν τω Σταυρώ τας χείρας εκτείναντα και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού >>.

        Έσκυψα και προσάναψα το κερί μου από το δικό της. Κι ως με είδε, ένα μούρμουρο έφυγε απ’ τα γλυκά της χείλη: << Μάτια μου, εδώ είσαι! >> ψιθύρισε και σκυφτή μ’ αγκάλιαζε με τη φλόγα των ματιών της.

        Ο θρήνος βαστούσε. Ένας λεβέντης τότε. λάμπισμπα των κοριτσιών και της νιότης, διάβηκε τη θύρα της εκκλησίας και στάθηκε ορθός με το δεξί του χέρι ξύλινο, μπροστά στον νεκρό Άδωνη. Είχε το σώμα τού Απόλλωνα, την όψη τού χορευτή και στα μάτια του το ζωοποιό πνεύμα της αγνότητας. Φορούσε στρατιωτική στολή και τα χείλη του έμοιαζαν με ζωγραφιστό τραγούδι Σειρήνας.

    Τούτο που έγινε κι αν είναι αληθινό. Το σκούξιμο της μάνας, φως άστραψε λαμπερό. Ω! χαρά της μπροστά στον απονεκρώντα Χριστό! Χίμηξε και σκυφτή αγκάλιασε το γιο της μ’ ένα ξέσπασμα θρηνητικό.  << Γιε μου, Λευτέρη μου! >> και τον χιλιοφιλούσε. Πίσω της η Πηγή, έτρεμε σαν ξερό φυλλαράκι. Όμως σ’ του χειμώνα της την καρδιά ένα ρόδο βλάστησε και μπήγοντας τη φωνή: << Λευτέρη μου, αδερφέ! >>  έσμιξε κι αυτή μαζί τους και κρεμάστηκε σαν ανθός στο ζηλευτό του στήθος. Ύστερα μέσα στο θάμπος του φωτός σπαράζοντας και οι τρεις βγήκαν έξω.

 

 

                                         = = = 

 

 

     Την Ανάσταση η Πηγή έλειπε από την εκκλησία. Εμένα μ’ έζωσαν τα φίδια της κόλασης. Όλη τη νύχτα μετά το αναστάσιμο τραπέζι, έμεινα άυπνος ενώ φανταζόμουν συνεχώς πως άπλωνα το χέρι, σπιθαμή- σπιθαμή, να πιάσω την Πηγή, κι όλο την έχανα. Το μεσημέρι της Λαμπρής, έβαλα στην πετσέτα δυο κουλούρια και δυο κόκκινα αυγά κι έτρεξα στο σπίτι της. Στην αυλή της ένα πλήθος κόσμου ήταν μαζεμένο, σταλμένο από το σύννεφο τής συμφοράς, με τις καρδιές τους σαν φύλλα κίτρινα και την ψυχή τους να τη σκιάζει η μαυρίλα. Μπήκα μέσα. Είδα την Πηγούλα μέσα στο φέρετρο νεκρή και γύρω της οι μοιρολογίστρες τραγουδούσαν το κάλλος της που έδυσε. Γονάτισα. Ασπάστηκα το ωχρό της πρόσωπο που φωτιζόταν απ’ το αγιοκέρι και της ψέλλισα : << Χριστός Ανέστη! >>  Έμεινε ασάλευτη. Οι μόσχοι της δεν υπήρχαν πια. << Πας, πέθανες, Πηγούλα!  Κι εγώ που ήρθα να σου διηγηθώ τ’ όνειρο που είδα για σένα, σε ποιον θα το πω, τώρα!  Αχ, και να ήταν ψέμα ο θάνατός σου σαν μια περαστική μαυρίλα! >> πρόσθεσα  κι άρχισα μέσα σε λυγμούς να της διηγούμαι τ’ όνειρο:

   << Σε λιβάδι είμαστε, χλωρό κι ανθισμένο. Εγώ, εσύ κι ο αδερφός σου ο γενναίος. Μ’ άνθη σ’ έρανε η φύση και έπαιζαν μουσική οι κλώνοι με του αγέρα την πνοή. Χαρούμενη ήσουν πολύ. Τι και του αδερφού σου τα χέρια ήταν και τα δυο γερά. Νερό κρύο έπιανε από τη  πηγή και με τις χούφτες του σε πότιζε. Εγώ κρίνα σου μάζευα λευκά και στεφάνι σου έφτιαχνα γεμάτο κρυφή χαρά. Κι όταν βιάστηκες να πας σε ανθισμένη μυγδαλιά  σε γέμισε με άνθη, στο κεφάλι, στους ώμους και στην αγκαλιά. << Αχ, τι βιάστηκες να γίνεις νυφούλα τόσο νωρίς; >>  σε ρώτησα και σε φίλησα γλυκά. Εσύ μια αχτίδα τόση δα έγινες με μιας που σαν νυμφίος ολόφωτος ανένηψα εκ του σκότους μου της φθοράς >>.

    Στα τελευταία λόγια, αναλύθηκα σε λυγμούς. << Αγνή   μου, Πηγούλα! >>  φώναξα και αγκάλιασα το άψυχο μυροφόρο σώμα της.   << Φρίττουσιν οι νόες μπροστά στο κάλλος σου, που έδυ! Μικρή μου καταλάμπουσα αστραπή, στο καλό! >>

      ellinikoxronografima.blogspot.gr