Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

                     Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

                Χρονογράφημα Η ΚΑΛΥΒΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑ-ΘΩΜΑ - Βιβλιοπωλεία Εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία,  978-960-9696-39-5, 9789609696395, 9609696392, 978-960-9696-39-5,  9789609696395

                        Η καλύβα  του  μπάρμπα   Θωμά

 

                    Φαρσοκωμωδία!  Από παιδιόθεν ακώ το νεοπαγή όρο <<fake news >> των πολιτικών και πλευριτώνω από το νεφελώδες κράμα τους γεμάτο κόμπλεξ, ψέμα και υπερβολή. Ότι και να πουν είναι κίβδηλο, αναξιόπιστο, δόλιο, απατηλό, υποκριτικό, άθλιο. Οι ίδιοι, καλπαζάνηδες, βυσσοδόμοι, κακεντρεχείς, υποκριτές μπαγαπόντηδες, τερατολόγοι. Παραποιημένα αυτά που λένε, παραποιημένοι και οι ίδιοι. Παραποιημένος και ο κόσμος γύρω μας. Ένας κόσμος που δεν διαφέρει από εκείνον που περιγράφει η Χάριετ Στόου στο μυθιστόρημά της: << Η καλύβα του μπάρμπα Θωμά>>. Έναν κόσμο χωρισμένο σε μαύρους και λευκούς, σε πλούσιους και φτωχούς, σε ανθρώπους και πράγματα.

                Μια φάπα στους ανάλγητους δαίμονες  των αδυνάτων είναι το βιβλίο, ένα βουνό δίκιο υπέρ τους σαν το Κιλιμάντζαρο. Ας το θυμηθούμε:  Σκλάβος ο μπάρμπα Θωμάς, τουτέστιν καρπαζοεισπράκτορας, που ζει σ’ ένα   μεγάλο αγρόκτημα με την οικογένειά του.  Ο κύριός του χρεωμένος, αναγκάζεται να τον πουλήσει, ο μπάρμπα Θωμάς χάνει τις προσδοκίες του, πέφτει στα χέρια ενός σκληρού αφέντη, γίνεται ένα σκουριασμένο εξάρτημα της παραγωγής του και πεθαίνει στολισμένος με τα κακόηχα γαμοσταυρίδια του.

              Ζούσε σε χώρα δημοκρατική, χριστιανική αλλά ήταν μαύρος. Ζούμε σε χώρες πλούσιες και κοινοβουλευτικές και η φρενήρη πορεία της φτώχειας μας δεν έχει όρια! Προς τι τα << fake news >> της περιλάλητης αφθονίας μας; Για να γεμίζουμε τις ψυχικές αποσκευές μας ως τα μπούνια με κόμπλεξ ευημερίας;

             Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, ξάφνιασε κι έκανε εντύπωση. Πέταξε και μια σπίθα που έβαλε φωτιά για να ξεσπάσει ο εμφύλιος Βορείων και Νοτίων. Σαν το παράχεσαν οι πλούσιοι υπερβαίνοντας τα εσκαμμένα του πόπολου, την πλήρωσαν. Όμως έχασαν τη ζωή τους και πολλοί φτωχοί. Το υπερφίαλο όμως αφήγημα πως οι ισχυροί δε νικιούνται  είναι παραμύθι. Ο επίγειος παράδεισος κερδίζεται και είναι άπαρτος αν θέλει ο λαός.

        Ο πόλεμος Βορείων και Νοτίων σήμανε και το τέλος της δουλείας στην Αμερική. Εκατομμύρια λευτερώθηκαν από τον ανθρώπινο ζυγό, βυσσοδόμοι, στρεβλωτές, σερέτες και υποκριτές που τους κρατούσαν, πήγαν στον πάγκο τους. Λοιμογόνοι ισχυροί νικήθηκαν, η μάστιξ της δουλείας εξέπνευσε.

        ellinikoxronografima.blogspot.gr     

                

 

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021

                 Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

    ΧρονογράφημαΤο φαντασμένο κοκοράκι! | Οι παραμυθάδες

                                  Το κοκοράκι κι κι ρι κι κι !

 

                            

 

    Με χιούμορ οι Άγγλοι στην καθημερινότητά τους αλλά με τις πληγές νωπές ακόμη στις σάρκες των ντόπιων, στα κράτη που έστηναν τις αποικίες τους .    << Χλωριωμένη κότα >> είπε ο Μπόρις τον Τζέρεμι Κόρμπιν στο κοινοβούλιο!  Κι εγώ θυμήθηκα τις φλύκταινες που βγάζω όταν στη γειτονιά μου σε μια λαϊκή αυλή, που στεγάζονται όρνιθες και ο αρχηγός τους ο πετεινός, ξεκουφαίνουν τον κόσμο με τα << κι κι ρι κου >> τους. Κραυγές άξεστου  ήχου από τα χαράματα που δε σώζονται ούτε με ωτοασπίδες οι περίοικοι.

  Περισσότερο ακούγονται του κόκορα και δη νυχθημερόν πλειστάκις. Ασυνήθιστες ραψωδίες αλλά μου αρέσουν γιατί ο κόκορας είναι συμπαθής, θρεμμένος, τροφαντός, χρωματιστός, πτέρωμα γυαλιστερό, λοφίο στητό, ένας αγέρωχος φρουρός που σαν θυρεός καμαρώνει στην πόρτα του κοτετσιού και προστατεύει τις όρνιθες παλλακίδες του.

    Παιδιόθεν θαύμαζα την απλόχερη ελευθερία των δικών μας πτηνών στο πατρικό κοτέτσι και χαιρόμουν για όποια επωδό άκουγα από κόκορα ή κότα. Στους πολλούς κοκόρους μια εποχή έτυχε ο ένας να ήταν γέροντας με πτέρωμα αραιό, πόδια στραβά, φωνή βραχνή, όμως καλοθρεμμένος σαν αστός καπιταλιστής που τον ορεγόσουν στο πιάτο.

    << Ρίξε του μια στο κεφάλι με τη σφεντόνα και φέρε τον κάτω να τον κάνουμε  μακαρονάδα, δεν μπορεί πια να βατέψει τις λειράτες κότες >> μου είπε  η μάνα  μου  και <<  πριν  αλέκτορα  φωνήσαι >> πήρε θέση για να δει το φονικό. Εγώ σημάδευα, τα χέρια μου έτρεμαν, η πέτρα δεν έφευγε, μ’ έπιασε ένας πόνος για το θρεμμένο πουλί, που είπα: << Πέντε χρόνια τον έχουμε στο κοτέτσι, τον αγαπώ σαν αδερφό μου, πώς να τον σκοτώσω; >> και το ‘βαλα στα πόδια.

    Την άλλη μέρα έστρωσε τραπέζι. Ακολουθώντας τον ίδιο χαβά να με ρωτά πάντα τι προτιμάω στη μερίδα μου, άκουσα τη φωνή της, ρυθμική: << Στήθος ή πόδι; >> << Αφού ξέρεις >> της απάντησα ξερά σαν ανάγωγος χωριάτης και περίμενα. Μου ‘φερε το πιάτο. << Αφού σένα τρέμανε τα χέρια σου τον ταχτοποίησα εγώ >> είπε και  κόσμησε το χώρο μ’ ένα γέλιο συρτό. Ύστερα κάρφωσε τον αχνιστό μεζέ και  με το βλέμμα της να φεγγοβολάει με προέτρεψε να κάνω κι εγώ το ίδιο.

   ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

                                            Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

        ΧρονογράφημαΚουδούνια - Κουδούνες Αρχεία - Παλαιοπωλείο Παρελθόν

                             Κουδούνες στους κλέφτες Σαδδουκαίους

 

 

              Μελαψός, χωμένος στη σκόνη, καθισμένος στους σκουριασμένους σωλήνες, έκανε διάλειμμα απολαμβάνοντας το κολατσιό του.  Διωγμένος από την πατρίδα του ήρθε εδώ στην αειπάρθενο δική μας, να πάψει να αναδύει αναλλαγίλα, να ντυθεί μ’ ένα τριμμένο κοντοπόλκι και ν’ ακούσει  το χόχλο του χυλού στην κατσαρόλα του. Φορούσε παλιό σχισμένο ψαθάκι, παντελόνι τζιν λασπωμένο, παπούτσια με σόλες ξεχαρβαλωμένες, ζώστρα συγκολλημένη με κόμπους χοντρούς. Είχε το μούτρο ρυτιδωμένο, το μάτι του θολό, το αίμα του στις αρτηρίες στραγγισμένο, το μέσα του άδειο και το  σπλάχνο του άγριο, κυκλωπικό. Στον απάγκιο καθισμένος, μόνος κι έρημος, μιλούσε με τα κουνούπια, γελούσε με τα μπουρμπούνια, μετρούσε τους κούρκους που ανέβαιναν στα ξύλα και στα πλαστικά. Έριχνε και κάπου - κάπου  βλαστημίδι δυνατό, κοιτώντας κατά την Αφρική, το σύνορο της πατρίδας του φανταζόταν φραγμένο από φαλτσέτες και νεκρούς.

              Ο ουρανός γελούσε, άδειο το ταβερνάκι, γουλιές – γουλιές το ποτήρι μου άδειαζα καθισμένος στη μέσα γωνιά. Αναβλεφάριζα, τον κοιτούσα, χάζι έκανα με το χρωματισμένο του σουλούπι. Μετανάστης αυτός, ξένος στη χώρα μου εγώ και οι δυο δέσμιοι της χαμοζωής, κολυμπημένοι στη λάσπη της φτώχειας, δαρμένοι από σκύλους Αζώρ πολιτικούς και γατίσιες υποσχέσεις .

             Στον πάγκο του ο ταβερνιάρης με κοίταζε με την ψυχή του να δείχνει πως είχε μπουνάτσα. Πελάτη δε σταύρωνε, παγωμένη η ψυχή  του, κουβέντα δεν έβγαζε, αμίλητος φούσκωνε και ξεφούσκωνε, παίζοντας με τα κουμπιά του ραδιοφώνου. Κάποια στιγμή δούλεψε, το τραγουδάκι χρήσιμο, εύθυμο, διδακτικό χύθηκε στον αέρα: << Σ’ ένα υπόγειο στην πλατεία Αβησσυνίας συγκεντρωθήκαν τα ποντίκια μια φορά, για να σκεφτούν πως θα γλιτώσουν μια για πάντα, από του γάτου τον αιώνιο βραχνά. Το συζητάγανε ημέρες και ημέρες μα τελικά δεν καταλήξαν πουθενά και είχαν όλοι πια συνειδητοποιήσει ότι κομπλάρισε η συνέλευση γερά. Τότε πετάγετ’ ένας  νεαρός και λέει: << Βρήκα τη λύση του προβλήματος παιδιά! Θα πλησιάσουμε την ώρα που κοιμάται και θα του δέσουμε κουδούνια στην ουρά! >> Κι όλοι φωνάξαν << Μπράβο, αυτό είναι, συμφωνούμε! >> και πέρασε η πρότασή τους παμψηφεί. Μα ένας γέρος ποντικός τους λέει << Δικαίωμα! >> και θέτει την εξής ερώτηση: << Άμα μου λύσετε αυτή την απορία τότε δε θα ‘χω αντίρρηση καμιά. Ποιος από σας τολμάει το γάτο να ζυγώσει να του κρεμάσει την κουδούνα στην ουρά; >> Και από τότε έχουν περάσει χίλια χρόνια κι ακόμα ο γάτος  τα ποντίκια κυνηγά που πάει να πει ότι δε βρέθηκε κανένας να του κρεμάσει την κουδούνα στην ουρά. Όλες οι λύσεις είναι φίνες και ωραίες τότε και μόνο όταν είναι εφικτές μα σαν δεν έχεις κότσια να τις εφαρμόσεις άσ’ τες καλύτερα, καθόλου μη τις λες >>.

             Νεοφιλελεύθεροι έχετε τα κότσια να το κάνετε; Να κρεμάσετε κουδούνες στους κλέφτες Σαδδουκαίους Έλληνες πολιτικούς και στους ύπατους με τα πορφυρά ενδύματα που τους περιστοιχίζουν; Να καυχιόσαστε σαν Έλληνες σύγχρονοι Ηρακλήδες, πως με βέλη  τρυπήσατε θρεμμένους πισινούς!

                    ellinikoxronografima.blogpost.gr

 

 

Κυριακή 22 Αυγούστου 2021

 

                   Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

        ΧρονογράφημαΖαχαροπλαστείο Διανύσματα Αρχείου, Royalty Free Ζαχαροπλαστείο  Εικονογραφήσεις | Depositphotos®

                    Έξω από το ζαχαροπλαστείο του Ζερβή

 

             Γεννήθηκα φτωχός, σε σπίτι που έμπαζε από παντού με τον πατέρα να φέρνει τέσσερα σακιά στάρι στο σπίτι κι ένα τενεκέ λάδι που του ‘δινε ο αφενταγάς που δούλευε στο λιτρουβειό του. Μεγάλωσα  αδέσποτος, γράμματα έμαθα πηγαίνοντας τρεις φορές τη βδομάδα σε σχολείο κάτεργο, τις άλλες βόσκοντας τις κατσίκες και τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο να πάρω κουράγιο και να πολεμήσω την κατακτήτρια φτώχια, που μ’ είχε ρίξει πεινασμένο σε Άουσβιτς, με τρύπιο παπούτσι και σχισμένο σκουτί.  Στην πόλη μετά οι καθηγητές με μεταποιημένα σακάκια μ’ έμαθαν περισσότερα γράμματα, γείτονες εθνικόφρονες με << κάρφωναν >> γιατί άκουγα Θεοδωράκη, παπάδες με αφόρισαν γιατί διάβαζα στο κάστρο κυρα – ποίηση και ζηλιάρηδες λελέδες με έβριζαν γιατί συναντούσα στην παζαρόβρυση την αγαπημένη μου και της κοιτούσα το βαθύ μπλε στα μάτια της.  

        Η πόλη χωρισμένη στην πάνω και την κάτω. Στην πάνω οι φτωχοί, οι τσαλακωμένοι, στην κάτω οι ατσαλάκωτοι με τον πλούτο και τη γραβάτα. Ήθελα να ξεφύγω από την πάνω με τους γκιώνηδες και τα νυχτοπούλια, να ελευθερωθώ από τα βάτα και να βρεθώ στην κάτω που είχε άπειρους θηλυκούς πειρασμούς, μυρωδιές από αρώματα, Διόνυσους και Φαέθοντες στους δρόμους και τα μαγαζιά της.  Πεινασμένος  απ’ τη φτώχεια, στεκόμουν έξω από τα ζαχαροπλαστεία της, κοίταζα τα γλυκά, τα λιμπιζόμουν, ν’ αγοράσω ένα γαλακτομπούρεκο ήθελα από το ζαχαροπλαστείο του Ζερβή

        Μέσα  υπάλληλοι τεμπέληδες φλυαρούσαν, πλούσιες χοντρές μαμάδες  τάιζαν τους μπέμπηδες, παππούδες με χοντρά γυαλιά και μύτες κόκκινες, διάβαζαν << Ακρόπολη >> και << Καθημερινή >>. Εγώ άφραγκος, χωρίς σέντσι στην πισωτσέπη, μ’ ένα πονίδι στην καρδιά κοιτούσα το γαλακτομπούρεκο και το ορεγόμουν.  Όλοι τους χαχάνιζαν κι εγώ απέξω με το ξεσολιασμένο παπούτσι, το τρύπιο σακάκι και το κουρεμένο κεφάλι να το λιμπίζομαι. Σκέφτηκα να γίνω Γερμανός, ένας  ματωμένος εξολοθρευτής των Ες - Ες, να μπω μέσα και να το αρπάξω. Λύγισα όμως δεν το ‘κανα, το ‘βαλα στα πόδια για να μου κάτσει από τότε στο λαιμό.

            Μετά δουλειά, οικογένεια, παιδιά, το ψωμί στερημένο, το ντύμα φτωχό, το ξέχασα το γαλακτομπούρεκο. Τώρα με το σώμα κουρασμένο από το χρόνο το θυμήθηκα. Το θυμήθηκα για να το φάω, την αφέντρα στέρηση κείνης της εποχής να εκδικηθώ.  Συνταξιούχος όμως, με γλίσχρο μισθό και χρεωμένος, δεν μπορώ. Μια στυγνή χρεοκοπία μου ‘χει αδειάσει την τσέπη  και μ’ έχει αφήσει πανί με πανί. Πώς να βγάλει ευρώ;  Και μένω απέξω από τη βιτρίνα με το μάτι  στο γλυκό. Κι αφού δεν μπορώ να το φάω, τ’ αφήνω και σπίτι τρέχω με Κολοκοτρωναίικη ψυχή. Πιάνω το γκρα μου και το ρίχνω στη σκοποβολή. Μ’ αυτόν στο μέλλον σκέφτομαι  πόλεμο  ν’ αρχίσω,  τους αφεντάδες μου να πολεμήσω, που μ’  άρπαξαν, το ρούχο, το σέντσι μου και το ψωμί.

            ellinikoxronografima.blogspot.gr

              

.

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

                                        Παναγιώτης   Αντωνόπουλος

            ΧρονογράφημαΤελείωσε το ρολό τουαλέτας…. μη το πετάτε… είναι πραγματικά χρήσιμο!! –  Timeout.gr

                       Χαρτί υγείας, περιζήτητο στην εποχή του κορονοϊού

            Χαρτί υγείας. Περιζήτητο στην εποχή του  εστεμμένου ιού, αναπόσπαστο είδος  για κάθε νοικοκυριό, λύση για την υγιεινή του ποπού, επώδυνη η έλλειψή του στο παρελθόν.

           Πριν  γίνει σήμερα ο σωσίας μας στα σουπερμάρκετ, η ατομική υγιεινή χιλιετίες στο παρελθόν ήταν επώδυνη όσο δεν φαντάζεσαι.  Φρου – φρου και αρώματα δεν υπήρχαν, ούτε βελούδινη υφή στον πρωκτό σε κάθε επίσκεψη στην τουαλέτα. Στην Αρχαία Ελλάδα  και Ρώμη από τον 5ο αιώνα π.χ. ως τον 2ο μ.χ. οι λαοί τους καθάριζαν τον ποπό  με τον ξυλόσπογγο, τουτέστιν έναν σπόγγο δεμένο στην άκρη ξύλου. Μετά τη χρήση του τον έβαζαν σ’  ένα δοχείο με αντισηπτικό αλατόνερο. Στους κοινόχρηστους χώρους όλοι χρησιμοποιούσαν  το ίδιο αξεσουάρ. Στη Κίνα για την προσωπική υγιεινή κάθε χεζά είχαν φτιαχτεί ράβδοι από ξύλο ή μπαμπού με τυλιγμένο στην άκρη ένα κομμάτι ύφασμα. Άλλο αξεσουάρ υγιεινής  στην αρχαιότητα ήταν οι πεσσοί. Κεραμικά κομμάτια που λόγω της τραχιάς τους υφής προκαλούσαν βλάβες στο δέρμα ή στους βλεννογόνους και επιπλοκές από τις ενοχλητικές αιμορροϊδες. Ακόμη και τα όστρακα, κεραμικά, είχαν επιστρατευτεί, τα ίδια περίπου μ’  εκείνα που χρησιμοποιούνταν  για τον εξοστρακισμό των επικίνδυνων πολιτών ή των αντιπάλων και των ανεπιθύμητων.

            Από τον 6ο αιώνα μ.χ. μέχρι και τον 16ο αιώνα χρησιμοποιείται το κινέζικο χαρτί υγείας φτιαγμένο από ρυζόχαρτο. Στη Δύση την ίδια εποχή ο καθαρισμός γινόταν με φύλλα δένδρων, γρασίδι, εφημερίδες, χαρτί περιοδικών, το σκληρό του καλαμποκιού { λούκι } και το πιο ιδανικό τα all time classic χέρια! Κι αυτά σε μια εποχή ορφανή από αντιβιοτικά. Το 1857  στην Αμερική  ξεκίνησε η βιομηχανική παραγωγή χαρτιού υγείας. Το προϊόν ήταν χαρτί κάνναβης, με αλόη και αντιαιμορροϊδικό. Το 1890 δυο αδέρφια κυκλοφόρησαν χαρτί υγείας σε ρολά. Εποχή συντηρητική και δύσκολη δε δέχτηκε με πανηγυρικό τρόπο τη λαμπερή ιδέα τους γιατί θεωρείτο άκομψη η αγορά του από τα καταστήματα!

          Πέρασαν τρεις δεκαετίες ως το 1920 μέχρι που το χαρτί υγείας να γίνει προϊόν ευρείας χρήσης και υγιεινής και να μην θεωρείται αποκλειστικά σαν  << φαρμακευτικό >> αγαθό. Στις μέρες μας αν και άφθονο στην Ευρώπη και στη Δύση, εκατομμύρια  άνθρωποι σε Ασία και Αφρική το αγνοούν ως  << καθαριστικό του ποπού >> λόγω φτώχειας κι επιμένουν στα πρωτόγονα είδη υγιεινής του. Πολλοί όμως χρησιμοποιούν αντί αυτού το νερό! Καλό είναι κι αυτό! << Από το μπίτι καλή κι΄ η Αφροδίτη >>.

            ellinikoxronografima.blogspot.gr