αιολος Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ποιητικά ανθολογήματα
Την αθυμία της ζάλης μου με ποιητικά ανθολογήματα, σήμερα θα διασκεδάσω. Κι αμέσως εκ του Ελύτειου έργου, των παθών μου τον τάραχο θα προσπαθήσω να κατευνάσω. << Τώρα με ψάθα γυριστή/ και με σαντάλια κόκκινα,/ μ’ ένα σουγιά στο χέρι,/ πάει το ναυτάκι του περιβολιού,/ κόβει τα κίτρινα σκοινιά,/ λασκάρει τ’ άσπρα σύννεφα… >>
Η ανακλώμενη εικόνα των στίχων, μεσιτεύει να φτάσω σε γραφή με ιριδισμούς και λάμψεις του Λάμπρου Πορφύρα: << Ω! τι με νοιάζει κι αν πάμε, ως εκεί;/ Τι με νοιάζει;/ Γελάει όλ’ η γλυκιά συντροφιά μου,/ γελά η θλιμμένη ζωή,/ στ’ άπειρο μέσα κυλάμε/ κι η Αννούλα τρελά τραγουδάει:/ Όπου να ‘ναι/ μακριά θα φανεί της Χαράς το νησί… >>
Ριζωμένος στη στιγμή, τη φθορά μου ρίχνω στη λήθη, στη διάρκεια προσεύχομαι: << Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί,/ πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου//. Κάπου στα νερά του port pegassu/ βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή… >>
Κι έπειτα η κυήσασα τον εύσπλαχνο στίχο Πολυδούρη, την ελαύνουσα χαρά μου φέρνει και σε ξάστερους ουρανούς λαμπυρίζει το φθαρτό μου σαρκίο: << Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι//. Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως//. Σ’ του νου μας τη χρυσόβεργη ανέμη/ ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός >>. Στίχοι που ακούγονται σαν αλληλούια.
Ύστερα ο εν βίω αμαρτήσας, τη λύτρωσή μου ζητώ, τω αγίω στίχω του Σολωμού: <<Λευκό βουνάκι πρόβατα/ κινούμενο βελάζει/ και μες στη θάλασσα βαθιά/ ξαναπετιέται πάλι/ κι ολόλευκο εσύσμιξε/ με τ’ ουρανού τα κάλλη//. Και μες στης λίμνης τα νερά,/ όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,/ έπαιξε με τον ίσκιο της/ γαλάζια πεταλούδα…/ Μάγεμα η φύσις κι όνειρο/ στην ομορφιά και χάρη … >>
Κι εμένω στη μετάληψη των ποιητικών αγιασμάτων. Κι αυτό για να σωθώ ο ανάξιος; Η πασκαλιά τους όσο βαστά, ζω, όσο απολείπει πεθαίνω. Κι επιμένω πιωμένος λεβέντης την κόκκινη κορδέλα του στίχου να κρεμώ… <<Τα χείλη σου είναι ζάχαρη,/ τα μάγουλά σου μήλο,/ τα στήθη σου παράδεισος/ και το κορμί σου κρίνο//. Να φίλουνα τη ζάχαρη,/ να δάγκανα το μήλο,/ ν’ άνοιγε ο παράδεισος,/ ν’ αγκάλιαζα το κρίνο >>.
Τρεχάτοι οι χρόνοι φεύγουνε. Το μαύρο άτι δείλιασε και μ’ απαρατά. Η καρδιά μέσα χτυπά. Αντρειεύεται και τραγουδά: << Πιε σ’ του γιαλού/ τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου,/ σε μι’ άκρη τώρα/ π’ αρχίσαν ξανά τα πρωτοβρόχια,/ πιε το με ναύτες/ και σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου,/ μ’ ανθρώπους που βασάνισε/ κι η θάλασσα κι η φτώχεια >>. Πιε το μην αμελείς όσο ζεις! Πιέ το!
ellinikoxronografima.blogspot.gr panant1947@gmailcom
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου