Σάββατο 8 Μαΐου 2021

 

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

 

 Ο φωτογράφος που κρύβεται πίσω από τις εντυπωσιακές φωτογραφίες της πόλης!  - Kalamata IN

 

 

                                            Φυσάει ο ριχ

 

 

                                                         Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

        Τον τρίβει η σκόνη και κάθεται στο παγκάκι. Είναι πρόσφυγας, μαύρος, με σκλάβα ψυχή κι ένα σώμα βαπτισμένο στη δυσοσμία των λασπόνερων της χώρας του.  Τα μάτια του είναι σταχτιά όπως η σκόνη της ερήμου. Τον ζώνει ένας μίσχος θρήνου από αιώνιο δάκρυ. Στον ορίζοντα  τα σκουπίδια της χωματερής που άφησε στην Ανατολή ζεύουν σαν άρρωστο ψοφίμι. Ο κόμπος της εξομολόγησης σαλεύει στα σάπια του σωθικά. Βγάζει την πρώτη λέξη βαμμένη στο αίμα. Δείχνει να πονά. Βγάζει και τη δεύτερη και λιποθυμά. Συνέρχεται. Μπαίνει στο χορό κι αρχίζει να μιλά με λέξεις σαν σουβλερά καρφιά:

       << Οι μονάρχες μας πιστεύουν στο Θεό της Συμμορίας. Γύρω από τους χρυσούς θρόνους τους, η δόξα ξεψυχά με δάκρυ πικρό.  Στις εμπύρετες βραδιές λένε παραμύθια καθισμένοι σε σωρούς μαργαριτάρια.  Ο λαός δεν έχει ούτε ένα αγιασμένο όνειρο. Σε τενεκεδένια μπρικάκια κατρακυλάει τη ζωή του. Σε κομμάτια γυαλιού εναποθέτει το άχραντό του σώμα. Σε γήπεδα με βαμμένες λεπίδες από αίμα, ροκανίζει τους σβίγκους με τη μουχλιασμένη ζύμη.  Στους σωρούς από τα ροκανίδια κηδεύει τη σιωπή του. Στο μουγκρητό της χαλασμένης γεννήτριας αναδύεται το φως που τον φωτίζει. Στον πυκνό καπνό του Αμερικάνικου φουγάρου αποκτάει τον καρκίνο του πνεύμονα. Στις άρρωστες μαϊμούδες τον ιό του ΑΙDS.

          Στο χωριό μου τα σπίτια δεν έχουν μπάνιο. Πλενόμαστε στη λεκάνη. Το νερό είναι βούρκος, γεμάτο σκουλήκια. Σαπίζουν το σώμα μας και το πληγιάζουν. Το κάνουν φουσκωτό ψοφίμι. Οι δρόμοι του γεμάτοι άμμο και ιούς. Παιδιά γυμνά τους περπατούν, ξυπόλητα με βλέμμα δαγκωμένο από τα φίδια. Σπουδάζουν στις αλάνες και στις αποθήκες γλείφουν τις ξερές πίτες. Γυναίκες με μαντίλες βόσκουν κατσίκια. Μαυροντυμένες γριές, με σαρίκια απλώνουν τις ανοιχτές παλάμες τους για ένα κόκκο ψωμιού. Μεσόκοπες παρθένες κάθονται ανακούρκουδα σαν κουρούνες τραυματισμένες και χαζολογούν με το άστρο τους το σκοτεινό.  Πρόβατα νεκρά στους δρόμους και πρησμένα σκυλιά σέρνονται με σάβανο από μύγες. Κι ως εκεί που σταματά ο δρόμος του, αρχίζει η έρημος, και η άμμος και ύστερα κι άλλη άμμος και σωροί ο ένας πάνω στον άλλο που τελειωμό δεν έχουν.

      Τα δικαιώματα φτερουγίζουν σαν κοράκια. Οι νόμοι αιωρούνται σαν  ανάπηροι γύπες. Και οι ψυχές που αντιστέκονται σκοτώνονται στα ματωμένα σώματα. Αγόρια και κορίτσια γλυκά σαν αγγελάκια θάβονται στο τραγούδι της ερήμου.

      Στην πατρίδα μου φυσάει ο ριχ. Ένας τρελός αέρας που μας φυλακίζει στις σάπιες παράγκες. Η ανεμοθύελλα, τρομακτική μας στραβώνει. Τον λέμε Μαύρο άνεμο. Μας χαράζει το πρόσωπο με οργισμένες ριπές μίσους.  Όλο το χωριό μου υποτάσσεται σ’ αυτόν, όπως και στους αφέντες. Όταν κλείνει ο κύκλος του αφήνει πίσω του τα σκισμένα σάρκινα κουρέλια του. Ένα σχισμένο χαλί από σαπίλα που την ψήνει ο ήλιος τής ερήμου.  Όταν ο ριχ ματώνει με γυαλόχαρτο τις φιλοδοξίες μας έρχεται η ακινησία. Θα ‘χεις ακούσει για το Ραμαζάνι. Τότε φτάνουμε στο αιφνίδιο τέρμα. Τριάντα μέρες, ήλιο με ήλιο χωρίς νερό με νηστεία και προσευχή. Προσευχή την προσευχή και πάλι προσευχή και δώσ’ του προσευχή όσες φορές μας καλεί ο μουεζίνης. Και μετά πάλι μπροστά μας η έρημος, που μας φωνάζει: ότι η φτώχεια μας είναι ελευθερία, μπισμιλλάχ.  ( Στο όνομα του Αλλάχ! )  >>.

      Τελείωσε. Τα λόγια του γέμισαν τον ουρανό με φλόγες. Το πρόσωπό του έμεινε νεκρό, ασάλευτο. Κι ο ίδιος παγωμένος, ακίνητος. Το υγρό βλέμμα του βασίλευε προς την πατρίδα. Με κοίταξε και το δάκρυ του έσταζε ένα κόμπο λύπης. Κι όσο ο κόμπος μεγάλωνε η εξομολόγησή του λοξοδρομούσε, χτυπώντας πάνω μου, προς τ΄ άστρα.

     ellinikoxronografima.blogapot.gr

 

 

Καραντίνα, κορονοϊός και ο γέρο Κάρολος

Χρονογράφημα


 Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 


                 Κατέβαινα την Ελευθερίου Βενιζέλου όταν ήρθα φάτσα με φάτσα με τον Πλάτωνα. Σταματήσαμε πέραν του ορίου του ενός μέτρου και πριν τον καλημερίσω , μου είπε εκπνέοντας δακτυλίδια καπνού σε ύψη και σε μάκρη. << Παρακούς την εντολή, ΜΕΙΝΕΤΕ ΣΠΙΤΙ και γυρνάς; Γιατί; >> Γέλασε και συμπλήρωσε: << Κι εγώ επίορκος θα μου πεις είμαι ή ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλέτω >> και μου ‘δειξε sτον ακάλυπτο  του << Onore >> που είχε κατεβάσει τα ρολά, ένα τραπέζι με δυο καθίσματα.

            Καθίσαμε. << Καιρούς και ζαμάνια έχω να σε δω, πώς πάει; >> τον ρώτησα. << Ας όψεται ο εστεμμένος >> ψέλλισε, υπονοώντας τον κορονοϊό κι έβαλε το χέρι στην τσέπη. 

Διαβάστε περισσότερα » 

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

 

χρονογράφημα

 

 

 

 

                       Κυπαρισσία, φεγγαράδα, η βόλτα και η πλατεία της πάνω πόλης 

 

                                               Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 


 

               Επωφελήθηκα από την πανσέληνο χθες και είπα να απολαύσω βόλτα και φεγγαράδα. Βόλτα στην εμβληματική πλατεία της πάνω πόλης που ανακαινισμένη δεν εκπληρώνει γαστριμαργικές ή  αισθητικές απολαβές, αλλά όπως εφορμά από παλιά σε υψώνει με το φως και τις μνήμες της σε ενθουσιώδεις πανηγυρισμούς ανάγνωσης, σκέψης και καλαισθησίας.

            Τα μέτρα δεν ήρθησαν, ο ιός θερίζει και η καραντίνα καλά κρατεί να μας εθίζει σαν πρέζα. Αν εθιστείς δύσκολα ξεκαρφώνεσαι από τον καναπέ.  Για να μην καρφωθώ, άδραξα την ευκαιρία της πανσελήνου, και ξεπόρτισα.  Αν και ήξερα πως θα επικρατεί ερημιά εκεί πάνω, το τόλμησα να ανηφορίσω, για να χαρώ με ρομαντική και μοναχική διάθεση την αργυρόφαντη  φωτοχυσία. Εφοδιάστηκα με φακό για τις παγίδες του δρόμου, τις αφρόντιστες στροφές, τις εξερευνήσεις των σκοτεινών κήπων και με αντισηπτικό πλήρους ιοκάθαρσης, το ‘κοψα  ποδαράτο με τις ψυχικές μου ευφορικές κεραίες ενεργοποιημένες με ταχύτητα 5G.

        Η διαδρομή χωρίς οχήματα και πεζούς. Κι όσο η ώρα έφτανε δέκα τίποτα δε θύμιζε αλλοτινές εποχές της εφηβείας μου, ούτε και πριν τον τρισκατάρατο εστεμμένο κορονοϊό.  Που και που σε κοιτούσε κανένας τεμπέλης σκύλος, κάποια μοναχική  γριά γάτα ή ο ξεχασμένος γκιώνης στο πάρκο σου θύμιζε θλιμμένες ένδοξες μέρες με το κλάμα του.  Ηττημένος ολοσχερώς  από δυσάρεστα συναισθήματα σκέφτηκα πως έκανα άσχημα, να διαλέξω να επισκεφτώ ένα πληγωμένο μέρος, που η πληγή του θα πλήγωνε και μένα. Λιγότερο δημοφιλές μέρος, θα ήταν καλύτερα. Στο πλάτωμα, πάνω, μόλις πέρασα το Ηρώο, να ‘σου ο Καβάφης μπροστά μου, να μου λέει: << Είπες >>, θα πάγω σ’ άλλη γη / θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα //. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη απ΄ αυτή //. Καινούριους τόπους δε θα βρεις / δεν θάβρεις  άλλες  θάλασσες //. Η πόλις θα σε ακολουθεί //. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους //. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς / και μες στα ίδια σπίτια θ’  ασπρίζεις //. Πάντα στην πόλη αυτή θα φτάνεις //. Για το αλλού – μη ελπίζεις – δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό […]

     Η πλατεία καλλιτεχνημένη αλλά στην ακινησία καθημένη. Τα μαγαζιά κλειστά, λίγα  παράθυρα ανοιχτά, μια διακριτική μουσική πίσω από ένα χάλασμα, ακουγόταν με στίχο εποχής: << Αλλοτινές μου εποχές,  αλλοτινοί μου χρόνοι. Ερωτικές μου συντροφιές, ερωτικοί μου πόνοι, αχ και να ΄ρχόσαστε ξανά… >>  Βρήκα μια ήσυχη γωνιά και αποτραβήχτηκα. Οι αισθήσεις μου εν γρηγόρσει,  όμως αισθητική συγκίνηση καμιά, με το βλέμμα μου στραμμένο στην παρήγορο Αγία Τριάδα, γευόμουν τον άσπρο πάτο μιας ανίερης στιγμής.

    Σκέφτηκα πως είχα υποστεί μετάλλαξη. Θέλεις ο φλύαρος χρόνος που βρήκε απάγκιο πάνω μου, και, με κούρασε, θέλεις το γενετικό αποτύπωμα του εστεμμένου ιού, που ενεγράφη ανεξίτηλο στο ασυνείδητό μου, θέλεις η καραντίνα, αλλοίωσαν τη συμπεριφορά μου και ένιωθα απερίγραπτος και τα έβλεπα όλα ξενέρωτα. Δεν άντεχα να παρακολουθώ άλλο τα παιχνίδια του ολόγιομου φεγγαριού με τα σύννεφα κι έφυγα, αφήνοντας την πλατεία στο ζωικό βασίλειο της νύχτας. Ολομόναχος και πάλι, κάθισα  στο προσφιλές μου παγκάκι στο Ηρώο. Ήθελα να σκεφτώ με την ψευδαίσθηση  της συναναστροφής κάποιων δίπλα μου. Φαντάστηκα πολλούς αργόσχολους να συζητούν ζωηρά. Άλλος από παλιά, άλλος από το χθες, άλλος από το σήμερα. Η εικόνα αποκαρδιωτική. Έφυγα κι από κει. Στο δρόμο για το σπίτι αγέλη αδέσποτων σκύλων έτρεξαν αίφνης προς το μέρος μου.  Τα χρειάστηκα. Πέρασαν δίπλα μου, ευτυχώς και δεν με πείραξαν. Ένα το τελευταίο, κουνώντας την ουρά του, πονηρό, εχθρικό και θυμωμένο, με κοίταξε και δείχνοντας απορημένο, έμοιαζε σαν να με ρώτησε: << Πού είναι όλοι; >>

   ellinikoxronografima.blogspot.gr



Ο Σταυρής

 

Χρονογράφημα

 

 

 

                                   Ο   Σταυρής  

 

 

                                            Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

 

       Είναι ένα διήγημα του Όμηρου Πέλλα. Με κρύο πολύ και θλίψη που φτεροκοπά κι αφήνει γυαλιά. Μια συμφωνία λυγμών για τον αντιστασιακό ήρωα, τον όμορφο νέο που αιμορράγησε και πέθανε για να ‘ρθει η δική μας ρόδινη αυγούλα. 

      Κάτω από το καψαλισμένο δέντρο κοίταζε το χωριό. Το πατημένο από τους Γερμανούς και φυλακισμένο από αγκυλωτούς σταυρούς. Ρήμαζαν τα σπίτια, τουφέκαγαν αθώους, σκότωναν γέρους, τρυπούσαν τις ψυχές τις νύχτες με τις ξιφολόγχες, τσοκάναγαν τα δάχτυλά με σφυριά στους αιχμάλωτους αντάρτες. Το σχολείο κλειστό, τα παιδιά στα βουνά και ο ουρανός να καίει απέραντος από τις κανονιές. Μάτια μαυρισμένα από την πείνα, γλώσσες στεγνές από νερό και δρόμοι κλειστοί που γεννοβολούσαν φίδια  και σκορπιούς.

      Δερνόταν το μυαλό του ν’ αλλάξει τον κόσμο. Να φύγουν οι Γερμανοί, να γίνει ο χαλασμός τους και να ‘ρθει κείνο το ζεστό φιλί πάνω από την πατρίδα του που το λένε Λευτεριά. Και ρίχτηκε στο Ράιχ το κουλουριασμένο φίδι. Χωρίς όπλο, αλλά με μια παρθένα αγάπη για τον κόσμο. Και το ’ριξε ψόφιο καταγής μαζί μ’ άλλους αγωνιστές. Όμως ρίχτηκε κι αυτός ξερός. Η καρδιά του έσταξε αίμα, η ψυχή του βγήκε μ’ ένα αναστεναγμό και μια φωνή: << όοοχα- οοοο… για δυο μάτια που τα λεν Ζωή για μια στάλα βροχής που την λεν Ειρήνη >>.

        Και η ζωή άνθισε μαζί με τα κυκλάμινα και η Ειρήνη στέγνωσε τα δακρυσμένα μάτια. Άρχισε το τραγούδι του ο τζίτζικας, κάπνισαν τα χωριατόσπιτα, το χώμα έδωσε με τις δροσιές του Μάη καλές σοδιές, οι πόλεις γέμισαν από χαρούμενα παιδιά να χορτάσουν ψωμί και όνειρα.

        Και ήρθε μια πασκαλιά  χλωμή μ’ ένα κλάμα που βογκούσε. Και οι πολιτικοί την έλεγαν παράδεισο, γη της επαγγελίας. Το στόμα τους έβγαζε βραστούς αφρούς να την καλωσορίζουν και οι γερασμένες γλώσσες τους δεν έπαυαν να της χαρίζουν στίχους.   Κι αντί να αγγίξουμε τα άγια των  αγίων, μείναμε με άδειο σταμνί και δανεικό χιτώνα. Και η ρόδινη αυγούλα μας πάει περίπατο. Και ο Σταυρής έμεινε αδικαίωτος.

        Και λέω: αν γλυκάνει η καρδιά του χάρου και τον αναστήσει, έτσι λέω, και τον στήσει πάλι κάτω από το καψαλισμένο δέντρο  ν’ αγναντέψει το χωριό, τι θα δει; Βουνά γυμνά που σαλεύουν πέρα δώθε από τους ανέμους, σπίτια έρημα και σκοτεινά, κλέφτες Αφρικανούς, μαντριά άδεια, κατώγια κλειδωμένα, δρόμους πνιγμένους από τις πατουλιές, χωράφια χέρσα, σπηλιές φοβισμένες, γκρεμίλες ματωμένες από τα αυτάκια των ανθών.  

       Κι εκεί κατά την πόλη; Ένα μουράγιο γκρεμισμένο, πεσμένα αρχοντικά, κάτω και πάνω ρούγες αδειανές, καφενεία με ανέργους, πεινασμένους, κλαμένα  μάγουλα κοριτσιών, μετανάστες αλλοδαπούς, απολυμένους να κλαίνε στα σκαλιά της συμφοράς.

        Και η ρόδινη αυγούλα του Σταυρή; Πάει έμεινε στο δρόμο. Κι αν έρθει θα ‘ρθει με αργή πεζοπόρα χελώνα. Κι ως τότε πάλι δάκρυα θα χύσουν τα μάτια μας.

                  ellinikoxronografima.blogspot.gr


Πέμπτη 6 Μαΐου 2021

Χαστούκια


 

 ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

 

 

 

                                

                                           Χαστούκια

 

 

                                                    Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

 

 

 

             Κάθε μέρα μια ολοδάκρυτη αυγούλα μας βρίσκει μ’ ένα ματσάκι αγριανθούς στο βαζάκι μας. Οι μεγάλες μας χαρές έγιναν Άρπυιες, η τσέπη μας τρύπησε, οι Τροϊκανές υποσχέσεις  πάνε κι έρχονται σε ατραπούς σκοτεινούς που συναντούν το Μερκέλιο Λαβύρινθο.

            Ούτε πιστεύουμε σε τίποτα, ούτε περιμένουμε κάτι, ούτε ελπίζουμε. Η καρδούλα μας τσόφλι, στοιχειά και δράκοι σχίζουν τα σωθικά μας, το λιγοστό πλιγούρι μας το αρταίνουμε με μούργα Μεσσηνίας. Στην τηλεόραση κόρσες αναύχενες εντομοκτόνα λόγια, φουσκωτοί πολιτικοί πετεινοί λαλούν και φλυαρούν ακαταπαύστως, επιτετραμμένοι θαυματοποιοί σγαρλίζουν μια κουτσουλιά στο κοτέτσι του υπουργού των οικονομικών και τη βαπτίζουν, ανάπτυξη.  Κι εσύ φουκαρά Έλληνα ραγιά κάθεσαι σταυροπόδι κοντά στο σβηστό παραγώνι σου και σκέφτεσαι. Τι σκέφτεσαι;  Τα χαστούκια που έχεις φάει, αυτά που τρως και τα άλλα που θα φας!

            Έλληνα οσφυοκάμπτη, σ’ έχουν τουλουμιάσει στο ξύλο κι έχεις φάει χαστούκια από τον πατέρα σου, τον παπά, το δάσκαλο, το μαθηματικό, την πρώτη  ροδούλα αγάπη σου που της άγγιξες τις μελιχρές ρόγες της, το λοχία, τον πιράνχας εργοδότη σου, την αόμματη γριά εφορεία, από τον επιτάφιο θρήνο σου για το απολωλός κουμούτσι σου.  Και συνεχίζεις να τρως από ευρωπαίους τσαρλατάνους που οδοιπορούν στη γαία σου και σου τάζουν λαγούς με πετραχήλια,  από εργολάβους που έχουν βίλες με κήπους γεμάτους με αργυρές αγράμπελες, από τριακόσιους κροίσους και ολίγιστους της βουλής.

          Τουλάχιστον ν’ άξιζε κάποιο χαστούκι να σε αφυπνίσει, όπως συνέβη στον γράφοντα σβουριγμένο  από το φιλόλογό του σε παρελθόντα χρόνο και τώρα  που το αναμιμνήσκω λέω χαλάλι του, δε μου σβούριζε κι άλλο ένα!

          << Μήνιν άειδε, θεά, πηληϊάδεω Αχιλήος ουλομένην, η μυρί Αχαιοίς άλγε’ έθηκε… >> διάβασε και μου ζήτησε τη μετάφραση. << Ψάλλε, θεά τον τρομερό θυμόν του Αχιλλέα, πως έγινε στους Αχαιούς αρχή πολλών δακρύων… >>  απόδωσα  και χάρηκα.  << Αχιλλέα; είπες; >> γκάριξε και μου άστραψε χαστούκι ισχύος πολλών μεγατόνων στο σβέρκο που κόντεψε να μου ξεκολλήσει το κεφάλι. << Αχιλλέως… ως… ως… ως… είναι η αρχαιοπρεπής κατάληξη και όχι ααααααα! όπως η δική σου η μαλλιαρή, σαρδανάπαλε! >> Και με παιδαγωγικό οίστρο   μου κόλλησε το μούτρο στο βιβλίο.

               Αφυπνίστηκα. Το δώδεκα το έκανα δεκαεφτά. Όμως! Άλλο το χαστούκι του φιλόλογου κι άλλο του Τυφώνα καπιταλισμού. Ένα αν φας από το χέρι τούτου του τέρατος δε θέλεις δεύτερο! Κολλάς τη μούρη σου στη λάσπη και δεν σηκώνεσαι! Μένεις εκεί και δεν ξεκολλάς! Να  όπως τώρα, καλή μας ώρα, που το φάγαμε!    

              ellinikoxronografima.blogspot.gr