Του Παν. Αντωνόπουλου
Ο Τόμας σαν κλείδωσε την πόρτα πίσω του κι έριξε μια αδιάφορη ματιά στον ευρύχωρο χώρο του δωματίου του, άναψε ένα τσιγάρο και πλησίασε το παράθυρο. Εκεί μ’ ένα χαμόγελο στο ευφυές πρόσωπό του, άρχισε να κοιτάζει για πολλή ώρα την αδύνατη φωτισμένη και τυλιγμένη στα βαθιά σκοτάδια μικρή πολιτεία την οποία εμπορική και προσωπικοί λόγοι τον ανάγκασαν να την επισκεφτεί.
<< Α, αχά >> τσίριξε σε μια στιγμή έτσι που η φωνή του φάνηκε να ξεστράτισε. << Το βρίσκω ύψιστα, πολύ ύψιστα διασκεδαστικό αυτό που βλέπω! >> ξεφώνισε στη συνέχεια μ’ ένα παρατεταμένο γέλιο για να πει με υπερβολική χαρά : <<Όλα γίνονται στην εποχή μας! Κι ένας οίκος ανοχής, σαν αυτόν που βλέπω απέναντι, πάντα δίνει ενεργητικότητα κι επινοητικότητα στους ανθρώπους της πόλης! Ας είναι οπλισμένη με υγεία η κυρία που δίνει το λάγνο και χυμώδες κορμί της με τους θυελλώδεις σπασμούς του στις ανάγκες των αντρών για να ικανοποιήσουν το ερωτικό τους πάθος>>.