Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Κρύα κεριά, λιωμένα οι πίσω καιροί. Μαύροι με την κλωστή τους δεμένη στην καμπούρα μας. Με χτικιασμένη τη ζωή μας, να σούρνεται πάνω στο σάλιο τους, η ελπίδα μας να μαραίνεται, χιτλερίσκοι άγριοι να μας σκοτώνουν το χαμόγελο και να μας σπρώχνουν στο χάσκον χάος του γκρεμού.
Αγύρτες αισχροί, έφεραν μετά το πενήντα μια Πρωτοχρονιά, κορδωτή καουμπόισσα, που ‘κανε στάχτη και μπούρμπερη τη φτωχή χαρά μας. Ούτε κουραμπιέδες μας έφτιαξε και κείνη η γαλοπούλα στο πιάτο μας ήταν άγευστη, χωρίς κρέας και όλο κόκαλο.
Εμείς του αδελφάτου της γειτονιάς θέλαμε να φάμε. Δεν μας άρεσε να τρώνε μόνο οι κλέφτες. Γι’ αυτό διώξαμε με την αυγή της Παραμονής τη σγουμπή διακονιάρα κατήφεια και με το τρίγωνο στο χέρι, πήραμε σβάρνα τους δρόμους να πούμε τα κάλαντα στην ασήκωτη φτώχεια.