Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Την αθυμία της ζάλης μου με ποιητικά ανθολογήματα, σήμερα θα διασκεδάσω. Κι αμέσως εκ του Ελύτειου έργου, των παθών μου τον τάραχο θα προσπαθήσω να κατευνάσω. << Τώρα με ψάθα γυριστή και με σαντάλια κόκκινα, μ’ ένα σουγιά στο χέρι, πάει το ναυτάκι του περιβολιού, κόβει τα κίτρινα σκοινιά, λασκάρει τ’ άσπρα σύννεφα… >>
Η ανακλώμενη εικόνα των στίχων, μεσιτεύει να φτάσω σε γραφή με ιριδισμούς και λάμψεις του Λάμπρου Πορφύρα: << Ω! τι με νοιάζει κι αν πάμε, ως εκεί; Τι με νοιάζει; Γελάει όλ’ η γλυκιά συντροφιά μου, γελά η θλιμμένη ζωή, στ’ άπειρο μέσα κυλάμε κι η Αννούλα τρελά τραγουδάει: Όπου να ‘ναι μακριά θα φανεί της Χαράς το νησί… >>
Ριζωμένος στη στιγμή, τη φθορά μου ρίχνω στη λήθη, στη διάρκεια προσεύχομαι: << Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί, πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου. Κάπου στα νερά του port pegassu βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή… >>