ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Άλλο ένα καλοκαιράκι μας έπιασε απ’ το χέρι και μας πάει στράτα – στρατούλα, πάλι ένας τρυφερός πουνέντες αιωρείται στην ψυχή μας και διώχνει τους δραγάτες που της τσιμπούν τις ρόγες απ’ το σταφύλι της. Αποβάλλει το χτικιάρικο χρώμα από τα μάτια μας και το χλωμό της φθοράς των ΜΜΕ και μας ζωγραφίζει ένα δειλινό με κόκκινες φουγγαρίες στη ράχη του Ιόνιου.
Κι ενώ σκεφτόμαστε το θάνατο τούτης της Μέδουσας κοινωνίας, και, ψιθυρίζουμε το << τετέλεσται >> μια ηρωική ανάμνηση μέσα μας αχνίζει και μας ντύνει με το νόημα της αντίστασης. Και πίσω γυρνάμε στης νεότητάς μας τη θυρίδα να ξεσκονίσουμε κάτι από κείνα τα καλοκαίρια που έχει κρυφτεί σαν το λαγό στην τσουπωτή αφάνα.
Οι κοντινοί στη θάλασσα γέμιζαν κιόλας λέπια άμα τη ενάρξει τους, ονειρεύονταν τρικούβερτα μπάρκα, περπατούσαν κι έκαναν πως τσαλαβουτούσαν σαν δέλφινες στα νερά. Οι καμπίσιοι φαντάζονταν νυχτερινούς υπνάκους δίπλα σε σγουρούς βασιλικούς, οι βουνήσιοι να παίζουν φλογέρα στις πλαγιές με τις πέρδικες.