Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Στα ερείπια του κάστρου

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
     Μια σφοδρή είδηση που κυκλοφορούσε εδώ και μέρες στην πόλη, όχι μόνο πρόδιδε ταραχή και φόβο στους κατοίκους της, αλλά κι άφηνε να ξεπηδήσει από μέσα της και μια ένταση αβάσταχτου δέους.

    Και τούτο γιατί μιλούσε για μια ομάδα Αυστριακών τυχοδιωκτών που καθοδηγούμενοι από τον εργοδηγό τους θα αναζητούσαν στις κρύπτες και στα ερείπια του κάστρου της θησαυρό. Θησαυρό αμύθητο που εγκατέλειψαν στα μέσα του δέκατου τέταρτου αιώνα οι σιδερόφραχτοι Φράγκοι επιδρομείς. Εποχή που μάραναν τα ρόδα της πόλης και στην ευλογία της ομορφιάς της σκόρπισαν τους καπνούς από τα τριπουτσέτα τους.

          Πίσω από την ομάδα κρυβόταν ένας Τσέχος δαιμόνιος. Είχε ευγενή καταγωγή με ρίζες παλιάς οικογένειας Ουγενότων, πολύ πλούσιος, σκληρός και αδιάλλακτος. Πονηρός σαν αλεπού, ήξερε να κάνει φίλους Κροίσους, διεφθαρμένους πολιτικούς και εμπόρους ναρκωτικών και όπλων.

          Και ο ίδιος εμπορευόταν οβίδες στη Μέση Ανατολή. Ψίθυροι εδώ κι εκεί τον έχρηζαν και ιδιοκτήτη επιχείρησης πολυπληθούς στη βόρεια Ινδία. Με τα πλοκάμια της να φθάνουν στη κεντρική Αφρική θησαύριζε να επεξεργάζεται και να πουλά δέρματα ζώων, χαυλιόδοντες και μικρά αρπαχτικά ζώα για φιλόζωους πλούσιους. 
      Ήταν κοντός, άσχημος και μονόφθαλμος. Σε μια ενέδρα οι άντρες των σωμάτων ασφαλείας στη Σομαλία τον πυροβόλησαν και γλίτωσε από θαύμα. Έχασε όμως το δεξί μάτι και την πνευματική του διαύγεια. Ωστόσο αν και ανάπηρος δεν εγκατέλειψε τη δίψα της παρανομίας και του κέρδους αλλά αντιθέτως δραστηριοποιήθηκε περισσότερο αποζητώντας σε μεγαλύτερο βαθμό την επικίνδυνη μαγεία της περιπέτειας.
          Διηγιόταν πως η αιτία να ψάχνει τα κάστρα οφειλόταν στους θρύλους. Σ΄ αυτούς που μιλούσαν για  κατακτητές με αμύθητους θησαυρούς που τους φύλαγαν στις κρύπτες να μην τους χάσουν.  Κι όταν πια οι καρδιές τους πήδαγαν μες στα στήθη τους κυνηγημένοι από τους εχθρούς τους εγκατέλειπαν. Μεινεμένοι εκεί περίμεναν το μεγαλοδύναμο χέρι  να αγγίξει την ιερή αξία  και να τους δώσει και πάλι τη λάμψη τους.

    Η  αφορμή όμως έλεγε που τον έκανε ξαφνικά να νιώσει το αίμα του να τρέξει σαν χείμαρρος στην καρδιά του και να πάρει την απόφαση να επισκέπτεται και να ψάχνει τα κάστρα τού γεννήθηκε σ’ ένα ταξίδι του στην Μποτσουάνα. Ήταν μια μέρα που καθισμένος πάνω σ’ ένα τάφο στο νεκροταφείο των τυχοδιωκτών  διάβαζε το χοντρόδετο βιβλίο << Το χρονικό του Μωρέως >> που πάντα το κουβαλούσε μαζί του και αντλούσε από τις ιστορικές σελίδες του τη φλόγα της περιπέτειας και τη χαρά του θησαυρού.
       Και τη στιγμή που ήταν έτοιμος να κλείσει το βιβλίο και να ονειρευτεί Φράγκους με μάχες και τεμαχισμένα πτώματα με κομμένα κεφάλια, είδε να ξεπετάγονται μέσα από τον τάφο δυο αρουραίοι. Κι αμέσως μια δαιμονισμένη μανία τον κατέβαλε να τα σκοτώσει με την κοφτερή λεπίδα του σουγιά του, που κρεμόταν βαρύς κι αστραφτερός από τη ζώνη του. Κι ως πήγε να τον σύρει, ο ένας απ’ αυτούς φοβισμένος γύρισε πίσω και κρύφτηκε πάλι στον τάφο. Ο άλλος  όμως  βγάζοντας μια οδυνηρή κραυγή κι αφού χάθηκε για λίγο μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης που σήκωσε με τα πόδια του, πήγε και στάθηκε τρέμοντας στην κορυφή ενός χωμάτινου σβώλου. Κι εκεί σαν ένας μικρός δαίμονας άφησε να κρέμεται απ’ το στόμα του μια ματωμένη και ακρωτηριασμένη μικρή μαύρη ταραντούλα.
    Ο Τσέχος τότε γέλασε με αυτή την αποτρόπαιη εικόνα που είδε και τη θεώρησε καλό σημάδι.  << Ο αρουραίος είναι  ο στρατιώτης της Φραγκιάς και η ταραντούλα ο κρυμμένος θησαυρός! Ο σβώλος με το χώμα το κάθε κάστρο το ισχυρό! >> ψιθύρισε και κοίταξε γύρω του θριαμβευτικά.
    Η απόφαση είχε παρθεί. Από τότε με τη μανία της αναζήτησης των κρυμμένων θησαυρών επισκεπτόταν το ένα κάστρο μετά το άλλο, το έψαχνε αδιαμαρτύρητα, κρύπτες και λαγούμια  τα χτένιζε σχολαστικά, πολεμίστρες και ντάπιες τις έκανε φύλλο και φτερό.
                                               --- 
     Η συμφωνία που εξουσιοδοτούσε τον Τσέχο επιχειρηματία να ριχτεί στο υπόγειο του κάστρου και ν’  αρχίσει το κυνήγι του χαμένου θησαυρού, έγινε πριν εφτά χρόνια με κάθε προφύλαξη και μυστικότητα.
    Ήταν τότε που περπατούσαν δίπλα- δίπλα, τυλιγμένοι στα χοντρά τους παλτά, δήμαρχος κι επιχειρηματίας κι αργά- αργά ανέβαιναν κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα μέσα στο πηχτό σκοτάδι το καλντερίμι για την Πάνω Πόλη.
     Το τσουχτερό κρύο ήταν ανυπόφορο και η υγρασία τους δυσκόλευε την όραση  και την αναπνοή. Η σιωπή που απλωνόταν παντού τους μεγάλωνε το φόβο και τους ανέβαζε το συναίσθημα ανασφάλειας στο κατακόρυφο. Που και που τα δυνατά γαυγίσματα των σκύλων και οι κακόηχοι  κρωγμοί των πουλιών της νύχτας έκαναν τις καρδιές τους να χοροπηδούν άταχτα σαν τρελές.   
         << Να, εκεί είναι το σπίτι μου κι εκεί θα κλείσουμε τη συμφωνία του θησαυρού >> του είπε μ’ ένα ύφος φιλικό ο δήμαρχος σαν μπήκαν και  κατηφόρισαν στο στενό δρομάκι που οδηγούσε στην Πισωρούγα.
      Χαμογέλασε ο επιχειρηματίας και με μια ξενική ακαλαίσθητη προφορά του αποκρίθηκε με υπεροπτικό ύφος : 
       << Για να  δούμε όμως τι θα βρούμε! >> και προσπάθησε μέσα στη νύχτα να διακρίνει τα ερείπια του κάστρου που ορθώνονταν στα δυτικά τους.
    Βάζοντας ύστερα ελαφρά το χέρι του πάνω στον ώμο του δημάρχου, συμπλήρωσε γρήγορα χωρίς περιστροφές: 
       << Είναι  μια δουλειά δύσκολη κι επικίνδυνη. Πολλές φορές  κάθε ένα από τούτα τα ερείπια είναι ο τάφος μας! Κι όμως δεν τα προσπερνούμε αλλά τα πλησιάζουμε.! >>
    Στο σπίτι του δημάρχου ο ξένος επισκέπτης έμεινε ως τα χαράματα. Είπαν πολλά και διάφορα και πριν κλείσουν τη συμφωνία σηκώθηκε ο δήμαρχος και δείχνοντας ανήσυχος και φοβισμένος πλησίασε το παράθυρο και στάθηκε κοντά του. Εκεί σαν κοίταξε έξω το πυκνό σκοτάδι κι αφουγκράστηκε το δυνατό σφύριγμα του αέρα, τράβηξε ύστερα την άκρη της κουρτίνας κι έκρυψε το τζάμι. Το πυκνό τώρα χειμωνιάτικο σκοτάδι κρύφτηκε και οι τραγικές μεταμορφώσεις που προξενούσε στα δέντρα το λιγοστό φως της λάμπας του δρόμου εξαφανίστηκαν. Τότε βρήκε την ευκαιρία ο δήμαρχος να πει : 
        << Μη με θεωρήσεις φαντασιόπληκτο γι’ αυτό που θα σου πω, αλλά πρέπει να στο ομολογήσω. Ο θησαυρός σύμφωνα με το θρύλο βρίσκεται μέσα σ’ ένα βαθύ πηγάδι, είκοσι εφτά μέτρων και θεωρείται στοιχειωμένο. Όσοι επιχείρησαν να κατέβουν μέχρι σήμερα στο βυθό του, βρήκαν φριχτό θάνατο, έμειναν όλοι εκεί και δε γύρισε κανένας. Στην αμμουδιά κάτω στην παραλία σε μια βυθισμένη βάρκα βρέθηκε μια περγαμηνή  με το έμβλημα των πειρατών που ανέφερε πως μια αποστολή τους στο κάστρο είχε άδοξο τέλος αφού το πηγάδι έθαψε εφτά συντρόφους τους, όλοι τους νέα παιδιά από είκοσι έως τριάντα ετών. Υποθέτω πως αυτό το ξέρεις καλά, αλλά θεωρώ χρέος μου να σε πληροφορήσω για τις δυσκολίες της αποστολής αφού ο κρυμμένος θησαυρός είναι και δικός μου κατά ένα ποσοστό >>.
      << Χα ! Χα ! >>  έκανε ο Τσέχος, για να συμπληρώσει με μια ιερογλυφική έκφραση στα σκοτεινά του μάτια: << Σημασία έχει πως οι πειρατές  δε βρήκαν το θησαυρό! Αυτές οι μάταιες προσπάθειες που κάνουν πολλοί για να τον ανακαλύψουν, να ξέρεις πως γεννούν μόνο καλό σε μας, γιατί βεβαιώνουν πως ο θησαυρός υπάρχει και δεν είναι ανύπαρκτος! >>
    Κι αφού σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα, συνέχισε με μια αινιγματική έκφραση : 
         << Όμως ας σταματήσουμε εδώ τις φλυαρίες, κι ας μου επιτρέψεις να αποκαλύψω κάτι πολύ σημαντικό >> και με μια γρήγορη κίνηση, έβαλε το χέρι στον κόρφο του κι έβγαλε ένα κιτρινισμένο χαρτί. Σαν το άπλωσε  με ιδιαίτερη προσοχή πάνω στο τραπέζι, πρόσθεσε, σκύβοντας  πάνω  του, με  σεβασμό: 
        << Για  δες  εδώ! >> 
    Ο δήμαρχος έσκυψε κι άρχισε να το παρατηρεί. Ήταν παλιό και φθαρμένο μ’  ένα σκίτσο νεκροκεφαλής κοντά στο ερειπωμένο κάστρο του φόντου.  Στο κάτω μέρος και στ’ αριστερά  ήταν σημειωμένο με βέλος μια γραφή με τα στοιχεία  27 +  Ι432. 
    << Οι χαρακτήρες  αυτοί σημαίνουν πολλά πράγματα για μας >> ψιθύρισε ο Τσέχος κι άρχισε να του εξηγεί: << Το 27 σημαίνει το βάθος του πηγαδιού που είναι κρυμμένος ο θησαυρός, ο σταυρός το σύμβολο των Φράγκων χριστιανών και ο αριθμός Ι432 την πιθανή χρονολογία που έφυγαν από το κάστρο κι εγκατέλειψαν το θησαυρό >>.
    Έξω χάραζε. Ήταν τα τελευταία λόγια του τυχοδιώκτη σ’ εκείνη τη συνάντησή τους. Από τότε είχαν περάσει εφτά χρόνια και καμία αξίωση ή επιθυμία δεν είχε εκφράσει για επικείμενη επιχείρηση ανεύρεσης του θησαυρού ώσπου η είδηση πως μια ομάδα τυχοδιωκτών θα ανέβαινε στο κάστρο τούτες τις μέρες,  έπεσε σαν βόμβα στα κεφάλια των κατοίκων και τους έκανε άνω κάτω.
    ΄Πολλοί δεν πίστευαν πως θα συμβεί αυτό, η φήμη πιο πολύ συσκότιζε παρά φώτιζε το γεγονός, καμιά αχτιδίτσα αχνή δεν έκανε να λάμψει η αλήθεια.
        Με την αγωνία λοιπόν οι κάτοικοι να δουν κάτι αληθινό σε όσα διαδίδονταν, έκαναν πολλά βήματα εκείνο το κρύο πρωινό του Οκτώβρη ώσπου να φτάσουν έξω από την πόρτα του κάστρου και να επιβεβαιώσουν ιδίοις όμμασι τα δρώμενα.
     Πραγματικά είδαν την ομάδα των τυχοδιωκτών, από δεκατρείς ψηλούς και γεροδεμένους νέους άνδρες, με στολές εκστρατείας και εργαλεία εκσκαφής να τους προσπερνούν. Αφού σταμάτησαν για λίγο έξω από την είσοδο του κάστρου και πήραν συμβουλές ξεκίνησαν για το πρώτο διάζωμα. 
    Από τότε δεν τους ξαναείδαν παρά σαν πέρασαν δεκατέσσερις μέρες.  Ήταν τη μέρα που ο εργοδηγός  στο φθινοπωρινό σούρουπο με δυνατό βοριά και θλιβερό μούχρωμα στον ουρανό της πόλης, καθισμένος έξω από το κάστρο και κάτω από τον πλάτανο τους διηγιόταν με φοβισμένο πρόσωπο τις πολλές τους κακοτυχίες που περνούσαν ψάχνοντας για το θησαυρό.
    Φαινόταν καταπονημένος και εκνευρισμένος. Όση ώρα διηγιόταν   τα μάτια του ήταν πάντα καρφωμένα στο κάστρο,  γεμάτα θλίψη και οργή. Το πρόσωπό του γερασμένο, πεισματικά σκληρό κι άγριο. Μια ανατριχιαστική αίσθηση τον έπνιγε, ένας μελαγχολικός καημός τον έσφιγγε για τον πραματευτή θάνατο που ήδη τους ράντιζε με τους μαραμένους θυσάνους των νεκρανθέμων του εκεί στο καταραμένο υπόγειο.
    Όμως παρόλα αυτά τούς τα διηγιόταν με μαεστρία. Εύκολα καταλάβαινες πως δεν ήταν μυθοπλασίες αλλά πραγματικές αναφορές. Τους έλεγε λοιπόν πως σαν βρήκαν το πηγάδι με τον υποτιθέμενο κρυμμένο θησαυρό έπρεπε αμέσως να ελέγξουν το έδαφος. Κι αυτό για να βεβαιωθούν αν υπήρχε νερό ή όχι. Άρχισαν έτσι οι εκσκαφές με τις πρώτες δυσκολίες. Το χώμα βουνό αλλά το μικρό βάθος μας βοηθούσε να το ξεφορτωνόμαστε με κόπο αλλά αποτελεσματικά. 
    Όσο όμως  προχωρούσαν στο βάθος  οι εργάτες δυσκολεύονταν. Δεν ήταν εύκολο να φέρουν το σκαμμένο χώμα πάνω. Τότε χρησιμοποίησαν τα καρούλια από τα οποία κρεμούσαν τα σχοινιά με τους κάδους. Το χώμα ανέβαινε αλλά δύσκολα. Έστω κι έτσι όλα έβαιναν καλώς ώσπου ένα ατύχημα μας συντάραξε. Ένας γεμάτος κάδος δεν πειθάρχησε και προσγειώθηκε στον ώμο του εργάτη. Η ρήξη οστών και μυών μεγάλη, η πληγή άγριο θηρίο, το αμετανόητο χέρι που του ‘δειχνε το δρόμο της αναπηρίας εμφανές και σκληρό. 
    Οι εργασίες συνεχίστηκαν με μεγαλύτερες δυσκολίες. Η απώλεια της εργατικής δύναμης του τραυματισμένου εργάτη έγινε αισθητή εν τη παρόδω του χρόνου.  Το νερό όμως που βρέθηκε στο βάθος δημιούργησε λάσπη, λάσπη τόνους που έπρεπε να την ξεφορτωθούμε. Το πετύχαμε ως ένα σημείο με την άντληση έξω του νερού.  Ο αέρας όμως άρχισε κάποια στιγμή να χάνει το οξυγόνο του και πολλοί εργάτες λιποθύμησαν. Τότε βρήκαμε τη μέθοδο του χωνιού. Το μεγάλο αυτό χωνί φτιαγμένο από ύφασμα αερόστατου κατέβαζε κάτω τον ανανεωμένο αέρα.
      Μεγάλη όμως ακόμη δυσκολία, τους έλεγε, συνάντησαν στα βραχώδη πετρώματα των τοιχωμάτων του πηγαδιού. Δεν επιτρεπόταν να κάνουν τη διάνοιξη με φουρνέλα γιατί ήταν άκρως επικίνδυνο. Έτσι οι βράχοι γκρεμίζονταν μόνο με βαριές και τσαπιά. Το σκοτάδι πάλι ήταν το μεγάλο τους πρόβλημα. Το εξουδετέρωσαν  με καθρέφτες αλλά και πάλι το πρόβλημα δε λύθηκε στη ρίζα του. 
    Εδώ σταμάτησε την αφήγησή του για να βυθιστεί σ’ έναν λογισμό για λίγο. Ύστερα συνέχισε με θαυμαστή πάλι ακρίβεια των λόγων του να λέει :
     << Έχουμε όμως να αντιμετωπίσουμε και τα ερπετά του βάθους. Τις τεράστιες μαύρες σαύρες  και τα μεγάλα και δηλητηριώδη φίδια που τυλίγονται στα πόδια μας και μας απειλούν θανάσιμα. Μια νύχτα κοντά στην ξύλινη εργαλειοθήκη ένα κουλουριασμένο πράγμα με ανησύχησε. Γυάλιζε και το σταχτοπράσινο χρώμα του σκορπούσε μια φωτεινή αχλύ αρκετά φεγγοβόλα. Εντυπωσιακό το θέαμα αλλά ύποπτο. Το πλησίασα, το άγγιξα με το δείκτη και περίμενα την αντίδρασή του. Δευτερόλεπτα την ένιωσα μ’ ένα δυνατό τσίμπημα που με διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Ο πόνος δυνατός και οξύς με πέταξε στα μεσούρανα.  Ο φόβος μού ‘φερε ποταμό ιδρώτα, η καρδιά μου έγινε μολύβι, όλα τα πρόσωπα γύρω μου έγιναν άγνωστα και ξένα. Κι όπως  ξανέμιζε κι έσβηνε η όρασή μου, διέκρινα τον εχθρό που με νίκησε, έναν πελώριο όφι να χάνεται σφυρίζοντας μέσα στις σκόνες και τα χώματα.
            Τρομοκρατημένος λιποθύμησα και έπεσα. Μου ‘δωσε τις πρώτες βοήθειες ένας εργάτης και με συνέφερε. Φρόντισε το πρησμένο δάκτυλό μου, ρούφηξε το δηλητηριασμένο αίμα με το στόμα του, τους πόνους μου καταπράυνε μ’ ένα ηρεμιστικό βότανο που μου συνέστησε να πιω. Ευτυχώς δεν αποδήμησα εις κύριον μένοντας ακόμη υπηρέτης του μάταιου τούτου κόσμου. Όμως θέλω πριν τελειώσω τη διήγησή μου να προσθέσω και τούτα: Η λαϊκή  πίστη πως υπάρχει μια υπόγεια σήραγγα που οδηγεί στη θάλασσα, μας έκανε να υπερασπιστούμε τη σοβαρότητά της και να ψάξουμε κι εκεί για τον κρυμμένο θησαυρό. Όμως τα εμφανή ίχνη που βρήκαμε από σκελετούς ανθρώπινους, μας ανησυχεί γιατί θεωρούμε πως κάποιο στοιχειό υπάρχει εκεί που προξενεί τους θανάτους. Παρά όμως τους φόβους μας αποφασίσαμε τελικά να στείλουμε δυο άντρες σήμερα το πρωί σ’ αυτή την κολασμένη υπόγεια σήραγγα, ρισκάροντας  ακόμη και τη ζωή τους.
    Ο συσχετισμός του τόπου και του χρόνου μ’ έπεισε πως κάτι καλό θα βγει απ’  αυτή την επιχείρηση. Έτσι πήρα και την απόφαση να σας διηγηθώ αυτή τη σπουδαία μας αποστολή, για να ανακουφιστώ απ΄ το αβάσταχτο βάρος που νιώθω για την τύχη των αντρών. Γιατί πολλοί από τους συνεργάτες μου με κατηγορούν πως αυτό που κάνω είναι μια κρίση παράνοιας και πως μέσα από το άπληστο πάθος μου για το κέρδος δε διστάζω να στείλω και μερικούς στον τάφο! >>
     Μια κραυγή όμως που ακούστηκε από την ντάπια του κάστρου τον έκανε να σταματήσει την αφήγηση και να στρέψει προς τα εκεί το κεφάλι του.  Και σαν η λέξη << φωτιά! >> επαναλήφθηκε πολλές φορές, σηκώθηκε έντρομος και κίνησε προς την πόρτα του κάστρου. Έτσι λίγο πριν την περάσει, στράφηκε και  με μια αρχέγονη κι ενστικτώδη  σκέψη τους ψιθύρισε, βαριά προβληματισμένος :
    << Δε θα προσπαθήσω ν’ ανακαλύψω μια αλληλουχία του αιτίου που είναι ο θησαυρός και του αποτελέσματος που είναι  η καταστροφή, αλλά μπορώ να μαντέψω πως τα γεγονότα  με τρομάζουν!>> και κουνώντας ζωηρά το κεφάλι του, έτρεξε γρήγορα για την κορυφή της ντάπιας.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου