Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ήθελα να μου ήμουνα αρνί, λαμπρίτης. Να με έσφαζε μια φτωχή οικογένεια, να με έγδερνε, να έφτιαχνε τα άντερά μου μαγειρίτσα και να με έβαζε στη σούβλα. Με το ψημένο κρέας μου ύστερα να γέμιζε το πασχαλινό της τραπέζι, να έτρωγε τον άμπακα και να ‘κανε τρικούβερτο γλέντι, ρωμαίικο, τύφλα στο κοκκινέλι.
Να ζήλευαν τα ευρωπαϊκά λαμόγια, ο οικονομολόγος καροτσάκιας, η καγκελάριος όρνιθα και οι λοιποί βαστάζοι που τους ήθελαν νηστικούς. Ένα ντελίριο ύστερα να τους έπιανε και να μας άφηναν χρόνους.
Φαγωμένος θα ήμουνα πιο ωφέλιμος και θα ένιωθα και ευεργέτης χαϊδεύοντας την κοιλιά τους οι χορτασμένοι. Τώρα τι κάνω; Πληρώνω φόρους, τρέχω στα γκισέ, ξοφλώ πρόστιμα, δέχομαι φοβέρες για τις απλήρωτες δόσεις, το μερίδιο της σύνταξής μου βλέπω να μικραίνει, στο σβέρκο μου νιώθω την προβοσκίδα του κράτους να μου ρουφά το αίμα.