ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
<< Πήραν τ’ αρνάκια μας και τα κατσικάκια μας και το λάγνο αρνί, που ‘χε το χρυσό μαλλί, τ’ ασημένιο χαϊμαλί. Πήραν την καρδάρα μου που ‘πηζα το γάλα μου, πήραν τη φλογέρα μου μεσ’ από τα χέρια μου. και πάνε, πάνε, παν, άιντε μανούλα μ’ παν! >>
Και ζούνε στην ευμάρεια οι κηφήνες και οι αφεντοαγάδες, λιμώττει ο λαός, νηστικός περπατάει με τρύπιο παπούτσι και μπαλωμένο σκουτί.
Έριξαν στο λάκκο οι τουρκανάκατοι τις κοινωνικές κατακτήσεις και τα ιερά δικαιώματα του ελληνάκου και με βλάσφημη γλώσσα, τρώνε και πίνουν σε χλιδάτα εστιατόρια, ολημερίς λιμνάζουν στις καφετέριες, σε νυχτερινά κέντρα μεθάνε μαζί με τη διαφθορά, τον αμοραλισμό τους και την εξηλιθιωμένη μικρόνοιά τους.
Κι εσύ πατρίς μου, βρέθηκες με τα ροδοκλώνια σου ξερά, τα αηδόνια σου μουγκά, τα άνθη σου μαραμένα. Με τον κάθε πολιτικό λωποδύτη, τον κάθε ποίσα, και δείξα αρχηγό μιας απόφυσης βολεμένων, τον κάθε προπαγανδιστή διαφημιστή, να σε κάνουν ρεντίκολο. Με πλύση εγκεφάλου και επαγγελίες που σ’ έστυψαν σε συμπληγάδες πέτρες σ’ άρμεξαν σαν εθνικόφρονα γίδα και σ’ έβαλαν στο μαντρί. Το πολιτικό σύστημα έχει αχρηστευθεί, έχει καταρρεύσει, να δούμε πότε θα βγεις.
Και συνεχίζουν οι τενόροι της φανφάρας, οι αγορητές της πλάνης να σου ψέλνουν τίποτα, να κάνουν τον τελάλη χωρίς μήνυμα. Σου πασάρουν έναν κυβερνητικό τσελεμεντέ που πρέπει να τον εφαρμόσεις. Σου ελαχιστοποιούν μ’ αυτόν το κράτος, καταργούν την κοινωνική σου πρόνοιά, σε αναγκάζουν να απολύσεις, να κόψεις το φάρμακο του άρρωστου, να στείλεις στους κάδους τους πεινασμένους, στα λιμάνια και στους σταθμούς να συνάξεις τους εξαθλιωμένους που φεύγουν στα ξένα. Έχουν κάνει την αυλή σου << μπείτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε >> και αυξάνουν τη συνομοταξία του αφεντοσογιού τους και της κλίκας τους.
Πατρίς μου! Επίπλαστη εικόνα σου ‘φτιαξαν τούτοι οι τιποτάκηδες πολιτικοί, οι παραφυάδες τους τα ΜΜΕ και οι γλείφτες τους επικοινωνιολόγοι. Χωρίς μέγεθος, με προσωπείο φερέλπιδος ειδικού, με κρύο λόγο, ατσαλάκωτοι και εθνικοί ψευτορήτορες, με τα μούτρα έπεσαν στο ισχνό θησαυροφυλάκιό σου, το ρήμαξαν και τ’ άφησαν αδειανό.
Σαχλεπίσαχλες φιγούρες σε ζώνουν από παντού. Η ανικανότητά τους σε πνίγει, σε κάνει λιώμα. Τα μυαλά τους δεν είναι παρά ένας ντορβάς γεμάτος χαμούρι. Όλοι χωρίς των δημάρχων εξαιρουμένων. Πομπώδεις, στομφώδεις και κούφιοι ούτε τα σκουπίδια δεν είναι ικανοί να μαζέψουν. Και μεγαλώνουν οι σωροί, υψώνεται το σκουπίδι, τενεκέδες, σύρματα, σαρδελοκούτια, κουτσές καρέκλες, μουσαμαδένιες ποδιές, γίνονται ένας αχταρμάς.
Και η ζωή συνεχίζεται με το λαό σου ριγμένο στη στάχτη της ανέχειας, να αρταίνει το χόρτο του με μούργα, να μένει άνεργος, σύνταξη να περιμένει στα εκατό του!
Έργο κι αυτό των λακέδων σου που πιστεύουν πως κρατούν το δίκιο από τα ευμεγέθη γεννητικά τους όργανα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου