ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Κοντά στο σπίτι μου, έχει στηθεί ένα κολαστήριο ζωής. Οι άνθρωποι μένουν σε κοτετσόσπιτα, είναι άνεργοι, πεινασμένοι, βρώμικοι και μεθυσμένοι. Δεν μπορούν να χορτάσουν τα στόματά τους ψωμί και μοιάζουν σαν μπελέχαροι ποντικοί.
Τους κιαλάρω από την αυλόπορτα και με πιάνει ντελίριο. Άγνωστοι με κτηνώδη πρόσωπα, κουρελήδες, άπλυτοι, ξυπόλητοι, βρίζονται και πλακώνονται στις μπουνιές για ψύλλου πήδημα. Μερικοί ξοδεύουν και το τελευταίο τους σέντσι στο αλκοόλ, οι καπνιστές καπνίζουν μισαδάκια, όσοι λιάζονται στο χώμα ξαπλωμένοι, κοιτάζουν τη δούκισσα αυλή μου και της κλείνουν το μάτι πονηρά.
Την ίδια ώρα που άλλα ατσαλάκωτα ανθρωπάκια κουλαντρίζουν τον άνομο πλούτο τους, τούτοι οι πολιορκημένοι στο πορδοκλανείο, στραγγίζουν και την τελευταία σταγόνα των ούρων τους να την πιουν.