Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

 

    Με  την  πένα

                                 Τα μέγαρα γκρεμίστε,  εστιατόρια χτίστε Πεθαίνοντας από την πείνα στην Αφρική – Τα παιδιά θύματα της παγκόσμιας  αδιαφορίας – ΣΟΚΑΡΙΣΤΙΚΕΣ ΦΩΤΟ

                                                       Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

          Ακατάλυτό τους ίνδαλμα το χρήμα. Για τους καπετάνιους του πλανήτη μιλώ. Τόση ερημιά και πείνα στον κόσμο κι αυτοί, εκεί, εθισμένοι στην πρέζα να χτίζουν και να υψώνουν μέγαρα. Πακτωλός χρημάτων για ουρανοξύστες, εμπορικά κέντρα, πολυκαταστήματα,  κέντρα διασκέδασης, ξενοδοχεία, γήπεδα, σουίτες,  ούτε όμως μια πρόβλεψη στο ιδιοκτησιακό τους χώρο, για μια περίτεχνη οικονομική ντρίπλα, να χτίσουν και μερικά εστιατόρια να τρώνε τζάμπα οι πεινασμένοι και  οι ανέστιοι. Βάλε με το νου σου, αναγνώστη, πόσα παιδιά εκεί μέσα θα έτρωγαν, πόσοι άνεργοι θα ξέχναγαν την πείνα τους  μ’ ένα ποτήρι γάλα, πόσοι φτωχοί  θα ένιωθαν χορτασμένοι με μια φρυγανιά αλειμμένη με βούτυρο, πόσοι σκλάβοι θα κατέβαζαν μια μπουκιά κάτω, ενώ μια αργυρή φωτοχυσία αλληλεγγύης θα τους ζέσταινε μαζί με τα λόγια του ποιητή:

     <<Μεγάλη φτώχεια πλάκωσε, παιδί μου,/ και το ψωμί το τρώμε με το δράμι//. Πέθανε η κόρη εψές του μπάρμπα Τίμου,/ δεκάξι χρονών, σαν το κρύο νερό/κ’ η σεμνούλα η Πηνιώ του Μπάρμπα Τσάμη/ την κακιά στράτα πήρε από καιρό//. Η φτώχεια τους ανθρώπους έχει αγριέψει//. Προχθές τη Δημαρχία είχαν κυκλώσει/  μάνες, παιδιά, που η πείνα τα ΄χε ρέψει/ κι άλλος ψωμί ζητούσε, άλλος δουλειά/ μ’ αντίς ψωμί, σαν πήρε να σουρουπώσει/ με το ξύλο τους διώξαν τα σκυλιά//. Τα μάτια τους παράξενα σπιθίζαν κ’ είχαν σφιχτά τα χείλη//. Ακολουθούσα κι εγώ μαζί και την καρδιά μου αγγίζαν/ τα λόγια τους σα γνώριμη λαλιά/ και πόθησα, δεν ξέρω πώς να κλειούσα/ όλους μ’ ίδια στοργή στην αγκαλιά […].

     Πλούσιοι, ξυπνάτε φρεσκαδούρες πρωί- πρωί, πίνετε καφέ, ακούτε ειδήσεις, βλέπετε τηλεόραση, στη δουλειά σας πάτε γελώντας και διψώντας για χρήμα. Οι φτωχοί πάνε στα τάρταρα, με νεύρα  τσατάλια, χωρίς κάτι υγρό ή στέρεο να ρίξουνε μέσα τους. Και ξεθεώνονται στη δουλειά, για ένα ντοματοπελτέ, ένα παστωμένο αλίευμα και μισό κιλό εδώδιμα αποικιακά. Ούτε λόγος για λουκούλλεια  μεσημεριανά γεύματα ή δείπνα! Γαμψόνυχη η φτώχεια, τους φτωχούς, τους ακολουθεί. Γεννήθηκαν μαζί της, ύστερα κρύφτηκε πίσω από τις σάπιες τάβλες, με τα μάτια της, τους κρυφοκοιτάζει, με στόμφο τα ονόματά τους φωνάζει, στα γέλια ξεκαρδίζεται και τους περιγελά. Τους δείχνει το άδειο πιάτο, την αναποδογυρισμένη ψωμιέρα, τα τρύπια παπούτσια, το μπαλωμένο σακάκι. Μένει εκεί κρυμμένη και τους παραμονεύει, πότε θα βγούνε έξω, στο δρόμο να περπατήσουν για να τους πάρει στα κοντά. Τους ακολουθεί, μένει κοντά τους, μπαίνει μαζί τους στο φτωχό σπίτι, κάθεται στην καρέκλα, ανασηκώνει τα σεντόνια, κοιμάται μαζί τους, όλο ένα ψυχρό σφύριγμα βγάζει από το στόμα της και τους κοροϊδεύει.  Στην αρρώστια τους δεν έρχεται γιατρός, αυτή χτυπάει την πόρτα.  Στη βροχή τους εγκαταλείπει, τους ακολουθεί, κάθε τραγούδι τους φιμώνει, σε κάθε τοίχο παραμονεύει, τα νύχια της να τους μπήξει στο κορμί.

     Παντού βρίσκεται η φτώχεια.  Στις θάλασσες, στα ορυχεία, στα εργοστάσια, στους πολέμους, στους εργάτες του υφαντουργείου και στον φούρναρη που ψήνει το ψωμί. Οι φτωχοί της ραπίζουν το πρόσωπο, αυτή μένει, κολλημένη πάνω τους σαν όστρακο, δε λέει να ξεκολλήσει, σε εξορκίζουμε της λεν, σε διώχνουμε, να φύγεις μακριά. Παγωμένη τη θέλουν και αιχμάλωτη, αλλά αυτή δε φεύγει, μένει.

    Επιτελικοί, άριστοι κροίσοι και πολιτικοί,  τα μέγαρα γκρεμίστε, εστιατόρια χτίστε να χορτάσουν οι  πεινασμένοι που στους δρόμους τριγυρνούν. Πάψτε να ασκείτε <<κομμωτική >> αντί πολιτική. Το πόπολο στον πλανήτη πεινάει. Σκηνή ορθοτριχίασης θα έπρεπε να σας διακατέχει, με τόση πείνα στον κόσμο. Χτίστε ένα εστιατόριο σε κάθε πόλη, σε κάθε συνοικία, σ’ όλες τις φτωχογειτονιές, φαγητό να χορτάσει ο κόσμος,  εν ευθυμία να δούμε τους χορτασμένους και τον πλανήτη να περιστρέφεται μ‘ όλη τη μεγαλοσύνη του, δικαιωμένος και  γελαστός.  

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

 

Με την πένα

 

                                            Οι σομιέδες ξεχαρβαλώθηκαν Οι εικόνες που πρέπει να δεις λίγο πριν συγκατοικήσεις με το ταίρι σου (ΦΩΤΟ)  – Makeleio.gr

                                                   Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

             Οι  σομιέδες έχουν ξεχαρβαλωθεί, οι καναπέδες σκιστεί, οι άνθρωποι κυκλοφορούν αδέσποτοι στους δρόμους και το επιτελικό κράτος των αρίστων, βάλθηκε να μας τρελάνει. Τι να πει κανείς, μ’ όλα αυτά που εμβρόντητοι παρακολουθούμε δυο χρόνια τώρα από τα ΜΜΕ για τα μέτρα που παίρνονται για το καλό μας και για την ατομική ευθύνη.

              Όπως και να ‘χει, τα ρολά της κοινωνίας είναι κατεβασμένα. Η διαχείριση της επιδημίας πάει από το κακό στο χειρότερο, τα κρούσματα  αυξάνουν, οι νοσούντες πολλαπλασιάζονται και οι μετακομίσεις στον κήπο των ασφοδελών, ουκ ολίγες. Το επιτελικό κράτος δυστυχώς κρύβει πολλά που μαστιγώνουν τον Έλληνα. Δήθεν ενδιαφέρεται για την υγεία του και χύνει κροκοδείλια δάκρυα για την κακή του μοίρα, όμως από την άλλη, φόροι αβάσταχτοι, ΕΝΦΙΑ, μειώσεις μισθών, συντάξεων, ακρίβεια, μηδενική περίθαλψη, θάνατος του εμπορίου, κλειστή εστίαση,  πείνα και δυστυχία παντού, οδηγούν τον Έλληνα σε χρόνια περίοδο παθών. Βλέποντας τη λειτουργία του δύστυχου κράτους που την χειρίζονται,  αμαθείς και ανίκανοι πολιτικοί, βγαίνει αληθινός ο Καρυωτάκης, παντού μια Πρέβεζα λαβωμένη. << […] Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι/ με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,/ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα κι ακόμη/ό ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους//. Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,/ για να ζυγίσει μια ελλειπή μερίδα,/θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,/ κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα[…] //.

          Το πόπολο τι να κάνει υπακούει στους ανήκουστους περιορισμούς. Τα τσουχτερά πρόστιμα τον καθηλώνουν στους καναπέδες, η ελευθερία της κίνησής του μετ’ εμποδίων, δραστηριότητες, κοινωνικές σχέσεις, στο κόκκινο απαγορευτικό. Παρατηρώ φερ’ ειπείν, πως το πάλαι ποτέ μποτιλιάρισμα των ανθρώπων στα καταστήματα, δημόσιες υπηρεσίες, χώρους εστίασης, μετατέθηκε στους εξωτερικούς χώρους των πεζοδρομίων.  Ένας θεός ξέρει αν γίνονται σωστά οι δουλειές εκεί. Χθες σημαντική μερίδα  ανθρώπων, έξω από τα ΕΛΤΑ της πόλης, περιφρουρώντας την υγεία του, συμπλήρωνε τα χαρτιά εργοσήμων πάνω στα καπό των οχημάτων. Έμπαιναν μέσα, έβγαιναν, διόρθωναν, ξαναέμπαιναν, ξαναέβγαιναν, υπόγραφαν και σαστισμένοι οι δόλιοι φάτσα με  φάτσα, κάτι έλεγαν σ’ ένα ακέφαλο δυσλειτουργικό και ανίκανο κράτος.

      Ταλαιπωρία μεγάλη για τους υπέργηρους. Τόσα κυβικά μπετόν για την Ακρόπολη, έριξαν, χάθηκε να βάλουν κι ένα τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο να εξυπηρετούνται; Γραία ανεβαίνοντας τη σκάλα, για να μπει μέσα, γκρεμοτσακίστηκε, βρέθηκε φαρδιά πλατιά κάτω, η βακτηρία της στους τροχούς του δίκυκλου και το τσεμπέρι της σημαιάκι στον πάσσαλο. Αχ, πόσο δίκιο είχε ο Νίτσε: << Κράτος; τι είναι αυτό; Ε, λοιπόν ξεβουλώστε τ’ αυτιά σας: Τώρα θα σας μιλήσω για το θάνατο των λαών. Κράτος είναι το παγερό, από τα πιο παγερά τέρατα. Και τούτο το ψέμα ξεφεύγει από το στόμα του: << Εγώ το κράτος, είμαι ο λαός >>.

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

 

Διήγημα

                  Αναμνήσεις μιας χαμένης εφηβείας Καλή σχολική χρονιά – Παλιές Φωτογραφίες από το Σχολείο - aromalefkadas -  Ενημερωτική ιστοσελίδα της Λευκάδας

 

                                    Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

                  Δεκαετία του ’60.. Κοινωνία χωρίς τούφα γαλανού ουρανού και  τις ελπίδες της σκορπισμένες από τον οργισμένο άνεμο. Ο πολιτισμός στη διαμελισμένη επαρχία έφτανε σε ισχνή πεζοπόρα χελώνα. Κι εμείς λιθοβολημένα παιδιά της με το πυρ της εστίας μας σβηστό, την κλίνη μας κρύα και την ένδυσή μας πενιχρή και ατημέλητη. Η σίτισή μας  λιτή, με κονσέρβα και άρτο ξερό. Ωχροί κι αδύνατοι στην όψη, ευειδείς όμως στην πάλλουσα εφηβική καρδιά.

                  Αρχή της εφηβείας μας ήρθαμε στο  << κλεινόν άστυ >> του κάμπου να σπουδάσουμε και να αφυπνιστούμε εκ της ραστώνης του χωριού, να νιώσουμε το γλυκασμό της γραφής των λογίων πατέρων, να αποσβέσουμε το  << μηδενός επιθυμείν >>  και να γευτούμε τον ποιητικό οίστρο της θυσιασμένης κόρης Ιφιγένειας για χάρη ενός λαφυραγωγού πολέμου εξαιτίας της πληγωμένης νιότης της Ελένης του Μενελάου.  

                   Διαβάζαμε σε λάμπα πετρελαίου, παίρνοντας ελπίδα από το φως της που σιγόκαιγε να φύγουμε από τη στάχτη μας που έσκιαζε τη φρυγμένη νιότη μας. Το ηλεκτρικό που αργοπορημένο ήρθε, φώτισε καλύτερα το δρόμο της εξόδου από τα συντρίμμια μας. Συνεπείς στις αναγνωστικές φιλοδοξίες μας, ενθαρρυνθήκαμε από την ακόρεστη δίψα μας για γνώση και σκύψαμε σε δανεικά μεταχειρισμένα βιβλία, λεηλατώντας το φλύαρο χρόνο μας που είχε αρχίσει να ζει τρεφόμενος από το χαμένο μας καιρό που είχε ανατείλει μαζί με το λείψανο της κοινωνίας της προηγούμενης δεκαετίας του ’50.   

                 Η άσκηση με τα σχολικά βιβλία, επίμονη και κουραστική, μας δυσαρεστούσε στο έπακρον. Αναζητούσαμε το κόσμημα του κάλλους του δικού μας βιβλίου, του παιδικού και εφηβικού. Όμως  μας έλειπε και κάθε προμήθειά του από το ισχνό βαλάντιό μας, την έπνιγε η μέδουσα φτώχεια. Καμία υπερφίαλη σκέψη να οδηγηθούμε στη δημοτική βιβλιοθήκη αφού ο ασκητισμός βιβλίων στα ράφια της δεν είχε εφευρεθεί ούτε και στη σχολική όπου ένας κρύος πουνέντες που φυσούσαν οι ψειριασμένες σελίδες της, μας έδιωχνε άκομψα αντί να μας περιθάλπει.

                Έτσι ήρθε να δροσίσει τη φρυγμένη μας ψυχή,  << Ο μικρός ήρωας >> και η  << Μάσκα >>. Ποιο μελτεμάκι φύσηξε και μας τα ‘φερε δε θυμάμαι. Μόνο ακούω το φλίφλισμά του πάνω στις σελίδες τους, από τότε που κρυμμένοι σαν λήσταρχοι μέσα στη σπηλιά τα διαβάζαμε με σκυμμένα κεφάλια και ρουφούσαμε απνευστί τη δρόσο και την ευλογία τους, τη θεία μετάληψη που μας κοινωνούσαν οι ήρωές τους.

           Και όσο το κάναμε αυτό να τοξεύουμε τα βέλη της αμάθειας μακριά μας για αρκετό καιρό, αγκυλωμένοι έστω και σ’ αυτά τα ευκολοχώνευτα αναγνώσματα, τόσο ξεφεύγαμε από το σφίξιμο του κρύου εναγκαλισμού της πνευματικής μας ένδειας.

          Όμως η αστική διαπλοκή του οικείου περιβάλλοντος και του σχολείου, στράφηκε εναντίον μας, μ’ ένα μανιφέστο γροθιά για  τον οδυνηρό μας κατήφορο. Το ‘μαθαν φαίνεται όταν ο ιστός της αλληλεγγύης μας κόπηκε, και, κάποιος θαμπός φάρος εξέπεμψε φως και μας πρόδωσε. Τότε μας έσωσε ο Γιάννης, διάκονος μετέπειτα της Θέμιδος, που καθισμένος σ’ ένα κούτσουρο πουρναριού, εξέδωσε λόγο δικανικό λίαν θερμό για να μας πει: << Είμαστε διανοούμενοι και είναι τυφλίτες! Γι’ αυτό συναθροίζονται και μας ρίχνουν πέτρες. Έχουμε ανεβεί στα ανώγεια κι αυτοί ζούνε στα υπόγεια. Εμείς σκεφτόμαστε για τους άλλους και διαβάζουμε για να υπάρχουμε.  Έχουμε σκέψη. Αυτοί μόνο κοιλιά. Εμείς κυνηγάμε τη διανόηση, αυτοί  χίμαιρες. Κολυμπάνε στο βούρκο κι έχουνε χωθεί μέσα ως τ’  αυτιά >>.  

          Και συνεχίζαμε να μαζευόμαστε στη σπηλιά και να μιλάμε με το Σπίθα και την Κατερίνα. Ότι πρωτόγονο ανθρωποειδές βάρυνε την καρδιά μας, μας το λείαναν και μας το έκαναν σημαντικό κρίκο της εξελικτικής μας  αλυσίδας  που μας έδενε και μας ένωνε με το σύγχρονο νοήμονα άνθρωπο. Κι όσο << Ο μικρός ήρωας >> και η << Μάσκα >> μας έλειπαν τα αναζητούσαμε στα σκουπίδια.  Τα πλουσιόπαιδα της διπλανής πόρτας, τα μπούχτιζαν και τα έριχναν στο σκουπιδοτενεκέ. Εμείς στις μύτες των ποδιών μας για να μη μας αντιληφθούν, γινόμαστε σκουπιδοσυλλέκτες και τα μαζεύαμε. Τα διαβάζαμε ώσπου να κυκλοφορήσουν τα νέα τεύχη. Βέβαιοι πως τα παλιά ήταν και πάλι πεταμένα στα σκουπίδια, δεν προσπερνούσαμε το σκουπιδοτενεκέ χωρίς πριν να του ρίξουμε μια ματιά. Το σκύπτειν μας είχε γίνει συνήθεια και αναγκαίος τρόπος ζωής.

         Στα δεκατέσσερα η ίδια ακάθεκτος πνοή φιλανάγνωσης  μάς έκανε μύστες του Ιουλίου Βερν. Φίλη αναγνώστρια γειτονοπούλα λεηλατούσα λαιμάργως σελίδες μυθιστορημάτων μας φιλοδώρησε βιβλίο του << παγκόσμιας εμβέλειας >> όπως μας το βάφτισε με τίτλο: << Ο γύρος του κόσμου σε  ογδόντα μέρες >>. Ο Γιάννης  << ο νομικός >>  έπλεξε το εγκώμιο του συγγραφέα αφού εμείς είχαμε μεσάνυχτα από τέτοιους επιφανείς κονδυλοφόρους, λέγοντάς μας σαν σκούπισε  στο σκονισμένο εξώφυλλό του την υπάρχουσα ακόμη κόνιν με την άκρη του μανικιού του: << Το ξέρω το βιβλίο. Οι σελίδες του είναι  γλυκές, γεμάτες περιπέτειες. Θα σας αρέσει γιατί ο παραμυθάς τούτος έχει την πένα του στεφανωμένη με περισπούδαστες σκέψεις >>.

           Και το διαβάζαμε στη σπηλιά, καθισμένοι οκλαδόν ή σκαρφαλωμένοι στα κλαδιά των δέντρων. Πότε φωναχτά από έναν αναγνώστη και οι λοιποί ακούγαμε ως ακροατές ή εκ περιτροπής ο καθένας από μέσα του με την κλεψύδρα να μετρά το χρόνο μας ανά δεκάλεπτο.  Οι σκράπες δυσανασχετούσαν, οι φωστήρες έτοιμοι με το ραπισμό μετά το πέρας κάθε σελίδας να τον επιφέρουν επί αυτών. Όλοι όμως εκλεκτοί και μη, του είκοσι ή του δέκα, μπροστοθρανίτες της τάξης ή πισωθρανίτες, παγιδευόμαστε από την ποιητική του χροιά και τον οίστρο της φαντασίας του. Λίγο ή πολύ όλοι μέναμε με το στόμα ανοικτό. Λίγο ή πολύ όλοι διατελούσαμε εν εξάλλω συναισθηματική φορτίσει  και είμαστε κατησβολωμένοι από το σφρίγος της εξαίσιας αυτής γραφής.

          Εν τη παρόδω του χρόνου   η χορηγός μας, μας έδωσε και δεύτερο τόμο του Ιουλίου Βερν με τίτλο: << Οι πειρατές του Αιγαίου >>. Παλιό και δεμένο με σύρματα, σπάγκο και καλώδια. Οι πρώτες του τρεις και οι πέντε τελευταίες σελίδες του έλειπαν και στα περιθώρια είχε σταξιές λιωμένου κεριού. Οι κεντρικές σελίδες είχαν μαύρες τρύπες και στα κενά των περιόδων  υπήρχαν μισοσβησμένες λεξούλες και ποιητικοί λυρικοί στίχοι απομεινάρια από άσβεστους όρκους ερωτικού πάθους.

         Το διαβάζαμε κι αυτό, στήνοντας το σκηνικό μας με σκηνοθέτη αόρατο και σενάριο άγραφο. Καθένας μας γινόταν  ήρωας,  παίκτης του αόρατου θιάσου μας.  Ο ένας  τρομερός πειρατής Σακρατίφ [ Νικόλας Στάρκος ] ο άλλος γάτος Εβραίος τραπεζίτης Ελιζούντο, ο έτερος  Γάλλος φιλέλληνας Ερρίκο Ντ’ Αμπαρέ, σκεφτόμαστε την όμορφη κόρη του τραπεζίτη τη Χατζίνα, χύναμε δάκρυ καυτό για τη δύστυχη μάνα του Σκάρπου, Ανδρονίκη, πλέαμε κι εμείς μαζί τους στο Αιγαίο πολεμώντας πειρατές και φονιάδες στυγνούς.

        Στη λώλα μας αυτή να διαβάζουμε έγκλειστοι στα σπήλαια παρασύραμε και τους γύρω μας γιδοβοσκούς που λάκιζαν από τα μαντριά τους, επισκεπτόμενοι τη χωμάτινη καλλίκτιστο κατοικία μας να μας ακούσουν. Ανέβαιναν σαν πίθηκοι στους βράχους και ξεχνώντας τους δεσμούς τους με τα ερίφια, δένονταν με τις ιστορίες του βιβλίου, ζητωκραυγάζοντας στο τέλος για τη μαγεία που τους χάριζε τo τρίπτυχο, Γουτεμβέργιος, λινοτύπης, συγγραφέας.

         Τότε για να τους ευχαριστήσει έπαιρνε το λόγο ο Σάκης ο μετέπειτα << επικοινωνιολόγος >>  και εκφωνούσε λογίδριον πλήρες κριτικού και συναισθηματικού λογισμού: << Ω! σήμερα >> αρχινούσε με υψωμένη φωνή << έχουμε γίνει όλοι μας πόες της ουτοπίας, κούφιοι ρήτορες, ατίθασοι δρομείς της ασφάλτου, φονιάδες των αποδημητικών πουλιών, θιασώτες μιας αλαζονικής έπαρσης, εκφραστές μιας ηλιθιότητας διάρκειας. Μόνο μέσα από τα βιβλία θα αποβάλλουμε την ηθική και πνευματική μας κατάπτωση μετερχόμενοι στο στάδιο του εχέφρονος ανθρώπου >>.

        Στη συνέχεια τους έδειχνε το μπαλωμένο βιβλίο λέγοντάς τους με εκπληκτική φλυαρία: << Έχει λογοτεχνικές αρετές και δεν είναι ευτελές. Έχει μέσα του τη χλιαρή αύρα του λόγγου που βόσκουνε τα γίδια σας και αφήνει να διαφεύγει από τις σελίδες του ένα θρόισμα σαν των χνουδάτων φύλλων των δέντρων του δάσους μας >>.

        Άλλοτε οι ανθρώπινες συναντήσεις μας ήταν με κυνηγούς με καλόγερους με ξυλοκόπους και χοιροβοσκούς. Και όπως ήταν κι αυτοί θρυμματισμένοι στην κενότητα του τίποτα εύκολα η θέα του βιβλίου τους έδινε ένα έρεισμα φιλοσοφικό.

         Μετά ήρθε  το << ποίημα ερωτικόν >> του Βιτζέντζου Κορνάρου να απαλύνει την ανυπόστατη και ερημωμένη μας εφηβική ζωή. Ήταν μικρού μεγέθους σαν βίπερ και το σταύλιζε στην κωλότσεπη  ο Δημήτρης ο Λόγιος.  Είχε το εξώφυλλό του μπλε, τον τίτλο του γραμμένο με γράμματα φαιά, τις σελίδες του φουσκωμένες από τη μούχλα και την υγρασία σαν φαφατιασμένες φέτες ψωμιού. Εντύπωση προξενούσε η  καλλωπισμένη του εισαγωγή με το τετράστιχο: << Βιτζέντζος είν’ ο ποιητής κι εις την γενιά Κορνάρος, που να βρεθεί ακριμάτιστος όντε τον πάρει ο Χάρος. Στη Στίαν εγεννήθηκε, στη Στίαν ανεθράφη, εκεί  ‘καμε κι  εκόπιασε ετούτα που σας γράφει >>.

         Λήγοντος του ποδοσφαιρικού αγώνα στο γυμναστήριο  ο Δημήτρης μας περίμενε στην έξοδο. Εκεί ακλήτευτος έσυρε το βιβλίο από την τσέπη και μας το κοινωνούσε στον αέρα με κυματισμούς. Ύστερα απάγγειλε υποκρινόμενος τον Ερωτόκριτο: << Αδερφέ μου, δεν μπορώ στον κόσμο πλειο να ζήσω, γιατί έβαλα ένα λογισμό και στέκω ν’ αφορμίσω. Σ’ τόπο ψηλόν αγάπησα, μακρά πολλά ξαμώνω, το χέρι κοπιάζει εύκαιρα να πιάσει το δεν σώνω. Τη θυγατέρα του Ρηγός, του εφέντη μας την κόρη, οπού άνεμος δεν τζ’ ήδιδε ουδ’ ο ήλιος την εθώρει, κι οπού μας παίρνει τη ζωή, όντε μας πιάνει η μάχη, ο λογισμός οπούβαλα, δίχως θεμέλιο να ‘χει >>.

         Στη ρέμβη ύστερα της ντάπιας του κάστρου φυλλομετρούσαμε τις σελίδες του και ζωντανεύαμε στη φαντασία μας το αψεγάδιαστο κορμί της Αρετούσας. Και όλοι οι άλλοι βλαστοί και οι κλώνοι των ερωτικών μας πόθων, αναβλάσταιναν σε κάθε στόρηση των στίχων. Ζωγράφοι χίλιοι, έφτιαχναν με την τέχνη στα κοντύλια τους πεθυμισμένα μάτια, χείλη, στήθη, καρδιές ματωμένες σε σάρκες που τις έκαιγε της αγάπης το καμίνι.

         Άμα τη λήξει της ποιητικής μας ανάγνωσης πάλι ο Δημήτρης έβαζε στα χείλη του στίχους της Αρετούσας : << Νένα μεγάλη πείραξιν έχω στο νου μου μέσα και τα τραγούδια κι οι σκοποί εξάφνου μ’ επλανέσα και πεθυμώ και ραθυμώ να μάθω, να κατέχω, ποιος είναι αυτός που τραγουδεί κι έγνοια μεγάλη έχω >>.

        Λίγο πριν ξεσκολίσουμε την Άνοιξη, ένας γυρολόγος πραματευτής μας πούλησε τους << Άθλιους >> του Βίκτωρα Ουγκώ. Ρυπαρό, χοντρόδετο με σελίδες κουρέλια και τις γραμμές του ξεθωριασμένες από το φλύαρο χρόνο. Στην πρώτη σελίδα μια λεηλατημένη λεζάντα έγραφε: <<Απαγορεύεται αυστηρώς ο δανεισμός και η μεταπώλησις >>. Από κάτω μια άλλη χειρόγραφη από απαίδευτο χέρι συμπλήρωνε ορνιθόγραφα: << Φυλακαί Κερκύρας εν έτει 19..  >> οι υπόλοιποι αριθμοί εσβηκότες.

        Κάναμε ρεφενέ και το στείλαμε στον τυπογράφο να το μερεμετίσει. Το κόλλησε, το έντυσε με εξώφυλλο κλαπέν από μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη σβήνοντας τον τίτλο του και μας το ενεχείρισε ως φωτεινό διάττοντα. Λόγω τού όγκου του αποφεύγαμε να το κουβαλάμε στη δροσόβολη αύρα της  σπηλιάς και στα  μοσχοβόλα αρώματα του κάστρου. Το διαβάζαμε κατ’ οίκον μετά το πέρας της τελειωμένης μέρας μας. Όπου τα γράμματα ήταν αχνά τα ζωηρεύαμε με μεγεθυντικό φακό κι όπου οι σελίδες ξεκόλλαγαν παρά την επιμέλεια του τυπογράφου, τις στερεώναμε με ζύμη ή κόλλα.  Ολοένα προχωρούσαμε τις σελίδες του κι ολοένα οι αράδες του γίνονταν πνευματικοί φίλοι της καρδιάς μας και μέρα παρά μέρα ότι λόγιο μας γυάλιζε στην ουράνια γραφή του άρταινε το πνεύμα και το νου μας. 

        Ο άγουρος δικός μας ήλιος, φώτιζε και τη γειτονιά. Και στα σπίτια της οι σπιτικοί θεοί μαζί με τις τόσες έγνοιες τους αποξεχνούσαν να μπάσουν το βιβλίο. Τότε οι περικοσμημένοι με την άγια βιβλιοφιλία μας το δανείζονταν για να αποστάξουν το στοχασμό του. Έτσι οι βαπτισθέντες νέοι δεινοί αναγνώστες πολλαπλασιάζονταν, γίνονταν πολλοί οι βιβλιόφιλοι οσονούπω. Και ένθερμοι πλέον βιβλιστές χρήζονταν  θαρραλέοι φύλακές του.

       Και μια μέρα μουσκεμένη στην ομίχλη, << Οι άθλιοι >>  που γράφτηκαν για όλα τα έθνη, βιράρισαν για τον πάτο του πηγαδιού. Η κόρη που το διάβαζε το ξέχασε στο χείλος του φιλιατρού. Ένας γάτος Αγκύρας αδέξιος που πέρασε το έσπρωξε μέσα. Στο σκοτεινό σημείο του βάθους που κοιτάξαμε δεν είδαμε παρά μουσκεμένες τις σελίδες και τους βιβλιοσκώληκες να σαλεύουν.

      Μαζί τους είδαμε και τον άθλιο άνθρωπο που αγωνιά κάτω από τις εποχές ενός χρόνου, που φεύγει φλύαρος και τρέφεται από το θάνατό του. 

       ellinikoxronografima.blogspot.gr

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021

 

Χρονογράφημα

                            Το τσακμάκι άναβε φωτιές500 Παραδοσιακα καφενεια ideas in 2021 | ελλάδα, κορν μπιφ, αθήνα

                                                           Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου          

                                Ο μπάρμπα Γιάννης, δεινός κρασοπότης, όπως έχουμε πει, τα ‘χε πιει εκείνο το μεσημέρι με παρέα στου Ψαρούλια το μαγαζί. Ο Μήτρος ένα ζερζέκι του χωριού τον πείραζε όπου τον έβλεπε. Οι ουκ ολίγοι κολλητοί τους γελούσαν και ο μπάρμπα Γιάννης γινόταν  γαμψόνυχας κόρακας έτοιμος να τους πιει το αίμα, βρίζοντάς τους σε γλώσσα γαλλιστί.

             Το καλοκαίρι ο μπάρμπα Γιάννης είχε  επαγγελματικά χαμόγελα μέχρι δακρύων. Διορίστηκε νεροφύλακας και θα γευόταν ψαρολιχουδιά, φθηνή μεν αλλά τονωτική που θα την κατέβαζε κάτω σαν πεινασμένος λέοντας. Αλίευσε μια αγροτική στολή, φόρεσε κάσκα, άφησε γένι μακρύ και πυκνό και έκανε δρομολόγια στα κηπευτικά να ρυθμίζει την ύδρευση. Κουρασμένος από ένα τέτοιο δρομολόγιο το μεσημέρι έκατσε στου Ψαρούλια το μαγαζί με την παρέα του κι άρχισε να τα πίνουν. Πιες – πιες έγιναν στουπί, οι νευρώνες τους χαλάρωσαν, τα λόγια τους σκορπούσαν σαν πουλιά, ο κόσμος έγινε μια γροθιά που τον χτυπούσαν με δύναμη στο τραπέζι.

               Ο Μήτρος κάθισε κι αυτός, ήπιε και ήρθε στο τσακίρ κέφι. Έβγαλε τσιγάρο ο μπάρμπα Γιάννης να φουμάρει,  το κόλλησε στο στόμα κι έκανε μια έτσι να βγάλει το τσακμάκι απ’  την τσέπη. Τον πρόλαβε ο Μήτρος τράβηξε το δικό του  και  μ’ ένα τσακ προθυμοποιήθηκε να του το ανάψει. Το χέρι έκανε πως του  ‘φυγε, η φλόγα βρήκε το γένι που άρπαξε φωτιά. Ευτυχώς ο κάπελας έριξε πάνω την πετσέτα, έσβησε τη φωτιά και μαζί το << οχ! >> των κολλητών. Το χρ…. … τον βλαστήμησε ο μπάρμπα Γιάννης και πήγε να τον αρπάξει. Ο  Μήτρος πετάχτηκε έξω, έγινε Λούης και σκαπέτηκε στο μαντρί.

         Μια βδομάδα αργότερα ο μπάρμπα Γιάννης τα ‘πινε πάλι. Καθόταν με τρεις καμινιάρηδες και τα ‘λεγαν. Έβαλε μια πινέζα ανάποδα σε μια καρέκλα και περίμενε το Μήτρο. Ήταν σούρουπο και είπε στον κάπελα όταν του κλείσει το μάτι να σβήσει τη λάμπα. Προχωρούσε το σούρουπο, η νύχτα έπεφτε στα πέριξ, στους δρόμους λίγοι θόρυβοι, στον ουρανό άστρα που τρεμόσβηναν. Η μυρωδιά του κρασιού έφερε το Μήτρο στο τραπέζι, όρθιος για λίγο άκουσε το μπάρμπα Γιάννη να τραγουδά, <<μια νύχτα θα μεθύσει και θα με παρατήσει να πιω ακόμα μια γουλιά… >> και κάθισε.

        Η πινέζα μπήκε στη σάρκα του, ο πόνος του έκοψε την ανάσα, το στερέωμα και η χίμαιρα τον πλάκωσαν και πετάχτηκε πάνω. << Να δω >> του είπε ο μπάρμπα Γιάννης, η λάμπα έσβησε, ακούμπησε το αναμμένο τσακμάκι στον πισινό του, έψαχνε,  ψηλαφούσε, ανίχνευε, μουρμούριζε, ώσπου τον τσουρούφλισε! Το ‘βαλε στα πόδια ο Μήτρος. Τώρα δεν είχε να πηδήσει σκίντα και βράχους αλλά χρυσαφένια και ξεκαρδιστικά γέλια που έμπαιναν μπροστά του απ’ όλο τον αχό του κόσμου. 

        Σε λίγο επέστρεψε. Ιδιόμορφος και πολυσχιδής, άπλωσε το χέρι. Το ‘δωσε  στον μπάρμπα Γιάννη, του ‘σφιξε το δικό του και του είπε, ιπποτικά και πανηγυρικά: << Μία μου και μία σου! Πατσίσαμε τώρα! >>

            Ellinikoxronografima.blogapot.gr