ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Η κολπατζού πολιτική των αφεντάδων μ’ άφησε νηστικό χθες. Στη φιλολαϊκή της πολιτική, της προόδου και της υπέρβασης, μου πήρε από την τσέπη και το τελευταίο πεντάευρω και μου στέρησε τη μεσημεριάτικη μακαρονάδα, το συνοδευτικό κολοκύθι και τη συμμετοχή μου στο φάρμακο της πίεσης.
Ο δεινός καπιταλισμός, παντού έχει δράκαινες αγορές που σου πίνουν το αίμα. Έχεις δεν έχεις πρέπει να πληρώσεις. Έχεις δεν έχεις πρέπει ν’ αφήσεις στο ποτήρι τους το αίμα σου, να το ρουφήξουν. Ανήμπορος μετά πεσμένος στη γράνα, στο σφυρί να σου βγάλουν το νοικοκυριό και με τη σφραγίδα της τοκογλυφίας να στο βάλουν στο χέρι.
Ροκανισμένος στη μυλόπετρα της κρίσης, ζήτησα ένα χαρτί για την πεθαμένη μου επιχείρηση. ( Τι επιχείρηση, ένα βιβλιοχαρτοπωλείο που πουλούσε τρία στυλό το δεκαπενθήμερο). Δικαιολογητικό απαραίτητο στην αποπληρωμή ενός επιχειρησιακού δανείου.
Η δημόσια υπηρεσία, καλλίστη και με υπερπληθείς διορισμένους, με ξεπουπούλιασε. Το τελευταίο μου κομπόδεμα το ‘ριξε στον κορβανά της, μ’ άφησε ταπί, ατάιστο και με το χέρι απλωμένο να με ελεήσει ο Θεός. Στη διαμαρτυρία μου, μου είπαν, πως έτσι το θέλει ο νόμος. Οι χρυσαλειμένοι προηγούμενοι αδαμαντοδόντηδες κυβερνήτες, αυτό το νόμο εποίησαν. Ο καθείς να πληρώνει μεγαρόσημο, για να πλουτίζουν οι πορφυρογέννητοι Αδ – όνειδες και οι τζακάδες πολιτικοί. Να φτιάχνονται μέγαρα και η σάρα και η μάρα που θα μαζεύεται εκεί μέσα και θα ξύνει τους όνυχές της να μην είναι του μπάτσου και του κλώτσου και ούτε να στουμπάει σαν τα’ αγριοκάτσικα σε καρεκλόδεντρα και σαπίλες.
Κι ό,τι ζητάω από το κράτος μου, πρέπει να το πληρώσω. Και δεν το νοιάζει αν είμαι άφραγκος, λιώμα, χαμούρι, ένας ντορβάς ξεφουσκωμένος. Το πληρώνω για να πάει στις τσέπες των τσαρλατάνων, των αποκρυφιστών και των βασανιστών μου. Στους Βαραββάδες, στα χαμερπή παράσιτα του καιροσκοπισμού και της λωποδυσίας. Στους δήμιους που μου ΄χουν στήσει ανυπόφορη παγίδα, στα κακά συνδικάτα των ελευθεριών μου, στο βόρβορο με τα πολιτικά σεσηπότα σώματα που λέγονται << κόμματα >>. Να πάνε στο σάπιο κατεστημένο, το τρεφόμενο με αθώους νεκρούς της γκιλοτίνας.
Και γιατί τον πακτωλό του υπερδανεισμού της εξουσίας να τον πληρώσω εγώ; Και γιατί η χρεοκοπία να φορτωθεί στους θρυψαλιασμένους ώμους μου. Και γιατί στο χυδαίο ποιμνιοστάσιο των πολιτικών να είμαι εγώ ο σκύλος που τους φυλάει;
Δεν τους αντέχουμε άλλο τους Κιουταχήδες και τους Mπραήμηδες που ΄χουν κάτσει στο σβέρκο μας τόσους χρόνους. Τούτους τους ατσαλάκωτους τιποτάκηδες που μας μουνουχάνε με το παραμικρό πρέπει να τους διώξουμε. Απόγονοι είμαστε του Νικοτσάρα, μην το ξεχνάμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου