Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

 

    Με την πένα

                                                        Η   παρέα    


                                                       

             Κλειστήκαμε στα τέσσερα ντουβάρια αναγκαστικά, είτε λόγω κορoνοϊού είτε λόγω οικονομικής κρίσης, τη ζωή μας να σώσουμε, χάσαμε όμως την κοινωνικότητα, τη συναναστροφή ως ιδιάζοντα στοιχεία της ανθρώπινης υποστάσεως.  Στα << Πολιτικά >> ο Αριστοτέλης γράφει: <<Ο δε μη δυνάμενος δι’  αυτάρκειαν ούθεν μέρος πόλεως, ώστε ή θηρίον ή θεός >>.  Μεταφραζόμενο σημαίνει: << όποιος δεν είναι ικανός να συμμετάσχει  σε μια κοινότητα ή δεν του χρειάζεται επειδή είναι αυτάρκης, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί μέρος της πόλης και κατά συνέπεια είναι ή άγριο ζώο ή θεός>>.

                Αναγκαστικά έγκλειστοι  ξεκόψαμε από τους φίλους, τέρμα τα μπαρ και τα καφενεία, οι χειραψίες, οι ασπασμοί, οι φιλικές σφαλιάρες στην πλάτη, όλα αυτά σαν φυσικά επακόλουθα, υποκαταστάθηκαν από την ψηφιακή προσομοίωση. Λάικ, κόκκινες καρδούλες, φατσούλες γελαστές ή μη, κι άλλα ιδεογράμματα της κοινωνικής δικτύωσης έφτασαν στο φόρτε τους, έγιναν καλούπια συμπεριφοράς σε κωδικούς από του μακρόθεν.

             Η παρέα τουτέστιν  ή  παρεούλα, αντικαταστάθηκε από την κλεισούρα, σε σημείο που σαν το σκέφτεσαι, σαλτάρεις, πάει να πει. Ενδιαφέρον έχει εδώ η ετυμολογία της λέξης << παρέα >>. Ισπανοεβραϊκός ο όρος, που έρχεται από την << parea >>, Ισπανική λέξη για  το  ανδρόγυνο  από το  επίθετο <<parejo >>  που σημαίνει << όμοιος >>.  Στο συμπόσιο  ο  Πλάτων  λέει:  <<  Όμοιος ομοίω αεί πελάζει >>.

            << Πάρε την παρέα σου κι έλα >> λέμε στο φίλο, <<πρόσεχε μη σε καταστρέψουν οι παρέες >> στο παιδί, << παρεϊτσα >> και << παρεούλα >> οι δόκιμες λέξεις που ξεχειλίζουν τρυφερότητα και ακούγονται καθημερινά. Ακόμη και η πινακίδα << Γεωργίου και Σία >> έχει να πει κάτι για την << παρέα >> και τη << συντροφιά >>. Η συντροφιά βγαίνει από το << σύντροφος >> που είναι ο φίλος, ο συμπαραστάτης, αυτός που συνδέεται πολύ στενά με κάποιον: φιλικά, ερωτικά, συζυγικά, πολιτικά. Στον κομμουνισμό σύντροφος είναι αυτός που έχετε ανατραφεί μαζί κι έχετε φάει ψωμί και αλάτι. Το ετυμολογικό << συντρέφω >>, συν+τρέφω.  Καραμπινάτη λέξη της Αριστεράς, έχει σχέση με το σύντροφο και τα πισώπλατα μαχαιρώματα ή συντροφικά. Δυστυχώς το μαχαίρι δεν είναι μόνο να κόβει το ψωμί αλλά και να σκοτώνει. Πολλά μαχαίρια μπήκαν σε κορμιά σε όλες τις κομματικές και πολιτικές αποχρώσεις.

       Ερήμην κορονοϊού και κρίσης, παρέα, συντροφιά, κοινωνικότητα, πήγαν περίπατο. Μόνος στο σπίτι διαβάζεις βιβλία, βλέπεις ειδήσεις, ταινίες, γκρινιάζεις με τη συμβία και τους λοιπούς, από το σαλόνι πας στο υπνοδωμάτιο με τη φόρμα, τις παντόφλες και τον καφέ στο χέρι. Συνηθισμένος από το έξω, ρίχνεις και καμιά ματιά  από το παράθυρο να δεις τις γαλάζιες λωρίδες του ουρανού κι επιστρέφεις στα ίδια πέρα δώθε, μουρμουρίζοντας και προσευχόμενος  << ο θεός να βάλει το χέρι του >>.

                                                                                                           ΠΑΝ

 

     ellinikoxronografima.blogspot.gr    panant1947@gmail.com

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

 

Χρονογράφημα

 

 

                       Ο  Φλούφλης και η πενταήμερη αποβολή 


 

                                        Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

      Από εφημερίδα της εποχής:  Ιλαροτραγικαί σκηναί συνέβησαν την εσπέραν της Κυριακής εις τινα οικίαν της πόλεως μας, όπου  μαθηταί και μαθήτριαι του ενταύθα Γυμνασίου  διασκεδάζοντες δια  μοντέρνων χορών, << ροκ- εντ-ρολ >> κ.λ.π. αιφνιδιάστηκαν παρά του γυμνασιάρχου των, όστις κατέλαβε και τινάς εξ αυτών καπνίζοντας,

    Ευθύς ως αντίκρισαν τον γυμνασιάρχην των, οι νεαροί και αι νεαραί, πανικοβλήθησαν, ως εγκλωβισθέντες εις φάκαν. Εγνώσθη ότι κατά των μαθητών τούτων θα επιβληθούν βαρύταται κυρώσεις.

     Περίπου τα ίδια είχε κάνει και ο δικός μου γυμνασιάρχης τη δεκαετία του ΄70 που κατέστρωσε ακαριαίως το σχέδιο του να μας κάνει τσακωτούς καπνίζοντες στο ξενοδοχείο. Άλλωστε θεωρούσε εαυτόν και έξοχο ντετέκτιβ πέρα από τα φιλολογικά του καθήκοντα.  Έτσι οσάκις μυριζόταν ύποπτες τις κινήσεις μας, φορούσε στραβά το τραγιασκάκι του και επιτελούσε στο ακέραιο το καθήκον της προστασίας μας.

     Στο ξενοδοχείο  << Χελμός  >> λοιπόν που  καταλύσαμε όλο το τσούρμο του λυκείου, μετά την ολοήμερη περιπλάνησή μας στα ιστορικά μέρη της περιοχής, της Αγίας Λαύρας και του Μεγάλου Σπηλαίου, πιστέψαμε πως θα βρίσκαμε την ησυχία μας από τους φαντομάδες καθηγητές μας, που άλλο δεν έκαναν από το πρωί από το να μας κιαλαρίζουν, που πάμε και τι κάνουμε. Βυθισμένοι άλλοι στον ύπνο κι άλλοι στο πινακ το απολάμβαναν και το διασκέδαζαν. Εγώ με το φίλο μου, ένα σπίρτο στις βρομοδουλειές, το ρίξαμε στο κάπνισμα. Ενώ στην ηλικία μας απαγορευόταν ρητώς από τη σύγκλητο του σχολείου το τσιγάρο, ο φίλος έκανε τον ψόφιο κοριό κι όπου πηγαίναμε με το εκδρομικό φουσάτο, παφ πουφ το αρχινούσε και δεν το σταμάταγε. Έτσι αιφνιδίως βγάζει από τη θήκη των αποσκευών του ένα πακέτο << Άσσο >> και μου προσφέρει ένα. << Ο  << Φλούφλης >> παραφιλάει έξω >> του λέω, εννοώντας  το   γυμνασιάρχη, αν  μπει καήκαμε! Τι θα κάνουμε; >>  << Σιώπα >> μου απαντάει, << φλερτάρει με τις καθηγήτριες και τους  δείχνει την πλαδαρότητα της σαρκός του >>  και κάνοντας ένα τσαφ με το σπίρτο στο κουτί μου δίνει φωτιά.

       Τραβούσαμε ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας, προβάλλοντες κουτοπόνηρες δικαιολογίες τι θα πούμε αν μπουκάροντας μέσα μας έπιανε. Και να όμως που η πόρτα άνοιξε και σαν σίφουνας μπήκε μέσα! Και τότε ποιος είδε το Θεό και δεν το φοβήθηκε!  Μας άρχισε στις φάπες, στο κλοτσοσκούφι και στις βρισιές  με φράσεις ακατονόμαστες και  φωνή χαλασμένου φλάουτου. Γαμψόνυχοι κόρακες οι καθηγητές μας στο συμβούλιο διδασκόντων που μας πέρασε, μαζί του κράζοντας άγρια, ζητούσαν την τιμωρία μας. Μας έστειλαν στην << κρεμάλα >> με πενταήμερη αποβολή για  να << συνετιστούμε και να το κόψουμε το ρημάδι τo σιγαρέτο >> ως μας ανακοίνωσε ο Φλούφλης, υπενθυμίζοντας πως απαραιτήτως πρέπει να παρουσιαστούν και οι κηδεμόνες μας. 

     Ο γεννήτορας στο χωριό, τρεις ώρες ποδαράτο πώς να πας;  Μπακαλόγατος. Κι αν εκείνη τη στιγμή ήταν πάνω απ’ το γκαζοτενεκέ με τις ρέγκες πώς να το πεις;  Πώς να του εξηγήσεις πως κάναμε μια εφηβική τρέλα;

ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

Χρονογράφημα

 

 

 

 

 


                                    Ελλάδα, έρημη  χώρα

 

 

                                             

 

                                         

 

                                         Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

 

 

              Με  το ταμείο μου μείον και  σκονισμένο αέρα γεμάτο φούμαρα από ολίγιστους πολιτικούς το ευ ζην μου σιγοντάριζα έχοντας στο on το παμπάλαιο δέκτη μου. Τρεφόμενος μόνιμα από τη σακούλα που μου διανέμει το κοινωνικό παντοπωλείο της γειτονιάς μου, περίμενα να κόψουν κι ένα << κοντύλι >> για το ισχνό σαρκίο μου που φορεί σχισμένο παπούτσι, ζεσταίνεται με κάρβουνο και χορταίνει με  όσπριο και ληγμένο  γάλα από το ευρωπαϊκό μπακάλικο.  Τζίφος, δεν έγινε τίποτα. Πάλι το ψίχουλο μου πέταξαν, τη μπουκιά μου στεγνωμένη θα κατεβάζω, μια μαριονέτα μαϊμού ανάπτυξη  θα με ξεσφερτσάζει αθροίζοντας τα βερεσέδια μου, ζητώντας να με ρίξει στο Άουσβιτς για σαπούνι.

              Πολύ θα ήθελα, περπατώντας στο στρωμένο χαλί του γραφείου τους να τους πλησιάσω και τη γροθιά μου να χτυπήσω μπροστά τους. Ν’ αναπηδήσει το τασάκι, να χυθούν οι στάχτες, τα χαρτιά τους να σκορπίσουν και όπως θα ‘ναι λαγοί λερωμένοι, στο λαιμό να τους σφίξω με τον τρίχινο λαιμοδέτη. Ύστερα  απροσκύνητος σαν τον Κολοκοτρώνη την καχεκτική τους ψυχή να στολίσω με λόγο μασκοφόρου  εκδικητή:  << Για δέστε πως μας κατάντησαν τα άθλια κόμματά σας, πενήντα πέντε το ψωμί και δέκα το λεμόνι.  Η πείνα μας θερίζει,  στις τσέπες μας δεν υπάρχει δίλεπτο, ζούμε στην κατάψυξη του αρκτικού χειμώνα, έχουμε άδειο το ντεπόζιτο του καλοριφέρ,  καύσιμη ύλη δεν υπάρχει ούτε για δείγμα. Ζούμε με  όσπριο, λίγο ψωμί, νερό και ζοχούς.

            Στο νέο καπετάνιο της  πατρίδας που διέλυσε έτι εις τα ων συνετέθη την αμαρτωλή κολπατζού κοινωνία των προηγουμένων, τούτα τα λιτά να πω: << Ουδείς βεβαίως σήμερα υπάρχει στην Ελλάδα όστις να πιστεύει ότι επί ρόδων κοιμόμαστε, ουδέ πως η κλινοστρωμνή που σεις στρώνετε για το λαό θα είναι στρωμένη με αβρά και πέταλα ανθηρά. Πεινασμένοι γαυγίσαμε τη νίκη σας όπως οι δαιμονιώντες σκύλοι. Απολυμένοι   με μουντζουρωμένα χέρια  σας έφεραν στην εξουσία γιατί θέλουν δουλειά. Πένητες και φτωχοί σας ψήφισαν γιατί τους έλειπε το φάρμακο και  ο γιατρός.   Ξεβρασμένοι με σάπιες πλώρες στην ξενιτιά την υπόσχεσή σας περιμένουν  να επιστρέψουν στα πάτρια, κάτω από την ουράνια χάρη να λάμψουν της πούλιας.

        Αλλά ποια πούλια! Αν ήταν έτσι δε θα αναγκαζόταν ο Παλαμάς να γράψει: << Βοσκοί στη μάντρα της πολιτείας, οι λύκοι! Στα όπλα Ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί. Καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι. Για λόγους άδειους ή για του ολέθρου το έργο βαλτοί >>.

       Έρημη χώρα!

             ellinikoxronografima.blogspot.gr

         

 

                                                  Τ Ο      Χ Ρ Ο Ν Ο Γ Ρ Α Φ Η Μ Α

                                               Τι είναι ο πίθηκος για τον άνθρωπο;


                                               Του    Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

               Στο Παιδαγωγικό σε πίσω καιρούς είχα ένα διευθυντή, ένα βρώμικο ποτάμι που μόνο μια θάλασσα φαρδιά μπορούσε να το δεχτεί χωρίς να λερωθεί από τα δυσώδη λύματά του. Το χαρτί απορίας δε μου είχε έρθει και μου έκανε έξωση από το εστιατόριο της σχολής, έτσι διάβαζα νηστικός, κοιμόμουν νηστικός και στο νοσοκομείο μπαινόβγαινα να γιατρευτώ από την ασιτία μου. Όταν τις ελάχιστες φορές το ισχνό βαλάντιό μου φούσκωνε, τις δραχμές του ξόδευα σ’ ένα υπόγειο τεκέ να τρώω γίγαντες, κολοκύθια βραστά και σούπες από κρεμμύδι.

              Έξι μήνες κράτησε αυτό, μ’ όλη τη λέρα του μισάνθρωπου αυτού να με βρωμίζει. Και δεν τα γράφω αυτά γιατί προτίθεμαι να διαβάλω τον άντρα αυτό. Την αλήθεια καταγράφω. Η εξουσία των διευθυντών είναι τόσο ισχυρή, που καταντά βάναυση σε σημείο που καταρρακώνει το ηθικό των σπουδαστών.  Αφήστε που πίσω από το παραβάν της θέσης του ενίοτε σκάρωνε τρελά κέφια που κατέληγαν σε αμίμητες κασκαρίνες.   Η εκλογή του στη θέση αυτή αποκάλυπτε εύγλωττη επιβεβαίωση πως κάποιος πολιτικός τον διόρισε.  Κι αυτό γιατί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν αυτού πολιτευόταν κι ο ίδιος! Έτσι μετά απ’ αυτά, συνεχίζω για τον κουρσάρο αυτόν της ανώτατης εκπαίδευσης.  Στάθηκα στα πόδια μου, χάρη στο Νίτσε, το μέγα άνθρωπο και αναμορφωτή. Ο Ζαρατούστρα που τον διάβασα και μίλησε μέσα μου  από ‘να παλιό βιβλίο σχισμένο και ραμμένο με σύρμα, μ’ έσωσε. Χαλύβδινη έκανε την ψυχή μου, το σκότος και το μίσος γύρω μου για λύτρωση πηγής και ευχαρίστησης τα έβλεπα!

            Αντιγράφω μια παράγραφο, μια καλή γραφή που ο Ζαρατούστρα λέει, ευαγγελίζοντας τον Υπεράνθρωπο:  << ‘Όλα τα όντα μέχρι τώρα  πλαστουργήσαν κάτι αψηλότερο από τον εαυτό τους και σεις θέλετε να είσαστε του μεγάλου κύματος η φυρονεριά και βρίσκετε καλύτερο να γυρίσετε πίσω κατά το ζώο κι όχι να ξεπεράσετε τον άνθρωπο; Τι είναι ο πίθηκος για τον άνθρωπο; περίγελο, ντροπή λυπητερή. Ολόιδιος πρέπει να γίνει ο άνθρωπος για τον Υπεράνθρωπο:  περίγελο, ντροπή λυπητερή. Διαβείτε το δρόμο, που πάει από το σκουλήκι στον άνθρωπο και περισσεύει μέσα σας πολύ σκουλήκι ακόμη. Παλιά, είσαστε πίθηκοι, και, τώρα ακόμα ο άνθρωπος είναι απ’  τον πίθηκο πιο πίθηκος… >>

     Από τέτοιους πιθήκους είναι γεμάτη η πατρίδα μας! Είναι ο κάθε Μακιαβέλι της εξουσίας, οι μέθυσοι της χλιδής, οι μικρονοϊκοί τεμπελχανάδες της διοίκησης, οι πάσης φύσεως κρατικοί λειτουργοί οι θωπεύοντες τους σπερματοδόχους αδένες τους!  Άλλο δεν ξέρουν από το να μας βασανίζουν και να μας δηλητηριάζουν στάζοντας στον ουρανίσκο μας κώνειο. Είναι οι αιμοβόρες πολιτικές τίγρεις  που κομματιάζουν, τον εργάτη, τον πεινασμένο και τον άρρωστο. Εν ολίγοις αυτοί είναι το κράτος!  Και ο Νίτσε, συνεχίζει: << Κράτος; τι είναι αυτό; Ε, λοιπόν ξεβουλώστε τ’ αυτιά σας: Τώρα θα σας μιλήσω για το θάνατο των λαών. Κράτος είναι το παγερό, από τα πιο παγερά τέρατα. Και τούτο  το ψέμα ξεφεύγει απ’ το στόμα του: << Εγώ το κράτος, είμαι ο λαός >>.

     ellinikoxronografima.blogspot.gr

   

 

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

 

           Χρονογράφημα

                                          Μίνι, κοντά φουστάνια και μακριές φούστες    


    

                                                     Παναγιώτη Αντωνόπουλου

               Κεριά λιωμένα οι πίσω μέρες μας. Η μνήμη οιονεί εικονολήπτρια ανακτά τις στιγμές τους, σιωπηλά τις φανερώνει όταν στη Μονή της Ζωής ασκητεύεις και  ζητάς τη συντροφιά τους.   Σπούδαζα, την πνευματική μου γενναιότητα ν’ αυξήσω, τους νευρώνες μου σε φύτρα γνώσης θαλερής να μεταλλάξω. Στην πόρτα της Σχολής, ένας Νέρωνας διευθυντής, ένας κακιωμένος δικτάτορας  με σταμάτησε και σαν νυχάτος αετός μου ‘κλεισε το δρόμο και με κατέψυξε με λέξεις που τρύπησαν το κόκαλο βαθιά: << Πού πας με φτούνη τη μαλλούρα; Θες κούρεμα, τράβα στον μπαρμπέρη γρήγορα!>>

               Αποχωρούντος πήγα. Είπα στον κουρέα τα καθέκαστα. Εκείνος τσακισμένος απ’ τις ανηφοριές της ζωής, γέλασε και μου ‘πε: << Είναι δικτάτορας, και, το κάνει για προκάλυμμα ηθικής. Τακτική που ακολουθούν και τα δικτατορικά καθεστώτα. Έχεις ακούσει για τον Πάγκαλο; >>

              Ισχνά θυμόμουν κάτι. Νέος ακόμη έσκυβα το κεφάλι στο βιβλίο περισσότερο, ακόναγα το πνεύμα μου σε ουσίας πράγματα, δεν είχα χρόνο να το λιπαρίζω με ανοησίες ανθρώπων.  Ο κουρέας συνέχισε: << Αυτός ο λαλημένος ήθελε οι γυναίκες να έχουν μακριές φούστες! Απαγόρευσε στις γυναίκες να φοράνε κοντά φουστάνια, Ανακοίνωσε << η διάταξις θα τεθεί εις εφαρμογήν και θα ισχύει μόνον δια τον δρόμον και τα δημόσια μέρη. Η εφαρμογή της δε, θα ελέγχεται από ορισμένους αξιωματικούς της αστυνομίας πόλεως και ηθών! >>  Θεωρούσε άσεμνο να φαίνεται και η καλτσοδέτα των γυναικών κι αυτό << επειδή η μόδα αντίκειται εις τας ελληνικάς παραδόσεις και δεν επιτρέπεται πιθηκοειδώς μιμούμενοι τας ξένας μόδας να καταστρέψωμεν τα ωραία μας ελληνικά έθιμα! Ακόμη και το στέγνωμα των εσωρούχων των γυναικών είναι άσεμνον αλλά δυστυχώς κυρίαι και δεσποινίδες επιδεικνύουν όχι μόνον την καλτσοδέτα των αλλά και τα εσώρουχα >>.

         Κουρεμένος πια, δήλωνα παρόντας κάτω από το βλέμμα του διευθυντή, θαυμαστή του Θεόδωρου, απολαυστικού αργότερα να μετρά το μήκος της φούστας στις πιθηκοειδώς μιμούμενες την ξενόφερτη μόδα σπουδάστριες.

       ellinikoxronografima.blogspot.gr                 panant1947@gmail.com

 

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

 

                                 Τ Ο  ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

 

                                     Σκλάβοι, δούλοι και υπηρέτες των ισχυρών


                                          Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

            Με όσα συμβαίνουν στην πατρίδα μας, δύσκολο να είσαι ψύχραιμος, καθότι η νηφαλιότητα προϋποθέτει κρύο αίμα. Οι γλωσσολογικές έριδες λόγω της κρίσης είναι παντού, έχουν γίνει μάστιγες  αθεράπευτα στους Έλληνες. Έτσι από πρωίας μέχρι   νυχτερινής δεν ακούς παρά << είμαστε σκλάβοι, δούλοι και υπηρέτες του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας και της Ευρώπης>>. Ιδιαζόντως να αποκαλύπτω στους αναγνώστες τις καταγωγές των << ηχηρών >> λέξεων θα καταπιαστώ και σήμερα με τη γέννηση του τρίπτυχου, << σκλάβος, δούλος, υπηρέτης >>.

               << Σκλάβος >> έλκει την καταγωγή από το εθνωνύμιο << Σλάβος >>. Κι αυτό από τον 8ον αιώνα που αριθμός Σλάβων αιχμαλωτίστηκε από τους Βυζαντινούς. Κι έχουμε τη συγγένεια, το λατινικό << sclavus >> που έδωσε το γαλλικό <<esclave >> κι αυτό έφερε το αγγλικό <<slave >>. Σκλάβος και δούλος, λέξεις οικείες τοις πάσι αλλά και συνώνυμες. Περιγράφουν το άτομο που έχει στερηθεί την ελευθερία του και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου ανθρώπου. Σκλάβοι και δούλοι εργάζονται σκληρά στο χωράφι, στο στάβλο,  κουβαλούν τις πέτρες για τις πυραμίδες και τα μάρμαρα για τον Παρθενώνα, αφήνουν τα κόκαλά τους στα βάθη των ορυχείων, φροντίζουν να αυξηθεί ο πλούτος του αφεντικού, δουλεύοντας ως μούτσοι στα καράβια του, στα εργοστάσιά του και στις ανήλιαγες τρώγλες των γραφείων και στις φυτείες καφέ και καπνού, πεθαίνοντας από τις αναθυμιάσεις που αφήνουν τα φάρμακα  συντήρησης των καλλιεργειών.

     Δούλος είναι και ο δεσμώτης των παθών του.  Υποταγμένος στο άρμα του αλκοόλ, της χαρτοπαιξίας, της ασωτίας. Δούλος στην αρχαία εποχή ήταν ο γεννημένος από δούλους γονείς. Κι αυτοί που πιάνονταν στη μάχη ήταν δούλοι. Αιχμάλωτοι πολέμου. Ο δούλος ήταν και υπηρέτης ελεύθερου πολίτη. Τον υπηρετούσε με φιλοσοφική απάθεια  και εγκαρτέρηση  μέχρι να τον ελευθερώσει.

     Η προέλευση της λέξης  << υπηρέτης >>  από το [ υπο +ερέτης ] δηλαδή κωπηλάτης. Αναφέρεται στους δούλους που σάπιζαν στα καραβιά να κωπηλατούν  για να κινούνται τα αρχαία πλοία. Τα αλυσοδεμένα χέρια έκαναν χρυσές δουλειές. Μοναδικά μνημεία, παγκόσμια κοσμήματα του πολιτισμού, φτιάχτηκαν από στρατιές εξανδραποδισμένων ανθρώπων. Αυτοί έκαναν τις εξορύξεις  για το ασήμι των Αθηναίων, οι ίδιοι για το χρυσάφι της Αιγύπτου. Τα μέταλλα των Βαβυλωνίων, των Εβραίων, των Ρωμαίων, των Κινέζων των Άγγλων και των Αμερικανών αυτοί τα εξόρυξαν.  

     Η ιστορία έδειξε πως περνούσαν δύσκολα κάτω από την μπότα του άποικου. Γι’ αυτό οι εξεγέρσεις πολλές. Αναφέρουμε μερικές: Εξέγερση του Τσάρλεστον, βρετανικής αποικίας στη βόρεια Αμερική. Επανάσταση των zan, νέγρων, Νοτιονατολική Αφρική. Εξέγερση των Τσερόκι, Ινδιάνων Αμερικής. Επανάσταση του Σπάρτακου.

      ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

 

Έτσι τα βλέπω

 


                          

                            Άσε το Φθινόπωρο γύρω σου να στρώσει τ’  άνθη

                             

 τα στερνά

                                                  

                                                 Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

 

                        Μόνοι. Με τι καρδιά, με τι ψυχή να λησμονήσεις την αφράτη ξανθιά που άφησε ζωγραφισμένες τις καμπύλες της στη μαγική αμμουδιά. Με τι νου που δε λέει να ξεκολλήσει από τους φίλους του καλοκαιριού, να  πορευτείς για τον επερχόμενο χειμώνα. Πώς να  ονειρευτείς με τόσο χάος μέσα σου, με τη ζωή σου δοσμένη σε μια στρίγκλα ερημιά που σου μεταδίδει μεταγγισμένη κάθε στιγμή την ασθματική της αρρώστια.  Με τι καρδιά να μαζέψεις το σκουπίδι που άφησαν οι έποικοι της πόλης. Δε φτάνει  το χλωμό χρώμα της φθοράς που σε βάφει το μουντό φθινόπωρο, πρέπει να σκύψεις να μπεις σε ρυθμό και κόκκινος κατακόκκινος του αιμάτου να ξεβρομίσεις ότι αχνίζον ακάθαρτο  σκόρπισε το ασθενές γονίδιο του Έλληνα στη γη σου.

          Λιγοστεύει η ψυχή σου να βλέπεις αυτά που άφησε πίσω του. Πάνω στην άμμο η σπασμένη ρακέτα, πιο πέρα το πεταμένο πλαστικό ποτήρι, στους σωρούς με τα φύλλα οι άδειες σακούλες, στις παραλίες σκισμένα χαρτομάντιλα, στους κάδους το βιβλίο που το βαρέθηκε.  Κι αφού δεν άφησε σουπερμάρκετ για σουπερμάρκετ άδειο, έφυγε άνιφτος για την πόλη κι εκεί τρέχει στους δρόμους της, ψωνίζει πάλι, λερώνει και ιδρώνει.  Ύστερα θα πέσει στη δουλειά, που χρόνος για καλημέρα με το γείτονα, το φίλο,  την κουβέντα, την ποίηση. Που χρόνος για να μη βαριέται και να μη χασμουριέται να απαγγείλει τον ποιητή: << Άσε το φθινόπωρο γύρω σου να στρώσει τ’  άνθη τα στερνά, μια ζωή πεθαίνει μια πνοή περνά, τάχα σε προσμένει μια άνοιξη ξανά; >>   Ακόμη: << Όλα με ρόδα του φθινόπωρου να στεφανώσω τα μαλλιά σου, αυτά ταιριάζουν ομορφότερα στη χλωμιασμένη ομορφιά σου >>. Κι εκεί με το τσιμέντο στην καρδιά θα συνάξει δυνάμεις για να μας ποδοπατήσει πάλι το ερχόμενο καλοκαίρι. Εμείς εδώ με την ερωτιάρα επαρχία που όσο το φθινόπωρο βηματίζει, βάφεται όπως της καπνίσει. Πότε ξεμυτίζει δακρυσμένη γκρίζα, πότε ντυμένη με ανάλαφρο ροζ νυφικό, πότε χρωματισμένη με κόκκινες φουγγαρίες και πότε στολισμένη με ξεφυλλισμένα χρυσάνθεμα.

        Και μετράμε όσα φθινόπωρα έφυγαν και καρτερούμε τα κρυφά που θα ‘ρθουν.  Στο σύννεφο το βραδινό τραγουδάμε, στην αυγή που ‘ρχεται, ταξιδιάρηδες  στο καράβι της  ζητάμε να μπούμε. Κι όταν αυτή περνάει και μας παίρνει, νανουρισμένοι στους βελουδένιους κάλυκες και στα μεταξωτά άνθη τους, σωπαίνουμε, στους αέρηδες που δε μας σήκωσαν χαμογελάμε.

         Φθινόπωρο χλωμό, ηρωικό, φυλλοβόλο, ετοιμοθάνατο σαν τη ρημαγμένη κοινωνία μας. Δεμένο μαζί μας, αλητάκι με το τρύπιο σκουτί και το γρατσουνισμένο γόνατο. Αλητάκι που ΄χεις φίλους εμάς τους τιποτάκηδες και τους χωμάτινους. Εμάς  που μια μέρα σαν το στερνό το φύλλο θα πέσουμε από κάποιο  κλαδί σου!

     ellinikoxronografima.blogspot.gr       panant1947@gmail.com

             

 

Χρονογράφημα

                


                     
  Όταν ήμουν δάσκαλος

 

                                                        Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

 

                 Στο νου μου ήρθε απρόσμενα η πίσω εποχή. Τότε που με το διοριστήριο στην πισωτσέπη ανέβαινα το βουνό να πάω στο χωριό, να βγάλω το μεροκάματο στο σχολειό του. Από κοτρόνι σε κοτρόνι κι από στουρνάρι σε στουρνάρι, περπατούσα κι όλο περπατούσα και χωριό δεν έβλεπα. Ώσπου το ‘ριξα στο κλέφτικο, ν’ ακούσει το χωριό και να βγει στο ξάγναντο!  << Ανάθεμά τα,  τα βουνά με το ζακόνι πόχουν, το καλοκαίρι κίτρινα και το χειμώνα μαύρα και την πικρή την άνοιξη πολύ ροδαμισμένα. Κανένας δεν τα χάρηκε μες στον απάνω κόσμο, η κλεφτουριά τα χαίρεται και τα μικρά κλεφτόπλα. Πηδάνε, παίζουν και γλεντάν και ρίχνουν στο σημάδι, γυρίζουν και στη σούγλα τους τα παχουλά κριάρια, ποκεί οι Τούρκοι δεν πατάν, φοβούνται τα κλεφτόπλα>>.

                   Το τραγούδι το ‘φερε στο αγνάντιο και παινεμένος  πια ορειβάτης και γραμματοδιδάσκαλος, παρουσιάστηκα στον πρόεδρο. Ο πρόεδρος πρώην χίτης με κοίταξε με μάτι πολιτικής προστασίας, μου ‘φερε λίγο τυρί κι ένα ποτήρι κρασί, μου ‘δειξε στο κάδρο τον Κωνσταντίνο μετά της βασιλίσσης Άννας Μαρίας, το σχολείο μετά και μου ‘πε: << Είναι γεμάτο σκορπιούς, κουκουβάγιες και κοράκια και πρέπει να μάθεις τα παιδιά μας ελληνοχριστιανικά γράμματα μην το ξεχνάς! >>. Κατέβασε ύστερα τις εικόνες του Χίτλερ και του Μουσολίνι, τις έβαλε στην μασχάλη κι έφυγε.

                Έπιασα δουλειά, νεοδιόριστος δάσκαλος, το χωρίο ορεινό και η λόρδα να με κόβει. Πώς να κάνεις μάθημα θεονήστικος; Με σώμα ατάιστο, ψυχή σαν ξεκούρτιστη κιθάρα πώς να τραγουδήσεις με τα παιδιά: << Ένα παλικάρι είκοσι χρονών, άρματα του ζώσαν για τον πόλεμο .. >>

             Ευτυχώς ήταν Νοέμβρης και δεν ήταν όλα στο μηδέν. Το λιοτρίβι δούλευε στο φουλ, το βίντζι κάργαρε  τη μηχανή, αυτή πίεζε τα γεμάτα με χαμούρι τσαντήλια και το λάδι έρρεε χρυσός στο λιμπί. Και όταν η σαραντακέρατη πείνα με σούβλιζε πήγαινα εκεί και χωνόμουν ανάμεσα στους λαδωμένους εργάτες. Προσμπούκιζα δυο τρία λαλαγκόψωμα από το φανάρι τους, έκοβα και μια φέτα ψωμί από το καρβέλι τους, την έκανα καψάλα και την πέτσωνα. Έπινα και  δυο τρεις καταψιές κοκκινέλι από τον μπότη τους και ήμουν πλήρης. Στην αίθουσα πια  αεράτος Αστραπόγιαννος, οξεία δε μου ξέφευγε.

           Επιτελεύτια. Μητριά πατρίδα μου! Όπως με τάιζες τότε έτσι με ταϊζεις και σήμερα. Φτου σου να μη σε ματιάσω! Και μου στέλνεις κουτσουρεμένη και τη σύνταξη μη γεμίσω το πιάτο μου και γίνω υπέρβαρος! Φτου σου! Φτου σου!, να μη σε ματιάσω, πατρίς μου πολυαγαπημένη!

           ellinikoxronografima.blogspot.gr

                                                      

 

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

 

 

                                       Φαγάδες 


 

 

 

                                           Του Παν. Αντωνόπουλου 

 

 

            Τούτες τις φρυγμένες μέρες της ζωής μας, τρεις φίλοι αποφασίσαμε να βαπτιστούμε στη νυχτερινή Σιλωάμ της Πάνω Πόλης. Ταξιδάκι που συνεχίζεται να γίνεται από την πρώτη νεότητα, τότε που ένα Δόξα σοι ανάβρυζε από το πελώριο κιούπι του στέρνου μας. 

           Χέρι με χέρι, βαστάζοντας ο ένας τον άλλο στις ανηφοριές, τραβώντας τον πιο γέρικο δρομέα από το μανίκι στις στροφές, φτάσαμε στο καλαίσθητο μεζεδεπωλείο << Δεξαμενή >>. Μια παρεούλα λαϊκή γύρω από το ξύλινο τραπέζι, έπινε το ξανθό κρασί της, γελούσε, κουβέντιαζε και βροντούσε τον καριοφίλικο λόγο της περνώντας από γενεές δεκατέσσερις  τους κατσαπλιάδες του κυβερνητικού όρνεου.

           Πήραμε μια ανάσα, είπαμε τραγουδιστί : <<Σταυρέ βοήθει >> και ξεκινήσαμε. Λίγα μέτρα και τώρα φτάνουμε στην πλατεία της Αρκαδιάς αλλά δε φτάναμε κι όλο ο δρόμος γλίστραγε κάτω από τα πόδια μας αλλά δε σωνόταν, κι όλο τα γόνατα έτριζαν και τα πέλματα σούρνονταν σαν κουτσές χελώνες.

          Στη στροφή για τον Αι- Δημήτρη ο νεότερος ανέκραξε ψέλνοντας: << Κύριε! Κύριε! Τι βλέπω! >>  Μια κόλαση άρχιζε από λαμαρίνες, στην τύχη σωριασμένες, έμπροσθεν, όπισθεν και πλάγια, δεξιά, αριστερά και μέχρι εκεί που έσβηνε ο κόσμος.

           << Ου, μωρέ, πιάσ’ τονε τον Έλληνα ! >>ψιθύρισε ο πρεσβύτερος και έσκυψε στην τρύπα μιας εξάτμισης. Χολιασμένος φαρμάκι, την άγγιξε, τα χείλη του ξαγριωμένα έτρεμαν, τα μάτια του άσπρισαν σαν νταντελίτσες.

            Από το μετερίζι μιας πόρτας ύστερα μαζεύαμε τις νυχτερινές πινελιές που άφησε ο τραγίσιος  νους του νεοέλληνα.

             Όσο έβλεπε το μάτι μας, ήταν τίγκα στο αυτοκίνητο. Ρόδες στις στροφές, στα πεζοδρόμια, στα φρεάτια, στις εισόδους, σε ιδιωτικούς χώρους και δημόσιους. Τζιπάκια καβάλα στα καλντερίμια, γουρούνες μεγάλου κυβισμού στα σκαλιά, ρεμούλκες και καρότσες στη θέση των αναποδογυρισμένων κάδων. Οι οδηγοί του ναργιλέ, οι καπετάνιοι πασάδες με τις πάλες και οι πιστολάδες της ασφάλτου  τα ΄’δεσαν εκεί με τα λουριά σαν να’ τανε γαϊδάροι.  

          Το σκουπιδαριό των οχημάτων, βρώμισε και το κορμάκι της πλατείας που στ’ απόκρυφά του διολισθαίνοντες οι φαγάδες έπιαναν τραπέζια για το βραδινό καταπέτασμα. Κι όταν ήρθαν τα χοιρινά ξύγκια και τα σπληνάντερα, μασέλες και στομάχια πήραν φωτιά.

          Κι έγινε ένα χλαπάκιασμα, ριζωμένο από πάππου προσπάππου που κοροϊδεύοντας ο ένας τον άλλο έλεγαν: << Αυτός έφαγε τον αγλέουρα >> ή << Αυτός έφαγε τον άμπακα >>.

        Τη δεκαετία του εξήντα στον ίδιο πατρώο τόπο, έτρωγαν οι πατεράδες μας που είχαν την κοιλιά μέσα και το πρόσωπο ματωμένο με ραγάδες. Ήτανε καλοφαγάδες αλλά το δείπνο τους λιτό. Σήμερα τρώνε φαγάδες με φουσκωμένες κοιλιές και πρησμένα μάγουλα. Τότε τα φωσφορικά μάτια της Μαγδούλας που περνούσε δίπλα στα τραπέζια, έκαναν τα πεινασμένα αγριμάκια να σηκώνουν τα κεφάλια και να μυρίζουν τη διαδρομή της. Σήμερα τα κεφάλια μένουν σκυμμένα στα πιάτα. Ούτε  η Τζούλια Ρόμπερτς τα σηκώνει!

                                                        ellinikoxronografima.blogspot.gr