Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Ο δρόμος
σου μακρύς. Γεμάτος Λαιστρυγόνες και
άγριους Ποσειδώνες. Τα χρόνια σου πολλά.
Εκατόν πέντε! Στεφανωμένα με δάφνες και
μυρωμένα με νυχτιάς αγέρι. Κόβεις με το
λόγο σου σε άρτους τους βράχους της
περασμένης σου ζωής, αντίδωρο τις ψίχες
τους μοιράζεις. Τις πίκρες σου πλάθεις
ιστορίες γλυκές, το συναγμένο δάκρυ σου
κάνεις βάλσαμο γιατρειάς.
<<
Τότε οι πνοές μας ήταν στις ρεματιές >>
λες. << Οι μελαχρινοί θεοί μας κρυμμένοι
στα ασφοδίλια και η μόνη έγνοια μας ο
άρτος ο επιούσιος. Μας όριζε η μπέσα, η
ατιμία σταξιές φαρμάκι μας πότιζε την
καρδιά. Στους αγρούς συλλέγαμε αλογάκια
της παναγίας, κάτω από τις κληματαριές
πιάναμε το τραγούδι, στις φωλιές του
έρωτα μαδάγαμε τα δαφνόφυλλα, με ιστορίες
τρελές πλανεύαμε τον κόσμο.
Στους
σκίνους πιάναμε πουλιά, και στις μαϊστρες
στήναμε παιγνίδια. Στεφάνια από λευκές
μαργαρίτες πλέκαμε στο Μάη, στης θάλασσας
τα χείλη με το αυτί μας στο νερό, ακούγαμε
τον ήχο του φλοίσβου της.
Διάβηκε
ο χρόνος, φαγώθηκε. Όμως δόξα σοι ο θεός,
είμαι γερή, περπατάω. Τα ‘χω τετρακόσια.
Η στραβωμάρα να μου ‘λειπε. Γιατί μου
την έδωσε ο Θεός; Δεν σε βλέπω! Τα θυμάμαι
όλα! Ακαρτέρει μια ιστορία, να δεις πως
δε σε κοροϊδεύω. << Ο άντρας μου μια
φορά σκότωσε ένα φίδι, μεγάλο ίσαμε μια
οργιά. Το σιγούρεψε σ’ ένα σακούλι και
το κρέμασε σε μια ελιά. Το πήρα, το δίπλωσα
σ’ ένα εφημεριδόχαρτο και το ‘στειλα
μ’ ένα παιδαρέλι στους Μούστρηδες.
Αυτοί το άνοιξαν, είδαν το θεριό, και
κόντεψε να τους έρθει ταμπλάς! Με ήξεραν
πως οι αγαπούλες μου ήταν οι πλάκες και
μυρίστηκαν το χωρατό μου. Άδειασε ο
μέσα κόσμος τους από το πολύ γέλιο>>.
Σιώπησες,
έπιασες το τραγούδι: <<Χάρε μου, διαβ’
από χωριό, κάτσε σε κρύα βρύση, να πιουν
οι γέροντες νερό κ’ οι νιοι να λιθαρίσουν
και τα μικρά παιδόπουλα λουλούδια να
μαζώξουν… >>
Τα
μάτια σου μαραμένα σαν άνθια μηλιάς, δε
βλέπουν αλλά αστράφτουν φως μνήμης. <<
Σ’ αγρίεψα με το τραγούδι του χάρου, ε;
Το ξέρω! Γιατί το λέω; Να τον γλυκάνω!
Θέλω να με πάρει στους αιώνιους λειμώνες
του να ξεκουραστώ! Θέλω να πάω στο σπίτι
μου, τον τάφο! Περπατάω σε δεύτερο αιώνα!
Είμαι αιωνόβια! Έχω τρισέγγονα! Πόσο
άλλο να ζήσω! >>
Αναστενάζεις,
βγάζεις ένα ραγισμένο αχ και λες: <<
Θες και της αγάπης; Άκου το: << Δεν
είναι ο έρωτας ανθός μαζί του για να
παίξεις, μόν’ είναι βάτος μ’ αγκαθιές
κι αλίμονο σαν μπλέξεις. Δεν είναι πόνος
να πονεί, πόνος να θανατώνει, σαν την
αγάπη την κρυφή που δεν ξεφανερώνει >>.
Παύεις.
Πέρα στη λαγκαδιά ο ερωτικός θρήνος της
αηδόνας, ηχολογάει τρυφερά. Στήνεις
αυτί, μετεωρίζεις το κεφάλι και τον αχό
σέρνεις ρυθμικά.