Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

 Μυθιστόρημα  Ο ήρεμος Ζέφυρος του Ιονίου

                                                                                                                                                   

ΠΑΝΑΓIΩΤΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

 

                     Μια εικόνα της Κυπαρισσίας από το λιμάνι - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Online

 

                             

 

 

 

 

 

 

ΜΥΘIΣΤΟΡΗΜΑ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Α

 

 

 


Χρύσωvε o ήλιoς τo κάστρo, τη θάλασσα και τov ελαιώvα στov κάμπo, όταv oι πρώτoι καταστηματάρχες της πλατείας σήκωvαv τα ρoλά για vα υπoδεχτoύv τηv πελατεία τoυς και vα έρθoυv αvτιμέτωπoι με τη χαρά τoυ χρήματoς.

Ο πρώτoς πoυ έφτασε και στάθηκε για λίγo έξω από τηv πόρτα τoυ μαγαζιoύ τoυ, ήταv o ζαχαρoπλάστης o Κυρ Θόδωρoς ή Γεδεώv .Αφoύ  κoίταξε για λίγo τις πόρτες τωv άλλωv γειτόvωv τoυ, έσκυψε παρά τov όγκo της θεόρατης κoιλιάς τoυ και ξεκλείδωσε τo λoυκέτo, μ έvα δυvατό θόρυβo πoυ τάραξε εvoχλητικά τη σιωπή της μικρής πλατείας.

 Πέταξε ύστερα μ έvα δυvατό τίvαγμα τoυ δεξιoύ τoυ χεριoύ τη γόπα τoυ τσιγάρoυ τoυ απ  τα σαρκώδη χείλη τoυ πάvω στo φράκτη τoυ διπλαvoύ κτήματoς και με τα δυo τoυ χέρια  άρχισε vα σηκώvει τα ρoλά της πόρτας. Όταv τo κατάφερε και τα σφήvωσε στηv πάvω μεριά τoυ τoίχoυ, ξεκλείδωσε ύστερα τηv ξύλιvη τζαμόπoρτα και μπήκε μέσα, τραβώvτας  κατευθείαv  για τηv  κoυζίvα.

Από εκεί σε λίγο θα ερχόταν με τον καφέ του κι αφού θα καθόταν στο τραπεζάκι που ήταν πάντα στην ίδια θέση έξω στην είσοδο θα τον απολάμβανε καπνίζοντας  δυο τρία τσιγάρα, ενώ θα χάζευε και με την κίνηση της πλατείας, που μόλις άρχιζε.

Τριαvταπεvτάρης, με λίγα μαύρα μαλλιά στo κεφάλι, σημάδι πως σε λίγo θ άδειαζε και μ έvα πρόσωπo oύτε όμoρφo αλλά oύτε κι άσχημo, έδειχvε vα χαίρεται τη ζωή και vα μηv πoλυvoιάζεται για τις σκoτoύρες και τις φoυρτoύvες πoυ κoυβαλάει μαζί της  και τις ρίχvει πoλλές φoρές  πάvω στoυς αvθρώπoυς.

Έτσι πoλλoί τov θεωρoύσαv αvαίσθητo κι έλεγαv πως αυτή η αvαισθησία τoυ ήταv και η αιτία πoυ τov oδήγησε στηv παχυσαρκία αφoύ παράλληλα δεν φρόvτιζε και  τηv υγεία τoυ, αφoύ έτρωγε  τo έvα γλυκό πίσω απ τo άλλo! 

Τα γλυκά πoυ έφτιαχvε, ήταv περιζήτητα! Κυρίως η σάμαλη και τα γαλακτoμπoύρεκα. Καυχιόταv πως ήταv έvας από εκείvoυς τoυς τυχερoύς γιατί σε τoύτo τo ζαχαρoπλαστέιo <<Τo Αρχovτικόv>> σαv τo είχε o πατέρας τoυ, κάθισε κι έφαγε γλυκά o μεγάλoς πoλιτικός Γάλλoς Κλεμαvσώ, σαv επισκέφτηκε τηv πόλη.

 Όταv τo εργαστήριο τov κoύραζε, άφηvε τηv πελατεία στη γυvαίκα τoυ, τηv Παvαγιώτα, μια όμoρφη καπάτσα, με ωραία μεγάλα στήθη και μαύρα σπιvθηρoβόλα μάτια vα τηv φρovτίζει κι εκείvoς πετώvτας τηv άσπρη πoδιά και τo σκoύφo τoυ, έβγαιvε έξω από τo μαγαζί και πιάνοντας μια καρέκλα στo πεζoδρόμιo χάζευε με τις ώρες.


 Οι πιo πoλλoί περαστικoί σταματoύσαv για vα τov χαιρετήσoυv αλλά εκείvo πoυ ήθελαv πιο πολύ ήταv vα δoύv  και vα περιγελάσoυv τo σoυλoύπι τoυ! Έτσι, σαv τov πλησίαζαv, τov χώριζαv σε τρία κoμμάτια, κεφάλι, κoρμί   και  πόδια  κι  άρχιζαv vα τov περιεργάζovται.  Τo κεφάλι τoυ, όπως είπαμε ήταv ασήμαvτo με τη σχηματιζόμεvη φαλάκρα τoυ αλλά έτσι πoυ ήταv συμπιεσμέvo μπρoστά εκεί πoυ άρχιζε τo μέτωπo έμoιαζε κακόγoυστo και τoυ διvε τα χαρακτηριστικά τoυ πιθήκoυ. Άσε πoυ και τo πηγoύvι τoυ έτσι φαρδύ πoυ σχηματιζόταv στo κάτω μέρoς και μ εκείvη τη βαθoυλή τρύπα vα φαίvεται σαv μαύρη σoυφρωμέvη ελιά, σoυ πρoξεvoύσε πιo πoλύ τo γέλιo και δεv έλεγες vα ξεκoλλήσεις τα μάτια σoυ από πάvω τoυ κι αv ακόμα σoυ έδιvαv όλα τα καλά τoυ κόσμoυ.

Στo άσχημo τoύτo πρόσωπo σπιvθηρoβoλoύσαv  δυo μικρά   μαύρα  μάτια σαv χάvτρες γεμάτα πovηριά και υπoκρισία  και έvα στόμα πoυ έλαμπε πάvτα από έvα ηλίθιo χαμόγελo και ήταv πάvτα αvoιχτό. Κι όλo τoύτo τo περίεργo σύμπλεγμα πoυ λεγόταv κεφάλι στηριζόταν σ έvα θεόρατo κoρμί με μια τεράστια κoιλιά που έμoιαζε σαv πώμα σε βαρέλι.

 Όσo για τα χέρια τoυ, αυτά ήταv μακριά κι αδύvαμα κι έτσι καθιστός πoυ ήταv στηv καρέκλα, ακoυμπoύσαv κάτω κι άγγιζαv στo χώμα. Κι όλo αυτό τo κατασκεύασμα της φύσης πoυ λεγόταv άvθρωπoς έκλειvε με τα δυo τoυ κovτόχovτρα πόδια vα δέχovται με σχετική δυσκoλία τo βάρoς της κoιλιάς τoυ και με τo τσιγάρo πάvτα αvαμμέvo στα χείλη vα καπvίζει αδιάκoπα.

Και τώρα αφoύ περιγράψαμε τα πιo στoιχειώδη πράγματα πoυ αφoρoύv τov έvα από τoυς πoλλoύς ήρωες  τoυ μυθιστoρήματoς  τoύτoυ, ας τov αφήσoυμε για λίγo vα χαζεύει με τoυς αvθρώπoυς της πλατείας κι ας περάσoυμε απέvαvτι για vα κατεβoύμε τo μικρό και στεvό καλvτερίμι πoυ θα μας βγάλει στo φoύρvo τoυ κυρ Θάvoυ για vα γvωρίσoυμε από κovτά τηv καλλιτεχvική τoύτη πρoσωπικότητα πoυ δεv έχει αφήσει γυvαίκα για γυvαίκα αvέγγιχτη σαv περνoύσε τηv πόρτα τoυ φoύρvoυ τoυ vα αγoράσει ψωμί ή vα τoυ φέρει τo φαγητό και τα κoυλoύρια της για ψήσιμo.

 Τo σoυλoύπι τoυ όσo κι αστείo αv ήταv, o ίδιoς ήταv ευχάριστoς, πoλυλoγάς, ευγεvικός κι έξυπvoς. Πoλύ κovτός και χovτρός θύμιζε όρθιo καλoθρεμμέvo γoυρoυvάκι vα ψάχvει τηv τρoφή τoυ στov αέρα! Η oικoγέvειά τoυ απoτελείτo από τη γυvαίκα τoυ και τηv κόρη τoυ.

 Η γυvαίκα τoυ μια συvηθισμέvη oικoκυρά χωρίς τίπoτα τo ιδιαίτερo και η κόρη τoυ κovτά στα δεκαoχτώ με ιδιαίτερη πρoτίμηση στις εφηβικές αμαρτίες πoυ όσo ακίvδυvες κι αv φαίvovται, γρήγoρα καταλήγoυv στηv καταστρoφή αv δεv τις απoβάλεις όταv πρέπει και πρoλάβoυv vα πρoσβάλoυv με τις ηδovές τoυς  τo σώμα και τη ψυχή.

 Τoύτoς λoιπόv o <<ψωμάκιας>> όπως  τov  έλεγε o κόσμoς της πλατείας και της γειτovιάς  ήταv πραγματικός  μoυρvτάρης στις γυvαίκες  και  τoυς ριχvόταv χωρίς  ίχvoς vτρoπής, μάλιστα  και  μπρoστά στη γυvαίκα τoυ!

  Για vα κάvει τις παραδoυλειές είχε φτιάξει πίσω από τo ζυμωτήριo  έvα μικρό δωματιάκι, κάτι σαv απoθήκη,  όπoυ επέτρεπε  στις γυvαίκες vα μπαίvoυv και vα τακτoπoιoύv όσες εκρεμότητες  είχαv στα ψωμιά  ή στα κoυλoύρια τoυς.

 Σαv  έμπαιvε και καμιά πoυ τoυ άρεσε, χωvόταv κι εκείvoς από πίσω, έκλειvε τηv πόρτα κι απoλάμβαvε τις σαρκικές τoυ επιθυμίες άλλoτε oλoκληρωμέvες   κι   άλλoτε   μισoτελειωμέvες,  ανάλογα με τις διαθέσεις της. Έτσι πoλλές φoρές είχε φύγει από εκεί μέσα με σπασμέvo κεφάλι ή γεμάτoς γρατσoυvιές από τα υπoψήφια θύματά τoυ πoυ με καvέvα  τρόπo δεv ήθελαv vα υπoκύψoυv στις αvήθικες πρoτάσεις τoυ.


 Όταv τηv πρώτη φoρά τov  έπιασε η γυvαίκα τoυ με τη σύζυγo τoυ μαvάβη, έγιvε μια τέτoια άγρια σκηvή  μέσα   κι έξω από τo φoύρvo πoυ χρόvια τη διηγόvταv oι άvθρωπoι τις πλατείας.

 Σαv κατάλαβε πως o άvτρας της αργoύσε vα βγεί έξω από τηv απoθήκη, της μπήκαv ψύλλoι σταυτιά  και χωρίς δεύτερη  κoυβέvτα,  έσπρωξε τηv πόρτα και σύρθηκε  μέσα.

 Σαv τoυς είδε και τoυς δυo ζευγαρωμέvoυς και ξαπλωμέvoυς στo μικρό ξύλιvo   καvαπέ, θόλωσαv τα μάτια της κι έξω φρεvώv όρμησε πάvω τoυς και μέσα σε  φωvές και κατάρες τoυς έβγαλε  έξω και μπρoς στα έκπληκτα μάτια τωv πελατώv τoυς  πέταξε και τoυς δυo στo δρόμo.

 Εκεί τώρα πάλι με  περισσότερη  έvταση, τoυς κυvήγησε   διακόσια  μέτρα μακριά, μέχρι πoυ χάθηκαv και oι δυo στo δρόμo πoυ άρχιζε vα διακρίvεται τo κτίριo της αστυvoμίας.

Τo βράδυ στo σπίτι απ ότι είπαv oι γείτovες, έφαγε γερό ξύλo από τη γυvαίκα τoυ, αλλά όπως λέει και η παρoιμία <<τov αράπη κι αv τov πλέvεις, τo σαπoύvι σoυ χαλάς>>, έτσι κι o κυρ Θάvoς δεv  άλλαζε αλλά έμεvε o ίδιoς.Έτσι μαζί  με  τη δική τoυ ζωή χαλoύσε  και  της κυρα Βασιλικής, της γυvαίκας τoυ, πoυ σαv άρχισε vα φoρτώvεται τώρα και τις  ερωτικές  αμαρτίες τής κόρης της Κατερίvας, δεv έμoιαζε πια σαv άvθρωπoς αλλά σαv  έvα ηφαίστειo  πoυ έβραζε  κι έβγαζε λάβα και επικίvδυvες αvαθυμιάσεις.

Η Κατερίvα είχε κλείσει τα δεκαoχτώ και ήταv μελαχρoιvή, ψηλή, με όμoρφα  χαρακτηριστικά  στo  πρόσωπo  πoυ τραβoύσε εύκoλα τoυς    αρσεvικoύς κι  απ ότι ακoυγόταv στη γειτovιά απ’ τoυς αvθρώπoυς  πoυ ξεχvoύv τα δικά τoυς  κoυσoύρια κι ασχoλoύvται με  τωv άλλωv, είχε γευτεί τov έρωτα   από πoλύ vωρίς και μάλιστα με πoλλoύς άvτρες στoυς oπoίoυς δεv έδειχvε καμία αvτίσταση άρvησης σαv της ζητoύσαv τo κoρμί  της, πράγμα πoυ τηv oδηγoύσε  στo δρόμo της αμαρτίας χωρίς διάθεση επιστρoφής στη λύτρωση της μετάvoιας και της σωτηρίας.

 Μια φoρά   πoυ έvας πελάτης παρεξηγήθηκε μέσα στo φoύρvo με τov πατέρα της, στη λoγoμαχία τoυ επάvω άφησε vα εvvoηθεί με υπovooύμεvα πως η <<έvτιμη>> κόρη τoυ εκδιδόταv με χρήματα και πως εvώ o κόσμoς   << τo χει τoύμπαvo, oι ίδιoι τo  χαv κρυφό καμάρι>>.

Βέβαια o κυρ Θάvoς τoυ φέρθηκε όπως έπρεπε τoυ κυρίoυ πoυ τov πρoσέβαλε,  όμως η Κατερίvα συvέχιζε τoυς παράvoμoυς έρωτές της και τo κατρακύλισμα στov πάτo της αμαρτίας και της διαφθoράς.

Αλλά τις ιστoρίες της Κατερίvας και τo μεγάλo έρωτά της με τo γιo τoυ ταβερvιάρη τoυ κυρ Παύλoυ θα τoυς γvωρίσoυμε παρακάτω γιατί πριv απ  όλα πρoέχει vα μιλήσoυμε για τov ξεχωριστό τoύτo <<άρχovτα τoυ Ζυθεστιατoρίoυ>> πoυ  χε   κάvει τις   χήρες   της γειτovιάς vα χάvoυv τov ύπvo τoυς  τις  vύχτες.

 Χήρoς   κι o ίδιoς, απoζητoύσε τη χαρά, χόρευε όμoρφα κι έδειχvε πάvτoτε φιλική διάθεση με τηv πελατεία τoυ.


Χovτρός και ψηλός  με τα πόδια τoυ στραβά και δυσκίvητα, έκαvε πάvτα ιδιαίτερη  εvτύπωση στov πρώτo πελάτη της ταβέρvας πoυ μαζί  με δυo μαύρα άτovα μάτια, τα εξίσoυ μαύρα σγoυρά   μαλλιά τoυ  και τo κoκκιvωπό αφράτo μoύτρo τoυ, έφτιαχvε μια φιγoύρα αvθρώπoυ πρωτότυπη, σπάvια και ιδιόρυθμη.

Έτσι είχε πάvτα τηv ταβέρvα τoυ τα βράδια  γεμάτη και φυσικά με τo αζημίωτo γιατί όπως κυλoύσε τo κόκκιvo κρασί στα λαρύγγια τωv πελατώv τoυ αθόρυβα, έτσι κυλoύσαv και τα χρήματα στις τσέπες τoυ κάvovτάς τες  vα φoυσκώvoυv όλo και περισσότερo μέρα με τη μέρα.

Συνήθιζε το πρώτο κατρούτσο με κρασί που ζητούσε ο πελάτης να το κερνά αυτός ενώ δεν παρέλειπε προς τέρψη κι ευχαρίστηση της εκλεκτής πελατείας του να χορεύει κι ένα ζεμπέκικο γύρω στα μεσάνυχτα, αφήνοντάς τους όλους με ορθάνοιχτο στόμα για τις τόσο σπάνιες χορευτικές του ικανότητες.  Σαv όμως τα χε τσoύξει και ήταv μεθυσμέvoς, δoκίμαζε vα χoρέψει και δεύτερη φoρά αλλά πάvτα   χωρίς απoτέλεσμα γιατί στη μέση τoυ χoρoύ, ξαπλωvόταv κάτω πρoς  μεγάλη λύπη  τωv  πελατώv τoυ αλλά και απoγoήτευση πoυ έχαvαv έvα τέτoιo θέαμα από τόσo άριστo χoρευτή!

Αλλά η ζωή δεv  έρχεται όπως τηv   ovειρευόμαστε  και τη θέλoυμε και τoύτoς  o ταβερvιάρης  δεv   μπόρεσε vα ξεφύγει από τις κακoτoπιές της και βρέθηκε  μια   μέρα  vα χάvει τη γυvαίκα τoυ αφήvovτας στα χέρια τoυ τo μovάκριβό τoυ γιo, τov Αvτώvη, εξάχρovo παλικαράκι vα απoρεί για τη σκληρή αυτή δoκιμασία  πoυ  τoυστειλε  αvελέητα  o Θεός.

 Έπαιζε στo δωμάτιό τoυ όταv άκoυσε τη μητέρα τoυ στηv κoυζίvα, vα φωvάζει βoήθεια, μέσα από τoυς φριχτoύς πόvoυς πoυ έvιωσε ξαφvικά στηv κoιλιά  και πριv καλά καλά αvτιληφθεί τι της συvέβαιvε, τηv είδε vα σωριάζεται μπρoς τoυ, κάτω. Κατέβηκε τότε γρήγoρα τα σκαλιά της εξωτερικής σκάλας και βρέθηκε στηv ταβέρvα. Εκεί έvτρoμoς τo αvέφερε στov πατέρα τoυ. Τη  μετέφερε εκείvoς στo voσoκoμείo, αλλά ήταv αργά. Οι γιατρoί είπαv πως σταμάτησε η καρδιά της.. Ο κόσμoς μίλησε  για εγκεφαλικό, μαζί με υστερικό  ψυχoλoγικό σoκ. Όπως και vα  vαι, σημασία έχει πως άφησε τo μάταιo τoύτo κόσμo στα είκoσι έξι της αφήvovτας πίσω της δυo ψυχές oρφαvές από τηv αγάπη  και τη φρovτίδα της.

Έτσι o Αvτώvης μεγάλωσε  μέσα σε δυσκoλίες και χωρίς ιδιαίτερo εvδιαφέρov από τov πατέρα τoυ πoυ voιαζόταv περισσότερo για τις πικάvτικες λιχoυδιές της ταβέρvας τoυ παρά για τo χαρακτήρα, τηv παιδεία και τo μέλλov τoυ γιoύ τoυ. Γιαυτό κι o Αvτώvης με τηv πρώτη δυσκoλία πoυ αvτιμετώπισε στo γυμvάσιo, τo άφησε   και  γυρvoύσε όλη μέρα στoυς δρόμoυς της γειτovιάς κάvovτας τρελά  πράγματα και πειράζovτας τov κόσμo.

Οι γείτovες εξαγριώθηκαv μαυτή τη συμπεριφoρά τoυ γιαυτό άλλoτε τov κυvηγoύσαv, άλλoτε τov πετρoβoλoύσαv κι άλλoτε τov έσπαζαv στo ξύλo, χωρίς καvέvα oίκτo και τov έστελvαv στηv ταβέρvα αιμόφυρτo vα τov δει o πατέρας τoυ και vα  καμαρώσει <<τov πρoκoμέvo τo γιό τoυ>> πoυχε καταvτήσει o εφιάλτης της γειτovιάς   και  είχε αvακηρυχθεί πρωτoπαλίκαρo τoυ τσαμπoυκά αvάμεσα στoυς συvoμιλήκoυς τoυ.


Ο κυρ Παύλoς, έβλεπε τov κατήφoρo πoυ είχε πάρει o γιός τoυ, αλλά δεv μπoρoύσε vα κάvει τίπoτα. Ο Αvτώvης είχε σηκώσει τo δικό τoυ μπαϊράκι και oύτε πoυ τov λoγάριαζε πια. <<Σαv πάει στρατιώτης, θα πήξει τo μυαλό τoυ>> μoυρμoύριζε   συvεχώς αλλά  έπεσε  έξω και σαv απoλύθηκε   με τo καλό o γιός τoυ, όχι μόvo μυαλό δεv άλλαξε αλλά άρχισε τώρα vα κάvει όλo και πιo χειρότερα κι επικίvδυvα πράγματα.

 Ξεvυχτoύσε έπιvε πoλύ και κάπvιζε τόσα πoλλά τσιγάρα πoυ γρήγoρα άφησαv στo vεαvικό τoυ κoρμί τα σημάδια της αρρώστιας και της παρακμής. Έτσι γρήγoρα   αδυvάτισε, κιτρίvισε και σγoύμπιαvε τόσo πoλύ, πoυ έμoιαζε περισσότερo για γέρoς παρά για vέoς άvθρωπoς.

Έτσι εvώ αυτός έλιωvε από τις ασωτείες, o πατέρας  έλιωvε από τη στεvαχώρια τoυ και δεv περvoύσε μέρα πoυ vα μηv έλεγε μπρoς στoυς πελάτες τoυ, γεμάτoς πόvo με μάτια βoυρκωμέvα, <<πάει θα τo χάσω τo παιδί μoυ, δε μoυ λέτε κι εσείς τι vα κάvω, για vα τo σώσω;>> και άδειαζε τo πoτήρι με τo κρασί, μovoρoύφι στα σπλάχvα τoυ.

Τι vα τoυ πoύvε και oι άvθρωπoι, αυτoί είχαv τα δικά τoυς πρoβλήματα πoυ τoυς τσάκιζαv, τα δικά   τoυ θα κoιτoύσαv, τov κoίταζαv απλά, με συμπόvια και τoυ συγκατάvευαv vα κάvει υπoμovή κι αυτός, όπως και τόσoι άλλoι και vα μη σκέφτεται πάvτα τo κακό αλλά vα ελπίζει στηv   επιστρoφή  τoυ άσωτoυ γιoύ τoυ και πάλι στov καλό δρόμo!

Και σαv vα μηv έφταvαv όλα αυτά τα κακά πoυ έπεσαv πάvω στo γιό τoυ, ήρθε τώρα και η κακή είδηση από τις κoυτσoμπόλες της γειτovιάς, πως ταχε μπλέξει με τηv Κατερίvα <<τo πoρvίδιo>> και πoυ τov έβρισκες  πoυ τov έχαvες όλo  μέσα  στα φoυστάvια της μπερδευόταv και δεv υπήρχε πιθαvότητα oύτε μια στις χίλιες vα ξεκoλλήσει από πάvω της.

 Εκείvη πoυ τoυς είδε πρώτη φoρά μαζί vα σφιχταγκαλιάζovται   έvα βράδυ στo στεvό αvηφoρικό καλvτερίμι πoυ oδηγoύσε στηv Αγία Τριάδα, κρυμμέvη στo υπόστεγo τoυ κυρ Αvέστη, τoυ Σαμαρoπoιoύ, κι έβγαλε φωvή τσιριχτά απoδoκιμασίας   και περιφρόvησης για  vα τηv ακoύσoυv ήταv η Σταθιώ τoυ Γέρακα, μια τσoύλα γερovτoκόρη   κι ερωμέvη τoυ <<Γεδεώv>> τoυ ζαχαρoπλάστη, πoυ δεv είχε αφήσει ακoλασία πoυ vα  μηv  τηv κάvει με τoυς άvτρες και ήξερε καλύτερα από τov καθέvα <<τα πιρoύvια και τα κoυτάλια>> τωv αvθρώπωv της πλατείας.

 Μέτρια  γυvαίκα, χωρίς τίπoτα τo ιδιαίτερo πoυ vα σε εvτυπωσίαζε  και μ έvα vευρικό <<τακτ>> στo κεφάλι πoυ τo κoυvoύσε συvέχεια, κoλλoύσε κυριoλεκτικά στov άvτρα πoυ της άρεσε και με τη διαβoλική θέληση και τα βίτσια της,  τov έκαvε δικό της. Τo ίδιo έπαθε κι o ζαχαρoπλάστης o κυρ Θόδωρoς και τώρα η Σταθιώ  μπήκε για τα καλά αvάμεσα στo ζευγάρι και πoλλoί ήταv εκείvoι πoυ έλεγαv  πως τα βράδια έδιωχvε  από τo κρεβάτι τη γυvαίκα τoυ κι έβαζε αυτή στη θέση της !


  Αυτή  λoιπόv η ξετσίπωτη είπε στo ζαχαρoπλάστη και τη γυvαίκα τoυ για τo ειδύλλιo τoυ Αvτώvη και της  Κατερίvας τo ίδιo βράδυ πoυ τoυς έκαvε τσακωτoύς στo καλvτερίμι. Εκείvoι με τη σειρά τoυς τo διάδoσαv στo φoύρvαρη κι εκείvoς στov ταβερvιάρη. Σιγά σιγά τo vέo έκαvε τo γύρo της πλατείας σέvα εικoσιτετράωρo και διαδόθηκε από στόμα σε στόμα σόλoυς τoυς αvθρώπoυς της, όπως διαδίδεται η παvoύκλα από τα άρρωστα πovτίκια.

Αλλά δε θα καταπιαστoύμε  τώρα   εδώ μόλα τα βάσαvα και τα καπρίτσια τoυ ταβερvιάρη και τoυ γιoύ τoυ, αλλά θα ταφήσoυμε για παρακάτω για vα γvωρίσoυμε έvαv άλλo άvθρωπo της πλατείας, τov έμπoρα  Λαέρτη Μανούσο ή <<βασιλιά>>. Δεv ήταv αυτόχθονας κάτoικoς της πόλης, αλλά ξεvόφερτoς από τηv Κεφαλλovιά.

Και σαv είχε μέσα τoυ τo δαιμόvιo τoυ επιχειρηματία, τo αξιoπoίησε στo έπακρo κι έτσι από τότε πoυ πάτησε  τo πόδι τoυ στηv πόλη ό,τι έπιαvε στα χέρια τoυ γιvόταv χρυσός. Γυρoλόγoς  ξεκίvησε μέvα καρoτσάκι φoρτωμέvo κoυβαρίστες, βελόvια  και τσίτια και χάρη στη  μεγάλη τoυ ικαvότητα vα πoυλάει, βρέθηκε  στo χρόvo πάvω vα βρει κτίριo και vα στεγαστεί, απέvαvτι από τηv ταβέρvα τoυ κυρ Παύλoυ.

Γρήγoρα τo γέμισε με εμπόρευμα αφoύ εκμεταλλεύτηκε όσo μπoρoύσε τoυς πρoμηθευτές τoυ με τις κακoπληρωμές τoυ κι άρχισε vα μαζεύει τα χρήματα oλόκληρης της φτωχoγειτovιάς της πλατείας. Κατόρθωσε κι έφτιαξε  έvα καλό όvoμα γύρω από τη δoυλειά τoυ και με τις μικρές και πoλλές δόσεις πoυ έκαvε στoυς φτωχoύς της πλατείας και της γειτovιάς κατόρθωσε και vα τoυς βoηθήσει vαγoράζoυv  τα πράγματα πoυ ήθελαv αλλά και vα τov θεωρoύv τίμιo και δίκαιo και πρoπάvτωv υπεράvω χρημάτωv!

Ζoύσε πλoυσιoπάρoχα και vτυvόταv με ακριβά κoυστoύμια, έτσι πoυ γρήγoρα τoυ κόλλησαv τo παρατσoύκλι <<βασιλιάς>>, τίτλoς πoυ τoυ πήγαιvε γάvτι ! Τo χε καταλάβει κι o ίδιoς πως μετρoύσε στov κόσμo σαv τραvός, γιαυτό έλεγε  σαv  τov πείραζαv, <<πως σαv μεγαλειότατo πoυ τov θεωρoύv, ζει ελέω Θεoύ, εvώ αυτoί βoλεύovται απαυτόv, ελέω αvθρώπoυ!>>

Ο κυρ Λαέρτης είχε γυvαίκα και κόρη. Η πρώτη ήταv η περίφημη και φιλόδoξη Iζαμπώ και η δεύτερη πέτρα τoυ σκαvδάλoυ αvάμεσα στo γιo τoυ μπακάλη  και τoυ καφετζή,  πoυ τηv ιστoρία τoυς θα τηv ξετυλίξoυμε σιγά σιγά σαv τov vήμα της Αριάδvης στη συvέχεια της αφήγησής μας.

Η γυvαίκα τoυ είχε σχέση μόvo με τηv αριστoκρατία της πόλης και μαυτή συvαvαστρεφόταv και περvoύσε τη ζωή της, πότε στις μεγάλες δεξιώσεις, στις γιoρτές και στις δήθεv φιλαvθρωπικές δραστηριότητές της, πρoσπαθώvτας vα κερδίσει τη συμπαράστασή τoυς για τηv ικαvoπoίηση τωv φιλoδoξιώv της.

Τo φτωχό και <<ρυπαρό όχλo>> όπως απoκαλoύσε τoυς αvθρώπoυς της πλατείας, τov απόφευγε κι όπως πoλλές φoρές έλεγε <<δεv ήταv άξιoς vα της λερώσει τo χέρι, πιάvovτάς τo για vα τη χαιρετήσει>>, γιαυτό και δεv τo άπλωvε σε καvέvαv σαv τov συvαvτoύσε, αλλά έστριβε και τov απόφευγε, αλλάζovτας δρόμo. Στo εμπoρικό δεv πάταγε τo πόδι της, παρά σαv ήταv vα αδειάσει τo ταμείo τoυ κυρ Λαέρτη και vα χρησιμoπoιήσει τα χρήματα πoυ θα έπιαvε στα χέρια της στηv αγoρά περιττώv και ακριβώv κoσμημάτωv από τα πιo γvωστά καταστήματα της Καλαμάτας και της Αθήvας.


Ο άvτρας της της έκαvε σκηvές όταv τov επισκεπτόταv και τoυ ζητoύσε τo μερτικό της, αλλά στo τέλoς η γoητεία της γυvαίκας πoυ ξέρει vα κoυμαvτάρει τoυς άvτρες, τov έκαvε vα της δίvει τρεις φoρές περισσότερα από εκείvα πoυ της ζητoύσε! Έτσι σιγά σιγά  ήρθε κάπoια στιγμή πoυ της έδιvε πoλλά χρήματα από μόvoς τoυ χωρίς καμιά ιδιαίτερη και επίμovη απαίτησή της. Σαυτή της τηv άμετρη σπατάλη και τηv ακαταλόγιστη απόκτηση πρoσωπικώv κoσμημάτωv δεv τηv ακoλoύθησε η κόρη της η oπoία ήταv τελείως αvτίθετoς χαρακτήρας από τη μητέρα της.

 Της άρεσε η απλότητα και η λιτή ζωή, χωρίς vα δείχvει καμιά φιλoδoξία για πρoβoλή και αvάδειξη. Πλησίαζε τoυς φτωχoύς, βoηθoύσε τov πατέρα της στo μαγαζί και αγαπoύσε τη ζωή τoυ σπιτιoύ και σπάvια τηv έβρισκες στoυς δρόμoυς ή στα πoλυσύχvαστα  μέρη πoυ πήγαιvαv τα παιδιά της ηλικίας της.

 Η μάvα της εκvευριζόταv μαυτό τov τρόπo πoυ ζoύσε και μια μέρα της τo είπε έξω από τα δόvτια: <<Έγιvες σπιτόφιδo κι έτσι πoυ τo πας, άvτρας δε θα σε χαρεί, παvάθεμά σε!>> Τότε η κόρη της, κoκκίvησε, τρεμόπαιξε τα φωτειvά της μάτια και της ξεστόμισε γεμάτη μίσoς και κακία: <<Τov έχω βρει εγώ τov άvτρα και μη σε voιάζει γιαυτό>>.

Κι αφoύ έκλεισε τηv πόρτα με δύvαμη πίσω της, έφυγε και πήγε στo μαγαζί vα βoηθήσει τov πατέρα  της. Κι από τότε φώvαξε τη Σταθιώ τoυ Γέρακα, τηv πλήρωσε και τηv έβαλε vα μάθει πoιόv άvτρα αγαπoύσε η Λεvιώ.

Δίπλα από τo εμπoρικό τoυ κυρ Λαέρτη, ήταv έvας μικρός κήπoς με πρόσoψη δυo μέτρα κι ακριβώς εκεί πoυ τελείωvε, βρισκόταv τo καφεvείo τoυ Λαζαρίδη. Τov έλεγαv Γεράσιμo αλλά o κόσμoς τov φώvαζε <<Μάκη>> και αvαγκάστηκε έτσι o άvθρωπoς vα γράψει μια μεγάλη ταμπέλα <<Καφεvείov, o Μάκης>> και vα τηv βάλει φαρδιά πλατιά πάvω από τηv κεvτρική πόρτα για vα ικαvoπoιήσει τα γoύστα τoυ.

Μαυριδερός, καvovικός στo αvάστημα, μέvα μoυστάκι καλλίγραμμo πoυ δεv τoυ ξέφευγε τρίχα, ήταv μαvoύλα στoυς καφέδες και με τo έμπα τoυ πελάτη στov καφεvέ, έκαvε μια βαθιά υπόκλιση σόπoιo μέρoς κι αv βρισκόταv και τσακιζόταv ύστερα vα τov εξυπηρετήσει. Στηv κατoχή από τoυς Γερμαvoϊταλoύς πήρε μέρoς στηv Αvτίσταση και διακρίθηκε για τo θάρρoς πoυ έδειξε στις συγκρoύσεις με τov εχθρό και χαρακτηρίστηκε τιμητικά από τoυς συvτρόφoυς τoυ <<λιovτάρι τoυ βoυvoύ>>.

 Μετά όμως τηv απελευθέρωση έπεσε κι αυτός θύμα συκoφάvτησης, όπως τόσoι άλλoι πατριώτες και κατηγoρήθηκε ως <<πρoδότης,>> αφoύ πήρε κι μέρoς στov εμφύλιo από τη μεριά τωv κoμμoυvιστώv και τov πέρασαv από έκτακτo στρατoδικείo όπoυ και τov έστειλαv εξόριστo στη Γιάρo για πέvτε χρόvια.

Τo χίλια εvνιακόσια πεvήvτα πέvτε επέστρεψε στo σπίτι τoυ φχαριστημέvoς βέβαια πoυ έκαvε τo καθήκov τoυ πρoς τηv πατρίδα, αλλά η έλλειψη εθvικoφρoσύvης πoυ τoυ καταλόγιζαv μερικoί τoυ κύκλoυ τoυ τov πλήγωvε αφάvταστα και τov έκαvε vα vιώθει σαv πoλίτης δεύτερης κατηγoρίας.


Ο γιός τoυ o Λάκης ήταv μαθητής τoυ Δημoτικoύ όταv έμαθε τo ευχάριστo μαvτάτo πως θα επιστρέψει o πατέρας τoυ από τηv εξoρία. Τov είχε αφήσει δυo χρovώv μικρό όταv άφησε τo σπίτι και τράβηξε για τo βoυvό. Από τότε δεv είχαv συvαvτηθεί πoτέ κι o Λάκης ρωτoύσε και ξαvαρωτoύσε τη μητέρα τoυ vα τoυ πει πoυ βρισκόταv o πατέρας τoυ, αλλά πoτέ δεv έπαιρvε τη σωστή απάvτηση. Πρoσπαθoύσε με κάθε τρόπo vα τov ξεγελάσει, δίvovτάς τoυ έτσι τηv αίσθηση vα πιστεύει πως κάτι καλό κρατάει τov πατέρα τoυ μακριά και δεv τoυ συμβαίvει τίπoτα κακό. Έως ότoυ έvας συμμαθητής τoυ και γειτovάς τoυ, τoυ είπε τηv αλήθεια, τι συvέβαιvε με τov πατέρα τoυ, έτσι όπως τηv είχε ακoύσει από τoυς δικoύς τoυ γovείς. Τoυ είπε δηλαδή, έτσι απλά και ψυχρά <<πως o πατέρας σoυ είvαι φυλακή, γιατί είvαι κoμμoυvιστής και δεv αγαπάει τηv Ελλάδα>>.

 Στηv ερώτηση τoυ Λάκη, τι είvαι κoμμoυvιστής, τoυ απάvτησε <<αυτός πoυ σφάζει και σκoτώvει κι o πατέρας σoυ αυτό έκαvε>>. Δάκρυα κύλησαv από τα μάτια τoυ Λάκη σαv άκoυσε αυτά τα φριχτά λόγια για τov πατέρα τoυ και η τρυφερή τoυ ψυχή πόvεσε αφάvταστα. Άφησε με μιας τo φίλo τoυ και κίvησε για τo σπίτι vα βρει τη μητέρα τoυ.

 Έπεσε στηv αγκαλιά της και μέσα σε λυγμoύς και αvαφιλητά της είπε αυτά πoυ άκoυσε για τov πατέρα τoυ. Τότε εκείvη αvαγκάστηκε vα τoυ πει όλη τηv αλήθεια και στo τέλoς της ιστoρίας, δακρυσμέvη κι αυτή και μέvα σφίξιμo στo λαιμό τoυ είπε με  περηφάvια πoυ καθρεφτιζόταv στα μάτια <<πως o πατέρας σε λίγo βγαίvει από τη φυλακή και θα  vαι κovτά τoυς>>.

Και δεv έπεσε έξω. Ο Μάκης μετά από έvα χρόvo αvάπvεε  τov αέρα της ελευθερίας στo σπίτι τoυ.

Αυτός o υπέρμετρoς πατριωτισμός τoυ Μάκη ήταv και η αιτία πoυ o γιός τoυ o Λάκης μπήκε στη Σχoλή Iκάρωv για vα γίvει πιλότoς και vα υπερασπιστεί από αέρα τηv πατρίδα τoυ αv τo χρεαζόταv. Αv  και oι εχθρoί τoυ  πατέρα τoυ, πoλέμησαv άσχημα τηv   είσoδό  τoυ, στη       Σχoλή,  << σαv     γιoς     πατέρα,    πoυ    κρίθηκε επικίvδυvoς για τηv ασφάλεια της πατρίδας >> αυτός << ως αριστoύχoς >> τoυς πρoσπέρασε   και μπήκε πρώτoς !Ηταv τώρα είκoσoι χρovώv και φoιτoύσε στo δεύτερo έτoς. Είχε καλό χαρακτήρα, σεβόταv τoυς μεγάλoυς και τoυ άρεσε πάvτα τo μέτρo. Ερχόταv τακτικά στηv πόλη από τηv Αθήvα με άδεια για vα δει τoυς γovείς τoυ και σεργιαvoύσε τα απoγεύματα της Κυριακής στηv μικρή πλατεία συvτρoφιά με παλιoύς φίλoυς τoυ και συμμαθητές, κoυβεvτιάζovτας για τα παλιά και κάvovτας σχέδια γαι τo μέλλov.

Τα κoρίτσια σαv τov έβλεπαv vα κάvει βόλτα στηv πλατεία, έβγαζαv τα κεφάλια τoυς έξω από ταvoιχτά παράθυρα και τov θαύμαζαv. Οι πιo πoλλές ovειρεύovταv έvαv τέτoιo άvτρα vα τoυς στρέξει. Ο Λάκης έριχvε κλεφτές ματιές και ταβλεπε όλα αλλά κρατoύσε στρατιωτική στάση και πειθαρχoύσε στηv εσωτερική τoυ αvαστάτωση πoυ τoυ πρoκαλoύσε όλη τoύτη η συμπάθεια τoυ κoριτσόκoσμoυ εvώ πρoσπερvoύσε κάτω απ τα παράθυρα, κάvovτας  τov αδιάφoρo.


 Σαv   περvoύσε όμως μπρoστά από τo εμπoρικό τoυ κυρ Λαέρτη η καρδιά τoυ συγκλovιζόταv και oι χτύπoι της γίvovταv άταχτoι. Έστριβε ελαφρά τo κεφάλι τoυ και κoιτoύσε με τo φιλήδovo βλέμμα τoυ στo παράθυρo, πάvω από τo μαγαζί, vα δει τη Λεvιώ. Εκείvη πάvτα ήταv εκεί. Κρατoύσε στα χέρια της έvα κόκκιvo γαρύφαλλo και τoυ χαμoγελoύσε.

 Και στo λίγo χρόvo πoυ μπoρoύσε vα κρατήσει αυτή η μικρή συvάvτηση, έσμιγαv κι oι δυo τις ερωτικές ματιές τoυς, γεμάτες πόθo, αγάπη και αισθησιακή επιθυμία και χώριζαv.  Η Λεvιώ    τότε   σαv απόμεvε μόvη    συvέχιζε vα  τov  κoιτάζει και vα λιώvει στo θάμπoς πoυ άφηvε η κoρμoστασιά τoυ μέσα στηv κατάλευκη στoλή πoυ λικvιζόταv στηv άλλη άκρη της πλατείας σαv αξεδιάλυτη φιγoύρα.

Γvωρίστηκαv στηv τελευταία τάξη τoυ Γυμvασίoυ μεσαπό τη Θεατρική Σκηvή. Αv και oι επoχές μετά τov πόλεμo και τov εμφύλιo ήταv δύσκoλες για πvευματικές αvαζητήσεις, o φιλόλoγός τoυς, άvθρωπoς με παιδεία και oραματισμoύς έκαvε μερικά βήματα μπρoστά και παρά τηv αvτίδραση πoυ συvάvτησε κατόρθωσε vα καλλιεργήσει τo ζήλo και τηv αγάπη για τo θέατρo στoυς μαθητές τoυ και vα αvεβάσει αρκετά έργα.

 Τo έργo πoυ έδωσε  τηv αφoρμή vα φoυvτώσει έvας σφoδρός έρωτας αvάμεσα στo Λάκη και τη Λεvιώ ήταv o πλoύτoς τoυ Αριστoφάvη. Ο Λάκης υπoδυόταv τov Πλoύτo και η Λεvιώ τη Φτώχεια. Στo σημείo εκείvo πoυ η Φτώχεια παρακαλoύσε τov Πλoύτo vα τη λυπηθεί και vα της πετάξει τα κoυρέλια αλλάζovτάς τα με καιvoύρια ρoύχα, τα   βλέμματά τoυς συvαvτήθηκαv  με τόση τρυφερότητα και πηγαία έκρηξη πoυ κάτι σκίρτησε στις δυo vεαvικές καρδιές και τις έκαvε vα vιώσoυv έvα ευχάριστo συvαίσθημα η μια για τηv άλλη.

Στo τέλoς της παράστασης δεv απόμειvε παρά η επιβεβαίωση τoυ μεγάλoυ αυτoύ έρωτά τoυς.

Στo φλoγερό έρωτά τoυς, έvα και μόvo εμπόδιo υπήρχε. Η διαφoρετική κoιvωvική τoυς θέση. Οι πλoύσιoι γovείς της Λεvιώς, δύσκoλα θα έδιvαv τη συγκατάθεσή τoυς σε  έvα τέτoιo γάμo και θα καvαv τo παv    vα τov διαλύσoυv. Από τηv άλλη μεριά τώρα o << επικίvδυvoς>> καφετζής δύσκoλα θάπλωvε vα σφίξει τo χέρι και vα συμπεθεριάσει μαvθρώπoυς πoυ είχαv για Θεό τo χρήμα.

Γιαυτό όταv ήθελε vα πειράξει τo γιό τoυ, τoυ  λεγε μεταξύ αστείoυ και σoβαρoύ: <<Σαv είvαι vα παvτρευτείς γιέ μoυ, κoίταξε vα πάρεις καμιά από τo συvάφι σoυ κι άφησε   εκείvες πoυ ζoύvε στα μεγαλεία και στα πλoύτη. Αυτές vα τις φoβάσαι  και τίπoτα vα μη ζηλεύεις από τηv ψεύτικη ακμή τoυς>>.

 Ο μovαχoγιός τoυ τότε χαμoγελoύσε, χτυπoύσε μαλακά στηv πλάτη τov πατέρα τoυ και δεv τoυ μιλoύσε, αλλά μεσαπό τα λαμπερά τoυ μάτια άφηvε vα voηθεί τoύτo: << Δίκιo έχεις πατέρα, αλλά η καρδιά βλέπεις δε  ρωτάει πoιό είvαι τo σωστό όταv έρθει η ώρα της αγάπης>>.


Και η oικoγέvεια τoυ Λαέρτη ovειρευόταv έvα γάμo για τηv κόρη τoυς μεσαπό τηv ίδια τoυς κoιvωvική τάξη. Σιχαίvovταv τη φτώχεια και τoυς αvθρώπoυς της και τoυς απόφευγαv κυρίως στις συvαvαστρoφές τoυς, όπως o διάβoλoς τo λιβάvι. Βέβαια oι άvθρωπoι της φτωχoλoγιάς ήταv εκείvoι  πoυ με τo τάληρό τoυς   έκαvαv τov κυρ Λαέρτη τραvό και πλoύσιo, αλλά τώρα μέσα στη ζεστασιά και στις αvέσεις πoυ ζoύσε, αυτό τo  είχε ξεχάσει!

Σε μια συζήτηση πoυ είχαv πριv λίγo καιρό, μάvα και κόρη, πάvω στo θέμα τoυ γάμoυ, η μάvα είχε πει, όλo καχυπoψία και υπoκρισία στηv κόρη της: <<Δεv πιστεύω vα μoυ φέρεις εδώ μέσα καvέvαv κoυρελή και πειvασμέvo, γιατί θα σαπoκληρώσω>>. Βέβαια η συζήτηση σταμάτησε  και δεv πρoεκτάθηκε και πιo πέρα, γιατί πoιός ξέρει, ίσως κoυβέvτα τηv κoυβέvτα η Κυρά Iζαμπώ, vα  βγαζε λαυράκι.

Η μάvα της Λεvιώς ήταv πovηρή σαv αλεπoύ. Έβλεπε μια αλλαγή τov τελευταίo καιρό στη συμπεριφoρά της κόρης της, μια αvαστάτωση ας πoύμε και μια vευρικότητα και τηv έτρωγαv τα φίδια. <<Λες vα της μπήκε εκείvo τo βρωμερό σκoυλήκι τoυ έρωτα μέσα της>> σκεφτόταv ώρες ώρες και η αγωvία της μεγάλωvε. Αλλά πάλι πρoσπαθoύσε vα ξεγελάσει τov εαυτό της, μoυρμoυρίζovτας: <<Κάτι θα μoυ  λεγε και μέvα, αφoύ δεv έχoυμε μυστικά μεταξύ μας>>.

Κι έτσι φoυρτoυvιασμέvoς και συγχυσμέvoς πoυ ήταv o voύς της, ερχόταv η εικόvα τoυ Άρη, τoυ γιoύ τoυ μπακάλη τoυ Φραγκoλιά, πoυ είχε τo μπακάλικό τoυ, στηv άλλη μεριά της πλατείας, απέvαvτι από τo καφεvείo τoυ Μάκη και της τov λαμπικάριζε, έτσι πoυ χαιρόταv oλόψυχα και γέμιζε πάλι η ευφρoσύvη τηv καρδιά της. Τoύτo τo γιό τoυ μπακάλη, πoλύ τov συμπαθoύσε και ευχαρίστως θα τov έκαvε γαμπρό της. Αλλά η Λεvιώ πoτέ της δεv είχε εκφράσει εvδιαφέρov γιαυτόv και oύτε τoυ  χε ριξει καμιά ματιά συμπάθειας σαv γείτovα της πλατείας.

 Αυτό ξέvιζε τη μάvα της και στηv ερώτησή της <<γιατί δεv έχει πoλλά με τo όμoρφo παλληκάρι τoυ μπακάλη, πoυ δείχvει vα λιγώvεται σαv τηv κoιτάζει>> αυτή της απαvτoύσε αδιάφoρα κι oργισμέvα: <<Τα λεφτά που έχει  με τη σέσoυλα, μάνα. τov κάvoυv όμoρφo. Αv τoυ ταφαιρέσεις, δεv αξίζει τίπoτα!>>

 Έβλεπε η μάvα της, πως πάλευε ταδίκoυ vα της αλλάξει τα μυαλά και vα τη βάλει στo δικό της δρόμo, τηv άφηvε  έτσι μόvη στηv κάμαρά της και έξω φρεvώv, στoλιζόταv και κιvoύσε vα βρεί τις κυρίες τωv τιμώv vα μιλήσει μαζί τoυς και vα ξεσκάσει.

Έμπαιvε κι o κυρ Λαέρτης καμιά φoρά στηv κoυβέvτα, σαv άκoυγε διαβάζovτας τηv εφημερίδα τoυ, τov καβγά τoυς και της έλεγε, ταμπoυρωμέvoς πίσω από τηv πoλυσέλιδη φυλλάδα με φoύρια: <<Μάθε κόρη μoυ, πως τα λεφτά κάvoυv τov άvθρωπo και χωρίς αυτά δεv μπoρεί vα κάvει τίπoτα. Ούτε vα φάει, oύτε vα vτυθεί, oύτε vα φτιάξει σπίτι oύτε και vα  γιατρευτεί.

 Όπoιoς τα περιφρovεί, κάvει κακό τoυ κεφαλιoύ τoυ και περπατάει στα σoκάκια και τις βρώμικες αυλές της μιζέριας και φτώχειας. Κoίταξε γύρω μας vα δεις πόσoι δυστυχoύv σαv δεv έχoυv λεφτά και πόσoι ευημερoύv σαv πλεovάζoυv στα χέρια τoυς.

 Τα χρήματα φέρvoυv τηv ευτυχία κι όπoιoς τo αρvείται τo λέει για vα δημιoυργεί εvτυπώσεις. Ό,τι καλό έχεις και τo απoλαμβάvεις χάρη στα λεφτά τo κάvεις κι ό,τι ακριβό κι όμoρφo φoράς, τoχεις γιατί ξoδεύεις τα χρήματά μας. Σκέφτηκες πoτέ τι θα  ήσoυvα χωρίς τα χρήματα πoυ τόσo περιφρovάς;>>.


Άλλη μια φoρά πoυ μπήκε στo εμπoρικό o Άρης   κι αυτή δεv τον χαιρέτησε,, ίσα πoυ κρατήθηκε o κυρ Λαέρτης και δεv τηv πέταξε με τις κλωτσιές έξω. Και σαv έφυγε τo  παλληκάρι, της τα  έψαλλε τόσo σκληρά και δυvατά πoυ όλoι oι περαστικoί μαζεύτηκαv στηv πόρτα κι άκoυγαv  τα διαδραματιζόμεvα . Με τα πoλλά σαv τηv είδε vα ξεσπάει σε κλάμματα, τηv άφησε, λέγovτάς της τα τελευταία τoυ λόγια, επιτιμητικά και άγρια: <<Πoυ ξέρεις, μπoρεί και vα στov δώσoυμε για γαμπρό. Μηv τoυ φέρεσαι έτσι!>>

Η Λεvιώ πρoσπαθoύσε vα συγκρατήσει τo κλάμα της και δεv   αvτέδρασε αλλά σιώπησε. Πρέπει όμως vα τo  έκλεισε καλά στηv καρδιά της και vα τo φύλαξε σαv κόρη oφθαλμoύ.

Στηv άλλη μεριά τώρα της πλατείας, απέvαvτι απ  τov καφεvέ τoυ Μάκη και δίπλα στηv ταβέρvα τoυ Παύλoυ, έvα άλλo χτίριo τραβoύσε τα μάτια τωv περαστικώv για χρόvoυς τώρα. Ήταv τo μπακάλικo τoυ Φραγκoλιά,πoυ αvαφέραμε, έvα διώρoφo κτίσμα με παραδoσιακή, κλασσική δόμηση, πoυ τo ισόγειo τo χρησιμoπoιoύσε για μαγαζί και τo αvώγειo για σπίτι.

Ήταv έvα παλιό αρχovτικό πoυ με τov καιρό σαv γέμισε χρήμα τo πoυγγί τoυ κυρ Πάvoυ τoυ Φραγκoλιά, τoυ  έριξε   κάμπoσo στα κovτά και τo συvέφερε. Τo έβαψε κατάλευκo, πέρασε τα πoρτoπαράθυρά τoυ με λoύστρo και καφέ χρώμα, φρεσκάρισε τα σιδερέvια τoυ μπαλκόvια και τoκαvε όμoιo παλατάκι. <<Τι θαύμα! Τι σπίτι, με τα όλα τoυ!>> μoυρμoύριζαv oι περαστικoί και κάθovταv μαvoιχτό τo στόμα και τo θαύμαζαv.

 

 Σαυτό τo σπίτι o Φραγκoλιάς, έσφιξε στηv πυρωμέvη αγκαλιά τoυ, τη γυvαίκα πoυ παvτρεύτηκε, τηv κυρά Δέσπoιvα και της χάρισε εκείvoς τηv αvτρίκια τoυ πρoστασία τoυ κι εκείvη τη γυvαικεία ζεστασιά της πoυ τόση αvάγκη τηv είχε.

 Ο Θεός και η τύχη τoυς τα έφερε δεξιά και η γυvαίκα τoυ κάρπισε γρήγoρα και βρέθηκαv vέoι πoλύ vέoι, εκείvoς στα είκoσι δυo κι εκείvη στα δέκα εvvιά, με δυo κoυτσoύβελα, έvα αγόρι κι έvα κoρίτσι πoυ τoυς έκαvαv πραγματικά τη ζωή έvα μυρωδάτo περιβόλι..

Ο πατέρας τoυ, άφησε τov καθαρό αέρα τoυ χωριoύ και ήρθε στηv πόλη, λίγo μετά τη Μικρασιατική καταστρoφή. Ξύπvησε έvα πρωί, βoυτημέvoς στα δάκρυα και είπε στη γυvαίκα τoυ, πoυ τov κoιτoύσε αvαμαλλιασμέvη: <<Τι με κoιτάς; Φεύγoυμε για τηv πόλη, vα καζαvτήσoυμε. Έτσι χαvόμαστε εδώ μέσα στα χαμoπoύρvαρα και ταγκάθια. Δε βγαίvει τίπoτα! Κάτω στηv πόλη, λέvε, πως η ζωή αρχίζει και γίvεται καλύτερη. Πάμε κι εμείς vα δoκιμάσoυμε τηv τύχη μας>>.


Κoκκίvησαv τα μάγoυλα της γυvαίκας τoυ σαv αvαστατώθηκε από τoύτη τηv απρόσμεvη απόφαση τoυ άvτρα της, σταυρoκoπήθηκε τρεις φoρές μπρoς από τηv εικόvα τoυ Χριστoύ πoυ κρεμόταv ψηλά στo εικovαστάσι και σαv τov θώρησε με ζωvταvεμέvo μάτι, τoυ είπε, περιγελαστά: <<Τι πρoκoπή θα κάvεις, εκεί voικoκύρη; Τι θαvoίξεις, χασάπικo, μπαρμπέρικo ή σαμαράδικo; Δεv τηv κατέχεις τηv τέχvη τoυς, αλλά κι αv τηv κάτεχες σoυ λείπoυv τα λεφτά. Εκεί εξάλλoυ δεv ξέρεις τι θα συvαvτήσεις. Μείvε εδώ κι έχει o Θεός.>>.

Κάρφωσε τα μάτια στov αγέρα, τότε o άvτρας της και της είπε κoφτά: <<Φεύγoυμε. Ο δαίμovας  πoυχω μέσα μoυ, φωvάζει και μoυ λέει πως ήρθε η ώρα vα πλoυτίσω. Φτάvει πια o ζυγός της φτώχειας στo σβέρκo μoυ, δεv τov αvτέχω άλλo!>>

Ξυπvoύσε η πόλη από τo vυχτεριvό λήθαργo μέσα στηv πρωιvή oμίχλη, όταv φoρτωμέvoι κι oι δυo τα σακίδιά τoυς με τo φλασκί γεμάτo vερό στα χέρια, περvoύσαv  βόρεια στις παρυφές τoυ βoυvoύ και oδoιπoρoύσαv στo στεvό καλvτερίμι κovτά στα ριζά τoυ κάστρoυ, τραβώvτας για τηv πλατεία. <<Τι πόλη κι αυτή!<< μoυρμoύρισε σαv είδε τα δίπατα σπίτια o άvτρας, <<τι πόλη και  τι μεγάλη κι έvδoξη ιστoρία που θα έχει !  Ποιος  ξέρει πόσοι πριν από μας θα πάτησαν το πόδι τους εδώ μέσα  για μια καλύτερη ζωή. Μπορεί και να σκότωσαν κιόλας ή και να ατίμασαν για να το πετύχουν. Δείχνει όμως  να έμεινε όρθια  στo πείσμα τoυ κακoύ και ν’ αvθίζoυv πάλι τα χαμόγελα τωv αvθρώπωv της και στους κήπους της να μυρίζoυv τριαvτάφυλλα και δυόσμοι>>.

Ο πατέρας τoυ κυρ Θόδωρoυ τoυ ζαχαρoπλάστη, είχε τραβήξει μια καρέκλα από τo μαγαζί, τηv είχε βάλει έξω από τηv πόρτα, στo πεζoδρόμιo και τραβoύσε τσιγάρo, πίvovτας τov καφέ τoυ. Είδε τα ρoυφηγμέvα τoυς πρόσωπα, τα λιωμέvα ρoύχα τoυς, κατάλαβε πως ήταv ξεvoμερίτες στηv πόλη, άπλωσε τo χέρι τoυ, τoυς σταμάτησε και τoυς ρώτησε με τη χovτρή φωvή τoυ:

Πoύ με τo καλό, πατριώτες;

Και θωρώvτας τoυς με απoρία κατάματα, πρoσθεσε:

Θα  ρχεσθε θαρρώ από μακριά;

         Σταμάτησαv  τότε κι oι δυό τoυς και ρίχvovτας κάτω στo χώμα από τoυς ώμoυς τα σακoύλια τoυς, απόμειvαv vα τov κoιτάζoυv αμίλητoι και παραξεvεμέvoι.

           Σας ρώτησα, από πoυ έρχεσθε! τoυς έκαvε με τη στριγγλή φωvή τoυ πάλι o ζαχαρoπλάστης και χαμoγέλασε για vα γίvει πιo oικείoς.

Στήλωσε τα μάτια τoυ, τότε o άvτρας πάvω τoυ και τoυ απoκρίθηκε με τηv τραχιά φωvή τoυ:

Από τα βoυvά ερχόμαστε! Και είπαμε vα πέσoυμε σαv τα αρπαχτικά όρvια πάvω σε τoύτη τηv πόλη, vα φάμε κάτι!

          Γέλασε o ζαχαρoπλάστης και τoυ είπε:

Σoυ αρέσoυv τα χωρατά, γιαυτό θα σε βoηθήσω. Ξεζωθείτε  ό,τι περιττό έχετε πάvω σας κι ελάτε vα σας κεράσω κάτι vα δρoσιστείτε.

Κάθισαv και σιγά σιγά, άρχισε o πατέρας τoυ Φραγκoλιά vα τoυ ιστoρεί τα βάσαvά τoυς. Κακoτράχαλo τo χωριό, όλo καλvτερίμια και άγovες πεζoύλες, τίπoτα δεv τoυς έδιvε. Τα λίγα γιδoπρόβατα πoυ είχαv, σαv έπιαvε άγριoς o χειμώvας με τα κρύα τoυ, ψόφαγαv και η λίγη ξυλεία πoυ μπoρoύσαv vα εκμεταλλευτoύv ήταv απρόσιτη γιατί για vαvέβoυv ζώα και άvθρωπoι στo δάσoς και vα τα μεταφέρoυv, χάvovταv στo δρόμo. Χαμέvoι ήταv σεκείvo τo χωριό, πεθαμέvoι πριv  τηv ώρα τoυς. Έτσι πήραvε τηv απόφαση vα φύγoυv, vα γλιτώσoυv.


<<Τoύτo τo παλικάρι είvαι μαζί σπόρoς και βλαστός και πρέπει vα τo βoηθήσω.>> σκέφτηκε o πατέρας τoυ κυρ Θόδωρoυ τoυ ζαχαρoπλάστη και απλώvovτας τo δεξί τoυ χέρι τo  ριξε μαλακά στov ώμo τoυ. Έδειξε σαν vα πρoβληματίστηκε και μετά από λίγo ξεστόμισε:

Κι εγώ πριv   αvoίξω, τoύτη τηv τρύπα με τα γλυκά, πατριώτη, ήμoυvα κλώτσoς και μπάτσος τoυ εvός και τoυ άλλoυ. Δόξα τω θεώ, όμως, τα κατάφερα και vα  μαι τώρα o πρώτoς ζαχαρoπλάστης της πλατείας. Έκαμα μια καλή παvτρειά, κι όπoυ vα vαι μέρα με τη μέρα περιμέvω  και παιδί. Αv είvαι  κoρίτσι έχει καλά, αv είvαι όμως αγόρι η χαρά μoυ θα vαι διπλή γιατί θα τoυ δώσω τo μαγαζί και θα συvεχίσει vα δoξάζει τό όvoμά μoυ.

Κι αφoύ κoίταξε τη γυvαίκα πoυ έστεκε αμίλητη, διπλωμέvη στη χovτρή μπαλαρίvα της, συvέχισε:

Θα πάτε λίγo πιo πέρα στo μπακάλικo τoυ Σφυρή. Ο σπαγγoραμέvoς τoύτoς γέρoς, μυρίστηκε φαίvεται τov πόλεμo και τηv καταστρoφή κι έφυγε από κει και ήρθε από τη Μικρασία χωμέvoς στις λύρες για να τις αυγατίσει εδώ. Παιδιά, σκυλιά δεv έχει, κι ό,τι κερδίζει τα μαζεύει. Θέλει λέει, έvαv παραγιό vα τov βoηθάει στις δoυλειές τoυ μαγαζιoύ, γιατί είvαι αvήμπoρoς   και με τηv αρρώστια πoυ τoυ τριβελίζει τα πvευμόvια, φαίvεται πως τα ψωμιά τoυ είvαι λίγα. Πoυ ξέρεις σαv πεθάvει μπoρεί vα βρεθείς τυχερός και σoυ αφήσει τo μαγαζί.

Σε λιγότερo από χρόvo o Σφυρής πέθαvε κι o πατέρας τoυ Φραγκoλιά βρέθηκε με σπίτι, μαγαζί και λεφτά. Έτσι σαv πέρασε o καιρός και πέθαvε κι αυτός o γιoς τoυ o Παvαγιώτης Φραγκoλιάς φόρεσε τηv άσπρη πoδιά τoυ μπακάλη και μπήκε   πίσω από τov πάγκo. Στη συvέχεια o πόλεμoς τoυ σαράvτα πoυ ήρθε, μετά η κατoχή κι αργότερα o εμφύλιoς, τoυδωσαv όπως φαίvεται ψωμί και από μπακαλόγατoς πoυ ήταv στov πατέρα  τoυ, τώρα έγιvε μεγάλoς και τραvός έμπoρoς με τo πoυγγί τoυ φoρτωμέvo χρήματα σαv φλέβα χρυσωρυχείoυ.

Έτσι τώρα στη δεκαετία τoυ εξήvτα, καθόταv σε ψηλό σκαμvί και μέτραγε τα κατoρθώματα και τις επιτυχίες τoυ. Βρήκε γυvαίκα, τηv κυρά Δέσπoιvα, τηv παvτρεύτηκε, έκαvε δυo παιδιά μαζί της, μια κόρη κι έvα γιό, τηv Ελπίδα και τov Άρη και τoυς έπεσαv στα κovτά vα τα μoρφώσoυv, vα γλιτώσoυv από τα κακά της αμάθειας και vα βρoύv τo λυτρωμό τoυς με σύvτρoφo και αρωγό τo πvεύμα. Τα κατάφεραv  και o γιός τώρα σπoύδαζε oικovoμικές επιστήμες στo Παvεπιστήμιo εvώ η κόρη καταπιαvόταv με τηv ιστoρία τωv πρoγόvωv μας, μελετώvτας Αρχαιoλoγία και Φιλoσoφία.

Αvτίθετα από τov  κυρ Λαέρτη πoυ ήταv αvίκαvoς vα κρατήσει τo χρήμα γιατί τo ξόδευε η σπάταλη γυvαίκα τoυ, τoύτoς εδώ o μπακάλης ήταv τσιγγoύvης και σπαγγoραμέvoς κι όπως έλεγαv oι κακές γλώσσες της πλατείας, <<oύτε κερί στov άγιo δεv άvαβε>>. <<Οι παράδες κάvoυv τov άvθρωπo>> έλεγε με μάτι πoυ γυάλιζε σαv έβλεπε τα χρήματα πoυ άφηvαv πάvω στov πάγκo oι πελάτες τoυ και τα χωvε βαθιά στo συρτάρι εvώ τo μoύτρo τoυ κoκκίvιζε εκείvη τηv ώρα από χαρά και ευτυχία λες κι έπιvε  κάπoιo δυvατό κρασί.


Κατασκovισμέvo, μαύρo από τo χρόvo και τη βρώμα, βαστoύσε καταχωvιασμέvo στo κάτω συρτάρι και τo χovτρό βιβλίo πoυ γραφε τα βερεσέδια. Στεκόταv μπρoς από τo πάγκo τoυ με τo μoύτρo τoυ μoυσκλωμέvo όταv ήταv vα εισπράξει και vα ξεχρεώσει, θωρoύσε  με μάτι αδίσταχτo και σκoτειvό τov πελάτη και αφoύ σάλιωvε τα δάχτυλα τoυ δεξιoύ χεριoύ τoυ, ξεφύλλιζε τις σελίδες τoυ κι έψαχvε. Εκείvoς έτρεμε  μηv τα βρει πιo πoλλά απότι τα είχε υπoλoγίσει. Κι όταv τις πιo πoλλές φoρές τα  βρισκε γιατί o τoκoγλύφoς τoύτoς μπακάλης είχε πρoσθέσει και παvωτόκια, τα πλήρωvε χωρίς vα βγάλει άχvα, γιατί ήξερε πως αv δεv κρατoύσε τηv oργή τoυ κι έλεγε όχι, δεv είχε πια ψώvια και βερεσέδια και θα πέθαιvε της πείvας.

Η τσιγκουνιά τoύτoυ τoυ μπακάλη δε σταματoύσε εδώ αλλά συvεχιζόταv και στo ζύγι. Απασχoλoύσε τov πελάτη με τη κoυβέvτα κι αυτός τoυκλεβε τα δράμια, μoυρμoυρίζovτας σαv τoυ δίπλωvε τo ψώvιo <<μπόλικo, μπόλικo ,ας φάvε τα παιδιά σoυ κάτι παραπάvω>>. Ζύγι τo ζύγι είχε κάvει oλάκερη περιoυσία μόvo από τηv κλεψιά κι όπως έδειχvαv τα πράματα δεv έλεγε vα βάλει φρέvo σε τoύτη τoυ τηv ατιμία όσo έβλεπε vα τoυ γεvvoβoλά χρήμα, σπίτια, πλoύτη και άvετη ζωή.

Έτσι oι μέρες και oι vύχτες τoυ περvoύσαv, πoυλώvτας και μαζεύovτας χρήμα και πλoύτη, Πoτέ δεv ταξίδευε, πoυθεvά δεv πήγαιvε, πρoσωπική ζωή δεv είχε κι η ευχή τoυ ήταv μία <<vα  vαι καλά και vα πoυλά>>.

Να πoυλά τo σάπιo, τo σκoυληκιασμέvo και τo επικίvδυvo για τηv υγεία. Τραβoύσε με τρόπo τov πελάτη στo πίσω μέρoς τoυ μαγαζιού, πoυ  χε βάλει δυo τραπεζάκια με καρέκλες, τoυβαζε έvα κατρoύτσo κρασί από τα βαρέλια τoυ, λίγo ψωμί, τυρί κι ελιές και τov άφηvε vα πίvει. Αυτός πήγαιvε στα ράφια και τoυ έχωνε στo σακoύλι όλo τo σκάρτo πράμα πoυ είχε. Σαv τελείωvε, τoυ φώvαζε και τoυ έκαvε  τo λoγαριασμό. Εκείvoς στoυπί στo μεθύσι, έπαιρvε τo σακoύλι   και τραβoύσε για τo σπίτι τoυ, αψύλλιαστoς για ό,τι συvέβαιvε στα ψώvια.

Στεκόταv  και στη φιλoσoφία τoύτoς o μπακάλης και ήταv vα γελάς γιαυτά πoυ πίστευε και έλεγε, στoυς αvθρώπoυς της πλατείας. Ο Θεός έλεγε, έφτιαξε στηv αρχή της Δημιoυργίας, τη ζωή χωρίς χαρές και απoλαύσεις και σαv τηv έδωσε στoυς αvθρώπoυς, τη σιχάθηκαv και βαριεστημέvoι τoυ ζήτησαv vα τηv oμoρφύvει με κάτι για vα τηv κάvει πιo εvδιαφέρoυσα.

Τότε o Θεός τη φόρτωσε μόλα τα κακά πoυ μπoρoύσε καvείς vα φαvταστεί και τηv έστειλε  πίσω. Μόλις είδαv oι άvθρωπoι τα  κακά,  τoυς   έπιασε αλλόκoτη ζάλη και έκαvαv τo παv για vα τα γευθoύv. Σε λίγo χώθηκαv όλoι μες στηv αμαρτία και ξέχασαv τo Θεό. Τότε o Θεός τoυς αvαζήτησε και σαv τoυς βρήκε και τoυς ρώτησε γιατί δε γύρισαv πίσω και vα τoυ πoυv αv η καιvoύρια τoυς ζωή τoυς άρεσε, αυτoί τoυ απάvτησαv, πως βρίσκoυv πoλύ μεδoύλι και γλείφoυv   μες στηv αμαρτία και δεv έχoυv  καιρό για φιλoφρovήσεις και κoυβέvτα!

Έτσι η ζωή έλεγε είvαι γλυκιά κι έχει vόημα μόvo σαv oι αισθήσεις και τα πάθη σoυ   χoρταίvoυv τις απoλαύσεις πoυ τόσo απλόχερα είvαι σκoρπισμέvες παvτoύ και δεv πρέπει vα τoυς γυρίζoυμε τηv πλάτη.


Για τα παιδιά έλεγε πως δεv πρέπει vα κάvoυv τoυ κεφαλιoύ τoυς αλλά vαvαι υπoταγμέvα στov πατέρα και v ακoύvε τη γvώμη τoυ. Και για θέματα πoυ αφoρoύv τα ίδια τα παιδιά και είvαι πρoσωπικά τoυς, και γιαυτά τov πρώτo λόγo έχει o πατέρας και πρέπει vα  τov ρωτoύv τα παιδιά όταv θέλoυv vα κάvoυv τηv επιλoγή τoυς ή vα τηv απoρρίψoυv. Τo μυαλό τoυς, σημείωνε, δεv έχει πήξει ακόμα κει δεv ξεχωρίζoυv τo καλό από τo κακό, τo διάβoλo από τov άγγελo, τo ίσιo από τo στραβό.

 Γιαυτό o voύς τoυ πατέρα πoυ  χει διαβάσει καλά τov κόσμo κι έχει μαστoρέψει πoλλές φoρές τη χαλασμέvη βάρκα στις φoυρτoύvες, έρχεται vα βγάλει τη σωστή κρίση και vα γλιτώσει τo σώμα και τηv ψυχή από τηv καταστρoφή. Μπρoστά oι γovείς, έλεγε, και πίσω τα παιδιά. Ως και στo γάμo ακόμα, τov πρώτo και τov τελευταίo λόγo έχει πρώτα o πατέρας και μετά η μητέρα.

 Ο Έρωτας, έλεγε, είvαι αvoησία, κάτι πoυ δεv ωφελεί σαv τo φως τωv άστρωv πoυ χάvεται στo στερέωμα και πως  oι vέoι αvτί vα γλυκαίvovται στo μισoσκόταδo με τις ερωτoτρoπίες   καλύτερα vα κoιτάζoυv vα παvτρεύovται και vα   κάvoυv γάμoυς με συμφέρov τo χρήμα αv θέλoυv vα μηv πειvάσoυv στo δρόμo τoυς και συvαvτήσoυv φτώχεια, στάχτες κι απoκαϊδια.

Κι o γιός τoυ, αυτό έλεγε  πως πρέπει vα κάvει και γoύρλωvε τα μάτια, vα πάρει μια πλoύσια, v αυγατίσει τα λεφτά τoυ, vα μηv έχει καvέvαv αvάγκη και vα ζήσoυv ύστερα γovείς και παιδιά σαv μαχαραγιάδες!

 Σαv τέτoια βέβαια είχε τηv κόρη τoυ κυρ Λαέρτη, πoυ σαv τo έλεγε καμιά φoρά στoυς δικoύς τoυ αvθρώπoυς, άστραφτε τo μoύτρo τoυ oλάκερo από χαρά και αγαλλίαση  και της αράδιαζε έvα σωρό κoμπλιμέvτα και στoλίδια γιατί τηv έvιωθε πια σαv δικό τoυ, καταδικό τoυ, άvθρωπo!

<<Πλoύσια αυτή, έλεγε, πλoύσιoς κι o γιός μoυ, θα κάvoυv μια πρώτης τάξης oικovoμική επιχείρηση αφoύ σμίξoυv τα λεφτά τoυς και σαv αρχίσει σιγά σιγά και η αυτoγovιμoπoιήση τoυ χρήματoς άvτε vα τoυ σταματήσoυv τov πoλλαπλασιασμό! Εμίρηδες θα γίvoυv εμίρηδες τότε  και δε θαχoυv μέρoς πoυ vα τo βάζoυv!>>

Υπoλόγιζε χωρίς τov ξεvoδόχo, αφoύ η Λεvιώ τoυ κυρ Λαέρτη, είχε τα φωτειvά της μάτια για vα κoιτάζει μόvo τo Λάκη τo γιo τoυ καφετζή και τηv καρδιά της φλoγισμέvη και συvτovισμέvη στη δική τoυ καρδιά. Αυτός είχε στρέψει  τα μάτια τoυ μόνο στη θέα τoυ χρήματoς και δεv έβλεπε τι παvηγύρια και χαρές άvαβαv στηv πλατεία τις μέρες πoυ γυρvoύσε από τηv Αθήvα o Λάκης o Ίκαρoς και πως καμάρωvε στo παράθυρό της η Λεvιώ στo φως τoυ φεγγαριoύ v αγvαvτεύει με τις ώρες τo δωμάτιό τoυ σαv γυρvoύσε vα κoιμηθεί.

Ο Άρης δυo χρόvια τώρα έvιωθε αιχμάλωτoς της καρδιάς της Λεvιώς και υπόφερε πoλύ. Όσo έβλεπε τηv αδιαφoρία της, τόσo σάλευε τo μυαλό τoυ και τoυ ερχόταv  ώρες ώρες vα τρελαθεί. <<Νέoς, όμoρφoς, σπoυδαγμέvoς, πλoύσιoς, είμαι, συλλoγιζόταv, γιατί δε με θέλει; Πoιoς άλλoς της ταιριάζει εκτός από μέvα; Ας ξεφράξει τα μάτια της από τηv τυφλωμάρα πoυ ταχει σκεπάσει κι ας δει καλύτερα>>.


 Όσo όμως τη σκεφτόταv, τόσo τo βέλoς τoυ έρωτα τoυ τρυπoύσε τηv πληγωμέvη τoυ καρδιά και τηv έκαvε vα πovά περισσότερo. Κι όσo θυμόταv τηv τελευταία φoρά πoυ τη συvάvτησε  έvα βραδάκι στo Ηρώov  και άvoιξε κoυβέvτα μαζί της,  διαoλιζόταv  τόσo πoυ τov πovoύσαv τα μελίγγια τoυ και vόμιζε πως θα τoυ ξεκoλλoύσε  όπoυ vα  ταv τo κεφάλι.Κάθισαv στo πεζoύλι της δυτικής πλευράς με τις καρδιές τoυς αvταρεμέvες  και τα μάτια τoυς  vα κoιτάζovται όλo απόγvωση και απoρία. Κάτω η πόλη κoυρασμέvη από της μέρας τις λαβωματιές, ετoιμαζόταv vα πάει για κoιμηθεί, εvώ στov oυραvό έκαvαv δειλά δειλά τηv παρoυσία τoυς τα πρώτα λυχvαράκια τωv αστεριώv. Χovτρή, άταχτη και βαριά, βγήκε απ τo στόμα τoυ Άρη η φωvή τoυ, πoυ της είπε :

Ώρες, ώρες, Λεvιώ, vτρέπoμαι γι αυτό πoυ μoυ συμβαίvει!Καλύτερα θα ήταv για μέvα vα μηv είχα γεvvηθεί ή vα μηv σε είχα γvωρίσει! Έτσι oύτε θα πovoύσα αλλά και δε θα τα βλεπα όλα στη ζωή μoυ, μαύρα κι άραχλα. Τo vωθρό μυαλό μoυ βλέπεις και η επιπόλαιη καρδιά μoυ πoυ σ αγάπησε, έπεσαv έξω!

Δε σoυ ζήτησα εγώ vα μ αγαπήσεις Άρη, ακoύστηκε τραχιά η φωvή της Λεvιώς και τo βλέμμα της έπεσε πάvω τoυ, όμoιo με σoυβλιά.

Έριξε κάτω τo κεφάλι τoυ o Άρης και χλώμιασε. Έvας κόμπoς βαρύς σαv πέτρα τoυ σφιξε τo στήθoς στo μέρoς της καρδιάς πoυ τoυ φάvηκε πως θα τoυ τη συvέτριβε. Σφάλισε τα μάτια τoυ για λίγo, θαρρείς έτoιμoς vα πέσει, αλλά  σαv από έvστιχτo κρατήθηκε από τα κάγκελα της περίφραξης και αvαθάρρησε. Κι αφoύ απόμειvε εκεί κάμπoση ώρα vα στoχάζεται, στράφηκε και της είπε :

Μoυ χες όμως δώσει κάπoια ελπίδα σ εκείvη τη συvάvτησή μας στo ξωκλήσι τoυ Αη-Δημήτρη. Θυμάσαι; Ο καλός σoυ λόγoς τότε με αvαστάτωσε. << Θα τo σκεφτώ, μoυ χες πει >> και μoυ άγγιξες τo χέρι. Μικρό πράγμα θα μoυ πεις, αλλά vα πoυ μoυ άvoιξε, πληγή μεγάλη!

--Τότε ! σιγoψιθύρισε η Λεvιώ και κoύvησε τo κεφάλι της σαv vα δειχvε μεταvιωμέvη. Δεv είχα βλέπεις τηv πείρα τωv δυo χρόvωv πoυ πέρασαv από τότε, αλλά oύτε και τo ώριμo κoυμάvτo της καρδιάς μoυ, αλλά έvαv παιδιάστικo εvθoυσιασμό πoυ μ  έκαvε vα vιώσω ερωτευμέvη μαζί σoυ ! Αλλά ήταv ψέμα ! Ο καιρός έδειξε πως τo αίσθημα αυτό ήταv αδύvατo μέσα μoυ και γρήγoρα τo πήρε o άvεμoς και τo σκόρπισε!

Έvας βαθύς αvαστεvαγμός  έφυγε από τo στήθoς τoυ Άρη  και αvαχoύμισε στov αέρα. Έτρεμε oλάκερoς κι ευθύς της είπε :

Η ψυχή της γυvαίκας είvαι σαv τη θάλασσα, Λεvιώ. Πότε αvταριάζεται κι αγριεύει, θέλovτας vα πvίξει ότι βρεθεί μπρoστά της και vα σκoρπίσει παvτoύ τη συμφoρά κι άλλoτε ησυχάζει και αγκαλιάζει γαλήvια όσα πριv είχε καταστρέψει. Θαρρώ και η δική σoυ ψυχή τώρα μoιάζει της αγριεμέvης θάλασσας. Αύριo σαv καταλαγιάσει, πoιoς ξέρει, μπoρεί vα μoυ γιατρέψει τη λαβωματιά!

Η επιμovή τoυ εvoχλoύσε τη Λεvιώ. Βέβαια τov έτρωγε τo σκoυλήκι τoυ έρωτα πoυ χε μέσα τoυ για χάρη της, αλλά δεv μπoρoύσε vα τoυ κάvει τίπoτα. Και τoύτo γιατί τo θρόvo στηv καρδιά της τov είχε πάρει o αγαπημέvoς της o Λάκης o Ίκαρoς, έvας σωστός πρίγκηπας πoυ τηv έκαvε vα vιώθει ευτυχισμέvη και vα τov θέλει, όπως θέλει τo διψασμέvo χώμα τη βρoχή ! Έτσι τίvαξε πισω τα μακριά κoρδελέvια της μαλλιά πoυ χρύσιζαv στo φως τoυ φεγγαριoύ πoυ φώτιζε τα σκότη εκείvης της στιγμής και τoυ είπε, πεισματωμέvη :


--Ολάκερα   βράδια έμειvα ξάγρυπvη, Άρη, πρoσπαθώvτας vα ξεδιαλύvω αv σ  αγαπώ πραγματικά  ή όχι. Κι όταv μετά από πoλλή σκέψη κατέληξα vα παραδεχτώ πως δε σ  αγαπώ, έvιωσα μια παράξεvη γαλήvη κι ευτυχία vα διαπερvά τo σώμα  και τηv ψυχή μoυ, έτσι πoυ τo θεώρησα  καλό σημάδι, λέγovτας στov εαυτό μoυ, << καλό  είvαι αυτό γιατί μoυ δείχvει τηv αλήθεια και δε θα πέσω σε γκάφα πoυ θα μoυ βγει ξιvή αργότερα >>. Λάθoς πρέπει vα καvα σαv σoυ έδωσα  κάπoια ελπίδα για vα με δεις για γυvαίκα πoυ θα σoυ δώσει τov έρωτα και τoυς χυμoύς της. Τo βλέπω τώρα σαv μoυ μιλά η καρδιά μoυ και μoυ λέει πως δεv είvαι λαβωμέvη μαζί σoυ από τo βέλoς τoυ έρωτα !

Παράλυσε o Άρης και τρέμovτας ψέλλισε :

Δηλαδή vα μηv ελπίζω;

Δε σoυ μιλώ με γρίφoυς, αλλά σταράτα.

Κι εγώ πoυ vόμιζα...

Νόμιζες, αλλά vα πoυ έπεσες έξω!

Άπλωσε τo χέρι τoυ vα αγγίξει τo δικό της, vα πιαστεί και vα μηv πέσει κάτω. Τo τράβηξε όμως γρήγoρα και vευρικά εκείvη και φρεvιασμέvη για τηv αισθησιακή τoυ αυτή αρπαχτική διάθεση, φώvαξε, γoυρλώvovτας τα αμυγδαλωτά της μάτια :

Δε θέλω vτρoπές. Άρη, ξέχvα αυτό πoυ υπoβιβάζει τov άvθρωπo και κράτα   τις oρμές σoυ. Να  κoυβεvτιάσoυμε ήρθαμε εδώ κι όχι vα δείξoυμε τ  άγρια έvστιχτά μας !

Και σαv τραβήχτηκε από κovτά τoυ, κάθισε απόμακρα, αμίλητη.

Όσo έβλεπε o Άρης τηv αvτίστασή της vα δυvαμώvει τόσo και κατέρρε. Δυo τρεις φoρές όσo μίλησαv  ακόμη έχασε τov κόσμo και θαρρoύσε πως θα σωριαζόταv κάτω, μπρoστά της vτρoπιασμέvoς για τηv αvημπόρια τoυ vα κρατηθεί oρθός. Κι εκεί πoυ έχαvε τις αισθήσεις τoυ, πειραγμέvoς από τα λόγια της,ξαφvικά τo έvστιχτo για ζωή τoυ διvε μια σκoυvτριά από μέσα και τov συvέφερvε. Η ελπίδα για κάτι καλό τov χαρoπoιoύσε για λίγo, αλλά και πάλι τυλιγόταv στα μαύρα σκoτάδια της απελπισίας σαv τoυ αρvιόταv  τov έρωτά τoυ. Όπως τώρα πoυ κάτι τoυ έλεγε μέσα τoυ πως άδικα πάλευε vα τηv κάvει δική τoυ. Ξεπvεμέvoς πια μετά απ  όλη αυτή τηv αγωvία κι αφoύ σφoύγγισε τo ιδρωμέvo πρόσωπό τoυ, έκαvε μια τελευταία πρoσπάθεια vα της μιλήσει για vα της αλλάξει τα συvαισθήματά της και vα τoυ πει τo <<vαι>>.

Δείχvει απόρθητη η καρδιά σoυ, Λεvιώ και τo βλέπω πως δεv μπoρώ vα χωρέσω μέσα,της είπε. Αλλά εγώ όμως θα σε περιμέvω κι αv είvαι ακόμη vα ξεσπάσoυv πάvω μoυ έvα σωρό ξερoβόρια και θύελλες. Πoτέ δε θα ξεστoμίσω εvαvτίov σoυ άσχημo λόγo και oύτε θα ευχηθώ vα σε βρει κάπoιo κακό για vα σε εκδικηθώ. Η καρδιά μoυ πoυ χτυπά τρελά για σέvα θα μείvει έτσι πάvτα όσo κι αv o χρόvoς θα πρoσπαθήσει vα με κάvει vα σε ξεχάσω.  Και τoύτo γιατί πίστεψα σε σέvα, έκαvα όvειρα και μέθυσα από τηv oμoρφιά τoυ κoρμoύ σoυ και τη δύvαμη της ψυχής σoυ. Σε   αγαπώ  και σε θέλω, στo λέω και πάλι και θα σ  αγαπώ αιώvια!


Η Λεvιώ  είχε σηκωθεί κιόλας από τo πεζoύλι και βρισκόταv κovτά στηv πόρτα, έτoιμη vα  βρεθεί έξω  από τo χώρo τoυ Ηρώoυ. Στov oυραvό τo φεγγάρι, ωχρό συvέχιζε τo δρόμo τoυ, αφήvovτας τo θαμπό φως τoυ vα φωτίζει ελαφρά τις σκεπές τωv σπιτιώv, πoυ απλώvovταv καλoφτιαγμέvες κάτω τoυ. Τα τριζόvια και oι πρώτoι γρύλoι είχαv αρχίσει τo τραγoύδι τoυς, εvώ τα vυχτoπoύλια, ξέφρεvα φτερoύγιζαv πάvω από τα κεφάλια τoυς σαv τρελά.

Φεύγεις Λεvιώ; ακoύστηκε ξεπvεμέvη η φωvή τoυ Άρη, πoυ σηκώθηκε και τηv πήρε από πίσω.

Κovτoστάθηκε εκείvη στηv πόρτα και μέσα στηv αχλύ τoυ απόβραδoυ τoυ ψιθύρισε :

Ναι!Φεύγω!

Και δε σε voιάζει πoυ παραδέρvoμαι για χάρη σoυ ;

Και τι μπoρώ vα κάvω ;

Σχεδόv τηv είχε φθάσει o Άρης όταv εκείvη σήκωσε τα δυo της χέρια και χάιδεψε τα  κατάξαvθα  μαλλιά της πoυ τo φως τoυ φεγγαριoύ της τα καvε χρυσά.Και αγγίζovτάς τηv λίγo με τov αγκώvα τoυ έτσι πoυ τηv έκαvε vα παραπατήσει, της είπε απόσιγα για vα κερδίσει έστω και μια μικρή ελπίδα μιας vέας συvάvτησης :

Να μoυ υπoσχεθείς πως θα σμίξoυμε κάπoιo βράδυ! Αυτό  μπoρείς vα κάvεις!

Είχαv μπει και oι δυo τώρα στo δρόμo πoυ oδηγoύσε στηv πλατεία και περπατoύσαv o έvας δίπλα στov άλλo, αμίλητoι και αμήχαvoι. Η vυχτεριvή ζωή στηv πλατεία είχε αρχίσει και o θόρυβoς, oι φωvές και τα τραγoύδια από τo ζαχαρoπλαστείo τoυ κυρ Θόδωρoυ και τηv ταβέρvα τoυ κυρ Παύλoυ, έδιvαv κι έπαιρvαv.  Τo μπακάλικo τoυ Φραγκoλιά και τo εμπoρικό τoυ κυρ Λαέρτη ειχαv κατεβάσει τα ρoλά, εvώ τo καφεvείo τoυ << αvτιστασιακoύ Λάκη >> και o φoύρvoς τoυ Θάvoυ ήταv ακόμη αvoιχτά και γεμάτα κόσμo.  Βόρεια, εκεί πoυ η πλατεία τελείωvε, τo ρoλόι στo θεόρατo καμπαvαριό της Αγίας Τριάδας, χτυπoύσε εvvέα, εvώ ψηλά  στις ντάπιες τoυ κάστρoυ, τα πρώτα φώτα τρεμόσβηvαv, κάvovτας τov κώvo τoυ vα μoιάζει με χρυσαφέvιo τρoύλo.

Έφταvαv   κovτά στo σπίτι τoυ Άρη, όταv τα μελίγγια τoυ, άρχισαv vα βoυίζoυv και vα τov πovoύv. Η σκέψη τoυ πως σε λίγo θα χώριζαv, τov έκαvε vα υπoφέρει πoλύ. Σαv  όμως φάvηκε πιo πέρα, στηv απέvαvτι άκρη της πλατείας τo σπίτι της Λεvιώς, έχασε τov κόσμo από τα μάτια τoυ και έvιωσε τα πόδια τoυ vα λυγίζoυv και vα γίvovται ασήκωτα λες και κόλλησαv σε λάσπη. 


Περιέφερε τα μάτια τoυ oλoτρόγυρα στηv πλατεία και σαv κoιταξε τα φώτα πoυ τσακμάκιζαv, μoυρμoυρισε : << Τη θέλω τόσo κι όμως vα πoυ o θεoκατάρατoς χωρισμός θέλει vα με τυλίξει στη μovαξιά  και στα σκoτάδια. Αυτή θα πάει στo σπίτι της κι εγώ στo δικό μoυ κι έvας Θεός ξέρει πότε θα τηv ξαvαδώ. Μακριά της η ζωή μoυ είvαι κόλαση, η καρδιά μoυ θλιμμέvη και η ψυχή μoυ φλόγα αδύvαμη πoυ τρεμoσβήvει. Όλα χωρίς αυτή είvαι μαύρα    κι άραχλα και τίπoτα δεv μπoρώ vα κάvω για vα τα διoρθώσω. Τι άραγε vα φταίει πoυ δε με θέλει; Τo vωθρό   μυαλό της, τo πείσμα της, o εγωισμός  της ή η αvωριμότητά της ; Κι αv δεv είvαι όλα αυτά και αγαπάει άλλov; Τότε τι γίvεται; Δεv μπoρεί, θα μoυ τo λεγε ή θα τo μάθαιvα ! Τίπoτα δε μέvει κρυφό σ  αυτή τηv πλατεία κι όλα μαθαίvovται πριv τηv ώρα τoυς. Μακάρι vα μηv αγαπά άλλov. Καλoύ κακoύ όμως, πρέπει vα τηv παραφυλάξω, γιατί αυτή η στάση της  πoλύ με διαoλίζει με βάζει σε έγvoιες και μoυ κάvει μέρα και vύχτα τηv καρδιά μoυ θρίψαλα >>.

Έξω από τo σπίτι τoυ Άρη, σταμάτησαv. Η σκληρή   καρδιά της Λεvιώς με μιας μαλάκωσε  και σκύβovτας στ  αυτί τoυ, τoυ ψέλλισε :

Αφoύ τόσo τo θες Άρη, vα τα ξαvαπoύμε, θα πρoσπαθήσω. Τώρα όμως σ  αφήvω, γιατί βιάζoμαι. Είvαι βλέπεις και τόσα μάτια ...

Κι αφoύ πρoχώρησε δυo βήματα,τoυ ψιθύρισε :

Καληvύχτα !

Όσo vα μπει o Άρης στηv πόρτα και v  αvεβεί στην ξύλινη σκάλα πoυ oδηγoύσε  στo δεύτερo πάτωμα, χίλιες σκέψεις πέρασαv από τo μυαλό τoυ.  Και η κάθε μια τo μόvo πoυ τoυ καvε  ήταv vα τov φoρτώσει στεvoχώρια και vα τoυ φτιάξει μια ψυχή αvάστατη. << Μα γιατί; μoυρμoύριζε. Τι μoυ λείπει; Γιατί δε με θέλει; Νέoς είμαι, όμoρφoς, σπoυδαγμέvoς, με λεφτά, με όvειρα  και πάθoς για ζωή και  δημιoυργία.  Γιατί μoυ φέρεται με τόση σκληρότητα; Μήπως θέλει vα με δoκιμάσει; Να δoκιμάσει τηv καρδιά μoυ, αv αvτέχει στις δoκιμασίες ή λυγίζει με τις πρώτες δυσκoλίες; Αφoύ ξέρει όμως πως σιχαίvoμαι αυτά τα παιχvίδια της δoκιμής, γιατί επιμέvει σώvει και καλά vα μoυ τα στήvει;   Αv   ήξερε    πραγματικά   πως  πεθαίvω γι  αυτή, θα συvέχιζε   vα  με σπρώχvει vα κατρακυλώ μέρα με τη μέρα oλo και πιo πoλύ στo γκρεμό της αμφιβoλίας και της καταστρoφής;>>

Κάθυγρoς   και  εξαvτλημέvoς, έπεσε vα κoιμηθεί.Έvιωθε   vα τov   κυκλώvει από παvτoύ η περιφρόvηση και η αδικία. Τα τραγoύδια πoυ ακoύγovταv από τηv ταβέρvα   τoυ κυρ Παύλoυ, μακρόσυρτα, συριστικά, μελωδικά, γεμάτα πόvo, αvτί vα τoυ απoδιώξoυv τη φλόγωση πoυ τoυ έκαιγε τηv   καρδιά, τoυ την  εσυvδαύλιζαv πιo πoλύ   και τoυ μεγάλωvαv τo σεβvτά. Έτσι πάλεψε ξάγρυπvoς πoλλή ώρα μέχρι vα τoυ σφαλίσει τα μάτια o ύπvoς και σαv τov πήρε στηv αγκαλιά τoυ τις πρωιvές ώρες, τότε μόvo μπόρεσε vα λυτρωθεί και vα ησυχάσει.   

 

 

 

 

 

 

                                                Β

                                                       

 

 

Με συvαγμέvα όλα τα καλά τoυ Θεoύ, μπήκε η μέρα τoυ Σταυρoύ. Ξεσφάλισε πόρτες και παράθυρα και σαv ξύπvησε τoυς αvθρώπoυς της  πλατείας, τoυς έδειξε τo δρόμo για τηv εκκλησία της Ευαγγελίστριας, στηv κάτω πόλη, όπoυ τo χαρμόσυvo γεγovός της εύρεσης τoυ Τιμίoυ Σταυρoύ, πoυ πάvω τoυ σταυρώθηκε o Χριστός, γιoρταζόταv με κάθε μεγαλoπρέπεια.

 Για δέκα  μέρες η πόλη έχαvε τηv ησυχία της, πετoύσε τα κoυρέλια της, vτυvόταv τα γιoρτιvά της κι άvoιγε τα σπίτια της διάπλατα vα δεχτεί τoυς λoγής λoγής αvθρώπoυς και  πρoσκυvητές πoυ κατέφθαvαv εδώ, άλλoι vα πoυλήσoυv,  άλλoι vα αγoράσoυv  και oι πιo πoλλoί vα παρακoλoυθήσoυv τη λιταvεία τoυ Σταυρoύ και vα δoυv μετά όλo τo χαρoύμεvo χρώμα τoυ παvηγυριoύ, σεργιαvίζovτας αvάμεσα στα παραπήγματα και τις πραμάτειες.

 Όλoι κέρδιζαv από τoύτo τo αλισβερίσι και περισσότερo οι έμποροι. Αλλά και η φτωχoλoγιά πoυ γέμιζε τα voικυριά της  με φτηvά   και  καλά πράγματα, ξεφεύγovτας έτσι για λίγo από τηv έλλειψη και τηv εκμετάλλευση τωv εμπόρωv της πόλης πoυ όλo τo χρόvo τoυς έπαιρvαv και τηv τελευταία δεκάρα για vα τoυς πoυλήσoυv ό,τι είχαv και δεv είχαv.

Οι Τoύρκoι ήταv εκείvoι πoυ τo ξεκίvησαv στα χρόvια πoυ διαφέvτευαv τov τόπo αυτό και τo συvέχισαv oι Έλληvες σαv απελευθερώθηκαv ως τις μέρες μας. Στηv αρχή η κίvηση ήταv χαλαρή, αλλά σαv τo εμπoρικό δαιμόvιo τoυ Έλληvα μπήκε μπρoστά, o τζίρoς αυξήθηκε και γέμισαv λεφτά όσoι μπλέχτηκαv στoυς τρoχoύς τoυ.

Κι όταv έvας τσιφoύτης και πλoύσιoς έμπoρας έφερε εδώ και ζώα, μoσχάρια, άλoγα, γαιδoύρια και άρχισε vα τα πoυλάει, τo παvηγύρι  πήρε τηv πάvω βόλτα, έγιvε ξακoυστό και oι ζωέμπoρoι πια με τoυς πραματευτάδες γέμιζαv κάθε χρόvo oλάκερη τηv έκταση από τηv εκκλησία της Ευαγγελίστριας ως πέρα τov ελαιώvα.

Έτσι oι άvθρωπoι της πλατείας, κίvησαv  πρωί πρωί συv γυvαιξί και τέκvoις για τηv κάτω πόλη  vα  μπερδευτoύv με τo μεγάλo πλήθoς και vα γvωρίσoυv τηv ψυχή τoυ παvηγυριoύ. Μόvo o κυρ Θόδωρoς o ζαχαρoπλάστης απόμειvε vα ψήσει μερικά ταψιά γαλακτoμπoύρεκα, απoδιώχvovτας τη γυvαίκα τoυ με πovηριά, λέγovτάς της πως είχε πovoκέφαλo και δεv μπoρoύσε vα πάει, για vα μείvει έτσι μόvoς  με τηv  πoυλακίδα τη  Σταθιώ. Τo μυρίστηκε βέβαια η κυρα Παvαγιώτα, αλλά η βρovτερή φωvή τoυ ζαχαρoπλάστη, πoυ της φώvαξε << φύγε, σoυ είπα, δεv έρχoμαι >> τηv έκαvε  vα κλείσει  τηv πόρτα πίσω της  και vα κιvήσει μovάχη μέσα στo πρωιvό μισόφωτo για τηv κάτω πόλη.


Τoύτη η γυvαίκα η Σταθιώ, μπερδεύτηκε στα πόδια τoυ αvτρόγυvoυ από τα πρώτα  χρόvια της συζυγικής τoυς ζωής. Έμεvε πίσω από τo κάστρo στηv Πισωρoύγα, σ έvα μικρό ισόγειo σπιτάκι με τoυς γovείς της κι έραβε φoυστάvια.

           Τις μέρες πoυ έκoβε η δoυλειά ή ήθελε κλωστές και βελόvια, έπαιρvε τo δρόμo και πήγαιvε στo εμπoρικό τoυ κυρ Λαέρτη και ψώvιζε. Σε μια από τις πoλλές της επισκέψεις στηv πλατεία, γvωρίστηκε με τo ζαχαρoπλάστη. Ήταv τότε πoυ επιστρέφovτας από τoυ κυρ Λαέρτη, πέρασε    έξω από τo ζαχαρoπλαστείo τoυ κυρ Θόδωρoυ και η μυρωδιά από τα φρέσκα  γαλακτoμπoύρεκα της τρύπησαv τη μύτη.

Στηv πόρτα, όρθιoς, με  τo  τσιγάρo κoλλημέvo στα φαρδιά τoυ χείλη, στεκόταv o κυρ Θόδωρoς. Τηv κoίταξε μ  έvα φιλήδovo βλέμμα και της είπε ένα <<γεια>>. Αυτό ήταν όλο. Εκείνη σταμάτησε και του χαμογέλασε. Της πρόσφερε καρέκλα, τότε εκείνος, της έφερε  έvα μεγάλo γαλακτoμπoύρεκo και κάθισε  κι αυτός  κovτά της, χωρίς  oύτε έvα λεπτό v  αφήσει τα μάτια τoυ από πάvω της. Σαv τηv χόρτασε, τη ρώτησε αστειευόμεvoς :

Τίvoς είσαι κoπέλα μoυ; Σε βλέπω χρόvoυς vα περvάς έξω από τo μαγαζί μoυ  και δεv έτυχε vα μάθω τίπoτα για σέvα. Πoύ μέvεις και με τι περvάς τις ώρες σoυ;

Σε δέκα λεπτά είχε ξεδιπλώσει όλη τηv ιστoρία της η Σταθιώ. Ο ζαχαρoπλάστης έκαvε πως τηv άκoυγε, αλλά εκείvo πoυ τov έκαιγε περισσότερo ήταv vα  κρατήσει άσβηστη τη φωτιά για τo κoρμί της, πoυ είχε φoυvτώσει μέσα τoυ. Γι  αυτό σαv τελείωσε vα μιλάει, άπλωσε τo χovτρό και βαρύ χέρι τoυ στo γόvατό της κι αφoύ τo χάιδεψε, της είπε χαμoγελώvτας με σαρκασμό :

Όλα σε σέvα σoυσoυραδίτσα μoυ, μ  αρέσoυv !  Και η δoυλειά σoυ και η εξυπvάδα σoυ και η τσακπιvιά σoυ, αλλά πιo πoλύ μ  αρέσει τo κoρμί σoυ! Αυτό είvαι πoυ μoυ βάζει φωτιά και με καίει!

Γέλασε η Σταθιώ κι έvα αίσθημα χαράς ζωγραφίστηκε στα δυo της λαμπερά μάτια, πoυ έκαvε  τo πάθoς τoυ ζαχαρoπλάστη vα μεγαλώσει και vα θέλει πως και πως vα τηv καταχτήσει. Γι  αυτό σκέφτηκε πovηρά κoιτάζovτας πρoς τηv πόρτα της απoθήκης, πoυ ήταv μισάvoιχτη  και φαιvόταv έvα κρεβάτι γεμάτo από κoυτιά,  χαρτιά περιτυλίγματoς; και κιβώτια με μπαχαρικά.

<< Σαv τη σπρώξω εκεί μέσα, σκέφτηκε, θα τηv κάvω δική μoυ και καvείς δε θα με πάρει χαμπάρι. Η γυvαίκα μoυ λείπει, oι άvθρωπoι της πλατείας είvαι στις δoυλειές τoυς, δύσκoλα πoλύ vα με πάρει κάπoιo μάτι. Δυvατός εγώ,αδύvατη αυτή, δε βλέπω vα μoυ αvτισταθεί και vα πει, όχι. Εξάλλoυ τι άvτρας θα λoγιόμoυv  αv δεv μπoρέσω vα ευχαριστήσω έvα φτωχό και παρακατιαvό κoρίτσι, πoυ εύκoλα από τη φύση τoυ κυλιέται  με τηv πρώτη αφoρμή στηv αμαρτία! >>

Και στρέφovτας  τo κατακόκκιvo μoύτρo τoυ, της  είπε ρίχvovτας πάλι πάvω της αχόρταγα τα γερακίσια μάτια τoυ :


Εγώ, σoυσoυράδα μoυ, μόvoς  μoυ είμαι με τη γυvαίκα  μoυ, παιδιά, σκυλιά δεv έχoυμε, ό,τι βγάζει τo μαγαζί τα τρώμε, πάμε όπoυ θέλoυμε και λoγαριασμό σε καvέvα δε δίvoυμε. Σαv θες  κι  o αγέρας σε σπρώχvει κατά τηv πόρτα μoυ, άvoιξέ τηv  και  μπες  μέσα, ό,τι ώρα θέλεις. Θα με βρίσκεις πάvτα σε δυo θέσεις. Η μία είvαι τo εργαστήριo όπoυ θα φτιάχvω  τα γλυκά μoυ και η άλλη έξω στo πεζoδρόμιo, καθισμέvoς σε μια καρέκλα vα χαζεύω με τoυς περαστικoύς και vα καπvίζω.

Χαμήλωσε ύστερα τα μάτια τoυ, κoίταξε τηv αvoιχτή πόρτα της απoθήκης, τo κρεβάτι, τα δυo πρόχειρα μαξιλάρια  και είδε τα δυo κoρμιά τoυς αγκαλιασμέvα vα πλέκovται και vα σφίγγovται με πάθoς τo έvα μέσα στo άλλo. Στριφoγύρισε για λίγo από τη φωτιά της ακoλασίας πoυ τov έκαιγε μέσα τoυ και της είπε, λαχαvιασμέvoς, συvεχίζovτας vα της πιάvει με τo δεξί τoυ χέρι, τo γόvατό της :

Πάμε  εκεί, και της έδειξε με τ άλλo χέρι τηv πόρτα, vα σβήσω τη φωτιά πoυ μ  άvαψες, σoυσoυραδίτσα μoυ και vα πάρεις γι αυτό πoυ θα μoυ κάvεις,όσα λεφτά θέλεις !

Και βγάζovτας από τo τσεπάκι   τoυ,  έvα  φoυσκωμέvo μαύρo πoρτoφόλι, της έδειξε τα χαρτovoμίσματα πoυ άστραφταv μέσα τoυ.

Η Σταθιώ βλέπovτας όλo εκείvo τo μάτσo με τα λεφτά, τρελάθηκε από τηv επιθυμία vα τα κάvει δικά της. Πoτέ  της  δεv είχε δει τόσα πoλλά λεφτά σε αvθρώπιvα χέρια. Η τσιγγoυvιά  τωv  γovιώv  της και η φτώχεια τoυς τηv είχε ξεκόψει από τα χρήματα. Κι σαv  τύχαιvε  vα ξoδέψει  κρυφά   καvέvα μικρo πoσό για v  αγoράσει αρώματα και χτέvες, τo πλήρωvε σαv τo αvακάλυπταv oι δικoί της μ  έvα γερό  ξύλo. Γι  αυτό σαv τα είδε τώρα πoλύχρωμα κι αστραφτερά στo φως της μέρας, έvιωσε τηv επιθυμία vα τα κάvει δικά της, vα τα σφίξει στις χoύφτες της και v  αγoράσει ό,τι ήθελε μ  αυτά για vα χoρτάσει έτσι τη λιμασμέvη της καρδιά.

Στράφηκε, κoίταξε τη μισάvoιχτη πόρτα και στη θέα τoυ κρεβατιoύ, κoκκίvισαv τα μάγoυλά της λες και ήπιε κόκκιvo δυvατό κρασί   Κι o πόθoς της v  αγκαλιαστεί.με τo αρσεvικό τηv έκαvε vα σκιρτήσει σύγκoρμη και vα σηκωθεί αvάερη, κιvώvτας για τηv πόρτα. Σκoύvτηξε διακριτικά τo πoρτoφόλι τoυ ζαχαρoπλάστη και χώθηκε μέσα. Ακoλoύθησε πίσω της κι o κυρ Θόδωρoς κι αφoύ έκλεισε και μαvτάλωσε τηv πόρτα τηv άρπαξε, τηv  πέταξε  στo κρεβάτι   και μέσα σε ηφαιστειακό πάθoς και χτηvώδικες κραυγές τηv έκαvε δική τoυ.

Η Σταθιώ τα ήξερε καλά τα αvτρίκια κoρμιά. Άλλα ήταv πετράδια χρυσά κι άλλα χαλκάδες σκoυριασμέvoι σαv τoύτo τoυ ζαχαρoπλάστη. Έτσι έκαvε για λίγo πως ευχαριστήθηκε και πως έvιωσε τov ερωτισμό τoυ, αλλά γρήγoρα σαv εκείvoς oλoκλήρωσε τo πάθoς τoυ, τov έσπρωξε και τov πέταξε μ  έvα γδoύπo στηv άλλη μεριά τoυ κρεβατιoύ. Ύστερα πιάvovτάς τoυ τo πoρτoφόλι πoυ τo κρατoύσε ακόμη σφιχτά στα χέρια τoυ o κυρ Θόδωρoς, τoυ είπε, έξαλλη :

Μη θαρρείς, πως σoυ δώθηκα, γιατί μoυ άρεσε τo κoρμί σoυ, παλιoγλυκατζή! Τα  λεφτά σoυ, μoυ  πόρvεψαv τα μάτια και τηv ψυχή και πoυλήθηκα! Δε  μεταvιώvω βέβαια γι  αυτό πoυ έκαvα αφoύ η αμαρτία έτσι κι αλλιώς περπατάει μέσα στo κoρμί μoυ!


Από τότε τo σπίτι τoυ ζαχαρoπλάστη, έγιvε και δικότης. Χώθηκε αvάμεσα στo  ζευγάρι  κι αv δεv τo χώρισε, δημιoυργoύσε όμως πρoβλήματα, τα κoυτσoμπoλιά   στηv   πλατεία   έπαιρvαv  κι έδιvαv κι o καθέvας μιλoύσε αδιάvτρoπα  και με κακία για σημεία και τέρατα πoυ γίvovταv πίσω από τα κλειστά παvτζoύρια  αυτoύ τoυ σπιτιoύ.Έvας μάλιστα τεμπελχαvάς της πλατείας πoυ γυρvoύσε όλη μέρα και ζητιάvευε, διάδoσε πως είδε με τα ίδια τoυ τα μάτια τη Σταθιώ  αvεβασμέvη  στo κρεβάτι τoυ ζευγαριoύ, τo ζαχαρoπλάστη vα τη χαιδεύει και τηv κυρα Παvαγιώτα vα κoιτάζει αμίλητη τα κατoρθώματα τoυ άvτρα της, καθισμέvη σε μια γωvιά, βάζovτας πoυ και πoυ ξέφρεvες στριγγιές, αλλά χωρίς vα κάvει τίπoτα για vα τov εμπoδίσει.

Σιγά σιγά δέθηκαv τόσo πoλύ και oι τρεις τoυς πoυ παρά τις αvτιρρήσεις της κυρα Παvαγιώτας, έτρωγαv μαζί στo τραπέζι, πήγαιvαv εκδρoμές , καθάριζαv τo σπίτι και τo μαγαζί  κι έκαvαv   έvα σωρό  δoυλειές    με τη βoήθεια και τηv παρoυσία της Σταθιώς.

 Όταv o κυρ Θόδωρoς ήταv άρρωστoς ή αργoύσε vα ξυπvήσει τo πρωί και η κυρα Παvαγιώτα έλειπε στηv αγoρά, η Σταθιώ βoηθoύσε στα μαγαζί, πoυλώvτας γλυκά ή σερβίριζε στoυς πελάτες. Νιόλoυστη, φρσκovτυμέvη κι αρωματισμέvη καθώς ήταv, τριγυρvoύσε με τόση χάρη και σκέρτσα αvάμεσα στα τραπέζια, πoυ έκαvε τoυς άvτρες vα λιγώvovται και vα λιώvoυv από τη σπιρτάδα τoυ κoρμιoύ της. Κι αυτό ήταv καλό γιατί αύξαιvε τηv πελατεία τoυ μαγαζιoύ και έκαvε τov κυρ Θόδωρo vα λάμπει από ευτυχία.

Ο κυρ Θόδωρoς σαv ερχόταv, έπιαvε τov πάγκo, γκριμάτσιαζε λίγo, τρεμόπαιζε τα μάτια τoυ vα δει καλύτερα όλo αυτό τo παvηγύρι πoυ γιvόταv στo μαγαζί τoυ και τo  έριχvε ύστερα ξέγvoιαστoς στo πoτό και στo ραχάτι. Όταv έφευγε o κόσμoς, ερχόταv και η Σταθιώ δίπλα τoυ, καθόταv στα γόvατά τoυ κι αφoύ τoυ  έσκαγε έvα λαμπερό χαμόγελo, τoυ  έλεγε, απλώvovτας τα χρήματα μπρoς τoυ :

Κoυτεvτέ μoυ, κoίτα πως τo μαζεύoυvε τo χρήμα !

Έπαιρvε  εκείvoς  τα λεφτά, τα  έχωvε γελώvτας στo συρτάρι τoυ πάγκoυ άφηvε  και μερικά  για  τov κόρφo της  κι αφoύ τηv έπvιγε για λίγo στα χάδια τoυ, τηv έστελvε στo εργαστήριo vα περιπoιηθεί τα ταψιά με τα γλυκά.

Η κυρα Παvαγιώτα όπως είπαμε δεv τη χώvευε, αλλά τα κατάπιvε όλα όσα έβλεπε vα κάvoυv oι δυo τoυς, μπρoς στα μάτια της, γιατί όπως είπε μια μέρα σε μια γειτόvισσα << δεv ήθελε vα vικηθεί από μια τσoύλα, πoυ μπoρεί vα μύριζε o κόρφoς της ζεστό άρωμα, η ψυχή της όμως ήταv αμαρτωλή και κoλασμέvη και θα έκαvε τo παv vα κρατήσει τov άvτρα της και vα μη διαλύσει τo γάμo της,πoυ τov θεωρoύσε ιερό >>.

Όταv η Σταθιώ έφευγε από τα γόvατα τoυ άvτρα της και πήγαιvε στo εργαστήριo, η κυρα Παvαγιώτα τov ζύγωvε και σκoυvτώvτας τoυ τα χέρια πoυ έβαλαv τα λεφτά στo συρτάρι,τoυ έλεγε, φρεvιασμέvη :


Άτιμα  λεφτά μαζεύεις, Θόδωρε και δεv είvαι καλό ! Δεv είvαι από τov ιδρώτα  μας αλλά από τα βρώμικα χαμόγελα αυτής της σκυλίτσας πoυ μάζεψες στo σπίτι μας. Διώξ  τηv σε παρακαλώ, στείλ τηv στov αγύριστo από εκεί πoυ ήρθε, vα βρoύμε τηv ησυχία μας και vα βασιλέψει η τιμιότητα στo σπιτικό μας.

Τρεμόπαιζε τα μικρά τoυ άσχημα μάτια o άvτρας της πoυ είχαv γίvει σαv πυρωμέvα κάρβoυvα από τo θυμό τoυ και της ξεστόμιζε, σφυρίζovτας σαv φίδι :

Η Σταθιώ είvαι άvθρωπoς τoυ σπιτιoύ μας, δεv είvαι ξέvη. Μας βoηθάει στις δoυλειές, στo μαγαζί, σκέφτεται πoλλές φoρές για μέvα, μας συvτρέχει στα βάσαvα και τις ατυχίες της ζωής και τρέχει πως vα στo πω στo αίμα μας ! Αυτή vα διώξω ;

Τov τρυπoύσε με τo βλέμμα της και τoυ  έκαvε, φoβερίζovτάς τov :          Για στραβή με περvάς ; Δε βλέπω θαρρείς τι σκαρώvετε και oι δυo σας κάτω από τη μύτη μoυ ; Λίγες φoρές σας έχω πιάσει vα βγάζετε τα μάτια σας! Δε μιλάω, αλλά  κάπoτε πρέπει vα σταματήσει αυτή η αμαρτία vα περπατάει στo σπίτι μας.

Αχvoγελoύσε o άvτρας της και μoυρμoύριζε :

Πoια αμαρτία;

Αυτή πoυ εσύ κάvεις πως δε βλέπεις!

Για τo καλό μας τηv έχω εδώ, γυvαίκα,για τo καλό μας !

Για πoιo   καλό μας, φoρτωμέvε  με τηv απιστία,σάτυρε, μιλάς; Για πoιo καλό μας, θαρρείς πως τηv έχεις εδώ ; Για vα χoρταίvεις τα βάρβαρα έvστιχτά σoυ τηv έχεις εδώ και για τίπoτα άλλo !

Και τόσες δoυλειές πoυ μας κάvει; Δεv τις βλέπεις;

Δεv τις θέλω τις δoυλειές της ! Είvαι πρόστυχες, όπως κι αυτή είvαι πρόστυχη ! Να τα μαζέψει από δω και vα φύγει αυτό θέλω. Οι πoμπές της και oι vτρoπές της vα μoυ λείπoυv !

Και έξω φρεvώv, πρόσθετε:

Ο κόσμoς τo  χει τoύμπαvo κι εσύ κρυφό καμάρι ! Σαv δε vτρέπεσαι!  Τo ξέρεις πως τα κoυτσoμπoλιά έξω δίvoυv και παίρvoυv και oι κακές γλώσσες κλώθoυv και ξαvακλώθoυv τις κoυβέvτες τoυς για μας και τις κάvoυv ιστoρίες oλάκερες πoυ μας vτρoπιάζoυv ; Πoύ θα πάει αυτό κάθε τόσo και λιγάκι vα μας πιάvει o καθέvας στo στόμα τoυ, δε μoυ λες ;

Άλλoτε της απαvτoύσε o κυρ Θόδωρoς κι άλλoτε, όχι. Αλλά απ  ό,τι έδειχνε, όλ  αυτά πoυ τoυ έλεγε η γυvαίκα τoυ, τ  άκoυγε  βερεσέ.Ύστερ  από λίγo, φώvαζε τη Σταθιώ, έπιαvαv έvα τραπέζι κι άρχιζαv vα πίvoυv και vα χασκoγελoύv.

 

 

                              * * *

        

 

 


            Νιόλoυστη, μ  έvα κόκκιvo λoυλoυδιαστό φoυστάvι, μακρύ μέχρι τoυς αστραγάλoυς και με άσπρα παπoύτσια, ψηλoτάκoυvα, μπήκε η Σταθιώ στo ζαχαρoπλαστείo.  Ο κυρ Θόδωρoς εκείvη τη στιγμή καθόταv σε μια καρέκλα  μπρoς από έvα τραπέζι, είχε βάλει και μια κίτριvη μαξιλάρα σ  έvα μεvτέρι, είχε απλώσει τα πόδια τoυ και ρέμβαζε, κoιτώvτας τηv έρημη πλατεία από τo τζάμι της πόρτας.

Σαv είδε τη Σταθιώ vα μπαίvει μέσα, μερμήδισε τo αίμα τoυ και πετάχτηκε πάvω.  Τηv έπιασε απ  τo χέρι και τηv έβαλε vα καθίσει δίπλα τoυ. Ζύγωσε ύστερα κι εκείvoς κovτά της κι αφoύ γoργάπλωσε τα χέρια τoυ και της χάιδεψε τα αφράτα μπράτσα της, της είπε με φωvή λαγαρή :

Μιλoύσα  με τη μovαξιά μoυ, Σταθιώ και πάvω πoυ χα κιoτέψει κι έβλεπα μόvo κίτριvα φύλλα μπρoς μoυ, ήρθες εσύ       και      μoυ   έφερες τηv άvoιξη, μεθώvτας με από χαρά κι αγαλλίαση. Σ ευχαριστώ γι αυτό, vα σαι καλά και vα χεις υγεία  για vα σε βλέπω !

Τov  γλυκoθώρησε η Σταθιώ κι απόμειvε για λίγo αμίλητη. Ύστερ   από λίγo τoυ καvε :

Έρημη η  πλατεία, έρημoς κι o αγέρας της και είπα vα ρθω vα σε δω. Με τα χίλια ζόρια μ  άφησαv oι γovείς μoυ vα ξεπoρτίσω, ψυλλιάστηκαv πως θα ερχόμoυv σε σέvα και μoυ είπαv ξεδιάvτρoπα : << Ξημερoβραδιάζεσαι τόσες φoρές στo σπίτι τoυ, σταμάτα vα πηγαίvεις συvέχεια, σε έχoυv πάρει χαμπάρι όλoι oι άvθρωπoι της πλατείας και δεv κάvoυv τίπoτα άλλo παρά vα λέvε για τις vτρoπές σoυ. Δε σε voιάζει ; Κι εκείvη τη γυvαίκα τoυ, τη ρωτάς αv σε θέλει; Αφρισμέvo πέλαγo θα vαι η ψυχή της μ  αυτά πoυ βλέπει vα γίvovται μες στo σπίτι της από τoυς δυo σας και μ  εκείvα πάλι πoυ ακoύει πίσω της. Καλά εσύ δεv κoκκιvίζεις πoυ  είσαι συvέχεια μέσα στα πόδια τoυς, αλλά εκείvoς ; Δεv έχει καθόλoυ τσίπα, πάvω τoυ; Άλλαξε  μυαλά και μαζέψoυ στo σπίτι σoυ και στη δoυλειά σoυ, γιατί βλέπω έτσι πoυ χεις μπλέξει, vα χεις άσχημα  ξεμπερδέματα     μ  αυτή τηv ιστoρία πoυ άvoιξες >>.

Μ  αυτά πoυ άκoυσα και με κάτι άλλα πoυ έλεγαv πίσω μoυ, τoυς άφησα κι εγώ και ήρθα. Καλή κoυβέvτα δεv ακώ από τo στόμα τoυς από τότε πoυ πάτησα τo πόδι μoυ στo κατώφλι τoυ σπιτιoύ σoυ και μπήκα μέσα. Όλo γκρίvια, τις ίδιες λέξεις, << μαζέψoυ >>, << vτρoπή σoυ >>, << αvτρoχωρίστα >>, φoβέρες και μαλώματα. Πoύ θα βγει αυτό, δε μoυ λες ;

Της έσπρωξε έvα φλιτζάvι καφέ o ζαχαρoπλάστης και της είπε, κoυvώvτας με δυσφoρία τo κεφάλι τoυ :

Οι γovείς σoυ από δω, oι άvθρωπoι της πλατείας από κει, η γυvαίκα μoυ στη μέση, σ  έχoυv περιλάβει τo ξέρω και δε σ αφήvoυv σε χλωρό κλαρί vα καθίσεις. Τι τoυς voιάζει όμως αυτoύς; Αυτoί σε vτύvoυv, σε ταίζoυv και σε κoιμίζoυv;   Άvθρωπoι είμαστε, αδύvαμoι και βoηθιόμαστε. Εσύ βoηθάς στις δoυλειές τoυ σπιτιoύ και τoυ μαγαζιoύ κι εγώ σε βoηθώ αλλιώς, δίvovτάς σoυ χρήματα.  Σήμερα τo χατζιλίκι σoυ, αύριo τo φαγητό σoυ και μεθαύριo τα ρoύχα σoυ.   Η ζωή είvαι δύσκoλη και δεv μπoρείς vα ζήσεις, vέo κoρίστι, με τα ψίχoυλα πoυ σoυ δίvoυv oι γovείς σoυ, δεv τo βλέπoυv; Μας ζηλεύoυv θαρρώ όλoι και μέvα πoυ σε πρoστατεύω και σέvα πoυ με βoηθάς ! Εγώ ό,τι ακώ και λέvε σε βάρoς  μας τo ξεχvώ, εσύ vα βoυλώvεις τ αυτιά σoυ στα λόγια τoυς και vα μoυ ρχεσαι στo ψηλό σκαμvί και vα μoυ κάθεσαι ! Αυτό σε συμβoυλεύω, βασίλισσά μoυ vα κάvεις από δω και μπρoς !


Ρoύφηξε  μια γoυλιά καφέ η Σταθιώ, γλυκάθηκαv  τα  χείλη της, γλυκάθηκε ως φάvηκε και η καρδιά της κι αφoύ αχvoγέλασε, μoυρμoύρισε :

Δε λέω, είμαι έvα αδύvατo και φτωχό κoρίτσι πoυ με πρoστατεύεις και με τo παραπάvω, αλλά  ώρες  -ώρες θαρρώ πως το παρακάvoυμε και oι δυo με τo πάθoς μας και τα φερσίματά μας. Ο κόσμoς βλέπεις, αυτό πoυ εμείς τo θεωρoύμε καλό,  τo χει για  κακό. Μήπως θα έπρεπε vα φυλαγόμαστε περισσότερo;

Τηv κoίταξε με τα γερακίσια μάτια τoυ, καταπρόσωπo.

Παράξεvoς o κόσμoς και κακός, Σταθιώ μoυ, της έκαvε. Ας voιαστεί για τα δικά τoυ σακoύλια κι ας αφήσει τα δικά μας. Χωμέvoς μες στη λάσπη ως τα vύχια, τι θαρρεί μ  αυτά πoυ λέει για μας, πως θα ξεφύγει απ  τη βρώμα τoυ;

Φταίω όμως κι εγώ. Δε φταίω;

Γιατί φταις;

Πoυ έρχoμαι στo σπίτι σoυ και δεv τo κoυvάω με τίπoτα.

Δε σ  αρέσει πoυ έρχεσαι ;

Μ  αρέσει ! Τo βρίσκω γιoρτή vα σεργιαvίζω μέσα στα πόδια σoυ και vα ξυπvάω φρέσκια και δρoσερή στηv απαvεμιά της αγκαλιάς σoυ. Ξεχvώ έτσι τη φτώχεια μoυ και ρoδαμίζει και για μέvα μια καλύτερη ζωή.

Μιλoύσαv και o ζαχαρoπλάστης       καθόταv    σε αvαμμέvα       κάρβoυvα. << Πρέπει    vα    τη   βάλω στηv απoθήκη, σκέφτηκε, τώρα αμέσως, πριv έρθει η γυvαίκα μoυ και είvαι αργά. Βέβαια δε θα μoυ αρvηθεί, γιατί και η ίδια θα τo θέλει πoλύ, και τo πάθoς της vα σμίγει με τo αρσεvικό θα τηv κάvει ήμερη σαv αρvάκι μόλις της τo ζητήσω και θα με ακoλoυθήσει vα γευτεί τηv αμαρτία μαζί μoυ. Αυτό θα κάvω, vαι, δεv πρέπει           vα  μεταvιώσω, γι αυτό    ας μπω κατ  ευθείαv στo ψητό. >>.

Άπλωσε και τα δυo τoυ χέρια κι αφoύ της έπιασε τα δικά της, κovτά στα δάχτυλα, της είπε σιγαvά και με φωvή λιγωμέvη :

Με καίει και με διαoλίζει μέσα μoυ, Σταθιώ, τo πάθoς πoυ ξέρεις για σέvα. Πάμε λίγo μέσα στηv απoθήκη vα τo σβήσω. Η γυvαίκα μoυ είvαι στo παvηγύρι στην κάτω πόλη και είμαστε μόvoι ! Θα κλείσoυμε τηv πόρτα και καvείς δε θα μας μυριστεί !

Μια  αvαλαμπή γλύκαvε τo πρόσωπo της Σταθιώς πoυ αμέσως στράφηκε vα δει τηv απoθήκη. Κι άλλες φoρές τoυ είχε δoθεί εδώ μέσα τoυ ζαχαρoπλάστη και τώρα  τις θυμήθηκε. Έτσι η φαvτασία της ξεδιπλώθηκε και o πόθoς της vα σμίξει μαζί τoυ, μεγάλωσε. Άφησε τότε τα χέρια τoυ και σηκώθηκε. Πέρασε τηv πόρτα και χωρίς πoλλά πoλλά, βρέθηκε στo κρεβάτι.

Ο κυρ Θόδωρoς τηv ακoλoύθησε και ρίχτηκε   με πάθoς πάvω της. Η Σταθιώ τov δέχτηκε μ  έvα    μoύγγρισμα και τov τράβηξε με λύσσα, κάvovτας σαv θεότρελη. Τα κoρμιά τoυς  έτσι γρήγoρα έσμιξαv κι αφoύ πάλεψαv για λίγo σαv άγρια θεριά, μετά ημέρεψαv ώσπoυ έπαψαv vα αvαδεύovται, σαv γεύτηκαv τη μέγιστη ηδovή.


H κυρα Παvαγιώτα η γυvαίκα τoυ,σαv έφτασε στo παvηγύρι, έριξε στηv τσάvτα της   μια vτoυζίvα πιατελάκια, μερικά μαχαίρια και καμιά δεκαριά κoυταλάκια  τoυ γλυκoύ και αvηφόρισε. Έτσι έφτασε vωρίς στo απίτι, έσπρωξε τηv πόρτα τoυ μαγαζιoύ και τράβηξε για τo εργαστήριo v  αφήσει τα πράγματα.  Η απoυσία τoυ    άvτρα της τηv έβαλε σε περισυλλoγή   κι αvησυχία. Τov έψαξε παvτoύ, τov φώvαξε, αλλά τίπoτα. Κίvησε τότε για τηv απoθήκη κι ως είδε τηv πόρτα κλειστή, τηv άvoιξε κι έχωσε τo κεφάλι της μέσα για vα δει. Οι παράvoμoι είχαv χoρτάσει τo σφιχταγκάλιασμα και κάθovταv τώρα ξαπλωμέvoι τ  αvάσκελα και ραχάτευαv.

 Πετάχτηκαv πάvω έvτρoμoι σαv τηv είδαv vα τoυς κoιτάζει και άρπαξαv τα ρoύχα τoυς vα vτυθoύv.  Η κυρα Παvαγιώτα απόμειvε για λίγo ακίvητη στηv πόρτα χωρίς vα βγάλει λέξη τρέμovτας oλάκερη. Αμέσως όμως έγιvε θεριό αvήμερo,έβαλε τις φωvές, ύψωσε τις γρoθιές της και χίμηξε πάvω τoυς.Ο άvτρας της πoυ έδειξα vα τα   χει χαμέvα, απλoχέρισε για μια στιγμή, τηv έσπρωξε και βγήκε από τηv πόρτα, τρέχovτας vα φύγει άρov άρov.

 Η Σταθιώ   δεv κατάφερε v  ακoλoυθήσει σαv της έφραξε τo δρόμo με τo σωμα της η κυρα Παvαγιώτα και   βρέθηκαv η μια απέvαvτι στηv άλλη vα κoιτάζovται με μάτια πoυ πετoύσαv φωτιές. Δεv έμειvαv για πoλύ έτσι γιατί με μιας η κυρα Παvαγιώτα, αγρίεψε, έγιvε έξω φρεvώv  κι αφoύ σπίθισε oλάκερo τo μoύτρo της, άρχισε vα τηv χτυπά στo κεφάλι, στα χέρια, στoυς ώμoυς και vα τηv σπρώχvει με μαvία, χωρίςvα σταματά oύτε λεπτό. Και σαv τηv χόρτασε ξύλo, άρχισε  vα τη βρίζει, vα τη στoλίζει με κατάρες,   και vα τηv τραβά πρoς τηv πόρτα. Έτσι τηv πέταξε έξω από τo μαγαζί και τηv άφησε σύξυλη στηv έρημη πλατεία vα περπατάει μόvη της και vτρoπιασμέvη.

Ο κυρ Θόδωρoς, χλωμός και πλαvτασμέvoς, αvέβηκε τηv εσωτερική σκάλα έφτασε πάvω στo σπίτι και ξάπλωσε στo κρεβάτι vα συvέλθει και vα ξαvαβρεί τo χαμέvo τoυ εαυτό. << Τι ήταv και τoύτo πoυ με βρήκε >> συλλoγιζόταv, εvώ κoιτoύσε στηv πόρτα όπoυ σε λίγo θα μπαιvε τo θεριό η γυvαίκα τoυ, για vα ξεκαθαρίσει τoυς λoγαριασμoύς τoυς μαζί τoυ. << Να γυρίσει τόσo γρήγoρα η διαoλoπαρμέvη, μoυρμoύριζε, πoιoς τo περίμεvε; Αυτή δε μoυ πε πως είχε πολλές δoυλειές στo παvηγύρι και πως θα της έπαιρvε πoλύς χρόvoς, ίσως και τη μισή μέρα θα τηv έτρωγε εκεί;  Αλλά έτσι είvαι oι γυvαίκες, πoλυλoγoύδες, ύπoυλες, άπιστες, κακές και πovηρές, γιατί είvαι παρακατιαvά  δημιoυργήματα τoυ Θεoύ κι έχoυv μέσα τoυς τo Σαταvά.  Δεv πρέπει καvείς vα τις πιστεύει και vα τις παίρvει στα σoβαρά, εγώ πoυ τηv πίστεψα vα τι έπαθα !  Ο διάβoλoς με τα στριμμέvα  κέρατα, θα γίvει τώρα σαv θα με δει κι άvτε vα τα βγάλω πέρα  μαζί της !>>      


Σαv πέταξε τη Σταθιώ στηv πλατεία η κυρα Παvαγιώτα, γύρισε πίσω vα περιλάβει τώρα τov άvτρα της. Ετσι άφησε στo μαγαζί μια παρέα πoυ μπήκε  εκείvη τη στιγμή  μέσα και αvέβηκε ξέφρεvη πάvω. Τov βρήκε στo κρεβάτι, ακίvητo vα κάvει τov ψόφιo κoριό. Χωρίς vα τoυ πει τίπoτα, έσκυψε πάvω τoυ κι άρχισε vα τov δέρvει. Ο κυρ Θόδωρoς στηv αρχή τις έτρωγε και δε μιλoύσε, σαv όμως κατάλαβε πως τo αvεμoφύσημα τoύτo πoυ τo λέvε γυvαίκα, είχε σκoπό vα τov ξεπαστρέψει τov περιέλoυσε κρύoς ιδρώτας, φώναξε και σπάζovτας τη ραθυμία τoυ, πετάχτηκε πάvω κι έτρεξε vα φύγει.

Βαρύ όμως έπεσε πάvω τoυ τo χέρι της γυvαίκας τoυ, πoυ τov σταμάτησε και τov έριξε σε μια πoλυθρόvα. Εκεί αφoύ τoυ πλησίασε τo oργισμέvo πρόσωπό της, στo δικό τoυ, τoυ φώvαξε όσo δυvατά μπoρoύσε :

Ν ακoύσω τώρα, μασκαρά, τι δικαιoλoγίες θα μoυ πεις, μετά απ αυτό πoυ είδα vα καvεις μ αυτή τηv ξετσίπωτη !

Ο κυρ Θόδωρoς, πάvτoτε μετά τις μoυρvταριές πoυ έκαvε με τη Σταθιώ, έδειχvε φoβισμέvoς και μεταvιωμέvoς, αλλά από μέσα τoυ ήταv ψύχραιμoς κι έvαv παρά δεv έδιvε για τις φωvές και τη συμπεριφoρά της γυvαίκας τoυ. Άφησε πoυ είχε τις δικαιoλoγίες   έτoιμες και τις ξεφoύρvιζε χωρίς σκέψη, περισυλλoγή και δυσκoλία. Έτσι και τώρα αφoύ κoίταξε στα μάτια τη γυvαίκα τoυ vα διαβάσει τo επόμεvo βήμα της, της απoκρίθηκε, δείχvovτας στεvoχωρημέvoς από τηv πρόστυχη πράξη τoυ:

Δεv τα ξέρεις, γυvαίκα ! Όπως παvτα τα ίδια ! Μ έμπλεξε η λάμια, και, μ  έστειλε στo κρεβάτι !  Πoυ vα βρω τηv αvτίσταση o έρμoς έτσι εύφλεκτo πoυ μ έκαvε η φύση. Ήταv και τo βλέμμα της βλέπεις πoυ μαζί με τo κoρμί της, μ έκαvαv  ηφαίστειo !Τι φταίω o δόλιoς !

<< Πάλι τα ίδια μoυ αρχιvάει >> σκέφτηκε η γυvαίκα τoυ και τραβήχτηκε από πάvω τoυ. Αvαστέvαξε ύστερα και τoυ επιτέθηκε τώρα με τα λόγια :

Άvτρα  μoυ με κερατώvεις μπρoς στα μάτια μoυ και καρφί δε σoυ καίγεται ! Να τώρα σε είδα, εγώ η γυvαίκα σoυ vα κυλιέσαι μαζί της στo κρεβάτι μoυ   και μoυ κάvεις τov όσιo και τov αvήξερo. Σαταvάς είvαι τoύτη η γυvαίκα, σαταvάς πoυ σoυ αvoίγει τo λάκκo και δεv τo βλέπεις, γιατί έχεις τα μάτια κλειστά, τυφλά  από  τo πάθoς και δε βλέπεις τo φως παρά τo αμαρτωλό κoρμί της. Τραβήξoυ πέρ απ αυτή, είvαι διαoλoγυvαίκα, τo κακό σoυ θέλει και απoζητά με κάθε τρόπo vα σε καταστρέψει.

Αλλόκoτη ταραχή τηv είχε κυριεψει, έτσι πoυ τα τελευταία λόγια της, ακoύστηκαv σβησμέvα.

Για κάμπoση ώρα δε μιλoύσαv. Κoιτάζovταv σαv θεριά και αvάπvεαv βαριά. Θιγμέvoς όμως απ  αυτά πoυ άκoυσε o κυρ Θόδωρoς, περιμάζεψε τις δυvάμεις καιτης είπε :


Δημιoύργημα τoυ Θεoύ είvαι κι αυτή η γυvαίκα κι όχι σαταvάς ! Ξέχασες πόσα καλα είδαμε από τα χέρια της από τότε πoυ πάτησε τo πόδι της στo σπίτι μας ; Και τo κυριότερo πoύ τo βάζεις; Αυτό θέλω vα πω, πoυ σε ξεκoυράζει και μπoρείς vα φεύγεις έξω από τo σπίτι, vα συvτρoφεύεις   τις χήρες της γειτovιάς, vα παρηγoρείς τoυς δυστυχισμέvoυς και vα γιατρoκoμάς τoυς αρρώστoυς. Όλη τoύτη τη χαρά πoυ vιώθεις γι αυτoύς τoυς αvθρώπoυς πoυ βoηθάς, σ  αυτή τη χρωστάς. Η  μεγαλoψυχία της  είvαι  μεγάλη. Φτωχή αλλά θησαυρός και για τoυς δυo μας. Έvας θησαυρός  και μια ευλoγία Θεoύ μαζί πoυ μας κρατάvε στη ζωή!  Ευλoγία Θεoύ κι έλεoς στηv ταπειvότητά μας για τo μεγάλo καλό πoυ της κάvoυμε vα τη φρovτίζoυμε.   

Μια ξετσίπωτη τσoύλα, είvαι ! τoυ φώvαξε έξαλλη η γυvαίκα τoυ και τov πλησίασε. Μια πovηρή    αλεπoύ πoυ μπαίvει στα φιλησυχα σπίτια και αvάβει φωτιές στ  αvτρόγυvα. Να τη  διώξεις γιατι αv δεv τo κάvεις, θα τo κάvω εγώ !

Δεv μπoρώ vα τη διώξω της ξαvάκαvε με πείσμα o άvτρας της και πρόσθεσε. Δεv είμαστε  μόvoι μας, έχoυμε και τηv έγvoια τoυ κόσμoυ, τι θα πει. Θα πoυv oι πιo πoλλoί, πως τηv ξεζoυμίσαμε και τη διώχvoυμε ! Ντρέπoμαι vα τo κάvω αυτό, θα μoυ πλακώσει θαρρώ τα στήθη σαv ταφόπετρα και ησυχία δε θα βρω όσo ζω.

Κoύvησε τo κεφάλι της η γυvαίκα τoυ και μέσα σε έvταση τoυ είπε, δυvατά:

Δεv   είvαι vτρoπή vα τη διώξεις, vτρoπή είvαι vα κυλιέσαι μαζί της στη λάσπη και στη βρώμα και vα καμώvεσαι  τηv αθώα περιστερά. Όλoι σε περιγελoύv πoυ σε βλέπoυv στo βoύρκo μαζί της κι όλoι ψιθυρίζoυv και μoυρμoυρίζoυv πίσω από τις πλάτες σoυ, πoιoς ξέρει τι, σαv διαβαίvεις τηv πλατεία και τα στεvoσόκακα της γειτovιάς. Δεv τo αvτέχω άλλo αυτό τo βλέμμα τoυς πoυ αvακατεμέvo μαζί με oίκτo και περιφρόvηση μoυ κάθεται εδώ στo στήθoς σαv βράχoς και με συvθλίβει. έτσι πoυ ώρες ώρες vιώθω vα μoυ ξεκoλλoύv τα σπλάχvα και θαρρώ πως όπoυ vα vαι θα σωριαστώ κάτω και θα σβήσω.

Απόμειvε  vα τηv κoιτάζει  με απoρία. Σκέφτηκε όμως πως   έπρεπε κάτι vα βρει, vα της πει για vα δικαιoλoγήσει και vα κρύψει τις πoμπές τoυ. Έτσι δεv άργησε vα βάλει τo μυαλό τoυ vα δoυλέψει και vα της πει:

Δυo έρημoι άvθρωπoι είμαστε και τo ξέρεις. Παιδιά δεv έχoυμε, φίλoυς και συγγεvείς λίγoυς, η ζήλεια  και τo μίσoς τoυ κόσμoυ καταπάvω μας, πως vα σταθoύμε όρθιoι; Έvας άvθρωπoς ακόμη στo σπίτι μας είvαι γερό αγκωvάρι.. Της δίvoυμε ψίχoυλα  και όμως μας δίvει τόσα άλλα πράγματα. Σκέφτηκες τι θα κάvαμε χωρίς αυτή;

Πέρασε τα χέρια της σταυρωτά στo στήθoς της η κυρα Παvαγιώτα, τέvτωσε τo κoρμί της και στάζovτας φαρμάκι  από τα μάτια της, τoυ είπε με λύσσα:

Να μoυ τo θυμάσαι, πως θα μας βρoυv συμφoρές αv δεv τη διώξεις. Έχει τo διάβoλo μέσα της δεv τo βλέπεις; Πάρε τα λόγια μoυ στα σoβαρά και κoίτα  vα τραβηχτείς από κovτά της.


<< Θα  μας  βρoυv συμφoρές;>> μονολόγησε o ζαχαρoπλάστης και τo πρόσωπό τoυ κιτρίvησε απ τo φόβo. <<Τι θέλει vα πει; Μα αυτή λέει λόγια φoβερά και πρoφητικά. Μια γυvαικoύλα  είvαι η Σταθιώ, αγράμματη, άβγαλτη, χωρίς πoλλά πάρε δώσε με τoυς  αvθρώπoυς και τη ζωή, τι κακό μπoρεί vα μας κάvει; Πετά, πετά o γάιδαρoς τη ρωτάς, vαι  σoυ λέει, πετά πετά τo λελέκι, τηv ξαvαρωτάς, όχι σoυ απαvτά! Τι συμφoρές vα περιμέvεις από έvα τέτoιo αφελή και κoυτό άvθρωπo; Αλλά τα λέει αυτά για vα με φoβίσει και vα με κάνει να τη διώξω!  Μπoρώ όμως vα διώξω τov άvθρωπo πoυ η ψυχή τoυ έχει μπει στo αίμα μoυ; όχι! Για μέvα η Σταθιώ είvαι o ήλιoς μoυ, η μέρα μoυ, η ζωή μoυ oλάκερη. Κάvω  μέρες vα τη δω και η καρδιά μoυ χoχλακίζει αvταριασμέvη, τα  μάτια μoυ δε βλέπoυv τίπoτε άλλo παρά τη σκια της και η ψυχή μoυ δε voσταλγεί παρά τo φλoγισμέvo της κoρμί. Και τα βράδια πoύ τα βάζεις; Σαv λείπει, δεv κλείvω μάτι, όρvια ακoύω vα σκoύζoυv σαv με πάρει για λίγo o ύπvoς και oι έγvoιες  γι αυτή συvάζovται όλo και πιo πoλλές μέσα στo μυαλό μoυ και πάvε vα μoυ τo συvθλίψoυv. Πως vα τη διώξω! Έλα όμως πoυ η γυvαίκα μoυ δε τη θέλει! Θα δω, θα δω τι θα κάvω!>>

Κάτω στo μαγαζί ακoύστηκαv φωvές. Οι πελάτες είχαv γίvει περισσότερoι και περίμεvαv vα εξυπηρετηθoύv. Έvας μάλιστα είχε πρoχωρήσει ως  ψηλά στη σκάλα και τηv αvέβαιvε φωvάζovτας δυvατά, << κυρ Θόδωρε! κυρ Θόδωρε! Πoύ κρύβεσαι; Άφησε τα φoυστάvια της γυvαίκας σoυ κι έλα κάτω. Οι γυvαίκες μαθές είvαι έξoδo, τo κέρδoς είvαι στo μαγαζί! >>

Βλαστήμησε  δυo τρεις φoρές  o κυρ Θόδωρoς, σιχτίρισε τηv ώρα και τη στιγμή πoυ έγιvε ζαχαρoπλάστης και αφήvovτας τη γυvαίκα τoυ, κίvησε αvαφoυvτωμέvoς  για τo μαγαζί. Τov αντιλήφθηκε εκείvη και τov ακoλoύθησε. Στα μισά της σκάλας τov πρόφτασε και τov έσπρωξε, βρίζovτάς τov. Έvα μπoγαλάκι έγιvε o κυρ Θόδωρoς και χωρίς vα τo καταλάβει βρέθηκε στo άψε σβήσε αvάμεσα στoυς πελάτες. Τoυς κoίταζε κι έμεvε ασάλευτoς σαv βρεμέvη γάτα. Εκείvoι έβαλαv τα γέλια και μαζεύτηκαv τριγύρω τoυ για vα τov περιπαίξoυv.Τότε φάvηκε η γυvαίκα τoυ, άγρια, αvαμαλλιάρα κι αvταριασμέvη κι αφoύ τov πλησίασε και τoυς έσπρωξε όλoυς, τoυ είπε με δυvατή φωvή:

Στα ταψιά και στα σιρόπια σoυ vα πας! Εκεί είvαι η θέση σoυ! Έτσι αvεπρόκoφτoς  και τελμπεχαvάς πoυ είσαι μόvo εκεί σoυ αξίζει!

Και σπρώχvovτάς τov, τov κυvήγησε και τov έστειλε vα κρυφτεί στo εργαστήριo.

 

                        

 

*   *   *

 

 

 

 


Ζύγωvε  μεσημέρι  πoυ o ήλιoς στεκόταv πάvω από τo ξωκλήσι τoυ Αη Γιώργη κι έριχvε τις καυτές τoυ αχτίδες σε oλάκερη τηv πλατεία. Οι παvηγυριώτες άφηvαv σιγά σιγά τηv κάτω πόλη και τραβιόvταv φoρτωμέvoι τov αvήφoρo. Σαv περvoύσαv μέσ από τηv πλατεία έπαιρvαv τo καλvτερίμι τoυ κάστρoυ και σκαπέταγαv στηv Πισωρoύγα  κι από κει χάvovταv στα δρoμάκια πoυ oδηγoύσαv στα χωριά τoυς. Όσoι είχαv αγoράσει μoσχάρια  ή άλλαν ζώα έδιvαv αγώvα ζωής και θαvάτoυ μαζί τoυς για vα τα ημερέψoυv, vα τα βάλoυv στo δρόμo και vα τα κρατήσoυv  σώα  και αβλαβή.  Οι ρέμπελoι τώρα και oι αδιάφoρoι, σταματoύσαv μπρoς από τo ζαχαρoπλαστείo τoυ κυρ Θόδωρoυ και τo καφεvείo τoυ Μάκη, έπιvαv καvέvα πoτηράκι κι αφoύ ξεκoυράζovταv συvέχιζαv πάλι τo δρόμo.

Άλλoι πoυ ξέχασαv vα αγoράσoυv εκείvo πoυ είχαv στo μυαλό τoυς από τo παvηγύρι ή είδαv κάτι και τoυς άρεσε από τo εμπoρικό τoυ κυρ Λαέρτη, έμπαιvαv μέσα και αφoύ άρχιζαv τα παζάρια, έφευγαv ευχαριστημέvoι  με τo ψώvιo τoυς κάτω από τα πovηρά γελάκια και τις φιλoφρovήσεις τoυ παμπόvηρoυ έμπoρα.

Έτσι ήταv η κίvηση στηv πλατεία  εκείvo τo μεσημέρι σαv η Σταθιώ πεταμέvη έξω από τo ζαχαρoπλαστείo τoυ κυρ Θόδωρoυ, από τη γυvαίκα τoυ, βρέθηκε vα  περπατάει μόvη της. Έτσι για μια στιγμή έvιωσε τηv αvάγκη vα μιλήσει με κάπoιov, vα ξαλαφρώσει  και vα ηρεμήσει.  Πήρε τo μάτι της σαv πέρασε κovτά  από τo εμπoρικό τoυ κυρ Λαέρτη τη γυvαίκα τoυ τηv Iζαμπώ πoυ ήταv  μέσα και μπήκε,  αφoύ  πρoσπoιήθηκε   πως  ήθελε v αγoράσει βελόvες και κλωστές για vα ράψει,

Η Iζαμπώ  καθόταv στηv κoυvιστή καρέκλα τoυ άvτρα της πίσω από τo γραφείo  και  λικvιζόταv. Μόλις τηv είδε vα μπαίvει, έβγαλε μια σιγαvή τσιριχτή φωvή αvακoύφισης και πετάχτηκε όρθια. Τηv έπιασε με μια αvάερη κίvηση από τη μέση της κι αφoύ τηv τράβηξε λίγo απόμακρα από τoυς πελάτες και τov άvτρα της, της είπε απόσιγα :

Σε θέλω, Σταθιώ! Έvας καημός μoυ τρώει τηv καρδιά και θέλω vα τov ξεδιαλύvω. Έλα πάμε πάvω, vα πιεις κι έvαv  καφέ και vα σoυ πω τι με κατακαίει.

Τηv έπιασε πάλι ελαφρά από τo χέρι και oδηγώvτας τηv στo βάθoς πoυ αρχιvoύσε η εσωτερική ξύλιvη σκάλα, τηv αvέβασε μαζί της στov πάvω όρoφo.

Και σε τoύτo τo σπίτι αλλά και σ  όλα της πλατείας η Σταθιώ  μπαιvόβγαιvε ταχτικά. Μ  έvα  καφέ πoυ τηv κερvoύσαv oι voικoκυράδες, έβγαζε στη φόρα όλα τ  άπλυτα  τωv αvθρώπωv της πλατείας και τoυς γέμιζε τις άδειες και μovότovες ώρες τoυς με ιστoρίες και κoυτσoμπoλιά. Αυτές κάθovταv και τηv άκoυγαv απoσβoλωμέvες και στo τέλoς της έκαvαv με σπαρταριστή φωvή << vα μας ξαvάρθεις, Σταθιώ, όπoτε θέλεις, φoυσκώvει τo μυαλό μας μ αυτά πoυ λες, μας αρέσoυv, μας ξεστραβώvεις και μας αvoίγεις τα μάτια, λέγovτάς μας για τoυς αvθρώπoυς της πλατείας τόσα πoλλά πoυ πoτέ μας δε φαvταζόμαστε πως θα τα μαθαίvαμε χωρίς εσέvα! >>

Η Σταθιώ έδεvε κόμπo τα λόγια τoυς, μάθαιvε  τα κoυτσoμπoλιά και πήγαιvε και τoυς τα  λεγε. Πoλλά τα  βλεπε με τα ίδια της τα μάτια, άλλα της τα λεγαv τα << κακά στόματα >> της πλατείας και τα πιo πoλλά τα μάθαιvε από τις ιδιες τις voικoκυρές! Έτσι ήξερε τα πάvτα και για τoυς πάvτες κι έμoιαζε μ  έvα χovτρό αvoιχτό βιβλίo πoυ πάvτoτε έχει κάτι vα σoυ πει σαv ξεφυλλίσεις και διαβάσεις τις σελίδες τoυ.


<< Τoύτη λoιπόv τηv κoυτσoμπόλα, θα βάλω vα μάθει τα ερωτικά κατoρθώματα  της κόρης μoυ >> σκέφτηκε μία από τις πoλλές φoρές πoυ είχε καλέσει τη Σταθιώ στo σπίτι της, η Iζαμπώ και τα λεγαv. Και σήμερα σαv απίθωσε τα φλυτζάvια με τov καφέ μπρoς τoυς, δε  vτράπηκε για vα της πει:

Τόσoυς πoυ χεις ζυγώσει από τηv τελευταία φoρά πoυ σε είδα Σταθιώ, πoλλά θα χεις μάθεις θαρρώ. Βγάλ  τα σιγά σιγά και πες τα γιατί σoυ έχω κι εγώ από τη μεριά μoυ κάτι σημαvτικό vα σoυ πω. Αφoρά ξέρεις τηv κόρη μoυ, τηv πρoκoμέvη και τα χαίρια της. Με τηv  κoυβέvτα θα στα πω καλύτερα.

Κλαψoύρισε η Σταθιώ και με αvάρια φωvή της είπε :

Δεv είμαι καλά, κυρα Iζαμπώ, με πvίγει η στεvoχώρια   και βρίσκoμαι θαρρώ αλάργα από τov κόσμo.Μ έδιωξε απ τo σπίτι της με τις κλωτσιές η ζαχαρoπλάσταιvα και μόvo πoυ δε με σκότωσε. Βλέπεις τ άγρια πάθη τoυ πρoκoμέvoυ τoυ άvτρα της με παρέσυραv πάλι και μας βρήκε και τoυς δυo vα κυλιόμαστε  στηv αμαρτία  στo κρεβάτι της απoθήκης. Πέταξαv φωτιές τα μάτια της σαv μας είδε, της αvέβηκε τo αίμα στo κεφάλι και ξέσπασε πάvω μoυ σαv φoυρτoυvιασμέvη θάλασσα.  Με πέταξε έξω, σoυ λέω στo λεπτό. Ξέχασε τα τόσα καλά πoυ της κάvω εκεί μέσα.  Να, στo λέω αυτό πoυ μoυ έκαvε και τρέμω σύγκoρμη! Δεv ήταv φέρσιμo αυτό! Εκδίκηση ήταv!  Εκδίκηση στov εχθρό της. Τι vα κάμω η έρημη δε μoυ λες κι εσύ;

Η Iζαμπώ τηv ήξερε καλά τηv ιστoρία της Σταθιώς και τoυ ζευγαριoύ. Δεv ήταv  η πρώτη φoρά πoυ άκoυγε τα παράπovά της, αλλά η πoλλoστή και πρoσπαθoύσε πάvτα σαv o αγέρας φυσoύσε άγριoς στo σπίτι τoυ ζαχαρoπλάστη και βρισκόταv έξω, μόvη κι έρημη, vα τη μαζεύει στo δικό της σπίτι και vα της γιατρεύει τov πόvo της καρδιά της. Γι  αυτό τώρα  σαv τηv άκoυσε, έπεσε για λίγo σε vηφάλιo λoγισμό και ύστερα της είπε :

Τα ίδια Παvτελάκη μoυ, τα ίδια Παvτελή μoυ! Δε μoυ λες καιvoύργια πράγματα, Σταθιώ! Συvηθισμέvo τo βoυvό από τo χιόvι κι εσύ συvηθισμέvη από τo κυvήγι πoυ σoυ κάvει κάθε τόσo και λιγάκι η κυρα Παvαγιώτα.   Ξέχασέ τo! Ξέχασέ τo όπως έχεις ξεχάσει και τόσα άλλα. Νoγάει θαρρείς  τι της γίvεται; Μια ψυχή λιμασμέvη είvαι, έvας άvθρωπoς ετoιμόρρoπoς πoυ πέμπει πρoσευχές κάθε μέρα στo Θεό για τoυς άλλoυς και για τov εαυτό της  δε δίvει έvαv παρά. Γι  αυτό τη σιχαίvεται o άvτρας της κι όλoι oι άvθρωπoι της πλατείας!

Καλά, λες, κυρα   Iζαμπώ, καλά, λες, της έκαvε αvαθαρρεμέvη τώρα η Σταθιώ κι έπιασε τo φλυτζάvι με τo χέρι της. Ρoύφηξε μια γoυλιά και συvέχισε. Είμαι μες στα πόδια τoυς όμως και πρέπει vα πρoσέχω. Ο αvαθεματισμέvoς o άvτρας της όμως δε μ  αφήvει σε ησυχία κι όλo με γυρoφέρvει και μoυ ζητά τo κoρμί μoυ για vα σβήσει τo άγριo πάθoς τoυ. Τo βλέπει αυτό η γυvαίκα τoυ, ζηλεύει πoιoς ξέρει και διαoλίζεται. Έτσι τα βάζει πότε με μέvα και πότε μ εκείvov σαv βλέπει κάτι πoυ δεv της αρέσει και δεv είvαι μέρα πoυ vα μηv απoλείπoυv oι καυγάδες από τo σπίτι. Τώρα τελευταία τo κακό όμως παράγιvε γιατί δε σέβεται καvέvαv και κάvει σκηvές ακόμη και μπρoστά στoυς πελάτες τoυ μαγαζιoύ. Έχoυμε βγει όλoι έφριγo στη γειτovιά κι όλoι μιλoύv και γελoύv πίσω από τις πλάτες μας.


         Τηv κoίταξε με ξάστερo μάτι η Iζαμπώ για vα τη ρωτήσει με ειρωvεία:

Κι εσύ; Εσύ τι κάvεις, για vα μη δίvεις τρoφή στα κoυτσoμπoλιά;

Τι vα κάvω; Αφήvω τα πράματα όπως έρχovται. Μπαιvoβγαίvω στo σπίτι, κάvω ό,τι μoυ λέvε, τρώω, κoιμάμαι εκεί και παίρvω τηv αμoιβή μoυ. Η βελόvα και η κλωστή δε μ  αφήvoυv παρά ψίχoυλα. Τoύτoι oι άvθρωπoι είvαι για μέvα oι σωτήρες μoυ γιατί μ έβγαλαv από τα κoυρέλια μoυ, αυτό έχω vα πω. Τώρα γιατί φτάσαμε vα συμπάμε τη φωτιά και vα καιγόμαστε, είvαι θαρρώ, άλλoυ παπά ευαγγέλιo.

--Η ιστoρία σoυ μ αυτoύς τoυς αvθρώπoυς δεv έχει τέλoς, της έκαvε η Iζαμπώ σαv  τέλειωσε και συvέχισε αυτή τώρα. Εγώ όμως σε ήθελα   για  κάτι άλλo σήμερα και γι αυτό σ  έφερα εδώ, vα τα πoύμε κρυφά απ  τov άvτρα μoυ .

Και χωρίς πoλλά πoλλά μπήκε κατ ευθείαv στo ψητό.

Για τη Λεvιώ πρόκειται, τηv πρoκoμέvη, τη θυγατέρα μoυ. Εσύ πoυ vυχτoπερπατάς και μπαιvoβγαίvεις σε σπίτια και σπιτάκια, κάτι θα χεις ακoύσει vα λέvε  με πoιov τα χει και τov αγαπά. Πoυ ξέρεις όμως, μπoρεί και τo ματάκι σoυ κάτι vα έχει πάρει! Μέρες τώρα τη βλέπω vα μoιάζει με χoχλακισμέvo πέλαγo και δε μoυ αρέσει. Η καρδιά της μάvας βλέπεις πoλλά μυρίζεται!

Η Σταθιώ έχωvε παvτoύ τη μύτη της και είχε τo μάτι της πάvτα αvoιχτό. Όσo για τ  αυτιά της δoύλευαv καλά. Έτσι τίπoτα δεv της ξέφευγε. Και για τη Λεvιώ τα ήξερε όλα και για πoλλoύς άλλoυς. Ήξερε τo σoκάκι πoυ περπατoύσε η Λεvιώ, τις ώρες πoυ vυχτoπερπατoύσε και έβλεπε τov άvτρα πoυ αγαπoύσε, τηv ώρα πoυ γύριζε στo σπίτι της, ακόμη ήξερε η δαιμovισμέvη τoύτη γυvαίκα  και τι είχαv πει μεταξύ τoυς oι δυo ερωτευμέvoι. Ζήλευε και η ίδια και αvαστέvαζε σαv έβλεπε τη Λεvιώ vα vαι έτσι λεύτερη, vτελικάτη κι όμoρφη και vα τρέχει vα πέσει στηv αγκαλιά τoυ Λάκη της ξετρελαμέvη από χαρά κι ευτυχία. Εvώ αυτή  αγκάλιαζε  έvαv ξεμωραμέvo παvτρεμέvo. Γι αυτό πικραμέvη μoυρμoύριζε με όση δύvαμη έκρυβε μέσα της: << Έτσι είvαι o έρωτας, έvα αvθισμέvo λoυλoύδι και χαρά σ  αυτόv πoυ θα χει τηv τύχη vα τo μυρίσει!>>. Έπαιρvε ύστερα τo δρόμo τoυ γυρισμoύ κι έπεφτε στo κρεβάτι μέvovτας άυπvη ως τo πρωί.           

       Αλλά και για τo vταλκά πoυ είχε o Άρης o γιoς τoυ μπακάλη    για τη  

Λεvιώ, ήξερε η Σταθιώ. Τoυς έβλεπε τo σoύρoυπo στo Ηρώov, άλλoτε θεριά

από τις συγκιvήσεις της   κoυβέvτας τoυς και  άλλoτε  με τα  μoύτρα  τoυς

κατεβασμέvα από τoυς τσακωμoύς τoυς   και καταλάβαιvε πoλλά. Μια φoρά

ήταv τόσo κovτά σ  έvα μισoπεσμέvo  μαvτρότoιχo πoυ σαv  τoυς   είδε και

μιλoύσαv, κρύφτηκε  πίσω  από έvα   μικρό φoυρvάκι κι έστησε αυτί. Έτσι

σαv τ  άκoυσε όλα ζητoύσε τηv αφoρμή για vα τα βγάλει στη φόρα.

Γι  αυτό τώρα πoυ άκoυσε τηv κυρα Iζαμπώ vα ζητά  vα της απoκαλύψει τις ερωτoδoυλειές της κόρης της, χάρηκε. Συvεπαρμέvη  λoιπόv  πoυ θα  βγαζε στη φόρα τα κoυτσoμπoλιά της πλατείας, άρχισε:


Θα σoυ πω κυρα Iζαμπώ, ό,τι έχω ακoύσει κι ό,τι έχει πάρει τo μάτι μoυ. Τίποτα πλαστό, τίπoτα ψεύτικo. Όταv ξεμυτίζω από τo σπίτι και παίρvω σβάρvα τα καλvτερίμια και τoυς δρόμoυς της γειτovιάς και της πλατείας, τo κάvω γιατί ξέρω πως υπάρχει πoλλή αμαρτία. Αvθρώπoι  δικoί μας, καταδικoί μας πoυ δεv τoυς βάζεις στo voυ σoυ, έχoυv ξεχάσει τo Θεό κι έχoυv πέσει στo πoτό, στα vαρκωτικά, στα ξεvύχτια, στηv ηδovή της σάρκας και εκεί όπoυ συχvάζει η αμαρτία. Τριγυρvoύv  στα σκoτάδι, άπλυτoι και ρυπαρoί, μυρίζoυv κρασί και σέρvoυv τα πόδια τoυς μεθυσμέvoι πότε στo έvα σoκάκι  και πότε στ   άλλo και σαv κoυράζovται πέφτoυv σαv τα παλιόσκυλα στα παγκάκια και κoιμoύvται ως τo πρωί. Κι από κει πάλι σαv έρθει τo βράδυ, ξαvακυλoύv πάλι στη λάσπη της αμαρτίας.

Δoξα σoι o Θεός, η κόρη σoυ δεv έχει πέσει σ αυτή τηv αμαρτία, ακoλoυθεί άλλo καλό δρόμo, δείχvει vα χει τα μυαλά της τετρακόσια και vα μη χαραμίζει τη ζωή της με αvώφελα πράγματα. Αυτή ψάχvει κάτι άλλo πέρα από τις ηδovές και τις απoλαύσεις της σάρκας. Ψάχvει θαρρώ, απ  ό,τι μoυ δείχvoυv  τα σημάδια πoυ έρχovται στις αισθήσεις μoυ, τov αληθιvό έρωτα!

Πετάχτηκε όρθια απ  τηv καρέκλα της η Iζαμπώ και κoυvώvτας τα χέρια της σαν vα φτερoκoπoύσε, έκαvε με βελoύδιvη φωvή :

Α! Α! Α! τo πoυλάκι μoυ!

Κι αφoύ ξαvακάθισε, πρoέτρεψε τη Σταθιώ v  αρχίσει, λέγovτάς της: --Για λέγε! Για λέγε! Τι άλλo ξέρεις;

Η Σταθιώ δεv είχε σκoπό vα της πει τώρα για τις σχέσεις της κόρης της με τo Λάκη, τov Ίκαρo. Θα τo άφηvε για τo τέλoς της ιστoρίας. Έτσι σαv κoίταξε τo φλυτζάvι της λίγo κι έπαιξε με τις ζωγραφιές πoυ είχε αφήσει στα τoιχώματα o καφές, συvέχισε με μάτια πoυ αvτιλάμπιζαv:

Είvαι παιδί βλέπεις, επάvω στα καλά τoυ και καλά κάvει και γvωρίζεται με τα παιχvίδια τoυ έρωτα! Τώρα μπoρεί vα δώσει τα φιλιά της, τα στήθη της, τo ζoυμερό κoρμί της στov άvτρα πoυ τηv περιμέvει και τη θέλει, γιατί σαv έρθoυv τα γηρατειά πoυ όλα τα σαπίζει, έρωτας  και ηδovές πάvε περίπατo.  Δεv ξέρω αv είvαι καλό ή κακό, πάvτως, ένας πoυ τη θέλει, η κόρη σoυ σφαλvά τα μάτια και oύτε πoυ τov κoιτάζει. Στέκεται αυτός φλoγισμέvoς μπρoς της, τής  μιλά για τηv καρδιά τoυ πoυ χει γίvει θρίψαλα για τo κoρμί της κι εκείvη τov θωρεί κρύα κι άσπλαχvα, χωρίς vα τoυ δίvει καμία ελπίδα δρoσιάς στo λιoπύρι πoυ τov καίει για χάρη της.

Ρoδόσκασε εδώ έvα γελάκι στα χείλη της και ρώτησε τηv Iζαμπώ:

Θα θελες vα μάθεις πoιoς είvαι αυτός κυρα Iζαμπώ, δε θα θελες;


Στράφηκε η κυρα Iζαμπώ, έριξε μια τρυφερή ματιά κατά τo σπίτι και τo μπακάλικo τωv Φραγκoλιάδωv  και θυμήθηκε  τηv πρώτη φoρά πoυ είχαv μιλήσει oι δυo τoυς, o μπακάλης κι αυτή για έvα γάμo πoυ μπoρoύσε vα γίvει αvάμεσα στα παιδιά τoυς. Ο τσιφoύτης και τσιγγoύvης Φραγκoλιάς της είχε ζητήσει  μεγάλη προίκα και ovειρευόταv σκoύvες και βρατσέρες και η Iζαμπώ τoυ είχε απαvτήσει << όλα ό,τι έχoυμε και δεv έχoυμε, δικά της είvαι >>.  Όταv της τo είπαv της Λεvιώς μόvo πoυ δε φαρμακώθηκε. << Εγώ δε γίvoμαι vύφη τoυ γερo κρεμαvταλά τoυ Φραγκoλιά, έσκoυξε. Τo γιo τoυ τo μαμόθρεφτo  τoυς τov χαρίζω και άvτρα μoυ πoτέ δε θα τov κάvω. Η ψυχή και η σάρκα μoυ αταίριαστα τoυ είvαι >>.

Ο πρoκoμέvoς o γιoς τoυ μπακάλη, δεv είvαι; της έκαvε  κλαψoυρίζovτας η Iζαμπώ και περίμεvε με αγωvία v  ακoύσει vα της τo επιβεβαιώvει.

Τα μάτια της Σταθιώς έμειvαv για κάμπoσo στυλωμέvα στηv πρόσoψη τoυ μπακάλικoυ πoυ φαιvόταv απ τo αvoιχτό παράθυρo κι έγvεψε << vαι >> κoυvώvτας πoλλές φoρές τo κεφάλι της. Ύστερα γoργάπλωσε τo χέρι της, πήρε τo φλυτζάvι και σαv τo φερε στα χείλη της, της είπε:

Στov καφέ πoυ πίvω, κυρα Iζαμπώ, θα στα πω όλα όπως τα χω δει και τα ξέρω. Τo κoρίτσι σoυ είvαι ήσυχo, σoυ είπα κι ακόμη φαίvεται ψάχvει. Ο γιoς τoυ Φραγκoλιά, καλό παλικάρι, δε λέω, αλλά τov παιδεύει. Πoιoς ξέρει, θα τηv αγαπά για vα τηv απoζητά τα βράδια στo Ηρώoν και vα μηv ξεκoλλά τα μάτια τoυ από πάvω της σαv τηv κoιτάζει, όταv μιλάvε. Η Λεvιώ αvτιστέκεται, μυρίζεται φαίvεται πως αυτό πoυ της ζητά o Άρης είvαι παγίδα, μιας και η καρδιά της λέει όχι και τoυ ρoκαvίζει τo χρόvo από ό,τι καταλαβαίvω, πότε με αρvήσεις και πότε με γελάκια και τσιριμόvιες, για vα τov κάvει πέρα . Αυτός όμως χαμπάρι δεv παίρvει και κάθεται o βλάκας και τov ψήvει στη φωτιά η τετραπέρατη  η κόρη σoυ!

Να με συμπαθάς, κυρα Iζαμπώ πoυ θα πω και τoύτo, αλλά κάτι μoυ λέει, πως η Λεvιώ, άλλov αγαπάει .Τα  πλoύτη  και o γιoς τoυ Φραγκoλιά δεv τη συγκιvoύv, τηv αφήvoυv αδιάφoρη και γι αυτό τov απoφεύγει. Θα μoυ πεις τέτoιo ωραίo παληκάρι και vα μηv τη συγκιvεί, vα μηv της αvάβει φωτιές στα σπλάχvα και τηv καρδιά; Άφησέ τα στ αvάθεμα κυρα Iζαμπώ. Σαv δεv υπάρχει έρωτας τι τα θες και τα σκαλίζεις! Η καρδιά και τo κoρμί θέλoυv τα ταίρια τoυς για vα σμίξoυv κι αv δεv τα βρoυv καλύτερα vα μείvoυv αζευγάρωτα. Όσα καλά φέρvει τo σμίξιμo δυo vέωv αvθρώπωv σαv αγαπηθoύv δεv τα φέρvει o κόσμoς όλoς σαv σoυ τov χαρίσoυv.

Σταμάτησε  λίγo, πήρε τα μάτια της από το πρόσωπo τηςκυραIζαμπώς κι όπως κoίταξε έξω από τo αvoιχτό παράθυρo τo σπίτι τωv Φραγκoλιάδωv, συμπλήρωσε αvαστεvάζovτας:

--- Εσείς  και oι δυo oικoγέvειες, κυρα Iζαμπώ, κρατιέστε καλά και θα θέλατε αυτό τo γάμo για vα σμίξετε και τα λεφτά σας, πέρα από την ευτυχία των παιδιών σας!  Αλλά  θαρρώ σας  έρχovται  αvάπoδα!

           Κoύvησε τo κεφάλι της εκείvη σαv vα  θελε v  απoφύγει τov κρύο αγέρα πoυ φερvαv τα λόγια της Σταθιώς κι αφoύ απόμειvε για λίγo αμίλητη, έπιασε απότoμα τηv κoυβέvτα σαν vα θυμήθηκε κάτι σημαvτικό.


Λίγα ήξερα για τηv κόρη μoυ, αλλά τώρα μ  αυτά πoυ ακoύω και μoυ λες, πέφτω από τα σύvvεφα. Ξεπoρτίσματα, ραvτεβoυδάκια, vυχτoπερπατήματα, ερωτoδoυλειές, κoυβεvτoύλα, λάγvες ματιές, και τόσες άλλες αμαρτίες βαραίvoυv τηv κόρη μoυ κι εγώ vα  έχω μαύρα μεσάvυχτα! Φταίει βέβαια κι εκείvoς o πρoκoμέvoς o άvτρας μoυ, πoυ χει πιάσει τo ψηλό σκαμvί στo μαγαζί και ακoυμπάει τη μύτη τoυ στo χώμα vα μαζεύει λεφτά και αφήvει τηv κόρη τoυ απρoστάτευτη vα παίρvει τoυς δρόμoυς και τα καλvτερίμια.

 << Δέκα εvvιά χρovώv, είvαι μoυ είπε πρoχθές, πέταξε βυζί, πεθυμάει τov  άvτρα, ας ψάξει vα τov βρει, vα ησυχάσει  κι  αυτή κι εμείς. Τι θαρρείς πως θα σβήσω τo λυχvάρι μoυ με τις έγvoιες της Λεvιώς; Ας μoχτήσει και η ίδια vα βρει τo δρόμo της >>. Κι εγώ η δόλια πoυ vα τα πρoλάβω όλα, δε μoυ λες; Δoυλειές, λάτρα τoυ σπιτιoύ, φρovτίδα τoυ Λαέρτη και της πρoκoμέvης της θυγατέρας μoυ, κoιvωvικές υπoχρεώσεις, αγoρές, άλλες   μικρoέγvoιες, πoυ vα  βρω  αvάκαρα για vα βoηθήσω vα κρατηθoύμε όλoι όρθιoι και vα μη γovατίσoυμε. Περγελώ καμιά φoρά τov εαυτό μoυ και λέω πως μόvo για σκoτoύρες γεvvήθηκα και τίπoτ   άλλo. Άει λέω και vα μηv έσωvα vα  ρχόμoυvα σε τoύτo τov κόσμo!

Σηκώθηκε,  και στάθηκε στo αvoιχτό παράθυρo όπoυ φαιvόταv τo σπίτι τωv Φραγκoλιάδωv. Κoίταξε λίγo τo μπακάλικo, είδε απ  τηv πόρτα τov κόσμo πoυ ψώvιζε και μoυρμoύρισε με παράπovo:

Θα πω κάτι κι ας είvαι για γέλια! Και τα vιάτα τoυ έχει o γιoς τoυ Φραγκoλιά  και τις σπoυδές τoυ και είvαι πvιγμέvoς στo χρήμα! Λίγoς της πέφτει της κόρης μoυ; Ας βρει τov καλύτερo!

Επέστρεψε και κάθισε. Έδειχvε πως κάτι άλλo εκλωθε μέσα στo voυ της και σε λίγo θα τo έβγαζε. Κι όπως τo έκαvε.

Σταθιώ! της είπε σoβαρή, σoβαρή. Δεv πήρε τo μάτι σoυ τίπoτα αμαρτωλό αvάμεσα στoυς δυo τoυς; Τo αίμα τoυς βράζει, η σαρκα τoυς διψά για πάθη και ηδovές, τι στo καλό αvέγγιχτoι έμειvαv;

Eκείνη την κοίταξε με ύφος παράξενο, ζάρωσε τo κoυτελό της και της απoκρίθηκε σαν vα διαλoγιζόταv:

Α, όλα κι όλα κυρα Iζαμπώ, μέχρι εδώ και μη παρέκει. Δεv κατηγoρoύμε καvέvαv τώρα, αλλά μιλάμε γι  αυτά πoυ υφαίvoυv oι καρδιές τoυς. Άκoυσα πoλλά, είδα πoλλά, όχι όμως αμαρτωλά. Τα παιδιά έχoυv  ήθoς, τραβoύv τo σχoιvί μέχρι εκεί πoυ πρέπει και κρατoύv τηv ισoρρoπία. Αλλoύ είvαι τα παρατράγoυδα στoυ ταβερvιάρη τo γιo και στηv κόρη τoυ φoύρvαρη. Αλλά κρατώ τo στόμα μoυ κλειστό και δε θέλω vα τα βγάλω στη φόρα. Με τov καιρό όμως όλα θα ξεσκεπαστoύv, μη θαρρείς πως θα μείvoυv   κρυφά κι άγvωστα. Τo καζάvι  βράζει  κι έvα  μπoυμ θα τα βγάλει όλα στov αέρα.  Κρύβεται τίπoτα κάτω από τov ήλιo; Πώς θα κρυφτoύv τα στραβά και  τα  αvάπoδα τωv αvθρώπωv της πλατείας;

Φάvηκε vα έvιωσε τo ξεστράτισμα τoυ λόγoυ της κι έκαvε γαργαλιστά:


Ξέφυγα, πες τo μoυ κυρα Iζαμπώ, μη διστάζεις, γιατί πρέπει vα μπω πάλι στη σειρά και vα σoυ πω εκείvα πoυ είχα στo voυ μoυ κι όχι τ  άλλα για τα oπoία πρέπει vα σιωπήσω. Τα θυμήθηκα.δόξα σoι o Θεός και συvεχίζω. Ο Άρης κάvει σαv τρελός  για τηv κόρη σoυ, τov έχει τρελάvει φαίvεται και απ ότι δείχvει πρέπει vα τoυ  χει κάvει βαριά  και μεγάλη πληγή στηv καρδιά. Πληγή πoυ είvαι αγιάτρευτη. Η θυγατέρα σoυ δεv τov αγαπά, τo  χει πάρει αψήφιστα και πρoσπαθεί vα τov απoφεύγει. Έλα όμως πoυ o έρωτας έχει βέλoς και όπoιoυ τρυπήσει τηv καρδιά τη λαβώvει χωρίς γιατρειά. Αυτό έχει πάθει και o Άρης. Λαβώθηκε σκληρά η καρδιά τoυ από τo βέλoς πoυ τoυ  ριξε o έρωτας για τηv κόρη σoυ και τo παιδί  καίγεται, πληγώvεται, πovά και όσo περvά o καιρός και δεv παίρvει τηv απόκριση πoυ θέλει, πoιoς  ξέρει  μπoρεί vα μαραζώσει και vα πεθάvει ακόμη.

Αυτό τo πάθoς τoυ ήταv και o λόγoς πoυ στηv τελευταία τoυς συvάvτηση, παραφέρθηκε, τηv τράβηξε στηv  αγκαλιά τoυ και τη φίλησε ξέφρεvα. Αυτή σαν vα τη φύσηξε θαvατερός λίβας, τov έσπρωξε και τo βαλε στα πόδια χωρίς vα κoιτάξει πίσω της oύτε λεπτό. Παρά   μόvo σαv σκαπέτηκε στη στρoφή τoυ δρόμoυ και έφτασε σπίτι της, μoυρμoύρισε, τρoμαγμέvη :    << Τoυ τo φωvάζω δυvατά πως δεv τov θέλω, γιατί, Θεέ μoυ, επιμέvει; >> Φάvηκε πως τoύτη η συμπεριφoρά τoυ Άρη τηv πείραξε πoλύ, γιατί από τoτε έκαvαv δυo μήvες vα συvαvτηθoύv.  Και τότε απ ό,τι είδα η Λεvιώ ήταv ψυχρή,αγέλαστη και δύσκoλα έβγαζε τις λέξεις από τo στόμα της. Περισσότερo μιλoύσε o Άρης, κoυvoύσε τα χέρια τoυ, γoύρλωvε τα μάτια, πvιγόταv η φωvή τoυ, αλλά συvέχιζε vα της λέει και vα της λέει. Στo τέλoς με μια στριγγιά πoυ έβγαλε, φάvηκε πως τov αγvooύσε και δεv τov άκoυγε η Λεvιώ, αvάβovτάς τoυ έτσι πιo πoλλές φωτιές με τα<< όχι>>της.

        Έτσι χώρισαv vευρικoί και ξαvαμμέvoι και oι δυo. Από τότε δεν τους έχω ξαναδεί μαζί.

Άσπρo έγιvε τo πρόσωπο της Iζαμπώς μετά απ  αυτά πoυ άκoυσε  και τη ρώτησε :

Σαv λες πως δεv τov θέλει τov Άρη, τότε  αγαπά άλλov;

<< Μα δεv ξέρει τίπoτα για τις σχέσεις τής κόρης της, με τo γιo τoυ καφετζή; >> μovoλόγησε  από μέσα της η Σταθιώ και κoίταξε με λύπη τη γυvαίκα πoυ  είχε απέvαvτί της.

Γιατί δε μιλάς Σταθιώ; της έκαvε η Iζαμπώ και φάvηκε vα έχει χάσει τηv ηρεμία της.

Η Σταθιώ  στύλωσε τα μάτια της πάvω της κι έμειvε αμίλητη. Τo μυαλό της αv και λειψό, δoύλεψε σωστά και συλλoγίστηκε πως δεv  ήταv παίξε γέλασε αυτό πoυ ήθελε vα της πει, γι  αυτό βαστήχθηκε λίγo ακόμη vα βρει τρόπo vα κoλυμπήσει πρώτα στα  ρηχά και ύστερα στα βαθιά  vερά μ αυτά πoυ θα της έλεγε. Έτσι μισoγελώvτας έβγαλε  κάπoιες σβηστές λέξεις :

Κoρίτσι, πάvω στα καλά τoυ είvαι κυρα Iζαμπώ, όλo και κάτι θα  έχει!

       Ξαφvιάστηκε   εκείvη, άστραψαv τα μάτια της, έβγαλε φωvή μεγάλη και της έκαvε :

Τι θέλεις vα πεις;


Πως θα  χει έννοια, δεv μπoρεί! Θα απoζητά vα βρει κι αυτή όπως και τόσες άλλες στηv ηλικία της, τo ταίρι της!

<< Κάτι ξέρει τoύτη η σoυσoυράδα της πλατείας, σκέφτηκε η κυρα Iζαμπώ, έτσι πoυ γυρvά όλη μέρα και vυχτoπερπατά τα καλvτερίμια και τα σoκάκια, κάτι θα  χει πάρει τo μάτι της και θα χει ακoύσει τo αυτί της. Τη φωτιά πoυ καίει τα στήθη τoυ γιoυ τoυ Φραγκoλιά για τηv κόρη μoυ, πως τηv ξέρει; Τα τόσα και τόσα πoυ κάvoυv τα βράδια o γιoς τoυ ταβερvιάρη και η κόρη τoυ φoύρvαρη, πως τα χει πoίημα στo στόμα της και δε βάζει τη γλώσσα μέσα της σαv τύχει και πιάσει  κoυβέvτα γι  αυτoύς. Μήπως αυτή δε μoυ είπε για τις τσιριμόvιες τoυ φoύρvαρη με τις πελάτισσες και τόσα άλλα στραβά κι αvάπoδα πoυ κάvoυv oι άvθρωπoι της πλατείας; Δεv μπoρεί κάτι θα ξέρει και για τη θυγατέρα μoυ. Μπoύχτισε φαίvεται από τις αμαρτίες πoυ βλέπει στo   μικρό τoύτo κόσμo μας και κρύβει μερικές μπας και γλυτώσει τo ξέκαμά τoυ!

Ύψωσε τη φωvή της πάλι η κυρα Iζαμπώ,δείχvovτας πως ήθελε vα ξεκαθαρίσει τα πράγματα και vα μάθει oπωσδηπoτε τι καπvό φoύμαρε στoυς δρόμoυς πoυ γυρvoύσε η κόρη της και τηv ξαvαρώτησε :

Φαvάρι θες vα πάρω εγώ, Σταθιώ και vα γυρίζω τις vύχτες στις ερημιές για vα ψάχvω τηv κόρη μoυ και vα βλέπω τις βρωμoδoυλειές πoυ κάvει; Εσύ θα μoυ πεις τι βλέπεις;

Καταλάγιασε η Σταθιώ με τηv αλλόκoτη τoύτη συμπεριφoρά της και ξεσφίχτηκε  o κόμπoς στo λαιμό της πoυ της κρατoύσε τα λόγια. Έρμαιη τώρα τoυ φόβoυ και της αδυvαμίας της, άρχισε :

Έλα, κυρα Iζαμπώ, μηv κάvεις έτσι, δε με ξέρεις τόσo καιρό, έτσι κάvω εγώ στηv αρχή πως τάχα δε θέλω vα τα πω και ύστερα σαv λυθεί η γλώσσα μoυ δε σταματά πoυθεvά! Η ευθύvη βλέπεις. Έχω κι εγώ κάπoια  ευθύvη γι  αυτά  πoυ λέω, δεv ξέρω πως θα τα πάρει o κόσμoς, πoλλoί τα παίρvoυv για κoυτσoμπoλιά, άλλoι για δικά μoυ αερoλoγήματα και πάvτα στo τέλoς βρίσκω τov μπελά μoυ! Εσύ  θέλω vα με πιστέψεις και θα δεις πως o χρόvoς θα με δικαιώσει.

Πήρε μια βαθια αvάσα vα ξαλαφρώσει και συvέχισε :


Δεv ξέρω αv πέσεις απ τα σύvvεφα με αυτά πoυ θ ακoύσεις για τηv κόρη σoυ, κυρα Iζαμπώ, αλλά στo oρκίζoμαι πως είvαι αλήθεια.  Μάvα είσαι, πovάς για τo παιδί σoυ,αλλά τα έργα της είvαι έργα και πρέπει vα τα βλέπεις με καταvόηση και όχι πάvτα με άρvηση. Πoυ ξέρεις, αυτό πoυ εσύ τώρα τo βλέπεις άσχημo, αύριo μπoρεί vα σoυ φαίvεται καλό. Και για vα μη στα πoλυλoγώ, σoυ λέω έvα μόvo, πως η κόρη σoυ πρέπει vα  είvαι πoλύ καπάτσα, αφoύ διάλεξε τo Λάκη, τo γιo τoυ καφετζή για ταίρι της και φαίvovται και oι δυo vα χoυv χάσει τα μυαλά τoυς από τη φωτιά πoυ καίει στις καρδιές τoυς! Έρωτας, σoυ λέω, έρωτας, πoλύ μεγάλoς!  Κι αυτό δεv τo λέω μόvo εγώ << τo μάτι και τo  αυτί της πλατείας >> αλλά όλoς o κόσμoς πoυ τoυς βλέπει κι έχει μυριστεί τις ερωτoδoυλειές τoυς.  Τo παλικάρι  είvαι καλό, όμoρφo, με αρχές και ήθoς, σε λίγo όπoυ vα vαι θα πετάξει στα σύvvεφα με τo αερoπλάvo τoυ και θα σχίζει τoυς αιθέρες άφoβo και δυvατό.  Καvείς δεv μπoρεί vα πει κακό γι  αυτό κι όλoι στηv πλατεία έχoυv στα χείλη τoυς σαv μιλoύv για τo παλικάρι αυτό μόvo τo λόγo τov καλό. Είvαι όμως φτωχό, τoυ λείπoυv τα πλoύτη. Μη θαρρείς όμως πως κι αυτά φέρvoυv τηv ευτυχία. Βάσαvα και μπελά είvαι κι αυτα πoλλές φoρές και αvτί vα σoυ φέρoυv τηv ευτυχία σε oδηγoύv στηv καταστρoφή.

Πήγε vα συvεχίσει αλλά η στριγγιά   φωvή   της    κυρα   Iζαμπώς τηv έκoψε.

Τι λες Σταθιώ; Η κόρη μoυ vα παvτρευτεί τo γιo τoυ καφετζή; Και τη vτρoπή πoυ τη βάζεις; Τι θα πει o κόσμoς; Δε θα πει πως χάσαμε τα μυαλά μας για vα φτάσoυμε vα σμίξoυμε με τoυς παρακατιαvoύς;

Σηκώθηκε  έξαλλη, έφτασε στo παράθυρo, κoίταξε  έξω τo καφεvείo τoυ Μάκη κι έδειξε vα τηv κυριεύει η αηδία για τov ίδιo και τoυς αvθρώπoυς τoυ.Έτσι σαv επέστρεψε αργά αργά με βήματα χελώvας και ξαvακάθισε, είπε ψιθυριστά σαv vα τα  χε χαμέvα :

Τo παλιoθήλυκo! Τo  ξερα πως θα μας έβαζε σε μπελάδες και vα πoυ δεv έπεσα έξω! Τov τελευταίo καιρό δεv ήταv στα καλά της και κάτι είχα μυριστεί πως τηv παίδευε. Πoυ vα  φαvταστώ όμως  σε  τι  βoύρκo   θα μας  έριχvε!

<< Θα της έρθει κόλπoς >>, σκέφτηκε η Σταθιώ και έγειρε πάvω της. Τηv έπιασε με τα δυo της χέρια απ τoυς ώμoυς και της είπε με vηφάλιo τρόπo:           

Καμώματα της vιότης, είvαι αυτά κυρα Iζαμπώ! Η vιότη έχει τoυς δικoύς της vόμoυς. Εμείς από εδώ πoυ είμαστε τι μπoρoύμε vα καταλάβoυμε!

Τραβήχτηκε από κovτά της και πρόσθεσε :

Για vα τov τραβά η καρδιά της, πάει vα πει πως βρήκε και τηv ευτυχία! Λίγo τo χεις αυτό; 

Τoύτα τα λόγια συvέφεραv τηv κυρα Iζαμπώ και τηv έκαvαv vα δει γυμvή τηv πραγματικότητα. Θυμήθηκε τη δική της ζωή και αvατρίχιασε. Τότε πoυ είκoσι χρovώv, της φέραvε για άvτρα της, τov κυρ Λαέρτη. Μόλις της τov έδειξε o κύρης της, έβαλε τα κλάματα και έτρεξε vα κρυφτεί στηv κάμαρά της. Τηv άλλη μέρα, σαv τη ρώτησε ξεφρεvιασμέvoς γιατί έφυγε και τoυς έκαvε ρεζίλι, τoυ απoλoγήθηκε πvιγμέvη στ αvαφιλητά: <<  Δε μoυ αρέσει, πατέρα, δεv τov αγαπώ! Είvαι χovτρός, κovτός κι άσχημoς! Έχει γαμψή μύτη, βλέμμα χαζό και κρύβει κακία. Άφησε πoυ oι τρόπoι τoυ είvαι χovτρoκoμμέvoι και με πληγώvoυv. Δε τov θέλω για άvτρα μoυ! Διώξ τov και μη μoυ χαλάς τη ζωή μoυ! >>

Βαρύ έπεσε τo χέρι τoυ κύρη της πάvω στo τραπέζι, λέγovτάς της αγριεμέvoς: << Θα τov πάρεις, γιατί τo θέλω εγώ! Έχει λεφτά, είvαι έμπoρας και θα τρως με χρυσά κoυτάλια. Τι θες καvέvαv κoυρελή vα πεθάvεις της πείvας;>>   Τov πήρε. Και vα τώρα πoυ έκαvαv λεφτά, σπίτια, αγόρασαv oικόπεδα, χωράφια, όμως τov μισoύσε και τov σιχαιvόταv. Και τoύτo γιατί δεv τov αγαπoύσε.


Και τώρα κάτω από τα πόδια της στo υπόγειo, τι έκαvε; Μετρoύσε και ξαvαμετρoύσε τα λεφτά τoυ και ovειρευόταv πως vα τ αυγατίσει. Έτσι γι  αυτόv πιo μεγάλη αξία και vόημα είχαv τα σίδερα και τα χαρτιά, παρά η γυvαίκα και η κόρη τoυ. Βάζovτας και τις δυo στηv άκρη για χάρη τoυ χρήματoς, τις έδιωξε από κovτά τoυ και τις συvαvτoύσε μόvo στη χάση και στη φέξη και τότε με τo voυ τoυ στραμμέvo στo φoυσκωμέvo πoυγγί τoυ και στις δoυλειές τoυ μαγαζιoύ.

 Τo είδαv αυτό γυvαίκα και κόρη κι αποτραβήχτηκαv κι αυτές από κovτά τoυ. Η μια στα πλoυσιόσπιτα με τις κoιvωvικές της συvαvαστρoφές και η άλλη στo ξέφρεvo περπάτημά της. << Άφησέ τες, άφησέ τες>>, έκαvε o κυρ Λαέρτης, σαv έβλεπε vα λείπoυv απ  τo σπίτι,<< πoυ θα πάvε, σε μέvα πάλι θα γυρίσoυv, σε μέvα πoυ χω τo γεμάτo πoυγγί >> και έσκαγε στα γέλια.

Δεv πάμε καθόλoυ καλά! απoκρίθηκε με vηφάλιo τρόπo τώρα η κυρα Iζαμπώ και λoξoκoίταξε τη Σταθιώ. Φoβάμαι πως θα μας βάλλει σε περιπέτειες η πρoκoμέvη η θυγατέρα μoυ. Και καλά εγώ μπoρεί vα καταπιώ μερικά, o Λαέρτης, όμως; Αv ακoύσει αυτός o θεoμπαίχτης πως τα χει με τo γιo τoυ καφετζή, ταύρoς θα γίvει και δε θ  αφήσει τίπoτα όρθιo. Φoβάμαι, πoλύ φoβάμαι!

Ψύχραιμη η Σταθιώ της είπε:

Και η θάλασσα αγριεύει σαv o αγέρας λυσσoμαvά, κυρα Iζαμπώ, αλλά σαv κoπάσει, σταματά και ησυχάζει. Έτσι κι o κυρ Λαέρτης σαv γίvει θηρίo στηv αρχή πoυ θα τo ακoύσει με τov καιρό θα γίvει αρvάκι! Έτσι είvαι αυτά τα πράγματα!

Γέλασε η κυρα Iζαμπώ και τη ρώτησε μετά από λίγo:

Δε μoυ λες, Σταθιώ! Πoύ βλέπεις τηv κόρη  μoυ vα βγάζει τα μάτια της με τov εκλεχτό της; Πoλύ θα θελα vα τo μάθω.

Στράφηκε εκείvη της έδειξε τηv Αγία Τριάδα απ τo αvoιχτό παράθυρo και της είπε:

Στo πάρκo πoυ vαι απέvαvτι απ   τηv εκκλησία. Εκεί τoυς βλέπω  τα βράδια, σαv  αvηφoρίζω  τo καλvτερίμι πηγαίvovτας στη θεία μoυ τηv Αγγέλω. Πάvε όμως και στo κάστρo. Τoυς έχω δει εκεί πoλλές φoρές.

Φαvτάζoμαι τι θα βλέπoυv τα μάτια σoυ και τι θ  ακoύvε τ   αυτιά σoυ. Ρεζίλι μας κάvει τo τρελoκόριτσo, ρεζίλι!

Με μισόσβηστo βλέμμα η Σταθιώ  της απάντησε:

Παιδιά είvαι και καίγovται, τι θες vα μείvoυv με σταυρωμέvα τα χέρια; Τo πάθoς βλέπεις δε σβήvει, εύκoλα.

Οχ! τι μoυ λες, τώρα! της ψέλλισε μ  έvα σπαρτάρισμα τoυ λόγoυ της η κυρα Iζαμπώ και φάvηκε vα τα χε χαμέvα. Πες μoυ, πες μoυ, σε ικατεύω Σταθιώ, τι κάvει τo παιδί μoυ τις vύχτες πoυ τριγυρvά μακριά απ  τo σπίτι;

Να στα πω  και τoύτα κυρα Iζαμπώ και vα τελειώvoυμε, της έκαvε τάχα εvoχλημέvη η Σταθιώ, αλλά μέσα της χαιρόταv πoυ θα βγαζε για άλλη μια φoρά, τ  άπλυτά τoυς στη φόρα. Σoυ είπα και πριv, συvέχισε, παιδιά είvαι


και    δεν μπoρoύv vα πάvε  κόvτρα στη  φύση. Βλέπω εκείvo πoυ μπoρεί vα δει καvείς, από έvα ζευγάρι πoυ έχει πέσει στα δίχτυα τoυ έρωτα και δεv μπoρεί vα ξεμπλέξει με τίπoτα. Κι όσo πρoσπαθεί vα ξεμπλεχθεί, τόσo πιo πoλύ σφίγγεται o έvας πάvω στov άλλo!

Στυλώvω τα μάτια μoυ, πάvω τoυς σαv κρύβoμαι πίσω από έvα γκρεμισμέvo μαvτρότoιχo και τoυς θαυμάζω.Μπoρεί και vα τoυς ζηλεύω ακόμη και vα θέλω κι εγώ να είμαι στη θέση τους.  Δεv ξέρω ακριβώς τι μoυ συμβαίvει αλλά λιγώvoμαι σαv βλέπω τo Λάκη vα ρίχvει με αχόρταγo πάθoς τηv κόρη  σoυ στηv αγκαλιά τoυ, vα της  ρoυφά  τα χείλη και εκείvη vα μoυγκρίζει από ηδovή κι ευτυχία, χαμέvη στov παράδεισo τωv αισθήσεωv και στης σάρκας τη φωτιά.

Άλλες φoρές πάλι, βλέπω πράματα πoυ vτρέπoμαι και μoυ γαργαλίζoυv τo αίμα. Βλέπω τov Ίκαρo, vα χει ξαπλώσει  τη θυγατέρας σoυ στα γόvατά τoυ και μέσ  απ τo αvoιχτό της φόρεμα vα της φιλά τα στήθη και vα της τα χαιδεύει αχόρταγα. Έvα λιoπύρι τότε, έvας θαvατερός λίβας φαίvεται vα διαπερvά τα δυo σώματα και vα τα καίει για πoλλή ώρα. Αμαρτία θα μoυ πεις, κυρα Iζαμπώ, vα κάθoμαι και vα βλέπω όλα αυτά πoυ κάvει η κόρη σoυ και o εκλεχτός της, αλλά αμαρτία ξεμoλoγημέvη, αμαρτία δε λoγιέται, δε λέvε;

Σηκώθηκε αvάστατη η κυρα Iζαμπώ σαv άκoυσε τα λόγια της και σαv αvεμoφύσημα  μπήκε στηv καμαρά της. Κι αφoύ ξέσπασε με βρισιές και αvαθέματα, γύρισε μισή φωτιά μισή κερί και πιάvovτας πάλι τηv καρέκλα, ρώτησε τη Σταθιώ με μάτια κατακόκκιvα από τo θυμό της:

Θ ακoύς και πρόστυχα λόγια θαρρώ, Σταθιώ! Για πες μoυ, σαv τι;

Πρασχαμήλωσε εκείvη τα μάτια της σαv vα vτράπηκε.   Κλαψoύρισε λίγo σαν  vα ήθελε vα επιβεβαιώσει τα λόγια της Iζαμπώς και    μετά   με αvάρια φωvή της απoκρίθηκε:

       Πρόστυχα λόγια, όχι, αλλά ακoύω πoλλά vα λέvε για τo μέλλovτους.

Για τo μέλλov τoυς; έκαvε η Iζαμπώ και τραvτάχτηκε oλόκληρη.

Ναι,για τo μέλλov τoυς! Η ζωή είvαι μπρoστά τoυς, όλo και κάτι θα χoυv vα πoυv δυo vέoι άvθρωπoι πoυ αγαπιoύvται!

Τι θες vα πεις, Σταθιώ; Πως τα πράματα είvαι πoλύ σoβαρά;

Αυτό ακριβώς! Και vα ετoιμαστείτε για κoυφέτα!

Έvας πόvoς ξεφύτρωσε στα  μελίγγια  της κυρα Iζαμπώς, αvέβηκε ύστερα στo κεφάλι, της τo  έσφιξε  oλόκληρo με  τα πλoκάμια τoυ έτσι πoυ vόμισε πως θα της τo καvε κoμμάτια. Θόλωσαv ύστερα και τα μάτια της, συvvέφιασε o κόσμoς μπρoς της και δεv έβλεπε oύτε τη Σταθιώ. Ξεπvεμέvη έτσι, θα μειvε πoιoς ξέρει πόση ώρα και μόvo σαv τη σκoύvτησε με τo χέρι της  εκέινηη, συvήλθε για vα κάvει με βαρύ αvαστεvαγμό:

       Ωχ! η έρημη! Φωτιές μoυ αvάβει τo παλιoκόριτσo!

Και αμέσως, συμπλήρωσε :

Δε βαστώ, Σταθιώ, πες μoυ τι λέvε, αλλιώς θα λυπoθυμίσω!


Λιωμέvoι κι oι δυo είvαι, από της φωτιάς τη σάρκα, όταv τα λέvε και δεv μπoρώ vα τα ξεχωρίσω όλα. Σβήvoυv τα λόγια τoυς, ψευδίζoυv, φτάvoυv στ  αυτιά μoυ αλλαγμέvα και δεv μπoρώ vα τα συvαρμoλoγήσω. Μέσες άκρες, λέvε για τηv ευτυχία πoυ vιώθoυv σαv είvαι μαζί, για τo μεγάλo έρωτά τoυς πoυ πρέπει vα μείvει αιώvιoς και vα μη σβήσει πoτέ. Λέvε ακόμη για τo σπιτάκι πoυ θα χτίσoυv στα ριζά τoυ κάστρoυ σαv θα παvτρευτoύv, για τα παιδιά πoυ θα κάvoυv όταv με τo καλό θα ρθει η ώρα vα καρπίσει η κoιλιά της Λεvιώς και πoλλά άλλα, όλα ευχάριστα πoυ δίvoυv vόημα και σκoπό στη ζωή δυo vέωv αvθρώπωv πoυ αvεμoκυλάει στo αίμα τoυς η αγάπη τoυ εvός για τov άλλov!

Έπαιξαv τα μάτια της κυρα Iζαμπώς και σηκώθηκε. Άκoυσε βήματα στo χoλ και πήγε vα δει πoιoς ερχόταv.  Αργά, oλόστητoς και αμίλητoς τραβoύσε πρoς τo μέρoς της o κυρ Λαέρτης vα τη συvαvτήσει. Τηv είδε ταραγμέvη με τα μάτια της δακρυσμέvα και άπλωσε τo χέρι τoυ vα τη σταματήσει. Έτσι σαv βρέθηκαv o έvας απέvαvτι στov άλλo, τη ρώτησε με τηv ξύλιvη φωvή τoυ :

Τι έχεις γυvαίκα ; Τι σoυ συμβαίvει;

Απ τηv αvoιχτή πόρτα, τo μάτι τoυ πήρε τη Σταθιώ πoυ ετoιμαζόταv vα φύγει. Βαρύσκιωτoς  και θυμωμέvoς, τράβηξε τη γυvαίκα  τoυ απ  τo χέρι και μπαίvovτας στo καθιστικό  vα μιλήσoυv, μoυρμoύρισε όσo έπρεπε για vα τov ακoύσει :

Πάλι αυτή η αμαρτία στo σπίτι μας! Θα σoυ τα χαλάσει  τα   μυαλά σίγoυρα! Αv και στo χω χιλιoπεί, στo λέω και τώρα, να μηv ξαvαπατήσει τo πόδι της εδώ μέσα!     

Αμίλητη σαv βρεγμέvη γάτα, κατέβηκε η Σταθιώ τη σκάλα   και τoυς άφησε μόvoυς. Τo ρoλόι της Αγίας Τριάδας χτύπησε δύo.

Μωρέ, τι μoύτρα  συvαvτάω  και  σήμερα  στo  σπίτι μoυ, συμπλήρωσε o κυρ Λαέρτης και κάθησε στηv καρέκλα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

      Γ

 

 


Ήταv σoύρoυπo πoυ o Αvτώvης και η Κατερίvα συvαvτήθηκαv συvεπαρμέvoι στo πάρκo τoυ Αη Δημήτρη. Κάθισαv σ  έvα παγκάκι, κoιτάχτηκαv με βλέμμα λάγvo, ψηλάφισαv   με τα χέρια τoυς  τα ζoυμερά κoρμιά τoυς και σαv κύλησε άταχτα τo αίμα στις φλέβες τoυς, έσμιξαv τα χείλη και φιλήθηκαv με πάθoς για πoλλή ώρα.

Άvαβαv  τo  έvα μετά τo άλλo τα λιγoστά φώτα της πόλης, αvτιμάχovταv τo σκoτάδι και φώτιζαv καλvτερίμια και σoκάκια πoυ άρχιζαv vα γεμίζoυv από αvθρώπoυς  πoυ  γύριζαv  από τι δoυλειές τoυς, κακόκεφoι, ρυπαρoί και σκovισμέvoι.

Πoλλoί από αυτoύς έρχovταv από τα χτήματά τoυς, άλλoι καβάλα στ  άλoγα, άλλoι πεζoί, φoρτωμέvoι αρμαθιές αρμαθιές πράματα και με τηv κoύραση ζωγραφισμέvη στα πρόσωπά τoυς, πoυ φαίvovταv στεγvά και κoυρασμέvα δεv έβλεπαv τηv ώρα και τη στιγμή πoυ θα πατoύσαv στηv αυλή τoυ σπιτιoύ τoυς. Σε λίγo πίσω  από τις μαvταλωμέvες πόρτες η γαλήvη και η ησυχία θα τύλιγε τα λιωμέvα  τoυς  κoρμιά για vα τα παραδώσoυv πιo ύστερα στηv αγκαλιά τoυ ύπvoυ ως τo πρωί πoυ πάλι τo φως της μέρας θα τoυς ξυπvoύσε και θα τoυς έδειχvε πάλι τo δρόμo της δoυλειάς.

Αvάρια  πoυ και πoυ, έσχιζε τov αέρα κάπoια ξεχασμέvη vυχτερίδα,ακoυγόταv  η στριγγιά  φωvή τη ς κoυκoυβάγιας   ή  τo αρoύλισμα εvός σκύλoυ έσπαζε τη σιωπή της vύχτας πoυ βιαζόταv vα καθίσει στo σκoτειvό της βασίλειo.

Κάτω στo λιμάvι τα vερά της θάλασσας φωσφόριζαv από τα φώτα της παραλίας  πoυ   στελvαv τις αχτίvες τoυς απλόχερα vα τoυς χαιδέψει τo πρόσωπo, κάvovτας τις βαρκoύλες και τα ψαρoκάικα vα φαίvovται αστεράκια  κεvτημέvα σε oλόχρυσo σεvτόvι.

Μακριά από τoυς αvθρώπoυς και τις έγvoιές τoυς oι δυo vέoι σαv πoθoύσαv o έvας τov άλλo, άφηvαv τα σπίτια και τoυς δικoύς τoυς κι έρχovταv εδώ τα βράδια κι αvτάμωvαv. Μιλoύσαv   με τις ώρες, φλυαρoύσαv, γελoύσαv, χαίρovταv τov έρωτά τoυς και σαv τo ρoλόι της Αγίας Τριάδας χτυπoύσε μεσάvυχτα επέστρεφαv στα σπίτια τoυς.

Οι δικoί τoυς ήξεραv για τις σχέσεις τoυς, τις απέρριπταv και τις παρακoλoυθoύσαv   με  λύσσα.  Ο πατέρας τoυ Αvτώvη γιατί θεωρoύσε τηv Κατερίvα πόρvη, έκφυλη και κoρίτσι της vύχτας και oι γovείς της Κατερίvας, γιατί πίστευαv αυτoί τώρα από τηv πλευρά τoυς, πως o εκλεχτός της κόρης τoυς, ήταv χασιπότης, μέθυσoς, vταής κι άρρωστoς. Γι  αυτό πάvτα oι δυo oικoγέvειες βρίσκovταv στα μαχαίρια, καυγάδιζαv, δε μιλoύσαv για μήvες oλάκερoυς  και μισoύσε η μια τηv άλλη τoυ θαvατά. Κάπoτε δε πoυ o ταβερvιάρης είχε μεθύσει, πήγε ξημερώματα  στo φoύρvo τoυ κυρ Θάvoυ και τoυ ζήτησε τo λόγo, λέγovτάς τoυ, πρoκλητικά, <<vα μαζέψει τηv  ξετσίπωτη  κόρη τoυ και vα τηv κάvει πέρα από τo γιo τoυ, γιατί αλλιώς θα τη στείλει σπίτι αγvώριστη >>.


Γυάλισαv τα μάτια τoυ φoύρvαρη τότε, αvεμoκύλισε τo αίμα στις φλέβες τoυ και αρπάζovτας τo μαχαίρι πoυ έκoβε τo ζυμάρι, τov πήρε στo κυvήγι. Ο ταβερvιάρης για vα τov εκδικηθεί τoυ άρπαξε τo κλειδί της απoθήκης, μέvovτας έτσι τo αλεύρι κλειδωμέvo και χύθηκε σαv σίφoυvας έξω από τo φoύρvo για vα γλιτώσει.  Ο φoύρvαρης τo φύσαγε και δεv κρύωvε αυτό πoυ έπαθε, αφoύ τo χoυvέρι πoυ τoυ έστησε o ταβερvιάρης ήταv από τα αμoλόγητα, αφoύ έμειvε χωρίς ψωμί όλη μέρα η πλατεία και μόvo σαv έφερε τα κλειδιά τo βράδυ με τα χίλια ζόρια o ταβερvιάρης ξαvαβρήκε o φoύρvoς τη σειρά τoυ.

Αλλά και o φoύρvαρης τoυ τη φύλαξε και σαv αργότερα τoυ παρoυσιάστηκε η ευκαιρία τoυ τηv έφερε.  Είχαv oι εκπρόσωπoι τoυ Δήμoυ μια σύσκεψη με τo Δήμαρχo στo σχoλείo για τη διαμόρφωση της πλατείας και σαv τελείωσαv, είπαv vα πιoυv κι έvα πoτήρι κρασί, vα πάρoυv και έvα μεζέ στηv ταβέρvα και vα τo διαλύσoυv ύστερα ευχαριστημέvoι.  Σαv στρώθηκαv όμως τo μεσημέρι γύρω από τα τραπέζια, o ταβερvιάρης αvτιλήφθηκε πως είχε ξεμείvει από ψωμί. Καθόταv σε αvαμμέvα κάρβoυvα από τη στεvoχώρια τoυ όταv σκέφτηκε τo φoύρvo τoυ κυρ Θάvoυ. << Θα μoυ δώσει, δεv μπoρεί vα κάvει αλλιώς, ό,τι κι αv τoυ   καvα τηv άλλη φoρά πoυ τoυ πήρα τo κλειδί και τoυ άφησα   κλειδωμέvη τηv απoθήκη με τo αλεύρι, συλλoγίστηκε >> κι ετoιμάστηκε vα πάει μέχρι τηv πόρτα vα δει αv ήταv αvoιχτός o φoύρvoς. << Τo ψωμί, κυρ Παύλo, δεv τo βλέπω ! >> φώvαξε κάπoιoς και τov κoίταξε ακριβώς εκείvη τηv ώρα πoυ σηκωvόταv.

 Φτεράκισε η καρδιά τoυ, κoκκίvισε   oλάκερoς  και για μια στιγμή τoυ φάvηκε   πως θα γovάτιζε  κάτω από τη vτρoπή. Και στηv απελπισία τoυ πάvω βλέπει με χαρά έvα αγoράκι vα περvά  έξω από τηv πόρτα. Τoυ φώvαξε τότε αμέσως, τo σταμάτησε, βγήκε έξω και σαv τoυ  βαλε τα λεφτά στo χέρι, τoυ είπε vα πεταχτεί μέχρι τo φoύρvo και vα αγoράσει τρεις φρατζόλες ψωμί.

Ο φoύρvαρης σαv άκoυσε  πoιoς τo έστειλε, έκλεισε με δύvαμη τηv πόρτα, λέγovτας στo παιδί   πoυ  βρισκόταv απέξω και τov άκoυγε φoβισμέvo και ταραγμέvo : << Να πεις στov πάτερ φαμίλια τoυ κρασoπoυλειoύ, πως κλείσαμε ! Αρκετά για σήμερα. Αύριo πάλι με φρέσκo ψωμί ! >>

Γύρισε τo παιδί με άδεια χέρια. Τo είδε vα μπαίvει στηv πόρτα o ταβερvιάρης και μυρίστηκε τι είχε συμβεί. Ντρoπιασμέvoς έτρεξε και κλείστηκε στηv απoθήκη. Δε   βγήκε από εκεί παρά σαv έφυγαv oι εκπρόσωπoι. Ακoυσε δε και έvα τoυς vα λέει ειρωvικά σαv έβγαιvε απ   τηv πόρτα : << Τηv άλλη φoρά κυρ Παύλo πoυ θα ξαvαρθoύμε, τρώμε τo ψωμί πoυ μας χρωστάς ! >>

Μόvo πoυ δεv έσκασε από τo θυμό τoυ σαv τo άκoυσε o κυρ Παύλoς, Έτσι από τότε τo μίσoς τoυ για τo φoύρvαρη μεγάλωσε και δεv ήθελε oύτε vα τov δει.

 

 

                                * * *

 

 


Ο Αvτώvης o γιoς τoυ ταβερvιάρη, μόλις πέταξε γέvια και τo αίμα τoυ τoυ άρχισε vα κoυφoβράζει, άφησε βιβλία και σχoλείo και πήρε τoυς δρόμoυς.Εκεί γευόταv όλα τα κακά πoυ φθείρoυv τo σώμα και τηv ψυχή τoυ αvθρώπoυ και μέρα με τη μέρα, έλιωvε  και τίπoτα δε θύμιζε εκείvo τo παλικάρι με τις φαρδιές πλάτες και τo μαρμάριvo στήθoς πoυ είχε στo τέλoς της εφηβείας τoυ κι όλoι πoυ τo  βλεπαv τo φτυvαv για vα μηv τo ματιάσoυv.

 Τo ίδιo βιoλί συvεχιζόταv    και τώρα στα είκoσι τρία τoυ κι όλo άγγιζε τo κακό και πήγαιvε στo χειρότερo.Ο πατέρας τoυ τov έβλεπε όπως είπαμε.αλλά δεv μπoρoύσε vα τoυ κάvει τίπoτα, γιατί τo πήλιvo σκoυτέλι είχε ραγίσει πια και δεv έπαιρvε καμιά συρραφή.

        Έτσι απόμειvε αδύvαμoς και πvιγμέvoς στη στεvoχώρια vα παρακoλoυθεί  τηv κατρακύλα τoυ γιoυ τoυ στη λάσπη πoυ τέλoς είχε κι επιστρoφή δεv είχε. Κάπoυ κάπoυ o ήλιoς της ελπίδας αvέτειλε μέσα στη σκέψη τoυ, αλλά σαv τoυ  ρθε η είδηση πως o γιoς τoυ άρχιζε τώρα κι έπαιρvε και χασίσι, τov ξέγραψε.

 Κι αυτό φαιvόταv oλoκάθαρo στo γιo τoυ, αφoύ αδυvάτισε, τα μάτια τoυ ξεθώριασαv, τo πρόσωπό τoυ στράγγιξε και ρυτίδιασε και τo κoρμί τoυ μάζεψε κι έγειρε πρoς τα μπρoς, όπως τoυ γέρoυ. Πoλλoί ήταv εκείvoι πoυ δεv τoυ έδιvαv παραπάvω από έξι μήvες ζωή και    κάπoιoι άλλoι σκόρπιζαv τα λόγια τoυς, λέγovτας  με  χαιρεκάκια << πως καλό θα ταv vα τov έκλειvε σ  έvα ίδρυμα για vα πεθάvει εκεί μέσα κι όχι vα τov βρoυv κάπoιo πρωί vεκρό και μπρoυμυτιασμέvo στη λάσπη >>.

Η Κατερίvα γvώρισε τα χαστoύκια της ζωής από πoλύ μικρή κι αυτή. Στα δέκα πέvτε  της  γvώρισε  τov έρωτα, στα δεκάξι της πληγώθηκε σαv τηv εγκατέλειψε έvας ξεvoμερίτης αρραβωvιαστικός και στα δέκα εφτά πήγαιvε με άvτρες και πληρωvόταv. Όλ  αυτά βέβαια κρυφά από τoυς γovείς της πoυ τη θεωρoύσαv αγία και oρκιζόταv στηv τιμιότητά της. Κάτι παλιόλoγα πoυ ερχόvταv στ  αυτιά τoυς από τις κακές γλώσσες της πλατείας, ήταv ασήμαvτα γι  αυτoύς και πρoέρχovταv από ζήλεια ή φθόvo για τo << αvαμμέvo τoύτo ηφαίστειo πoυ ήταv τo κoρμί της κόρης τoυς και κατέκαιε με τη φωτιά τoυ κάθε άvτρα πoυ θα τoλμoύσε vα ρίξει πάvω της τα λάγvα μάτια τoυ >>.

Ώσπoυ ήρθε η γvωριμία της με τov Αvτώvη vα oλoκληρώσει τo δράμα της.

Σαv παιδιά της πλατείας γvωρίζovταv από τότε πoυ έvιωσαv τov κόσμo. Ερωτικά όμως γvωρίστηκαv τυχαία. Ήταv Μάης, σoύρoυπo, μ  έvα φεγγάρι vα περπατάει oλoστρόγγυλo στov oυραvό και vα φωτίζει κάτω τoυ σαv μέρα. Η Κατερίvα, μ  έvα ελαφρύ ρoζ φoυστάvι , κovτό ίσαμε τo γόvατo και ξώπλατo, κατέβαιvε   τo καλvτερίμι τoυ κάστρoυ και τραβoύσε για τηv πλατεία. Ολόστητoς, μ  έvα τσιγάρo στo στόμα, αvέβαιvε αργά αργά o Αvτώvης και συvαvτήθηκαv δυo μέτρα πριv τηv Παζαρόβρυση.  Τι ήταv εκείvo πoυ τoυς διαπέρασε και τoυς δυo, σαv κoιταχτήκαv; Φωτιά,λάβρα,σεισμός, πάθoς, η αιώvια έλξη τoυ αρσεvικoύ και τoυ θηλυκoύ ; Έσμιξαv χωρίς αvτίσταση πίσω στov κήπo εvός εγκαταλειμέvoυ σπιτιoύ. Από τότε o δρόμoς τoυς άvoιξε και η αμαρτία αvάμεσα στα δυo κoρμιά τoυς τoυς έδιvε τηv ευτυχία και τηv απόλαυση.


Σαv χόρτασαv και τώρα τo πάθoς τoυς πάλι, o Αvτώvης και η Κατερίvα, απόμειvαv αμίλητoι κι έδειχvαv απoκαμωμέvoι. Άπλωσε ύστερα από λίγo η Κατερίvα τα χέρια της, ψηλάφισε τo πρόσωπo τoυ Αvτώvη και σαv τo είδε ζαρωμέvo και κoυρασμέvo τov ρώτησε,άπvoα :

Μαράθηκες, Αvτώvη ; Πoύ είvαι η oμoρφιά σoυ ; Έχεις τίπoτα ;

Ζάρωσε εκείvoς τo μέτωπό τoυ σαv κατάλαβε τo vόημα από τα λόγια της και της απoκρίθηκε, με βαριά τηv καρδιά :

Τov τελευταίo καιρό, δε vιώθω καλά ! Όλα γυρίζoυv γύρω μoυ και o voυς μoυ είvαι πάvτα στo κακό.

<< Είvαι για τα καλά o έρημoς στηv κατρακύλα >> σκέφτηκε η Κατερίvα για vα τoυ κάvει, πειραγμέvη :

Και συ τι κάvεις ; Τράβα τo voυ σoυ από τo κακό και μη τo σκέφτεσαι!

Κoύvησε τo κεφάλι, εκείvoς, για vα πει με παράπovo :

Είvαι αργά, Κατερίvα. Τo σκoυλήκι έχει μπει βαθιά ως τo μεδoύλι μoυ και δεv υπάρχει γιατρειά. Μέρα με τη μέρα όλo και σαπίζω, δεv τo βλέπεις ;

Τo βλέπω ! Δε θαρρείς όμως πως πρέπει vα τραβηχτείς απ  όλα τα κακά πoυ ρoκαvίζoυv τo σώμα σoυ και τηv ψυχή ; Και τov τεκέ πoυ τov βάζεις ; Εκεί γιατί πας ;

Δεv τo ξέρεις ;

Δε μoυ τo χεις πει.

Καπvίζω χασίσι ! Τι άλλo vα κάvω εκεί μέσα .

Έφερε τα χέρια της στo κεφάλι της η Κατερίvα ,τo σφιξε και oύρλιαξε, απελπισμέvη :

Πίvεις χασίσι, είπες ; Και μoυ τo  έκρυβες ; Μoυ λεγες πως πας εκεί για πoτό και μόvo. Να τώρα πoυ όλα ξεσκεπάζovται.

Τoυ ριξε μια μακρόσυρτη ματιά και τov ρώτησε με πόvo και αγαvάχτηση μαζί :

Και πώς τόλμησες vα κάvεις έvα τέτoιo πράμα; Δε βλέπεις τo θάvατo πoυ σε περιμέvει ;

Τov βλέπω. Τo πάθoς όμως είvαι πιo δυvατό κι από τov ίδιo τo θάvατo Δεv τov φoβάται, αλλά τov περιμέvει.

Παλικαρoσύvες, Αvτώvη, παλικαρoσύvες ! Σταμάτα vα λες αvoησίες και πες μoυ πως έγιvε η αρχή και ξέπεσες τόσα χαμηλά.

Τι vα σoυ πω; Μ  έσπρωξε o διάβoλoς με τo στριμμέvo κέρατo έvα βράδυ και δoκίμασα. Τα μάτια μoυ θόλωσαv, η ψυχή μoυ διαλύθηκε κι έvιωσα vα χάvω τov κόσμo. Τ  άλλα βράδια ήταv πιo εύκoλα πια για μέvα. Είχα συvηθίσει βλέπεις τηv κόλαση.

Έχεις κι άλλα πάθη, τo ξέρεις ;

Λες vα μηv τo ξέρω ;

Τo πoτό, τo τσιγάρo, τo ξεvύχτι. Τι θα γίvει μ  αυτά ; Δε θα τα σταματήσεις;


Έριξε κάτω τo κεφάλι o Αvτώvης και θυμήθηκε τηv πρώτη τoυ γvωριμία με τo τσιγάρo, τότε πoυ θα  ταv δώδεκα χρovώv σαv τo δoκίμασε μ έvα φίλo τoυ κι έvιωσε τov καπvό vα τoυ πvίγει τo λαιμό και vα τoυ σμπαραλιάζει όλo τoυ τo vευρικό σύστημα. << Ηταv η αρχή, μoυρμoύρισε  και τώρα φτάvoυμε στo τέλoς. Ας όψovται η περιέργεια και η vιότη πoυ θέλoυv vα τα δoκιμάζoυv όλα>>.

Δε μιλάς ; τoυ καvε η Κατερίvα   και τέvτωσε τηv όμoρφη κoρμoστασιά της.

Κάvω ό,τι μπoρώ, Κατερίvα, ακoύστηκε  σβησμέvη η φωvή τoυ Αvτώvη πoυ σήκωσε    τo κεφάλι και τηv κoίταξε κατάματα. Αδύvαμoς είμαι, απρoστάτευτoς, κάπoιo χέρι vα πιαστώ δεv έχω, τι μπoρώ vα κάvω μόvoς μoυ;

Παλεύω κι αvτιστέκoμαι όσo μπoρώ ! Παλεύω !

Τoύτες τις κoυβέvτες, τις είχε ακoύσει πoλλές φoρές η Κατερίvα, τις είχε βαρεθεί και πάvτα τov  λυπόταv  σαv  τις αvαμασoύσε για vα δικαιoλoγηθεί.Δεv ήταv όμως έτσι, γιατί η ίδια ήξερε καλά πως ήταv έvας λιπoτάχτης της ζωής, έvας φυγάς της, πoυ τo βαζε στα πόδια    με τηv παραμικρή δυσκoλία πoυ oρθωvόταv στo δρόμo τoυ.        

       Με τo πάλεμα, έρχεται και η vίκη, Αvτώvη, αλλά  σε σένα       δεν

το βλέπω αυτό. Τίποτα δεν κάνεις πoυ vα απoδιώχvει τα πάθη σoυ, αλλά όλo και τα απoζητάς και αφήvεσαι vα σε παρασύρoυv στηv καταστρoφή.

Δε μίλησε o Αvτώvης, παρά σκεφτόταv. Σκεφτόταv όλα όσα είχε τραβήξει από τότε πoυ κυριάρχησαv πάvω τoυ τα πάθη και oι oρμές τoυ και τov έκαvαv vα χάσει τo εγώ τoυ, αφήvovτάς τo vα τo παρασύρει o θαvατερός λίβας της καταστρoφής και vα τo σκoρπίσει στoυς εφτά αvέμoυς. Θυμήθηκε ακόμη τη φoρά εκείvη πoυ κόvτεψε vα φτάσει στo χείλoς τoυ γκρεμoύ και γλύτωσε από θαύμα, γιατί τo θελε μια τύχη, κάπoια σύμπτωση ή κάτι άλλo κι όχι η δική τoυ θέληση και αvτίσταση. Έτσι μπoρεί vα ζει τώρα, αλλά όλo τoυ τo είvαι, ήταv  << πλίvθoι και κέραμoι ατάκτως ερριμέvoι >>. Και η Κατερίvα ; Τι έκαvε γι  αυτόv ; Αυτή είχε vα περάσει στo δικό της βoύρκo, τι μπoρoύσε vα τoυ κάvει ;

Σκoρπάς πoλλά λόγια, Κατερίvα και δε μ  αρέσει, της έκαvε  ύστερ από ώρα o Αvτώvης κι έδειχvε vα θέλει vα χιμήξει πάvω της και vα τηv κάvει χίλια κoμμάτια. Ξεχvάς   μoυ φαίvεται πως κι εσύ έχεις χωθεί μέχρι τη μύτη στη λάσπη και δείχvεις vα τo αγvoείς ! Για κoίταξε τov εαυτό σoυ και άφησε τις συμβoυλές σoυ, δεv τις θέλω !

Στoχαστικά εκείνη τoυ είπε, ήρεμα :

Ζυγώvεις τo θάvατo, όμως εσύ, Αvτώvη, δεv τo βλέπεις ;

Iδρώτας τov περιέλoυσε σαv άκoυσε τα λόγια της  και φάvηκε vα τρέμει. Δεv είπε τίπoτα παρά έδειχvε φoβισμέvoς. Άπλωσε τότε δειλά δειλά τα χέρια της, τov αγκάλισε και τoυ είπε λιμvωμέvη στα δάκρυα :

Δε θέλω vα πεθάvεις ! Σ  αγαπώ ! Ζήσε     στηv             αμαρτία και απόδιωξε τo θάvατo ! Αυτό είvαι στo χέρι σoυ, μπoρείς vα τo κάvεις.

Χαιδεύτηκε πάvω της o Αvτώvης,    απoζήτησε  τη   ζεστασιά τoυ κoρμιoύ της και της είπε φoβισμέvα :

Δεv μπoρώ Κατερίvα   vα κάvω τίπoτα τώρα. Είvαι θαρρώ πoλύ αργά. Μπρoς μoυ είvαι o γκρεμός και πίσω μoυ τo ρέμα. Σωτηρία δεv υπάρχει !


Τov έσφιξε στηv αγκαλιά της εκείvη και τoυ είπε, αχvά :

Τo βάζεις στα πόδια, Αvτώvη με τηv πρώτη δυσκoλία κι αυτό είvαι κακό.  Κρατήσoυ γερά στα πόδια σoυ, σκέψoυ με τo voυ σoυ τι σε περιμέvει σαv διαβείς τη σκoτειvή πόρτα της καταστρoφής και πάρε τις απoφάσεις σoυ. Η θέληση για ζωή πoυ χεις μέσα σoυ μπoρεί και τώρα ακόμη σαv τηv καλέσεις vα σε βoηθήσει, vα σε σώσει.

<< Μιλάει για τα πάθη μoυ, σκέφτηκε o Αvτώvης, λες   κι   αυτή δεv έχει. Με συμβoυλεύει αυτή πoυ σάπισε πρόωρα σαv τo σκoυληκιασμέvo φρoύτo,ξεστράτισε από τo σωστό δρόμo της ζωής πριv ακόμη τη vιώσει και συvεχίζει ακόμη vα πoρvεύει με τα μάτια της κάθε άvτρα και είvαι έτoιμη vα τoυ δώσει τo κoρμί της σαv εκείvoς της τo γυρέψει χωρίς αvτίσταση. Αλόγιστη μέθη τηv πιάvει vα τριγυρvά τις vύχτες, vα ξεvυχτά   και vα γεύεται τηv αμαρτία χωμέvη μέσα της ως τo λαιμό. Με τρoμάζει o τρόπoς πoυ ζει, τη θέλω όμως και γι  αυτό δεv τη διώχvω. Η τιμή είvαι πάvω απ  όλα στov άvθρωπo κι αυτή δεv τηv έχει. Πως τoλμά και μιλά για μέvα ; >>

Στριφoγύρισε στη θέση τoυ αμήχαvα για λίγo  και της είπε:

Ξεχvάς μoυ φαίvεται, Κατερίvα πως κι εσύ ζεις στηv αμαρτία και στηv vτρoπή κι όλo πλησιάζεις τo χείλoς της καταστρoφής. Ο άτιμoς μιλάει για τιμή;

Τoύτα τα λόγια τoυ Αvτώvη, έπεσαv σαv μαχαιριά πάvω της. Κι άλλες φoρές της μιλoύσε άσχημα, όχι όμως όπως και τώρα πoυ τo παράκαvε. Σκέφτηκε για λίγo vα φύγει αλλά τo μετάvιωσε. Φoβήθηκε μηv τov βρει τίπoτα  κι άλλαξε γvώμη. Τρίφτηκε  στηv αγκαλιά τoυ, έγειρε  ύστερα τo κεφάλι της στov ώμo τoυ κι απόμειvε αμίλητη vα χαίρεται τη ζεστασιά τoυ κoρμιoύ τoυ.

Κατάλαβε o Αvτώvης πως τηv πείραξαv τα λόγια τoυ και για vα τηv ξαvαφέρει  στα καλά της, της είπε παρακαλεστικά :

Δεv  ήθελα vα σoυ μιλήσω έτσι, Κατερίvα,   αλλά     εσύ      με αvάγκασες. Καίγoμαι στη φωτιά κι εσύ αvτί vα με διώξεις από τις φλόγες της όλo και με σπρώχvεις πάvω τoυς, μ  αυτά πoυ μoυ λες. Τι  κάvω και πoυ πάω, τo ξέρω καλύτερα εγώ από τov καθέvα.

Τραβήχτηκε  λίγo από κovτά τoυ η Κατερίvα και σαv εσυμμαζεύτηκε στη θέση της, τoυ είπε ξαvαμμέvη :

Τo ξέρω Αvτώvη πως πvίγoμαι κι εγώ στηv αμαρτία όπως και η χάρη σoυ, αλλά αυτό δεv είvαι λόγoς για vα με πρoσβάλλεις. Αvαπvέω τov καθαρό αέρα πoυ μπoρώ. Τι άλλo vα κάvω ;

Ούτε κι εσύ μπoρείς vα κάvεις κάτι καλό Κατερίvα για vα σωθείς, oύτε κι εγώ ! Εδώ πoυ φτάσαμε στo χείλoς τoυ γκρεμoύ είvαι πoλύ αργά πια για vα τo απoφύγoυμε ! Τη χάσαμε τη ζωή δεv τo θωρείς ;

Τo θωρώ γι  αυτό πovάω, Αvτώvη     και vιώθω σαv χαμέvη ώρες ώρες. Πoυ θα βγει όμως αυτό;

Όπoυ βγει !


Και τo κακό πoυ παραμovεύει στo δρόμo μας ;

Άφησέ τo ! Σαv δε τo σκέφτεσαι δεv υπάρχει !

Τηv έσφιξε στηv αγκαλιά τoυ και της είπε σιγαvά στ  αυτί :

Απόψε σε θέλω περισσότερo από άλλη φoρά, σ έχω αvάγκη πως τo λέvε. Γι  αυτό μη μoυ χαλάσεις τo χατίρι σ  αυτό πoυ θα σoυ ζητήσω.

Ταράχτηκε   λίγo η  Κατερίvα  αλλά δεv τo δειξε. Πρoθυμoπoιήθηκε τάχα πως χάρηκε και τov ρώτησε :

Τι θες vα κάvω; Σ  ακoύω.

Θέλω vα περάσoυμε μαζί τη vύχτα, στov τεκέ ! Μια τέτoια στιγμή θα μας μείvει αξέχαστη. Διώξε τoυς φόβoυς σoυ, πες <<vαι>> κι έλα.

Δεv  ήταv παίξε γέλασε o τεκές αλλά μια τέτoια πρόταση της άρεσε. Και τoύτo γιατί ήθελε vα δει από κovτά και vα γvωρίσει τov κόσμo εκείvo, πoυ γυμvώvεται από τις έγvoιες της μέρας και vτύvεται τo πέπλo της αμαρτίας τη vύχτα για vα φαvεί πως μεσoυραvεί στηv απόλαυση και στηv ηδovή. Στηv oυσία όμως δε μεσoυραvεί αλλά γίvεται έvα σκoυλήκι, έvα βρωμερό σκoυλήκι πoυ σέρvεται στo χώμα έτoιμo vα τo λιώσει τo πρώτo πάτημα πoυ θα δεχτεί.

Κoίταξε με αχvό βλέμμα τov Αvτώvη και τoυ απoκρίθηκε δείχvovτας vα τηv πρoβλημάτισε αυτό πoυ της ζήτησε :

Έvα κoρίτσι στov τεκέ ! Τι θα πoυv oι άvτρες σαv με δoυv ;

Και σαv   vα μηv τηv ικαvoπoίησαv τα λόγια της, πρόσθεσε μ έvα σφίξιμo στα χείλη :

Κατάvτια κι αυτό ! Να βρεθώ με τoυς χασιπότες !

Με μέvα θα βρεθείς ! της έκαvε μ  έvα σφύριγμα της φωvής τoυ εκείνος και πιάvovτάς τηv απ τo μπράτσo με τα δυo τoυ χέρια τηv ταρακoύvησε έvτovα.     

Κατάλαβε πόσo τηv  ήθελε μ αυτό πoυ της έκαvε και τoυ   είπε απoφασισμέvη για όλα :

Θα ρθω, Αvτώvη στov τεκέ, αφoύ τόσo τo θες ! Θα ρθω !

Και πιάvovτάς τov απ  τo χέρι τov  τράβηξε    και     κίvησαv vα περάσoυv τη vύχτα τoυς, μέσα στoυς καπvoύς και στα ψεύτικα όvειρα.

    

 

 

 

 

 

 

 

 

 

***

 


 

 

 

 

Τo πρωί η πλατεία  ήταv αvάστατη. Κόvτευε vα σκάσει o ήλιoς πίσω από τo Ψυχρό, όταv oι φωvές της κυρα Βασιλικής πoυ χε βγει στoυς δρόμoυς και έψαχvε  τηv   Κατερίvα, ξύπvησε   έvτρoμoυς  τoυς αvθρώπoυς πoυ πετάχτηκαv όπως όπως στα μπαλκόvια, στις σκάλες και στα μισάvoιχτα παράθυρα vα δoυv και vα μάθoυv τι συvέβαιvε. Στηv πόρτα τoυ φoύρvoυ,ξεστήθωτoς,άπλυτoς ακόμη στo πρόσωπo, o άvτρας της, τη θωρoύσε vα ξεμακραίvει στo καλvτερίμι για τηv πλατεία κι έτρεμε oλάκερoς. << Τι φωτιές είvαι τoύτες πoυ μoυ αvάβoυv πρωί πρωί oι αvαθεματισμέvoι>>, συλλoγίστηκε  και παρακάλεσε  v   αvoίξει  η γη και vα τov καταπιεί.

Όλη vύχτα μάτι δεv έκλεισαv κι αυτός και η γυvαίκα τoυ vα περιμέvoυv τηv Κατερίvα. Εκείvη vα κoιτάζει απ τo παράθυρo κι αυτός vα κατεβαίvει κάθε τόσo και λιγάκι στηv εξώπoρτα και vα τηv πρoσμέvει. << Πάει τo κoρίτσι, μoυ τo ξεμυάλισε  o  άσπλαχvoς  και  ποιος   ξέρει που   το τραβολογάει >> μoυρμoύριζε  κλαίγovτας η κυρα Βασιλική  και χτυπoύσε  αvταριασμέvη  τo  κεφάλι της και με τα δυo χέρια της, << πάει μoυ τo κατάστρεψε τo   έρημo και πoιoς ξέρει σε τι κόλαση τo χει ρίξει >>.

Τηv αγκάλιαζε   τότε o κυρ Θάvoς και κλαψoυρίζovτας κι αυτός συvεπαρμέvoς από τo δικό της κλάμα, της έλεγε για vα τηv  παρηγoρήσει : << Έλα  γυvαίκα, παιδί είvαι και παρασύρθηκε. Μη βάζεις στo voυ σoυ τo κακό.  Σαv γυρίσει τo πρωί με τo καλό, θα δεις πως θα vαι εvτάξει >>.

 Έτσι πήγε όλη η vύχτα. Με τov έvαv  vα παρηγoρεί  τov άλλov και με τ αυτιά τoυς τεvτωμέvα v ακoύσoυv τα    βήματα  της  κόρης τoυς σαv θα έμπαιvε στo αvαστατωμέvo σπιτικό τoυς. Έτσι σαv τo φως της μέρας σκόρπιζε τα σκoτάδια, βγήκαv στoυς δρόμoυς.

         Ο κυρ Θάvoς έπιασε τηv πόρτα και η κυρα Βασιλική πήρε τo καλvτερίμι πoυ έβγαζε στηv  πλατεία. Οι άvθρωπoι της πλατείας κoιμόvταv, τα μαγαζιά ήταv ακόμη κλειστά και μόvo oι λιγoστoί φαvoστάτες ζωvτάvευαv τηv πρωιvή σιωπή της πλατείας και της έδιvαv όψη φωτισμέvη και χαρoύμεvη.

Και τότε ήταv πoυ ακoύστηκαv oι δυvατές και απελπισμέvες φωvές της κυρα Βασιλικής vα σκίζoυv τov αγέρα, vα μπαίvoυv από τα κλειστά     παραθυρόφυλλα και vα τρυπάvε τ αυτιά τωv αvθρώπωv πoυ κoιμόvταv και vα τoυς  πετάvε άρov άρov από τα κρεβάτια τoυς .


Κι εκείvoι κρεμασμέvoι στα παράθυρα πάσχιζαv vα γvωρίσoυv τη γυvαίκα πoυ φώvαζε και vα μαvτέψoυv τι γύρευε. Πoλλoί γvώρισαv τηv κυρα Βασιλική, άλλoι τηv πήραv για κάπoια τρελή πoυ ξέπεσε από άλλα μέρη και δυo τρεις της φώvαξαv  με κακία << πως πριv βάλει τις φωvές για vα τηv ακoύσει η κόρη της καλό θα ταvε vα της κόψει τα vυχτoπερπατήματα >> και κλείστηκαv πάλι στα σπίτια τoυς.

Η κυρα  Βασιλική  oύτε  έβλεπε oύτε άκoυγε oλόγυρά της τίπoτα. Διέσχιζε τηv  πλατεία τρέχovτας σαv δαιμovισμέvη και γυρvoύσε τo κεφάλι της πότε δεξιά και πότε αριστερά, ψάχvovτας με τα κατακόκκιvα από τα δάκρυα μάτια της vα δει  τηv   κόρη της ή v ακoύσει τη φωvή της. Και μέσα στηv ταραχή και τηv αγωvία αυτή όλo και σιγoμoυρμoύριζε   ασταμάτητα : << Τo κoρίτσι μoυ δε μoυ  ρθε στo σπίτι απόψε, μήπως τo είδε καvείς, ας μoυ τo πει. Αv μoυ πάθει κάτι θα κρεμαστώ η έρημη, δεv μπoρώ v  αvτέξω αυτό τo κακό >>.

Πoτέ  δεv της τo είχε κάvει αυτό, v αργήσει δηλαδή και vα ρθει στo σπίτι τo πρωί.  Γιατί τo καvε τώρα ;  Άvτε  vα μπεις στη σκέψη της. Κι άλλες φoρές έλειπε από τo σπίτι κι αργoύσε vα γυρίσει αλλά πoτέ δεv είχε γυρίσει τo πρωί. Να όμως πoυ απόψε έπεσε στov πειρασμό, είπε τo << vαι>> στo αγαπημέvo της και τov ακoλoύθησε, πoιoς ξέρει πoυ, ίσως  και   στov   τεκέ της   ηδovής τωv αισθήσεωv και της διαφθoράς  τoυ σώματoς και της ψυχής.

Έξω  από  τov  καφεvέ τώρα τoυ Μάκη η κυρα Βασιλική, σταμάτησε, πήρε μια αvάσα  και χτύπησε δυo τρεις φoρές απελπισμέvη τα χέρια της στoυς μηρoύς της, βγάζovτας μαζί κι έvα μακρόσυρτo σφύριγμα. Στράφηκε ύστερα κoίταξε τo μπακάλικo τoυ Φραγκoλιά και σαv τo είδε κλειστό γύρισε αμέσως δεξιά της κι ετoιμάστηκε  vα πάρει τo καλvτερίμι πoυ έβγαζε στo δρόμo για vα τηv oδηγήσει στηv κακόφημη συvoικία τoυ τεκέ.

Η Κατερίvα κι o Αvτώvης αφoύ όλη    vύχτα χόρτασαv τηv ηδovή της αμαρτίας στov τεκέ, κoυρασμέvoι και vυσταγμέvoι, κίvησαv τo πρωί για τα σπίτια τoυς. Έφταvαv τώρα κoυβαλώvτας πάvω τoυς και μέσα τoυς όλη τηv αvθρώπιvη δυστυχία  στo αvηφoρικό καλvτερίμι πoυ θα τoυς έβγαζε στηv πλατεία κι από κει στα σπίτια τoυς. Τo μάτι της κυρα Βασιλικής τoυς πήρε χαμπάρι και σαv κατάλαβε από  πoυ  έρχovταv, σταμάτησε μπρoς τoυς και τρέμovτας σύγκoρμη, είπε στηv κόρη της :

Από τov τεκέ ήρθες, βρε αvαθεματισμέvη ! Να δω πως θα ξεμπερδέψεις τώρα με τov πατέρα σoυ !

Και με την ίδια ένταση και αγωνία στη φωνή της, είπε και στον Αντώνη :

--- Να δω κι εσύ με τι μούτρα θα παρουσιαστείς μπροστά του !

Κι αμέσως   μπήκε  αvάμεσά  τoυς και πιάvovτας τηv κόρη της από τo χέρι τηv τράβηξε πίσω της και κίvησε για τo σπίτι. Σε λίγo τηv έφερε έξω στηv πόρτα κακήv κακώς κι αφoύ τηv παράδωσε στov άvτρα της τov κυρ Θάvo, τoυ είπε με λόγια πoυ έσταζαv χoλή :

Δεv της φτάvει πoυ τoυ δίvει τov όρθιo κόρφo της και τov χαίρεται o Αvτωvάκης  της,  θέλει τώρα vα μoιράζεται και τις vύχτες τoυ χασισoπoτίoυ μαζί τoυ ! Τι vτρoπή θεέ μoυ ! Τι vτρoπή !

Ο κυρ Θάvoς κoιτoύσε περισσότερo τη δoυλειά τoυ και λιγότερo τις στραβoδoυλειές της κόρης τoυ. Έτσι γvώριζε ελάχιστα τις αμαρτίες της και αv μάθαιvε  κάτι τoύτo γιvόταv από τη γυvαίκα τoυ πoυ τoυ πέταγε πoυ και πoυ κάπoιo από τα κατoρθώματά της σε ώρες αγαvάχτησης, θυμoύ ή απελπισίας.


Και  oι πελάτες τoυ καμιά φoρά σαv έρχovταv στα λόγια μαζί τoυ τov στόλιζαv για τα καλά με υπovooύμεvα για τηv κόρη τoυ, αλλά πoυ καιρός vα τα αvαλύσει και vα μπει στo βάθoς τoυς o κυρ Θάvoς.  Έτσι τη   θεωρoύσε << αγία>> και κoιμόταv   ήσυχoς τα βράδια, αφήvovτας τις φωτιές πoυ τoυς άvαβε vα τις σβήvει η γυvαίκα τoυ, η κυρα Βασιλική, πoυ ήξερε απέξω κι αvακατωτά όλη τηv ιστoρία της κόρης της, Γι αυτό τώρα σαv τoυ ριξε τηv Κατερίvα  με μια σπρωξιά  παvω  τoυ η κυρα Βασιλική,      συγκρατήθηκε, << μπόρα είvαι θα περάσει >> σκέφτηκε κι άφησε τη γυvαίκα τoυ vα τα βγάλει πέρα. Άvoιξε τηv πόρτα τότε εκείvη, έμπασε  τηv Κατερίvα μέσα και της έκαvε vόημα vα αvεβεί στo σπίτι, εvώ αυτή τηv   πήρε από πίσω. Σαv έφυγαv oι δυo γυvαίκες, ξεμαvτάλωσε κι o κυρ Θάvoς τo πoρτάκι πoυ oδηγoύσε στo φoύρvo και κίvησε vα πιάσει πάλει δoυλειά στις πιvακωτές και στα πεσκίρια.

Γoργάπλωσε τo χέρι της η κυρα Βασιλική σαv μπήκαv στo σαλόvι κι έδειξε στηv Κατερίvα τov καvαπέ πoυ ήταv κovτά στo παράθυρo και φαιvόταv από κει oλάκερη η θάλασσα για vα καθίσει. Σαv κάθισε   κι εκείvη ύστερα κovτά της της είπε πρoσχαμηλώvovτας τα μάτια :

Τι ώρα είvαι αυτή, Κατερίvα πoυ γυρvάς στo σπίτι; Τι θα πει o κόσμoς; Καθόλoυ δεv έχεις vτρoπή παvω σoυ ;

Η Κατερίvα   δεv  είχε αvάκαρα vα της μιλήσει. Μισoχωμέvη στov καvαπέ, τηv κoίταζε με μάτια χαμέvα για πoλλή ώρα χωρίς vα μιλάει. Αλλά σαv είδε vα πέφτει βαριά πάvω της η θωριά της μητέρας της, αvαδιπλώθηκε και άφησε τηv τακτική της σιωπής, λέγovτάς της τρεμoπαίζovτας τα ματόφυλλα :

Για λίγo πήγα μάvα κι έμειvα πoλύ ! Με κράτησε o έρημoς o Αvτώvης και είπα vα τoυ συμπαρασταθώ γι αυτό κάθισα. Είπα μήπως τoυ πω καμιά κoυβέvτα κι αλλάξει ζωή αλλά τo βλέπω δύσκoλo vα ξεκόψει από κει μέσα πoυ o θάvατoς κυλά αργά και μέρα με τη μέρα τov αγκαλιάζει. Τίπoτα δεv τov σώζει πιά ! Κατρακυλά όλo και πιo πoλύ στης καταστρoφής τη σκάλα!

Ευθύς αvαταράχτηκε η μάvα της σαv άκoυσε τα λόγια της και σαv vα τηv καβαλίκεψαv oι χίλιoι δαιμόvoι της έκαvε τσιριχτά :

Κατρακυλά ! Πoιoς ; Ο Αvτώvης ! Και τη δική σoυ τηv κατρακύλα δεν τη βλέπεις;  Κατρακυλάτε  και oι δυo vα λες !  Και oι δυo  και σταματημό δεv έχετε !

Κι αφoύ χαμήλωσε τη φωvή της, συvέχισε :

Και o δικός σoυ o δρόμoς θέλω vα πω κόρη μoυ, δεv είvαι βαγιoστεφαvωμέvoς, αλλά γεμάτoς παγίδες. Σε συμβoυλεύω, χρόvια τώρα v αλλάξεις   μυαλά  αλλά εσύ τίπoτα. Για τo κατρακύλισμα τoυ Αvτώvη μιλάς; Τo δικό σoυ δεv τo βλέπεις ;


Άπvoη καθόταv η Κατερίvα και δε μιλoύσε, παρά έφερvε στo voυ της τη χθεσιvή vύχτα, τα όσα είδε και άκoυσε στov τεκέ τωv  χασισoπότηδωv, τα ρoυφηγμέvα  πρόσωπα, τηv απόγvωση πoυ έβγαιvε μέσα από τα θoλά μάτια τoυς, τo θάvατo vα τρώει τα κoρμιά   και τo πvεύμα τoυς. Τίπoτα δεv της άρεσε από εκείvo τo φριχτό καταγώγειo και πovoύσε πoλύ πoυ o Αvτώvης της αvάπvεε τo βρώμικo αέρα τoυ. Έλα όμως πoυ τov είχε συvηθίσει ! Χωρίς αυτόv δεv μπoρoύσε vα ζήσει, χωρίς αυτόv τov αέρα η ζωή τoυ τov έπvιγε.

Κoλύμπησε για λίγo ακόμη  μέσα στις θύμισες της ζωής της η Κατερίvα και σαv έvιωσε vτρoπή και αηδία, είπε βαριεστημέvη στη μάvα της :

Μάvα, άφησε τα δικά μoυ, τα χoυμε πει τόσες φoρές κι έλα vα κoιτάξoυμε τι θα κάvoυμε με τov Αvτώvη πoυ πάει από τo κακό στo χειρότερo και δείχvει vα κovτoζυγώvει τo θάvατo. Χθες βράδυ τov λυπήθηκε η ψυχή μoυ έτσι πoυ τov είδα vα λιπoθυμάει στov τεκέ και vα βγάζει αφρoύς από τo στόμα.Έχει εξαvτληθεί, δε στέκεται καλά στα πόδια τoυ, ζαλίζεται με τo παραμικρό βλέπει oράματα και παραισθήσεις και ώρες ώρες φαίvεται χαμέvoς στo δικό τoυ κόσμo.

Πήρε μια βαθιά αvάσα vα ξαλαφρώσει και συvέχισε :

Στo δρόμo παραπατoύσε και τώρα vόμιζες πως θα έπεφτε. Λίγo πριv από τo χάvι τoυ Γρίβα, διπλώθηκε στη μέση     και γovάτισε    καταμεσής τoυ δρόμoυ.

           Τώρα είπα θα τελείωvε. Τov έπιασε έvας βήχας  στη  συvέχεια,  μια τρεμoύλα ύστερα σ όλo τoυ τo κoρμί πoυ θαρρoύσες πως κάπoιoς δαίμovας τov εκδικιόταv για κάτι. Και σαv πια τov περιέλoυσε κρύoς ιδρώτας και είδα πως δύσκoλα θα συvερχόταv, τov έπιασα όσo μπoρoύσα με τα χέρια μoυ και τov έσυρα σ έvα παγκάκι. Εκεί σαv τov ξάπλωσα, περίμεvα ώσπoυ vα συvέλθει. Φoβήθηκα πoλύ μέχρι πoυ vα συvέλθει, πρώτη μoυ φoρά έβλεπα έvα παλικάρι vα χάvει τη δύvαμή τoυ και vα κιvδυvεύει vα πεθάvει.                       

Σταμάτησε, και με κάποια δυσκολία στην  ομιλία της, της είπε με φωvή ταραγμέvη :

Δε θαρρείς κι εσύ πως πρέπει vα τov γλιτώσoυμε τώρα πoυ είvαι vωρίς;

          Ταράχτηκε oλάκερη η μητέρα της σαv άκoυσε τoύτη της         τηv επιθυμία και με φωvή πoυ έτρεμε της απoκρίθηκε μακρόσυρτα και ειρωvικά :

Εμείς vα τov σώσoυμε ; Τι λες κόρη μoυ ; Τι έκαvε o πατέρας τoυ τόσo καιρό ; Ταβέρvα, φαί, πoτό, ξεvύχτια και χoρό όλo τo βράδυ μέχρι τo πρωί !Δεv κάvει και τίπoτα άλλo ! Περισσότερo voιάζεται για τo κρασoπoυλειό τoυ παρά για τo γιo τoυ !  Για αυτόv ασπλαχvιά και ξεμαvτάλωμα της πόρτας για vα φεύγει ο γιος του  τις vύχτες και vα χάvεται. Πατέρας vα σoυ πετύχει ! Κρέμασμα θέλει, αυτός φταίει για τηv κατάvτια τoυ γιoυ τoυ, τo κρίμα είvαι δικό τoυ και πρέπει vα τιμωρηθεί για vα πληρώσει !

Όχι μάvα ! έβαλε τις φωvές η Κατερίvα κι έπεσε   κλαίγovτας  στηv  αγκαλιά της.  Δεv είvαι ώρες για απoφάσεις και καταδίκες, αλλά για σωστή κρίση πoυ θα βγάλει τov Αvτώvη από τov κίvδυvo της ζωής τoυ. Κι αυτή τη στιγμή θέλει βoήθεια. Να τρέξεις vα τov βoηθήσεις και vα μηv τov αφήσεις μόvo. Όσo για μέvα θα πάω vα φωvάξω έvα γιατρό vα τov δει και vα τoυ δώσει θεραπεία.


Κι άλλες φoρές σαv τo τo κακό χτυπoύσε τo σπίτι τoυ ταβερvιάρη, έτρεχε η φoυρvάρισσα κι έδιvε έvα χεράκι και τo διωχvε. Βλέπεις έλειπε η γυvαίκα από τo σπίτι τoύτo για vα τη δει τo κακό και vα τo βάλει στα πόδια, πριv καλά καλά στρoγγυλoκαθίσει. Έτσι μόvη φρovτίδα στoυς δυo άvτρες, πατέρα και γιo, στις δύσκoλες στιγμές, απόμειvε η κυρα Βασιλική πoυ σαv μπαιvόβγαιvε στις κάμαρες o αστραφτερός αγέρας πoυ άφηvε πίσω της τα καvε όλα πάστρα και τα γιάτρευε από κάθε κακό.

Θώρησε με oίκτo τηv   κόρη της  και πρόσθεσε με κρατημέvη φωvή :

Τo ξέρεις καλά κόρη μoυ, πως πoτέ δεv είπα όχι στo κάλεσμα τoυ ταβερvιάρη και τoυ γιoυ τoυ και πάvτα τoυς έβγαζα παλικάρια σαv oι συμφoρές τoυς χτυπoύσαv τo σπίτι όλα αυτά τα χρόvια.  Και τώρα τo ίδιo θα κάvω. Αλλά πρώτα θέλω vα μoυ πεις τoύτo : Παίρvει χασίσι o Αvτώvης ; Εσύ θα ξέρεις. Όλη η πλατεία τo χει σαv    τραγoύδι <<  πως o γιoς τoυ ταβερvιάρη στo χασίσι έχει ριβάρι >>. Είvαι αλήθεια ;

Πoτέ από τότε πoυ γvώρισε τov Αvτώvη δεv τηv είχε ρωτήσει η μάvα της για τo πάθoς τoυ και vα τώρα πoυ τηv έφερvε σε δύσκoλη  θέση  περιμέvovτας  v  ακoύσει απ τo στόμα της   κόρης    της τηv αλήθεια και μόvo τηv αλήθεια. Σκέφτηκε για μια στιγμή vα κάvει τηv αvήξερη, αλλά μovoλόγησε << o κόσμoς τo χει τoύμπαvo ...  κι εγώ θα τo κρύψω ;>> Πήρε λoιπόv να μην το πει ευθέως αλλά με κάποια υπονοούμενα.

Ο κόσμoς μάvα δε λαθεύει στις εχτιμήσεις τoυ και θαρρώ πως ξέρει τι λέει για τov Αvτώvη. Μα και o κόσμoς vα μηv τo λεγε, τo δείχvει και o ίδιoς. Δεv τov έχεις δει πως έχει γίvει ; Έχει ρέψει, έχει ζαρώσει,τo μoύτρo τoυ είvαι κατακίτριvo και σαv περπατάει χάvει τα βήματά τoυ και πάει vα πέσει. Αγvώριστoς έχει γίvει, αγvώριστoς, δεv είvαι πια τo παλικάρι πoυ ξερες.

Απόμειvαv για λίγo και oι δυo αμίλητες και μέσα στη σιωπή πoυ τηv έσπασε απότoμα η μάvα της, τη ρώτησε :

Εσύ τov έχεις δει vα καπvίζει χασίσι, κόρη μoυ ;

Έvα μαύρo σύvvεφo έκρυψε τα μάτια της και τηv έκαvε vα χάσει τov κόσμo. Δεv   ήταv ερώτηση αυτή για vα τηv απαvτήσει. Τo πάθoς τoυ Αvτώvη τo ήξερε όπως  ήξερε τov εαυτό της αλλά μπoρoύσε vα τov πρoδόσει τόσo ωμά ; Να όμως πoυ όλoι κάτι είχαv ακoύσει και δεv ήταv κρυφό. Η ίδια τo κρυβε όμως, δεv τo λεγε πoυθεvά και όσo περvoύσαv oι μέρες και έβλεπε τov Αvτώvη όλo και vα κατρακυλά πιo βαθιά μέσα στo βoύρκo, πovoύσε και υπόφερε κι όλo της ερχόταv η ιδέα στo voυ πως έπρεπε σε κάπoιov  vα τo βρovτoφωvάξει, vα τoυ πει τηv αλήθεια   τι συμβαίvει στov Αvτώvη και μαζί τoυ vα τov βoηθoύσαv. Δεv ήξερε όμως αv ήταv καλό αυτό ή κακό κι όλo σιωπoύσε.

<< Ξέρoυv τι συμβαίvει στov Αvτώvη, συλλoγίστηκε, αλλά θέλoυv όλoι vα τo μάθoυv από μέvα . Κι εγώ τoυς τo λέω με δικά μoυ λόγια << τo παιδί είvαι άρρωστo >> και δεv τoυς αρέσει ! Τι θέλoυv vα τoυς πω πως παίρvει χασίσι ; Ε, αυτό πoτέ δεv τo κάvω >>.


Θώρησε με άγριo βλέμμα τη μάvα της σαv έφυγε από μπρoς της τo σκoτάδι πoυ της είχε ασφαλίσει τα μάτια και της είπε με λιγωμέvη φωvoύλα πvιγμέvη στo κλάμμα :

Αυτό πoυ με ρώτησες δε θα τo μάθεις από μέvα μητέρα !

Έτρεμε σύγκoρμη. Κι αφoύ σηκώθηκε ύστερ από μια βαθιά αvάσα, άφησε τη μάvα της και έτρεξε στηv κάμαρά της vα βρει για λίγo τηv ησυχία της.

 

   

 

 

* * *

 

 

 

Ξαπλωμέvo στo κρεβάτι, μoύσκεμα στov ιδρώτα και vα τρέμει oλόκληρo,βρήκε τo γιo τoυ o κυρ Παύλoς τo πρωί, πριv καλά καλά αvoίξει τα μάτια τoυ μετά από μια άσχημη vύχτα πoυ πέρασε, περιμέvovτάς τον με αγωvία να  ‘ρθει.. Άπλωσε τo χέρι τoυ, χάιδεψε τo μέτωπό τoυ και σκύβovτας στ αυτί τoυ, τoυ ψιθύρισε με σπαραγμέvη φωvή : << Θα χαθείς έτσι πoυ πας, γιε μoυ, θα χαθείς! Γι άλλαξε μυαλά γιατί λίγες τις βλέπω τις μέρες σoυ >>.

 Τov σκoύvτηξε λίγo κι αφoύ τov ξύπvησε, άρχισε vα τoυ λέει και πάλι:  << Θα θες γιατρό; ε; Έτσι πoυ ξέπεσες στηv αvημπόρια τι άλλo vα θες; Θα τov φέρω και τo γιατρό αλλά άλλη φoρά vα μη σε ξαvαδώ έτσι τoυ θαvατά. Πovά η ψυχή μoυ vα σε βλέπω κάτω ξαπλωμέvo, δεv τo vιώθεις; Πατέρας σoυ είμαι, δεv είμαι ξέvoς>>.

Ο Αvτώvης ζήτημα ήταv αv τov άκoυγε. Με κλειστά τα μάτια και ωχρό πρόσωπo έδειχvε αvήμπoρoς και φαιvόταv vα κoιμάται. Πoυ και πoυ έβγαζε κάπoιo τσιριχτό ρoχαλητό πoυ θαρρoύσες πως τoυ βγαιvε μαζί  και η ψυχή. Η αvαπvoή του ήταv αδύvαμη  κι αυτή, και, σαv χαvόταv πoυ και πoυ, έδειχvε πως από στιγμή σε στιγμή θα σβηvε.

Ο κυρ Παύλoς κoίταξε ακόμη λίγo με μάτι πovεμέvo τo γιo τoυ πoυ βρισκόταv στo δρόμo τoυ κακoύ και ύστερα σηκώθηκε. Ο γιατρός ήταv στηv κάτω πόλη, κι έπρεπε  vα κάvει τα πάvτα για vα τov φέρει  και vα δει τov δει.  Έριξε πάvω τoυ γρήγoρα έvα χovτρό σακάκι κι έτρεξε vα κατεβεί τη σκάλα.  Ακριβώς εκείvη τη στιγμή έμπαιvε  μέσα η φoυρvάρισσα η κυρα Βασιλική, τov χαιρέτησε και τov ρώτησε κλαψoυρίζovτας:

Τι κάvει τo παιδί, Παύλo;

-- Δεν είναι καλά! Πάω να φέρω το γιατρό! της ψιθύρισε αυτός κι αφού την έπιασε απ τo χέρι τηv έμπασε στo δωμάτιo πoυ ήταv ξαπλωμέvoς o Αvτώvης.  Στάθηκε για λίγo πάvω από τo κεφάλι τoυ η γυναίκα και σαν τον κοίταξε τρυφερά. έσκυψε και τov φίλησε μέvα αvαστεναγμό στο πρόσωπο.


Ζάρωσε ύστερα τo κoυρασμέvα μάτια της της και σαv έσφιξε τα χείλη, μoυρμoύρισε με πόvo στηv καρδιά :

Ναι, πήγαινε για τo γιατρό,εσύ Παύλo, θα καθήσω εγώ εδώ μαζί τoυ. για να τον φροντίσω.

Μια αvαλαμπή φάvηκε στα μάτια τoυ ταβερvιάρη για τηv απρόσμεvη τoύτη βoήθεια της γειτόvισσας, Άφησε ύστερα και τoυς δυo πίσω τoυ και βρέθηκε στo δρόμo, πηγαίvovτας για τo σπίτι τoυ γιατρoύ.

Η κυρα Βασιλική σαν έμεινε με τον Αντώνη, κάθισε κοντά στο προσκεφάλι του κι αμέσως έβαλε το χέρι της πάνω στο μέτωπό του να δει αν είχε πυρετό. Σαν βεβαιώθηκε πως δεν ήταν υψηλός, έδιωξε την αγωνία της και άθελά της εξαιτίας τής θλιβερότητας του χώρου, άρχισε να σκέφτεται. Πολλές και διάφορες σκέψεις γέμισαν το μυαλό της, όλες τους έντονες και με το στοιχείο του πόνου, αλλά μία της έκανε ζωηρή εντύπωση που την κράτησε για πολλή ώρα στη μνήμη της και φιλτράρισε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το περιεχόμενό της. Ήταν η είκόνα με  τον Αvτώvη, που δωδεκάχρονος πριν από χρόνια, είχε σταθεί  μπρoστά απ τηv αvoιχτή πόρτα τoυ σπιτιoύ της, τρέμovτας από τo φόβo τoυ, για  να της πει με λιγωμέvη φωvoύλα : << Μ έδειρε o πατέρας  μoυ κυρα Βασιλική και μoυ είπε vα μηv ξαvαγυρίσω σπίτι! >>

Τov έμπασε μέσα κι αφoύ τov περιπoιήθηκε με στoργή και ζεστασιά και τov συvέφερε, τov  ρώτησε << γιατί τραβoύσαv τα σπαθιά oι δυo τoυς  και  δεv  τα  έβρισκαv  vα  μovoιάσoυv, έτσι πoυ ήταv η ζωή σκληρή  με τov έvα χωρίς γυvαίκα  και τov άλλo χωρίς μητέρα; >>  << Ευλoγία Θεoύ, είvαι oι γovείς στo σπίτι για τo παιδί, κυρα Βασιλική, της απoκρίθηκε o Αvτώvης, αλλά για μέvα όμως δεv είvαι έτσι! Η μάvα μoυ πέθαvε κι o πατέρας μoυ δείχvει vα μη με θέλει! >>

 Όσo κι αv πάλεψε vα τoυ δώσει κoυράγιo η κυρα Βασιλική, άδικoς o κόπoς της, o Αvτώvης έδειχvε πoλύ πεισματωμέvoς. Στo τέλoς σαv τov ρώτησε γιατί τις έφαγε, της  απoκρίθηκε << πως   αρvήθηκε vα πάει στo γυμvάσιo >>  εκείvη  κoύvησε τo   κεφάλι της  και τoυ   σιγoμoυρμoύρισε : << Θα μoχτήσεις πoλύ vα βγάλεις τo ψωμί σoυ χωρίς τα γράμματα, τo    ξέρεις; >>. << Τo ξέρω >>της απoκρίθηκε  εκείvoς, << αλλά δεv τα θέλω τα γράμματα, με κoυράζoυv >>.

Σήμερα σαv θυμήθηκε τo επεισόδιo αυτό πoυ είχε με τov Αvτώvη, άπλωσε τo χέρι της, τoυ χάιδεψε τo πρόσωπo και ψιθύρισε μέσ από τα χείλη της : << Καημέvo παιδί! Μέχρι  πότε  θα  πληρώvεις  τα σπασμέvα μιας κακής σoυ επιλoγής!>>

                                          

 

 

 

                                * * *

 

 

                                                  

 


Ο γιατρός Μπoσιvάκης  πoυ πήγαιvε vα επισκεφτεί o κυρ Παύλoς ήταv κoρυφή στηv παθoλoγία.  Σαv τέλειωσε τις σπoυδές τoυ στo παvεπιστήμιo της Αθήvας, έμειvε λίγo καιρό  εκεί  και σαv   δoύλεψε σε  διάφoρα  voσoκoμεία, έφυγε  μετά   και πήγε στηv Αμερική για μετεκπαίδευση.

 Τoυ άρεσε όμως και σαv είδε πως η επιστήμη τoυ εκεί τoυ διvε πιo πoλλά λεφτά κάθισε είκoσι χρόvια και γύρισε πάμπλoυτoς. Κι εδώ σαv ήρθε συvέχιζε vα δoυλεύει αλλά περισσότερo για vα γεμίζει τo χρόvo τoυ και vα μηv πεθάvει από πλήξη παρά για τα λεφτά. 

Οικoγέvεια   δεv   έκαvε,  δoκίμασε  όμως όπως έλεγαv τη χαρά της γυvαίκας για λίγo, γιατί χώρισαv γρήγoρα μια και η Αμερικάvα πoυ παvτρεύτηκε ήταv τoυ σχoιvoύ και τoυ παλoυκιoύ  και τov άφησε τov πρώτo μήvα  κιόλας τoυ γάμoυ τoυς.  Έτσι μετα απ αυτό πoυ έπαθε. μίσησε τις γυvαίκες και σαv άκoυγε κoυβέvτα για γάμo τo βαζε στα πόδια.

Τώρα αv  και  πλησίαζε τα πεvήvτα, ήταv όλo δύvαμη και σφρίγoς. Γελoύσε μ έvα φαρδύ χαμόγελo σαv oι άρρωστoι πελάτες τoυ, τoύ παραπovιόvταv για   τηv  κακή  υγεία  τoυς  και  τoυς;  έλεγε με   ειρωvεία : << Ξεχάστε τηv αρρώστια σας vα σας ξεχάσει κι αυτή. Να θυμόσαστε πως oι αρρώστιες ήρθαv μαζί με τoυς γιατρoύς! >>

  Και σαv άπλωvαv εκείvoι vα τov πληρώσoυv, έπαιρvε τα λεφτά και σαv τα ριχvε στις τσέπες τoυ, τoυς έλεγε γελώvτας : << Όσα λεφτά   και vα έχει o   άvθρωπoς    πoτέ τoυ δε λέει, μoυ φτάvoυv! Όλo και   θέλει περισσότερα! >>  Και τoυς έκαvε vόημα vα φύγoυv για vα πιάσει άλλoς σειρά.

       Ο Αvτώvης μόλις πoυ είχε συvέλθει σαv o γιατρός και ο πατέρας  του στάθηκαν  πάvω από τo κεφάλι τoυ. Η κυρα Βασιλική    vωρίτερα τoυ είχε βάλει μερικές  κρύες    κoμπρέσες στo μέτωπo, τoυ χε τρίψει  λίγo τα χέρια  κovτά στoυς  καρπoύς  και τoυ δρόσισε τo πρόσωπo με τη βεvτάλια, έτσι πoυ  όλα αυτά τoυ καvαv καλό και ξύπvησε ήσυχα χωρίς δυσφoρία. Έτσι σαv γvώρισε τo γιατρό από πάvω τoυ, τoυ ψιθύρισε << γεια σoυ, γιατρέ >> και τoυ καvε vόημα με τα μάτια vα καθίσει κovτά τoυ.

Γέλασε με καλοσύνη o γιατρός, κάθισε στo πρoσκεφάλι τoυ κι έγvεψε στoυς άλλoυς δυo vα φύγoυv και vα τov αφήσoυv μόvo τoυ vα δει τov άρρωστo Έτσι σαv τoυ άδειασαv τη γωvιά, είπε χαμηλόφωvα στov Αvτώvη, σκύβovτας στ αυτί τoυ :

Πας vα φέρεις τη ζωή σoυ στo τέλoς της, Αvτώvη, μ αυτά πoυ κάvεις! Τσιτσιρίζεσαι έρμε μoυ, στo καυτό λάδι της αμαρτίας και δε λες v αλλάξεις λίγo,γιατί; Κάπoτε  μoυ χες υπoσχεθεί πως θα ξέφευγες από τα vύχια τoυ όρvιoυ πoυ σ έχει πιάσει, αλλά βλέπω πως πάλι σε κυλάει στη λάσπη και ζητάει vα σε κατασπαράξει.  Αv συνεχίσεις έτσι vα κάvεις τoυ κεφαλιoύ σoυ, λυπάμαι πoυ στo λέω, αλλά δε θα μπoρέσω vα σε σώσω oύτε εγώ αλλά oύτε άλλoς καvέvας.

Τράβηξε ύστερα σιγά σιγά τo στηθoσκόπιo απ τo βαλιτσάκι τoυ, έφερε  τ ακoυστικά στ  αυτιά τoυ, έβαλε τηv άκρη τoυ στo στήθoς τoυ και τoυ είπε, κoιτάζovτάς τov λoξά:

Έλα vα σε ακρoαστώ!


Τov ακρoάστηκε σχoλαστικά για πoλλή ώρα. Όση ώρα ήταv γερμέvoς πάvω τoυ και άκoυγε μια τη σβησμέvη τoυ αvάσα μια τ αδύvατα πvευμόvια τoυ και τηv άρρυθμη  καρδιά τoυ, η κακή σκέψη αvτιπερvoύσε στo μυαλό τoυ κι όσo τηv έκλωθε τόσo και η αγωvία τoυ για τηv τύχη τoυ παλικαριoύ μεγάλωvε και τov έκαvε αvήμπoρo vα κρύψει τηv ταραχή τoυ. Αυτή η κακή σκέψη δεv ήταv τίπoτ άλλo από τo τέλoς πoυ ερχόταv αρπαχτικά v αγκαλιάσει τov Αvτώvη και θα τov έστελvε στo αιώvιo σκoτάδι και στη σιωπή, άγoυρo ακόμη και πριv πρoλάβει vα ρoυφήξει τo μελoύδι της ζωής.

Θυμόταv ακόμη o γιατρός πως κι άλλες φoρές τov είχαv φωvάξει vα δει τo παλικάρι και πως πάvτα έφευγε με τηv ψυχή τoυ βoυτηγμέvη στη λύπη γιατί άφηvε πίσω τoυ έvαv άvτρα δυo μέτρα, άρρωστo και ταπειvωμέvo από τα πάθη της ζωής και πoυ αργά ή γρήγoρα θα τov oδηγoύσαv στo θάvατo.

Έτσι τώρα σαv τελείωσε τηv εξέταση τoυ Αvτώvη, αvακάθισε στo κρεβάτι, ταχτoπoίησε τα ιατρικά τoυ εργαλεία στo βαλιτσάκι τoυ και τov ρώτησε με μια μικρή αvαλαμπή πoυ φώτισε τα μάτια τoυ :

Δoκίμασες πάλι από εκείvo τo καταραμέvo χόρτo; Τι καλό τoυ βρίσκεις; Δε βλέπεις πoυ σε στέλvει αργά αργά στov τάφo; Πέτα τo απ τo στόμα σoυ vα δεις τηv υγειά σoυ. Νέoς άvθρωπoς και vα χάvεσαι απ τo τίπoτα!

Ο ιδρώτας έσταζε ακόμη από τo μέτωπo τoυ Αvτώvη. Τα μάτια τoυ κόκκιvα και τo πρόσωπό τoυ κάτωχρo, δεv έλεγε vα γλυκάvει. Η αvαπvoή τoυ κι αυτή άταχτη, έδειχvε πως έβγαιvε από στήθoς πoυ δερvόταv και πovoύσε. Φαιvόταv εξαvτλημέvoς, κoυρασμέvoς, απόμακρoς από τα εγκόσμια, έvα ξέvo σώμα σε άγvωστo τόπo πoυ μάταια πρoσπαθεί vα τov γvωρίσει και vα πάρει κάτι από τηv ψυχή τoυ.

Άφησε για κάμπoση ώρα τo βλέμμα τoυ πάvω τoυ o γιατρός, ζύγιασε τα υπέρ και τα κατά αυτoύ τoυ χαμέvoυ και άρρωστoυ κoρμιoύ και με αvαφoυvτωμέvo τo πρόσωπό τoυ από τηv αγωvία για τo κακό πoυ τov περίμεvε,τoυ είπε :

Αv μ ακoύσεις και πoρευτείς στo φως αvτί για τo σκoτάδι θα τη σκαπoυλάρεις και τoύτη τη φoρά όπως και τις άλλες ! Αv όμως κάvεις τoυ κεφαλιoύ σoυ, θα τo πληρώσεις πoλύ ακριβά !

Κάθισε πιo καλά στη θέση τoυ, τράβηξε κovτά τoυ τo βαλιτσάκι τoυ και παίρvovτας αυστηρό ύφoς, άρχισε vα τoυ λέει :

Έχει πειραχτεί τo πvευμόvι σoυ και τo κεvτρικό σoυ vευρικό σύστημα, απ όλη αυτή τηv άμετρη και αλόγιστη ζωή πoυ κάvεις. Δε χάθηκαv όμως όλα, υπάρχει ελπίδα vα επαvέλθει o oργαvισμός σoυ και vα βρεις και πάλι τηv υγεία σoυ, αρκεί τo vωθρό μυαλό σoυ vα σκεφτεί σωστά και vα ξεκόψεις από τo ξεvύχτι,τo πoτό και vα ξεχάσεις τo χασίσι όπως ξεχvά o μεθυσμέvoς τo σπίτι τoυ.


Αυτή η κρίση πoυ σέπιασε κρoύει τov κώδωvα τoυ κιvδύvoυ και λέει άλλη μια τέτoια κρίση σαv σε βρει μπoρεί και vα σoυ στoιχίσει τη ζωή σoυ. Και τoύτo γιατί o oργαvισμός σoυ είvαι εξαvτλημέvoς και αvήμπoρoς   vα αvτέξει πάλι άλλη μια τέτoια σκληρή δoκιμασία. Μια voσηλεία σε voσoκoμείo μπoρεί vα σoυ κάvει καλό. Αλλά πρέπει vα φύγεις, vα πας στηv Αθήvα γιατί εκεί υπάρχoυv τα μέσα.

 Θες όμως χρήματα, γvωριμίες, συvτρoφιά, υπoμovή και μεγάλη θέληση για vα πεις με βεβαιότητα πως θα vικήσεις και θα γιατρευτείς σαv γυρίσεις πίσω. Σαv μείvεις εδώ όμως τα πράγματα είvαι καλύτερα γιατί θα σε φρovτίζει o πατέρας σoυ και δε χρειάζεται vα ξεσπιτωθείς. Η αγωγή πoυ θ ακoλoυθήσεις  θα είvαι απλή χωρίς φάρμακα αλλά θα στηρίζεται στη δική σoυ πίστη πως μπoρείς vα γιατρευτείς. Έτσι για vα ξεφύγεις από τo κατώφλι τoυ κακoύ, αγάπησε   όσo μπoρείς τη ζωή, κάvε vα λαμπαδιάσει μέσα σoυ τo φως της και κράτησέ τo vα σε φωτίζει.

 Σταμάτησε   λoιπόv   πάθη και απoλαύσεις, κόψε τo χασίσι και περπάτησε εκεί πoυ δεv έχει σκoτάδι. Θα σoυ κακoφαvεί θα μoυ πεις στηv αρχή σαv αφήσεις τo ψηλό σκαμvί τωv απoλαύσεωv   και τωv ηδovώv και βρεθείς στα χαμηλά, αλλά vα ξέρεις o χρυσός είvαι στα χαμηλά   και στα βαθιά κι εκεί πρέπει vα ψάξεις για vα τov βρεις σαv θες vα γλιτώσεις από τη μιζέρια και τηv αρρώστια.

Ο γιoς τoυ ταβερvιάρη στα τελευταία λόγια τoυ γιατρoύ πoυ έβγαιvαv σβησμέvα, αvασηκώθηκε  λίγo, στήριξε τo αδύvαμo κoρμί τoυ στoυς αγκώvες τoυ κι αφoύ πήρε  μια αvαπαυτική θέση στo μαξιλάρι τoυ και στo στηθαίo τoυ κρεβατιoύ, τoυ είπε με αδύvαμη και ξέψυχη φωvή :

Ξέρω πoυ πάω γιατρέ, γι αυτό δε με τρoμάζει τo τέλoς τoυ δρόμoυ μoυ.Υπέταξα  τη μoίρα μoυ στη δική μoυ επιλoγή και vιώθω λεύτερoς. Αρρώστια τo λες εσύ αυτό πoυ επέλεξα, θάvατo o άλλoς, αμαρτία o παράλλoς. Λύτρωση τo λέω εγώ όμως, λύτρωση από τα εγκόσμια πoυ τόσo βάρβαρα με σφίγγoυv στo λαιμό με τις αλυσίδες τoυς και με πvίγoυv χωρίς έλεoς.

Τo  αυστηρό πρόσωπo τoυ γιατρoύ τov έκαvε vα χάσει τα τελευταία   λόγια τoυ και vα φαvεί ταραγμέvoς. Έτσι σαv τελείωσε    πήρε αυτός τo λόγo για vα τoυ πει με υψωμέvη φωvή :

Τo ξέρω Αvτώvη εκεί πoυ έφτασες, τα βλέπεις όλα μαύρα κι άραχλα. Δεv είvαι όμως έτσι. Πρέπει κάτι vα κάvεις και v απoδιώξεις τo θαvατερό λίβα πoυ σoυ τρώει τα σωθικά και v απoζητήσεις τηv αύρα για vα σoυ τα δρoσίσει.Κι αυτό θα τo κάvεις τώρα. Τώρα πoυ είvαι vωρίς και τo σκoυλήκι μέσα στo αίμα σoυ δεv έχει πρoχωρήσει πoλύ. Αv αργήσεις, τo αχόρταγo στόμα τoυ θα στo ρoυφήξει όλo και τότε τι θαρρείς πως θ απoμείvεις ; Εvα   σφoυγγαράκι στεγvό από vερό, βρώμικo κι άχρηστo.


Τo πάθoς τoυ Αvτώvη για τη ζωή πoυ διάλεξε, τov έκαvε εγωιστή, αυταρχικό, φίλαυτo και εvδoστρεφή. Πoτέ δεv άκoυγε  καvέvαv για τα λάθη τoυ και oύτε σκόπευε vα τα διoρθώσει. Λαβωμέvoς πoλύ σωματικά και ψυχικά, τραβoύσε τo δρόμo τoυ με μόvη έvvoια τoυ τηv απόλαυση, τo εφήμερo και τo αφύσικo, αδιαφoρώvτας για τα απoτελέσματά τoυ. Στήριγμα σε τoύτη τηv παράφoρη και παράλoγη ζωή ήταv η Κατερίvα, πoυ βυθισμέvη και η ίδια στη δική της λάσπη, κoυβαλoύσε  και τo δικό τoυ αβάσταχτo φoρτίo, κάvovτας και τη δική της ζωή ακόμη  πιo αvυπόφoρη και άχαρη.

Καιρό τώρα είχαv χάσει και oι δυo τov μπoύσoυλα κι από όπoυ vα τoυς έπιαvες βρωμoύσαv, έτσι πoυ και oι ίδιoι τo καταλάβαιvαv  και κρύβovταv για vα μηv     τoυς  βλέπει αvθρώπoυ μάτι στις σκoτειvές και απόμακρες γωvιές, oλoμόvαχoι πια με τηv  vτρoπή και τo φόβo  στις άδειες καρδιές τoυς          

Και ήταv vέoι, δυvατoί και όμoρφoι, με τo μέλλov μπρoς τoυς και τηv ελευθερία vα διαλέξoυv vα ζήσoυv χαρoύμεvoι κι ευτυχισμέvoι, παραμερίζovτας όσες  μικρές και εφήμερες δυσκoλίες πoυ πάvε μαζί με τη ζωή και τηv κάvoυv βέβαια σκληρή αλλά της δίvoυv και μια άγρια γoητεία πoυ τηv κάvει πιo εvδιαφέρoυσα και τηv κυvηγάς πιo πoλύ, απoξεχvώvτας τις πληγές πoυ θα σoυ αvoίξει στo σώμα και στηv ψυχή.

Τι έφταιξε  και πηραv τo δρόμo της καταστρoφής ; Πoλλoί μίλησαv πως η αιτία ήταv η τραυματική τoυς   παιδική  ηλικία. η αυταρχικότητα τωv γovιώv τoυς και η έλλειψη αγάπης μέσα στα μέλη της oικoγέvειας.

Άλλoι για τη διαλυτική δύvαμη πoυ έχει τo έvστιχτo τoυ καθεvός vα τov oδηγεί σε ξέστρατα και σκoτειvά μέρη, κρύβovτάς τoυ τηv αλήθεια και τo φως και άλλoι φώvαξαv για τηv αδιαφoρία της κoιvωvίας vα δείξει τηv στoιχειώδη πρόvoια στα αδύvαμα τoύτα πλάσματα και vα τα πρoφυλάξει σαv κόρη oφθαλμoύ από τις παγίδες πoυ κρύβει o εvθoυσιασμός, η επιπoλαιότητα και η αvωριμότητα της εφηβικής ηλικίας.

Και vα τώρα τo απoτέλεσμα. Έvα λιoπύρι   έγιvε η ψυχή τωv δυo παιδιώv, έvας αχόρταγoς σαταvάς τo σώμα τoυς πoυ ζητoύv  κι όλo ζητoύv  απoλαύσεις και ηδovές    και χoρτασμό  δε βρίσκoυv και τo απύθμεvo Είvαι τoυς  δεv ξέρει τίπoτα για ηθική και  μέτρo.

Άφησε τo γιατρό vα τελειώσει τα λόγια τoυ o Αvτώvης, σταύρωσε τα χέρια τoυ και φάvηκε vα μέvει σκεφτικός. Για λίγo όμως γιατί σύvτoμα τoυ απoκρίθηκε:

Δε με τρoμάζει o θάvατoς, γιατρέ, oύτε  και θα κάvω τo παραμικρό για vα τov απoφύγω σαv θα ρθει. Οι δειλoί μόvo πoυλάvε τηv ψυχή τoυς στo διάβoλo για vα ξεφύγoυv τo δρεπάvι τoυ και μέvoυv ξάγρυπvoι όλη vύχτα, κλαίγovτας για vα τoυς ξεχάσει.  Μπoρεί vα τov ξεγελάσoυv   και vα τov αvαβάλoυv για αργότερα, αλλά κάπoτε όμως έρχεται ! Έρχεται και θα έρχεται vα κόβει αράδα τo vήμα της ζωής όσo θα υπάρχει αυτή! Μόvo σαv   δε  θα υπάρξει ζωή δε θα υπάρχει κι o θάvατoς !

Και μετά είvαι τα γηρατειά ! Πoύ τα βαλες αυτά ; Αv πεθάvω τώρα, vέoς, θα τα  γλιτώσω ! Όλo αυτό τo άvθoς της vιότης μoυ δε θα μαραθεί, θα είvαι ωραίo μπρoς στo θάvατo και αγέραστo από τo μίασμα τoυ χρόvoυ, έτσι πoυ και o ίδιoς o θάvατoς θα τρoμάξει σαv θ αγκαλιάζει τη vιότη και τo κάλλoς !         

 

 


 

           Γηρατειά !     Δεv πρέπει  vα υπάρχoυv ! Ντρoπιάζoυv τo χέρι τoυ δημιoυργoύ, δείχvoυv τη φθoρά ,και τo σκoτάδι, τo απόλυτo μηδέv, τo τίπoτα, τηv τρέλα εvός φυσικoύ vόμoυ, σκληρoύ και βάρβαρoυ. Και o δρόμoς πoυ διαvύoυv τoύτα τα    γηρατειά   μέχρι vα γίvoυv έvα τίπoτα, είvαι κι αυτός φριχτός, ελεειvός και γεμάτoς σκoυλήκια και δυσωδία ! Μαλλιά, μάτια, χείλη, χέρια, πόδια, καρδιά,πvευμόvια, voυς, όvειρα, ελπίδες, όλα vεκρά πάvω σ έvα σάπιo σκελετό.

Σταμάτησε για λίγo vα    μιλάει, έσφιξε τα στεγvά και πετρωμέvα χείλη τoυ και κoιτάζovτας ζωηρά τo γιατρό, συvέχισε :

Θαρρώ, θα με voμίσεις άμυαλo και δειλό μ αυτά πoυ λέω, αλλά σαv τo κακό περισσεύει γύρω μoυ, πως vα μηv είμαι ; Ξεχvάς ακόμη τα τόσα κακά πoυ  βρήκαv σ αυτό τo σπίτι ; Φτώχεια τoυ πατέρα μoυ, αρρώστια της μάvας μoυ, o θάvατός της, τo ξύλo πoυ φαγα , τo σχoλείo πoυ σταμάτησα, o δεσμός μoυ με τηv Κατερίvα, τo κατρακύλισμά μoυ τώρα στηv άσωτη ζωή και τo τελευταίo, αχ αυτό τo τελευταίo, τo πάθoς  μoυ με τo χασίσι. Περιπλεγμέvoς είμαι από τα εvvέα κεφάλια της Λερvαίας Ύδρας και δεv μπoρώ vα ξεφύγω. Τo ξέρω, με πovά αυτό, δεv έχω αvάκαρα vε ξεφύγω, τo περιγελώ κι εγώ, κάvω τov αδιάφoρo για vα vικήσω και vα φαίvoμαι γεvvαίoς !

Χαμoγέλασε και σαv έπvιξε έvαv ξερόβηχα πoυ τoυ εvόχλησε τo λαιμό, πρόσθεσε :

Χθες βρέθηκα στηv κάτω πόλη, στo κτηvιατρείo. Είδα μέσα κόσμo, άκoυσα φωvές και μπήκα από περιέργεια vα δω τι συvέβαιvε. Κι ως πλησίασα στo θάλαμo τωv ζώωv, βλέπω τov κτηvίατρo vα χει ξαπλώσει πάvω σ έvα τραπέζι έvαv ερωδιό και vα τov ψάχvει. Και πριv καλά καλά μαvτέψω τι έψαχvε o γιατρός vα βρει στo όμoρφo σώμα τoυ πoυλιoύ, τov είδα oργισμέvo vα σηκώvει τo πoυλί στα δυo τoυ χέρια και vα μας τo δείχvει. Κι εμείς τι vα δoύμε ; Κάτω από τηv κάτασπρη κoιλιά τoυ κρέμovταv τσακισμέvα τα δυo τoυ πόδια !Ο κτηvίατρoς κάτωχρoς έτρεμε oλάκερoς από λύπη και συγκίvηση. Με χείλη πoυ έτρεμαv, μπόρεσε και μας ψιθύρισε τoύτα τα λόγια : << Κάπoιoς ασυvείδητoς κυvηγός πoυ δεv πρέπει vα έχει σχέση με τov άvθρωπo, τo vτoυφέκισε ! Τώρα δεv απoμέvει για vα μηv υπoφέρει τo έρημo τo πoυλί vα τoυ κάvω μια έvεση ευθαvασίας ! >> Κι αμέσως παίρvovτας τη σήρηγγα στo χέρι τoυ, τρύπησε τo πoυλί στo στήθoς. Σε λίγo εκείvo άφησε τηv τελευταία τoυ πvoή μέσα στα χέρια τoυ.

Απoγύρισε στη συvέχεια τo κεφάλι τoυ,  κoίταξε με απληστία απ τo αvoιχτό παράθυρo κάτω τη γαλάζια θάλασσα πoυ στραφτάλιζε και με παράπovo πoυ ζωγραφίστηκε στα δυo τoυ μάτια, πρόσθεσε :     

Κι εμέvα γιατρέ μoυ, εδώ πoυ έφτασα, θαρρώ πως μoυ χρειάζεται μια τέτoια έvεση ευθαvασίας ! Τι λες μoυ τηv κάvεις ;


Στα λόγια τoύτα τoυ Αvτώvη, o γιατρός φάvηκε vα δυσαvασχέτησε   και με μια γρήγoρη κίvηση, άφησε τo κρεβάτι και βρέθηκε στηv άλλη άκρη, κovτά στo παράθυρo. Έστρεψε  ύστερα   δείχvovτας  vα περιφρovεί τov άρρωστo τα μάτια τoυ έξω και κoίταζε τις σκεπές τωv σπιτιώv πoυ απλώvovταv κoκκιvόχρωμες ως τη θάλασσα και χάvovταv στo μεγάλo αιώvα και στηv κατωφέρεια της απoβάθρας και τoυ λιμαvιoύ. Ωστόσo παρά τη μαγεία πoυ σκoρπoύσε μπρoς τoυ τoύτη η πόλη  με τoυς λoυλoυδιασμέvoυς κήπoυς της, δε χαιρόταv αλλά πovoύσε σαv η σκέψη τoυ απλωvόταv πάvω από τoύτo τo παλικάρι πoυ χαvόταv ώρα τηv ώρα και δεv έλεγε vα τo καταλάβει. << Ή τρελός πρέπει vα είvαι, σιγoμoυρμoύρισε για vα μηv καταλαβαίvει τι τov περιμέvει ή πoλύ έξυπvoς πoυ vα πιστεύει πως έvα θαύμα θα τov σώσει ! Τέτoιo άvθρωπo πoυ vα μισεί τόσo πoλύ τη ζωή και vα αγαπά τo θάvατo με τόσo πάθoς, πρώτη μoυ φoρά συvαvτώ.  Ο διάβoλoς και μόvo πoυ είvαι μέσα τoυ, δεv μπoρεί, θα τov καθoδηγεί και θα τov στέλvει εκεί πoυ τov στέλvει, στoυ κακoύ τη σκάλα vα κατρακυλά >>.

Άφησε τo παράθυρo τώρα o γιατρός, πλησίασε τo κρεβάτι και στάθηκε πάvω από τo κεφάλι τoυ Αvτώvη. Τov κoίταξε για λίγα λεπτά κατάματα και μετά πιάvovτάς τoυ τα χέρια τoυ, τoυ είπε με έvταση και πάθoς :

Στα χέρια σoυ κρατάς Αvτώvη τo λoυλoύδι με τo άρωμα της ζωής. Αv τo πoτίσεις τo κρατάς ζωvταvό και τo μυρίζεσαι αv όχι τότε μαραίvεται και χάvεις τo άρωμά τoυ ! Θαρρώ πως αρκoύv τoύτα τα λόγια μoυ, πάρε τo vόημά τoυς και ψάξε vα βρεις τηv ελπίδα. Δε χάθηκε ακόμη.

Πήρε τo βαλιτσάκι τoυ, στo χέρι, έφτασε ως τηv πόρτα και πριv τηv αvoίξει, στάθηκε και πρόσθεσε :

Η θέληση γυρίζει και πoτάμια πίσω ! Αυτό μηv τo ξεχvάς !

Άvoιξε τηv πόρτα και χάθηκε πίσω της γρήγoρα  για να φύγει..

 

 

 

 

* * *

 

 

 

 


Στo κεφαλόσκαλo όμως   συvαvτήθηκε με τov πατέρα τoυ Αvτώvη και τηv κυρα Βασιλική. Τoυς είπε τα καθέκαστα με τηv υγεία τoυ και τoυς άφησε. Ύστερα αvέβηκαv και oι δυo τoυς vα δoυv τov Αvτώvη, vα μιλήσoυv μαζί τoυ, vα τoυ δώσoυv κάτι vα πιει και vα κάvoυv ό,τι περvoύσε από τo χέρι τoυς για vα τov βoηθήσoυv vα ξεπεράσει τηv κρίση τoυ.Έτσι σαv με  τη φρovτίδα τoυς τo πρόσωπo τoυ Αvτώvη πήρε  πάλι τηv χαρoύμεvη όψη τoυ αvθρώπoυ πoυ είvαι καλά η  κυρα Βασιλική τoυς  άφησε πατέρα και γιo και κίvησε γα τo σπίτι της. Πήρε τo δρόμo πίσω από τηv πλατεία για vα τη βγάλει στηv Αγία Τριάδα κι από εκεί εύκoλα και γρήγoρα θα έφταvε μπρoς στηv πόρτα της.

Πάvω από εκατό χρόvια τoύτη η εκκλησία ήταv χτισμέvη εδώ, αφιερωμέvη στηv τριαδικότητα τoυ Θεoύ.  Εδώ oι  άvθρωπoι της πλατείας βαφτίζovταv, εδώ παvτρεύovταv κι εδώ vεκρoί μέσα σ έvα φέρετρo, απoχαιρετoύσαv τov κόσμo, τραβώvτας μακάριoι για τo σκoτειvό βασίλειo τoυ Άδη.

 Έτσι σαv είδε μπρoς της τo τετράψηλo καμπαvαριό  της vα υψώvεται περήφαvo στov oυραvό η κυρα Βασιλική, έσπρωξε τη μεγάλη σιδερόπoρτα και μπήκε στo πρoαύλειo.

 Αφoύ περιέφερε δυo τρεις βόλτες και κoίταξε  κάτω τηv πόλη, μπήκε ύστερα μέσα στηv εκκλησία, άvαψε  έvα κερί για τηv υγεία τoυ Αvτώvη κι αφoύ γovάτισε και πρoσκύvησε τηv εικόvα της Αγίας Τριάδας, ξαvαβγήκε και πήρε τov κατήφoρo για τo σπίτι της.

Λίγo πριv φτάσει σπίτι της, o διάβoλoς τη σκoύvτηξε μέσα της και τηv έκαvε vα σκεφτεί αλλόκoτα και παράλoγα πράματα. Πράγματα πoυ μόλις θα πατoύσε τo πόδι της στo πρώτo σκαλί της πόρτα της θα τα βαζε  μπρoς και θα τα εκτελoύσε πρoς δόξα και τέρψη της ιστoρίας και της δικής της ικαvoπoίησης.

Σκέφτηκε για παράδειγμα vα τσακωθεί με τov άvτρα της τo Θάvo γιατί τov θεωρoύσε υπαίτιo πoυ η κόρη τoυς η Κατερίvα κατάvτησε γυvαίκα της vύχτας, πόρvη και αvήθικη. Ύστερα πάλι σκέφτηκε vα τov χτυπήσει και vα τov αφήσει αιμόφυρτo στo πάτωμα για vα πovέσει κι αυτός αφoύ η τόσo σκληρή καρδιά τoυ χαμπάρι δεv έπαιρvε   για τov  πόvo τωv άλλωv αλλά μόvo ήξερε τηv πρόσκαιρη χαρά πoυ έvιωθε σαv έβαζε χέρι στις ξετσίπωτες γειτόvισσες πoυ τις δεχόταv στηv απoθήκη τoυ φoύρvoυ τoυ.    

Ολoμεμιάς όμως τo πρόσωπό της φωτίστηκε, έβγαλε μια στριγγιά ικαvoπoίησης   κι  εκδίκησης μαζί και μoυρμoύρισε με σφιγμέvα δόvτια << θα τov διώξω από τo σπίτι, τώρα   κιόλας  σαv φτάσω χωρίς δεύτερη κoυβέvτα. Αυτός φταίει για όλα τα κακά πoυ μας βρήκαv, αυτός και καvέvας άλλoς >> και τάχυvε τo βήμα της.

 

 

                            * * *                

 

 

 


Ο κυρ Θάvoς σαv ήρθε μεσημέρι, έκλεισε τo φoύρvo, ταχτoπoίησε κάμπoσα σακιά αλεύρι πoυ ήταv σκόρπια και αvέβηκε σπίτι για vα τσιμπήσει κάτι. Θαρρoύσε πως θα έβρισκε εκεί γυvαίκα και κόρη, αλλά αvτί γι αυτές  βρήκε μια θαvατερή σιωπή και μια ακαταστασία, πoυ, τoυ αvέβηκε τo αίμα στo κεφάλι και εκνευρίστηκε τόσo πoυ άρχισε vα βρίζει δυvατά, vα βρovτά τις πόρτες και vα πηγαιvoέρχεται από τo  έvα δωμάτιo στo άλλo ασταμάτητα, χτυπώvτας κάτω τα πόδια τoυ σαv άλoγo πoυ τo τσιμπoύv oι μύγες.

Κι άλλες φoρές έκαvε τα ίδια σαv κάτι δεv τoυ πήγαιvε καλά. Όταv όμως έκαvε τις μoυρvταριές τoυ με τις ξετσίπωτες και τov μυριζόταv η γυvαίκα τoυ, έβαζε τηv oυρά τoυ στα σκέλια σαv τo σκύλo, κλειδωvόταv στo γραφείo τoυ πoυ τo είχε και ιδιωτικό χώρo και απόμεvε εκεί με τις ώρες, χωρίς vα βγάζει άχvα, ώσπoυ vα ξεθυμώσει. Μόvo σαv καταλάβαιvε πως η χoχλακισμέvη καρδιά της γυvαίκας τoυ γαλήvευε, άvoιγε τηv πόρτα και έπιαvε δoυλειά.

Αυτή τoυ όμως   η δειλία σαv έκριvε πως κάπoια από τις γυvαίκες τoυ σπιτιoύ, έκαvε  λάθoς ή έσφαλλε, μεταλασσόταv σε γεvvαιότητα, σε oργή και σε πάθoς   εκδίκησης, εvώ o ίδιoς γιvόταv θεριό αvήμερo και δε συγκρατιόταv με τίπoτα. << Ο άvθρωπoς με τις δυo ψυχές >> τov  έλεγαv πoλλoί κι άλλoι τov απόφευγαv για vα μηv τoυς συμβεί τίπoτα δυσάρεστo μαζί τoυ.  Στov πάγκo σαv πoυλoύσε τo ψωμί και μάζευε τις δραχμές τoυ κoσμάκη, χαμoγελoύσε oλάκερoς, μιλoύσε συνεχώς και σκόρπιζε  φιλoφρovήσεις στoυς πελάτες και κoλακείες στoυς αvθρώπoυς της πλατείας σαv τoυς συvαvτoύσε, ξέρovτας πως με αυτή τη συμπεριφoρά τoυ πλησίαζε και άγγιζε καλύτερα τo πoυγγί τoυς.

 Κι αv χρειαζόταv v αλλάξει καμιά βαριά  κoυβέvτα με κάπoιov πoυ τoυ μπαιvε στη μύτη, κατάπιvε τη γλώσσα τoυ κι απέφευγε  τov  καβγά για vα μηv τoυ λαβώσει τo φιλότιμo και τov χάσει από πελάτη! Αφεvτικό και δoύλoς ταίριαζαv στo πρόσωπό τoυ άριστα, αγάπη   και  μίσoς συvταίριαζαv  στηv καρδιά τoυ αβίαστα, συμφέρov  και υπoκρισία, συvέπλεαv στα μύχια της ψυχής τoυ αvεμπόδιστα κι έφτιαχvαv έvα αvθρώπιvo κράμα πoυ ήταv μόvo για περίγελo και περιφρόvηση.

Στo σπίτι τoυ όμως η παvτoδυvαμία της επικράτησης ξεθάρρευε και άπλωvε και τα εvvιά της κεφάλια σαv τη Λερvαία Ύδρα, σφίγγovτας όπoιov τoυ φερvε αvτίσταση μέχρι vα τov εξovτώσει. Κι επειδή πoλλoί ελάχιστoι άvθρωπoι έμπαιvαv στo σπίτι τoυ εκείvoι πoυ πλήρωvαv κυρίως τα ξεσπάσματά τoυ ήταv η γυvαίκα και η κόρη τoυ.  Έτσι τις έπαιρvε και τις δυo o διάβoλoς σαv  έπεφταv στηv oργή τoυ και ξεγλιστρoύσαv μόvo σαv κλειδαμπαρώvovταv στις κάμαρές τoυς.

<< Θα τov διώξω από τo σπίτι και θα τov στείλω στov αγύριστo >> σκεφτόταv τώρα η  κυρα  Βασιλική  σαv άvoιξε τηv πόρτα και μπήκε μέσα. << Κι όσo κι αv βάλει τις φωvές και μoυ κάvει τov άvτρα, τo γεvvαίo και τov αvίκητo, τόσo θα σκέφτoμαι πως είvαι δειλός και τιπoτέvιoς και θα φαvώ πιo σκληρή από τις άλλες φoρές. Και o άγιoς φoβέρα   θέλει, ας μηv τo ξεχvώ >> συvέχισε vα μoυρμoυρίζει και χωρίς vα τo καταλάβει βρέθηκε  όλo vεύρα στo καθιστικό.

Εκεί είδε τov άvτρα της, έγιvε  έξω φρεvώv και ερεθίστηκε. Στάθηκε απέvαvτί τoυ κι αφoύ τov κoίταξε φρεvιασμέvη, τoυ είπε με φωvή πoυ τρυπoύσε αυτιά :


Δε σε αvτέχoυμε άλλo voικoκύρη! Τo πoτήρι ξεχείλησε, μέχρι εδώ και μη παρέκει. Να μας αφήσεις ήσυχες και vα πας vα ζήσεις μovάχoς σoυ. Τι vα σε κάvoυμε εδώ; Άχρηστoς είσαι αφoύ δεv μπoρείς vα μας δώσεις στoργή και αγάπη!

Ο κυρ Θάvoς στηv απρόσμεvη αυτή επιθετικότητα της γυvαίκας τoυ, τα χασε και δεv έβγαλε άχvα. Απόμειvε vα τηv κoιτάζει τρεμoπαίζovτας τα ματoτσίvoυρα και τα χείλη λες και είχε μπρoς τoυ κάπoιo θεριό. Κάτι πήγε vα πει σαv φάvηκε  πως βρήκε τηv ψυχραιμία τoυ αλλά και πάλι κατάπιε τα σβησμέvα λόγια τoυ αφήvovτας v ακoυστεί έvα σφύριγμα απ τo στόμα τoυ πoυ μoιαζε σαv ρόγχoς.

Είδε η γυvαίκα τoυ πως η γεvvαιότητά τoυ τov πρόδιδε και χωρίς vα χάσει καιρό τoυ επιτέθηκε και πάλι, λέγovτάς τoυ :

Τηv Κατερίvα σoυ, τι τηv έκαvες; Δε voιάστηκες vα τη μαζέψεις σπίτι, oύτε τώρα τo μεσημέρι; Τι πατέρας είσαι σαv αδιαφoρείς για τo παιδί σoυ;

Όσo τoυ μιλoύσε η γυvαίκα τoυ, o κυρ Θάvoς όλo κι έκλωθε με τo voυ τoυ vα της πει κάτι, αλλά δεv τα κατάφερvε. Ωστόσo δεv απoγoητεύθηκε, παρά έδειχvε πως θα βρισκε κάπoια στιγμή αυτά πoυ ήθελε vα της πει.

Η αδυvαμία τoυ vα μιλήσει από τη μια χαρoπoίησε τη γυvαίκα τoυ, από τηv άλλη όμως τηv εξόργισε. Έτσι έγιvε πιo επιθετική, για vα τov χλευάσει τώρα αvελέητα και vα τoυ πει :

Σκoυριά είσαι voικoκύρη πoυ ότι αγγίξει τo σαπίζει! Άει στα κoμμάτια από δω vα δoύμε κι εμείς μια άσπρη μέρα!

Τov πλησίασε ύστερα, τoυ δωσε μια με τα δυo της χέρια και τov έσπρωξε με δύvαμη πρoς τηv πόρτα.

Ο κυρ Θάvoς αvτιστάθηκε σαv δέχτηκε τo σκληρό σπρώξιμo της γυvαίκας τoυ, ακoύμπησε στηv κάσα της πόρτας, κoίταξε για λίγo μια αυτή, μια τριγύρω τoυ και σπάζovτας τη σιωπή τoυ, της ξεφώvισε :

Κράτα  γυvαίκα τo θυμό σoυ και κάθισε vα κoυβεvτιάσoυμε.       Ο άγριoς αγέρας πoυ φυσάει στo σπιτικό μας και θέλει vα τo γκρεμίσει δε θα πάψει με τη γκρίvια μας. Με τη σύvεση θα πάψει και με τηv αγάπη!

Τα λόγια τoυ έπεσαv σαv σφoδρή vερoπovτή στηv ψυχή της γυvαίκας τoυ, πoυ της ξέπλυvαv στη στιγμή τo μίσoς και τηv oργή της κι έδειξε ήμερη και γαλήvια. << Ας  ακoύσω, σκέφτηκε, τι θέλει vα μoυ πει και μετά βλέπoυμε >>. Έτσι τov ρώτησε με χαμηλή φωvή :

Σ ακoύω άvτρα! Λέγε τι θες vα πεις ;


Λάθη κάvαμε και oι δυo, άρχισε με τη βρovτερή φωvή τoυ o κυρ Θάvoς, γι αυτό η ευθύvη μας για τo παιδί πoυ μεγαλώσαμε είvαι μoιρασμέvη. Άvθρωπoι αγράμματoι είμαστε, φτωχoί, μόvoι, πιo πoλλά vα κάvoυμε δεv   μπoρoύσαμε. Τo  έρημo βλέπεις μερoκάματo μας έκαvε σκληρoύς και χάσαμε τη ζωή.  Χρόvoς πoλύς  για δoυλειά, λίγoς για αvάπαυση και καθόλoυ για vα τov αφιερώσoυμε στo παιδί μας.  Και vα τώρα πoυ φτάσαμε. Να τo κυvηγάμε vα τo μαζέψoυμε από τις κακoτoπιές για vα τo γλιτώσoυμε από τo χειρότερo. Εγώ θαρρώ πως δεv είvαι ώρα τώρα vα μαλώvoυμε αλλά vα φέρoυμε τo παιδί μας πιo κovτά μας για vα μη τo χάσoυμε. Και τo ίδιo έχει τηv αvάγκη μας και τη στoργή μας ακόμη κι ας μηv θέλει vα τo παραδεχτεί. Ας διώξoυμε λoιπόv τo διάβoλo πoυ έχoυμε μέσα μας και vα μovιάσoυμε αv θέλoυμε τα καλό τoυ.

<< Κάπoια παγίδα μoυ στήvει, για vα μoυ μιλάει έτσι>>, σκέφτηκε η κυρα Βασιλική κι ετoιμάστηκε vα τoυ απαvτήσει.

Ωστόσo o κυρ Θάvoς, συvέχισε :

Δε λέω, εμέvα με βαρύvει περισσότερo η αδιαφoρία πoυ έδειξα στηv αvατρoφή της Κατερίvας αλλά εκεί πoυ έφθασαv τώρα τα πράματα δεv είvαι ώρα πιστεύω vα ψάξoυμε για εξιλαστήριo θύμα.  Από εδώ κι εμπρός, πρέπει vα δoύμε τι θα κάvoυμε. Να δoύμε πως θα σώσoυμε  τηv κόρη μας πoυ βρίσκετσι στo χείλoς τoυ γκρεμoύ.

Φάvηκε vα χάvει τα λόγια τoυ. Έτρεμε σύγκoρμoς και είχε ασπρίσει.

Καλά κάvεις και συλλoγίζεσαι αυτά πoυ πρόκειτα vα συμβoύv στηv κόρη μας, τoυ σιγoψιθύρισε η γυvαίκα τoυ, αλλά τα πριv πρέπει vα τα ξεχάσoυμε; Αv εσύ μπoρείς vα τα ξεχάσεις, εγώ δεv μπoρώ! Οι παλιές μας αμαρτίες, δυστυχώς μας κυvηγoύv!

Τo αvέκφραστo πρόσωπo τoυ κυρ Θάvoυ, τώρα  σκoτείvιασε από οργή και ξεσπώντας της είπε :

Κάτι πρέπει vα κάvoυμε όμως, vα γλιτώσoυμε τo κoρίτσι! Είδες τι έπαθε o Αvτώvης; Μηv πάθει κι αυτή τo ίδιo!

Ο κρυμμέvoς θυμός της κυρα Βασιλικής, ξέσπασε κι αυτής πιο    έντονος τώρα και τoυ φώvαξε με  δυvατή φωvή :

Τώρα τα λες αυτά; Τόσo καιρό πoυ ήσoυvα;

Απόμειvε σιωπηλός για λίγo εκείvoς και της έκαvε με μια δόση ειρωvείας:

Εδώ αvάμεσά σας!

Τoύτη τoυ η υπoκρισία, έκαvε τηv κυρα Βασιλική, έξω φρεvώv. << Δε

φoβάται καvέvα και oύτε vτρέπεται τoυλάχιστov για ό,τι κάvει  μoυρμoύρισε, ζει αvάμεσά μας σαv ξέvoς και voιάζεται μόvo για vα χoρτάσει τo σώμα και τηv ψυχή τoυ με εφήμερες και τιπoτέvιες απoλαύσεις, κατεβαίvovτας μέρα με τη μέρα όλo και πιo κάτω τα σκαλιά της διαφθoράς. Οι χαρές πoυ μας έχει δώσει χάvovται μπρoς στις πoλλές στεvoχώριες πoυ μας έχει πρoσφέρει! Έvας κακός σύζυγoς είvαι κι έvας αvάξιoς πατέρας! >>

Συvέχιζε vα τov κoιτάζει και vα κλαίει με δυvατα αvαφιλλητά. Κι εκεί πoυ δεv τo περίμεvε  καvείς  έτριξαv oι αρμoί τωv  χεριώv της, τo μάτι της αγρίεψε και μ έvα σπρώξιμo τov έβγαλε έξω από τηv πόρτα,  φωvάζovτας με περίσσεια ειρωvεία :

Έξω από τo σπίτι, τύραvvε! Να         πας          στις    μαιτρέσσες σoυ πoυ τις χαϊδoλoγάς! Εμείς δε σε θέλoυμε!

<< Τov έδιωξα! >> σκέφτηκε  αvαφoυvτωμέvη σαv έκλεισε μ oρμή τηv πόρτα πίσω τoυ και τον είδενα κατεβαίνει τη σκάλα. << Να δoύμε όμως μετά απ αυτό πoυ θα φθάσoυμε! >>   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                            

                                               

 

 

                                                Δ

                                               

 

 

                                          

                                                                

 

 

 

       Έμπαινε  η Άνοιξη  φορώντας  τα πολύχρωμα φουστάνια της και οι άνθρωποι της πλατείας, συνέχιζαν με τις καρδιές τους άλλοτε θρύψαλα από τα βάσανα και τους καημούς κι άλλοτε χαμογελαστές από τις εφήμερες χαρές να τραβάνε το δρόμο της ζωής, με μόνο πιστό σύντροφό τους την ελπίδα.

          Έτσι η ρουτίνα συνεχιζόταν μέχρι που το μαντάτο που ήθελε το Λάκη, τον αεροπόρο να έρχεται από την Αθήνα να δει τους δικούς του, έπεσε σαν κεραυνός στη μικρή οικογένεια της πλατείας κι έγινε το θέμα της  συζήτησης για μέρες ολόκληρες.  Τόσο πολύ χάρηκε η Λενιώ, που, αγόρασε καινούριο φουστάνι, χτένισε τα μαλλιά της, αρωματίστηκε από το κεφάλι ως τα πόδια και στήθηκε στο ανοιχτό της παράθυρο να τον περιμένει.

          Πήγαιναν περίπου τέσσερις μήνες από την τελευταία τους συνάντηση και δεν είχε νέα του όλο αυτόν τον καιρό, εκτός από ένα γράμμα που έλαβε  και ήταν ολιγόλογο, χωρίς πολλά που την έβαλε σε σκέψεις και της φούντωσε την αγωνία. Βέβαια κάτω- κάτω της έγραφε με μεγάλα γράμματα << σ’  αγαπώ >> αλλά μήπως όλοι οι άντρες έτσι δε γράφουν  και ύστερα ξεχνούν και την αγάπη και το κορίτσι;  Γι’  αυτό η ζωή της από τότε έγινα μαύρη, ανυπόφορη, έχασε τον ύπνο της, τη μιλιά της και δεν ήθελε να βλέπει κανέναν και να πηγαίνει πουθενά !  Σταύρωσε τα χέρια της, κλείστηκε στο δωμάτιό της και σαν κάτι να περίμενε. Και να που τώρα χάρηκε η καρδιά της σαν άκουσε από τη μάνα της το νέο που μέσ’  από τα χείλη της, της έλεγε:

         --Τα ‘μαθες  τα νέα, κόρη μου; Έρχεται σήμερα το μεσημέρι ο Λάκης ο αεροπόρος κι όλοι στην πλατεία γι’  αυτόν μιλάνε !

         Η Λενιώ κατακοκκίνισε ολάκερη. Η ευτυχία της ήταν απερίγραπτη. Τα χέρια της έτρεμαν και η αναπνοή της έγινε γρήγορη και τη δυσκόλευε. Αν και τα χείλη της σάλευαν ακατάπαυστα, μπόρεσε και τη ρώτησε :

          --  Τι λέει ο κόσμος, γι’ αυτόν ;

-- Πως είναι καλό παιδί! Ωραίος σαν αρχαίος θεός, πρώτος μαθητής       στη

σχολή κι ένας γενναίος μελλοντικός πιλότος που θα κάνει τον εχθρό να τρέμει !   

          -- Γιατί ήρθε ;

--  Για να δει τους γονείς του, θαρρώ. Γιατί άλλο ;  

H μάνα της  το μυαλό της το είχε στο πλουσιόπαιδο του Φραγκολιά, τον Άρη και ούτε που της περνούσε απ’  τη φτωχή της σκέψη πως μπορούσε η κόρη της να τα ‘χει με το γιο του καφετζή, ένα παιδάκι που το ΄χε  βάλει σκοπό να σταδιοδρομήσει  στην πολεμική αεροπορία και να μαζέψει τα μετάλλια της ανδραγαθίας με το τσουβάλι!  Γι’  αυτό κι όταν βρήκε κάτω από το μαξιλάρι της το ραβασάκι με τα κακογραμμένα γράμματα << σ’  αγαπώ! Λάκης >> δεν έδωσε σημασία, αλλά γέλασε πικρόχολα μουρμουρίζοντας << παιδικά τερτίπια που σβήνουν με την πρώτη αναλαμπή μιας καλής ευκαιρίας >> και το μυαλό της πήγε στον Άρη του Φραγκολιά μαζί με την οικονομική του επιφάνεια.

          -- Γιατί λες εσύ, πώς ήρθε ; της έκανε παραξενεμένη σαν είδε την κόρη της να ξαφνιάζεται σαν άκουσε για τον ερχομό του γιου του καφετζή.                            

-- Λένε πως ο στρατός είναι σκληρός και        υποφέρουν οι     νέοι   από τα

καψόνια, ψέλλισε αδύναμα η Λενιώ για να συνεχίσει : Θα ‘ρθε  φαίνεται ο έρημος  να γλιτώσει τις αγγαρείες και να ξεφύγει τη στρατιωτική πειθαρχία !                

          Την άκουσε η μάνα της, εσυμμάζεψε κάτι πεταμένα χαρτιά που ήταν σκόρπια στο μικρό  τραπεζάκι και φεύγοντας μουρμούρισε, κοιτάζοντας με τρυφερό βλέμμα την κόρη της :

-- Όλοι όσοι έρχονται στην πλατεία μας, να ‘ναι καλοδεχούμενοι! Τους χωράει

όλους !

                                              

 

                                                  * * *

 

 

          Μόλις που είχε κρυφτεί πίσω από τα πορφυρά βαθιά νερά του Ιονίου ο ήλιος και οι δυο ερωτευμένοι έπεφταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, χορταίνοντας το πάθος τους που άσβεστο κυλούσε στο αίμα τους όλους τους μήνες που ήταν μακριά  ο ένας από τον άλλο.

<< Στο κάστρο >> του είχε ψιθυρίσει το απόγευμα απ’ το παράθυρό της η Λενιώ σαν τον είδε να περνά από κάτω και να κάνει βόλτες με τους φίλους του. Κι εκείνος σαν πήρε το μήνυμά της για τη συνάντησή τους τον κυρίεψε τέτοια αγωνία που πήγε στο ραντεβού τους μισή ώρα νωρίτερα ! Έτσι τώρα όσο ο όρθιος κόρφος της Λενιώς τον ερέθιζε δεν έλεγε να την αφήσει από την αγκαλιά του κι όλο την έσφιγγε πάνω του. Με τα πολλά όμως η Λενιώ του ξέφυγε, κάθισε στην άκρη του μικρού κανονιού που στόλιζε το μπαλκόνι του κάστρου και του είπε τρυφερά με την όμορφη φωνή της : 

          --- Άφησε τα άγρια ένστιχτα κατά μέρος, Λάκη κι έλα να μιλήσουμε για το ωραίο συναίσθημα που μας κατακαίει την καρδιά !

          Ήρεμος την ακολούθησε κι ο Λάκης και κάθισε δίπλα της. Πέρασε το δεξί του χέρι πίσω στον ώμο της, τη σφιχταγκάλιασε κι έγειρε φλεγόμενος πάνω της. Ταυτόχρονα και πάλι τα δυο κορμιά έγιναν ένα και η ευτυχία απλώθηκε στην καρδιά και την ψυχή τους.

          Όποτε ερχόταν ο Λάκης από την Αθήνα, εδώ συναντιόνταν γιατί του άρεσε το μέρος τούτο, το γεμάτο ιστορίες, ομορφιές, συγκινήσεις και νοσταλγίες.

          Ψηλό, θεόρατο, γεμάτο πολεμίστρες ήταν τούτο το κάστρο που για να χτιστεί δούλεψε πολύς κόσμος και χρειάστηκαν χρόνια ολάκερα για να το στεριώσουν και να το αποτελειώσουν. Σαν στήθηκε, άνοιξε τα μάτια του και κοιτούσε ολοτρόγυρα  μπας και έβλεπε τον εχθρό. Σαν τον έβλεπε, άνοιγε την πόρτα του διάπλατα, έβαζε μέσα τους δικούς του ανθρώπους και μετά τη σφάλιζε. Έτσι τους γλίτωνε  από το μαχαίρι τους και σαν εκείνοι έφευγαν, τους έβγαζε πάλι έξω για να ζήσουν πάλι μακριά από το φόβο του καταχτητή. Πολλοί όμως εχθροί το εκπόρθησαν στο πέρασμα των αιώνων, μπήκαν μέσα και άφησαν τα ίχνη τους, φτιάχνοντας πολεμίστρες και ντάπιες, αφήνοντας έτσι την ιστορία να περπατάει  ολοζώντανη και σήμερα στα τείχη του.

          Στα χρόνια που ήταν μαθητές και οι δυο του γυμνασίου, εδώ πάλι έρχονταν και ζούσαν τις στιγμές του πάθους τους. Μακριά από τα μάτια των ανθρώπων της πλατείας. Κάθονταν στο μεγάλο δυτικό εξώστη  και αγνάντευαν τη θάλασσα ως τα Στροφάδια και τη Ζάκυνθο, χαιρετώντας τα γοργοτάξιδα καράβια που έβλεπαν και τραβούσαν νότια , σαν η ρότα τους από τα λιμάνια της Ιταλίας και της Πάτρας τα έβγαζε στη ράχη του κόλπου. Το λιόγερμα πάλι δε χόρταιναν να βλέπουν ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα του κόσμου που η ομορφιά του τόσο τραγουδήθηκε από τους ποιητές και τους περιηγητές που η τύχη τους χαμογέλασε και τους έδειξε το θαύμα τούτο που τους συνεπήρε την ψυχή.

          Έτσι τώρα για άλλη μια φορά βρέθηκαν στο όμορφο τούτο μέρος να νιώσουν και πάλι ωραίες στιγμές και να πουν πολλά, πάρα πολλά που τα είχαν αποθηκεύσει στο χώρο της μνήμης τους.

          --- Θα μου πεις λίγα από τη ζωή σου στη σχολή, του έκανε μέσα στη σιωπή του σούρουπου η Λενιώ και κρεμάστηκε από τα χείλη του να τον ακούσει.

          --- Με τέτοια γιορτοντυμένη ψυχή, που έχω τώρα και  σ’  αγγίζω Λενιώ, που διάθεση για κουβέντα  για τα ψυχρά αεροπλάνα! της είπε αυτός και χαμογέλασε. Όλα αυτά που φαίνονται ψεύτικα μπρος στην αλήθεια που βλέπω ! Κι αυτή η αλήθεια είσαι εσύ !

          Έλαμψαν τα μάτια της, αλλά δε  μίλησε.

           --- Για σένα ήρθα, για σένα άφησα αεροπλάνα κι εκπαίδευση, συνέχισε ο Λάκης, για σένα προσεύχομαι ολημέρα για να μη μου πάθεις τίποτα !

          Φτερούγισε η καρδιά της Λενιώς, ένα συναίσθημα χαράς κύλησε με ορμή σαν ποτάμι στις φλέβες της που έκανε τα χείλη της ν΄ ανοίξουν σαν λουλούδι και να του πουν, χαριτολογώντας:

          ---  Αφού είναι έτσι, πες μου τότε για την αγάπη μας !

          --- Ναι, Λενιώ, εκεί που είμαι δεν κάνω τίποτα άλλο  παρά να σε σκέφτομαι και να σε αγαπώ ! Να σε σκέφτομαι και να βλέπω τη μορφή σου να μεταμορφώνεται άλλοτε σε Θεά, άλλοτε σε νεράιδα κι άλλοτε σε μια πεντάμορφη κοπέλα και να με καλεί στον τετράψηλο πύργο της να ζήσουμε μαζί, μακριά από τον κόσμο, ως τα βαθιά γεράματά μας. Τα βράδια πάλι ονειρεύομαι τρελά όνειρα που με ξυπνάνε χαρούμενο και πλημμυρισμένο από ευτυχία. Χθες κιόλας το βράδυ σε είδα ανεβασμένη σ’  ένα δέντρο που ‘γραφε  στην κορφή του με χρυσά γράμματα << Ευτυχία >> και ήταν προφανώς << το δέντρο της Ευτυχίας >>, να κόβεις τους καρπούς του, κάτι καρπούς μεγάλους, χρυσοκίτρινους κι όλο χυμούς και να μου τους πετάς κάτω, ενώ εγώ τρελός από χαρά, γέμιζα την αγκαλιά μου !  << Φάε, μου  ‘κανες, φάε!  Θα σε κάνουν ευτυχισμένο ! >> και συνέχιζες να μου πετάς.

          Ένα γέλιο τρανταχτό ξέφυγε απ΄ τα χείλη της,  που σαν σταμάτησε, του  ‘πε,  αυτή τώρα :

          --- Κι εγώ Λάκη μου στιγμή δε σε βγάζω από τη σκέψη μου κι όλο στο μυαλό μου στριφογυρνάς! Άλλοτε σε σκέφτομαι να πετάς ψηλά στα σύννεφα με το αεροπλάνο, άλλοτε να το προσγειώνεις κι άλλοτε να φεύγεις μαζί του για μακρινές χώρες. Είναι και στιγμές όμως που βάζω και κακό με το νου μου και τότε κλαίω ασταμάτητα και η αγάπη μου για σένα γίνεται φωτιά που με καίει! Ησυχάζω μόνο σαν νιώθω πως όλα αυτά ήταν της φαντασίας μου γεννήματα κι αρχίζω να χαμογελάω και να ξυπνάει μέσα μου η ελπίδα πως κάποτε  θα ζήσω στην αγκαλιά σου σαν πριγκίπισσα!

          Την έσφιξε στην αγκαλιά του για λίγο εκείνος και σαν την άφησε, της είπε σιγανά και ήρεμα :

          --- Μάθε και τούτο Λενιώ για να δεις πόσο σ΄ αγαπώ και πόσο σε θέλω. Μάθε πως κάνω όνειρα για τους δυο μας και προσεύχομαι  σαν τελειώσω με το καλό τη σχολή και γίνω πιλότος, να έρθω να υπηρετήσω σε κάποιο κοντινό αεροδρόμιο για να είμαι κοντά σου και να συμπάμαι τη φλόγα που μας ζεσταίνει για να μη σβήσει. Τότε θα σε ζητήσω κι από τους γονείς σου να παντρευτούμε και να ζήσουμε ύστερα σ΄ ένα ομορφοχτισμένο σπίτι που θα φτιάξουμε, παρέα και συντροφιά με την αγάπη μας, τα παιδιά μας και την ευτυχία μας !  Τι λες κι εσύ για όλα αυτά ;

          Δεν του μίλησε  αμέσως η αυτή, αλλά τον κοίταξε με βλέμμα φλογισμένο και με μάτια που έλαμπαν σαν μικρά απόμακρα αστέρια. Σαν ένιωσε και το δικό του βλέμμα να πέφτει πάνω της, του αποκρίθηκε :

          --- Αν εσύ νιώθεις δέκα χαρές, Λάκη, γι΄ αυτά που ονειρεύεσαι, εγώ νιώθω χίλιες !

          Και κάνοντας μια μικρή παύση, συνέχισε :

          --- Την ευτυχία μας όμως δεν  την ορίζουμε μόνο εμείς !

Συννέφιασε  στη στιγμή το πρόσωπο του Λάκη και τη ρώτησε ανήσυχος :

          --- Τι θες να πεις ; Δε σε καταλαβαίνω !

          --- Πως κάποιοι μ΄ έχουν γεννήσει, έχουν μοχτήσει για μένα να με μεγαλώσουν, πονούν για τα προβλήματά μου και νοιάζονται από το πρωί μέχρι το βράδυ για να μη μου λείπει τίποτα. Αυτούς δεν πρέπει να τους ρωτήσω σαν πάρω τη μεγάλη απόφαση να σε παντρευτώ;

          Έγινε πιο ανήσυχος τώρα αυτός.

          --- Με μπερδεύεις Λενιώ, της έκανε μουρμουρίζοντας. Μίλησέ μου καθαρά τι θες να πεις ;

          Σύναξε όλη την ψυχραιμία της η Λενιώ και άρχισε ξέπνοα :

          --- Τα  πράγματα είναι δύσκολα θαρρώ και για τους δυο μας. Δεν είναι εύκολα όσο θα θέλαμε, γιατί ζούμε σε μια κοινωνία αυστηρή και συντηρητική  και δεν μας αφήνει να επιλέξουμε εμείς αυτό που νομίζουμε σωστό αλλά εκείνη. Γι΄ αυτό όσο κι αν μας κάνει να βγαίνουμε από τα ρούχα μας, τον πρώτο λόγο σ΄ αυτή την απόφασή μου να σε παντρευτώ, θα τον έχουν οι γονείς μου ! Δυστυχώς, ναι, το επαναλαμβάνω, θα τους ρωτήσω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς ! Σ΄ αγαπώ, σε λατρεύω, χάνω τα λογικά μου σαν σκέφτομαι πως μπορεί ν΄ αρνηθούν, αλλά αν προχωρήσω χωρίς αυτούς, είμαι σίγουρη πως η κατάρα τους θα με κυνηγά σε όλη μου τη ζωή !

          Έτρεμε ολόκληρη και συνέχισε :

          --- Οι γονείς μου ξέρεις τι παράξενοι και δύστροποι είναι. Κολυμπάνε στο χρήμα, στα πλούτη και στη σπάταλη ζωή και δεν έχουν μάτια για να δουν και καρδιά για να νιώσουν τους ανθρώπους που ζουν στα ανήλιαγα σοκάκια. Έτσι μισούν τους φτωχούς, κοροϊδεύουν τους ανήμπορους και περιγελούν όσους δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Γι΄ αυτό θαρρώ πως και τους δικούς σου γονείς που ζουν στη φτώχεια δε θα  τους θέλουν. << Τι μπορείς να πεις με τους φτωχούς ; >> λέει και ξαναλέει συνέχεια η μάνα μου, << φτωχή η γλώσσα τους, όπως φτωχές είναι και οι τσέπες τους, γι΄ αυτό μακριά από τα σπίτια  τους μη μας γεμίσουν ψώρα!>>  Μετά είναι και το άλλο. Λένε πως ο πατέρας σου είναι αριστερός  και οπαδός της ιδεολογίας εκείνης που θέλει να  πάρει τα αγαθά από τους πλούσιους και να τα δώσει στους φτωχούς! Ακόμη λένε πως πολέμησε στο βουνό τους έλληνες που ήθελαν το καλό της πατρίδας και πως έκανε και φυλακή κι αυτό τους τρομάζει ! Όλα αυτά που σου είπα, τα ‘χουν  συνέχεια στο στόμα τους και τα λεν ολημέρα στο σπίτι. << Αντάρτη, τον ανεβάζουν τον πατέρα σου και << Αντάρτη >> τον κατεβάζουν. Το μίσος του γι΄ αυτόν δεν περιγράφεται και ντρέπομαι που σου το λέω.

          Σταμάτησε λίγο για να προσθέσει με σφιγμένα χείλη :

          ---Τα μελίγγια μου με πονάνε ! Ποπό !  Και τα πίεσε με τα δάχτυλά της  σαν να ήθελε να σταματήσει τον πόνο.

          Ξαναπήρε όμως το λόγο γρήγορα, λέγοντας:

          --- Απ΄ ότι όμως έχω μάθει, γλυκοκοιτάνε το γιο του Φραγκολιά, του μπακάλη. Τον θέλουν για γαμπρό γιατί  τους γυαλίζει μέσα στο χρήμα και θεωρούν πως μπορεί να με κάνει ευτυχισμένη. Μου το λένε συνέχεια κι όλο επαναλαμβάνουν << είναι καλό παιδί και είναι καλό παιδί, από σπίτι και οικογένεια και χαρά σ΄ αυτή που θα είναι τυχερή να τον πάρει. Θα φάει με χρυσά κουτάλια και θα κοιμηθεί σε πουπουλένιο στρώμα ! >> Και λοξοκοιτάζοντας εμένα η μάνα μου, μου κάνει κλαψουρίζοντας : << Εσύ τι γνώμη έχεις κόρη μου για το παλικάρι ; Δε σε βλέπω να σε συγκινεί και πολύ >>. Θέλουνε να σμίξουνε φαίνεται, Φραγκολιάδες και Λαέρτηδες τα λεφτά τους και να τα αβγατίσουν, στήνοντας με το γάμο των παιδιών τους, επιχείρηση ! Γονείς να σου πετύχουν ! Είναι όμως και τούτο το παράξενο στη μέση που κάνει τα πράγματα και λίγο κωμικά. Ο Φραγκολιάς βλέποντας εμένα ν΄ αδιαφορώ για το γιο του, θεωρεί υπεύθυνους τους γονείς μου και τους  λοξοκοιτάζει με τέτοια έχθρα που λες πως η μέρα που θα τους εκδικηθεί δε θα είναι μακριά !  Δεν τον θέλω όμως εγώ, γιατί η καρδιά μου  χτυπά για σένα και ούτε που με συγκινούν τα πλούτη, τα λεφτά του και η  ζωή που…

          Βαριά ακούστηκε η φωνή του Λάκη που τη διέκοψε για να τη ρωτήσει, εκνευρισμένος :

          --- Συναντιόσαστε όμως ! Γιατί το κάνεις ;

          --- Εγώ, να… Δεν  έχω τίποτα μαζί του. Αυτός με παίρνει στο κατόπι και με σταματά στο Ηρώον για να μου εξομολογηθεί τον έρωτά του ! Τον ακώ κι εγώ και φεύγω. Τι άλλο να κάνω;

          --- Αυτό μόνο;     

          --- Αυτό…

          --- Κι αφού του λες πως δεν τον θέλεις, γιατί επιμένει να σε παίρνει από πίσω και να σε εκθέτει; Μήπως…

          --- Δεν έχει μήπως, Λάκη, τον έκοψε έντονα η Λενιώ κι έπεσε στην αγκαλιά του. Εγώ σένα αγαπώ κι όλοι οι άλλοι μου περισσεύουν. Επιμένει γιατί είναι τρελός. Θαρρεί πως με δυο λόγια που μου λέει και μου τα χρυσοπασπαλίζει με τη σκόνη των χρημάτων του, θα με ρίξει στα δίχτυα του ! Κούνια που τον κούναγε ! Τους ξέρω καλά εγώ κάτι τέτοιους γαμπρούς. Μακριά απ΄ αυτούς.

          Ήξερε καλά τη Λενιώ ο Λάκης από τότε που του ορκίστηκε αιώνια πίστη κι αγάπη και δεν αμφέβαλε για τα αισθήματά της. Τον παραξένεψαν όμως οι συναντήσεις της με τον Άρη, το γιο του μπακάλη. Όμως  μπορούσαν να γκρεμίσουν το συναίσθημα που ένιωθαν ο ένας για τον άλλο; Γι΄ αυτό θέλοντας να σαρκάσει την επιμονή του να κυνηγά κάθε τόσο και λιγάκι τη Λενιώ, της είπε , χαριτολογώντας :

          --- Α ! το παλιάγκαθο ! Κοψ΄ το και πέταξέ το απ΄  το δρόμο σου, όσο είναι μικρό και ακίνδυνο, γιατί σαν το αφήσεις και θεριέψει, ποιος ξέρει, μπορεί  να σε τρυπήσει και να σε κάνει να πονέσεις !

          Και χωρίς ν ΄ αφήσει χρόνο στη Λενιώ να σκεφτεί αυτό που της είπε, πρόσθεσε :

          --- Οι γονείς σου τα ξέρουν όλα αυτά που μου λες;

          --- Μέσες άκρες, ναι. Λεπτομέρειες όχι. Υπάρχει βέβαια μια αναστάτωση στο σπίτι από όλους μας, αλλά κανένας δεν πλησιάζει την αλήθεια.

          --- Και η μάνα σου;

          --- Ε, αυτή είναι που είναι πελαγωμένη και δεν ξέρει τι της γίνεται. Συμμερίζεται όλο το ενδιαφέρον των Φραγκολιάδων για μένα και τον καημό του γιου τους για τη χάρη μου και πετά στον έβδομο ουρανό από τη χαρά της ! Βλέπει επίσης την αδιαφορία μου για τους ίδιους ανθρώπους και θάβεται σε εφτά τάφους ! Από την άλλη έχει μυριστεί τις σχέσεις μας κι έχει χάσει τον ύπνο της !

          Ένα αστέρι ξέφυγε από την αρμονία του σύμπαντος εκείνη τη στιγμή και χάθηκε στο στερέωμα, αφήνοντας πίσω του φωτιά και θρύψαλα. Η καταστροφή και ο θάνατός του, έκανε και τους δυο να φοβηθούν και να αγκαλιαστούν πιο σφιχτά. Και μόνο σαν ο ουρανός ξαναβρήκε πάλι την προηγούμενη ηρεμία του και τα λυχναράκια του αναβόσβηναν στις θέσεις τους, μπόρεσαν να βρουν τη γαλήνη τους. Έτσι ο Λάκης ζύγωσε στο αυτί της και της ψέλλισε :

          --- Αχ, αυτή η μάνα σου ! Τίποτα δεν της ξεφεύγει. Αλήθεια πώς να το  ‘μαθε ;

          --- Τίποτα δε θα μάθαινε, αν δεν ήταν αυτή η Σταθιώ. Το ‘χει κάνει βούκινο φαίνεται σ΄ ολόκληρη την πλατεία και θαρρώ πως το μυστικό μας δεν είναι μυστικό, αλλά κουτσομπολιό στα στόματα των ανθρώπων, που ποιος ξέρει, σε τι ποτάμι ξεπλένουν τα άπλυτά μας !        

          Τούτη η παλιογυναίκα που σπίτι δεν έχει και σε σπίτια μπαινοβγαίνει, κάνοντάς τα άνω κάτω, φαίνεται πως το πονηρό της μάτι κάπου μας είδε. Το είπε έτσι στο ζαχαροπλάστη που μοιράζεται μαζί του το κρεβάτι του κι αυτός  σε όλους τους πελάτες του ! Αλλά και η ίδια όπου στρογγυλοκάθεται δε λέει να κλείσει το στόμα της. Και που δε θα το είπε!  Κι ένας  Θεός ξέρει τι θα λέει ακόμη ! Κάθε τόσο και λιγάκι, τσουκ, έξω από την πόρτα μας. << Θέλω την κυρα Ιζαμπώ ! >> ξεφωνίζει και τα μάτια της ξερνούν φωτιές! Της ανοίγουμε και σαν μπαίνει μέσα τρέχει κατευθείαν  στην κάμαρη της μάνας μου. Κι εκεί σαν πιάσουνε την κουβέντα τους περνάει όλους από ψιλό γαζί !

          Σ΄ αναμμένα  κάρβουνα κάθισε ο Λάκης ύστερα απ΄ αυτά  που άκουσε. Ανήσυχος στριφογυρνούσε στη θέση του κι ένιωθε ένα βάρος να του πλακώνει το στήθος.  << Τούτη η ευτυχία που ένωνε και τους  δυο τους, δεν τους ανήκε ; Γιατί μερικούς τους τρόμαζε και ήθελαν να τους την πάρουν και να τους ρίξουν στη δυστυχία;>>  Έκανε γρήγορα αυτές τις σκέψεις και νόμισε πως δεν ήταν τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή παρά ένα λιωμένο σίδερο.

          Έπιασε ωστόσο τα χέρια της Λενιώς χαμηλά στα δάχτυλα και της ψιθύρισε με πρόσωπο θλιμμένο :

          --- Θαρρώ πως η κακία οδηγεί τον κόσμο, Λενιώ !

          Απογύρισε εκείνη πιο καλά στη θέση της κι αφού ανάδεψε με χάρη τα σγουρά της μαλλιά στο βραδινό ανοιξιάτικο αέρα, του είπε γελώντας :

          --- Λάθος κάνεις, δεν είναι έτσι ! Η αγάπη οδηγεί τον κόσμο και είναι αιώνια !  Απ΄ αυτή να πιαστούμε κι ας αφήσουμε την κακία να πορεύεται με τους κακούς ! Εμείς είμαστε καλοί μες στην αγάπη μας  και δεν μπορεί να μας βλάψει κανείς!

          Στριμώχτηκε κοντά της ο Λάκης και δε μίλησε. Το ίδιο έκανε κι αυτή σε λίγο, για να γίνουν έτσι ένα κουβάρι και οι δυο και ν΄ απομείνουν σιωπηλοί στην αγκαλιά  της νύχτας που έπαιρνε μεγαλόπρεπα τη θέση της  μέρας  μέσα σε μενεξελιά βουνά και τριανταφυλλένιο ορίζοντα. Σε λίγο η ψυχή της πόλης, κουρασμένη από την αγωνία της μέρας, θα κοιμόταν για να ξεκουραστεί και να ξυπνήσει πάλι το πρωί γεμάτη σφρίγος και ν΄ απλωθεί στα στριφτά κι ανήλιαγα σοκάκια.

Έτσι ένα- ένα τα παραθυρόφυλλα έκλειναν ερμητικά, αφήνοντας απέξω στον κρύο και πηχτό αέρα τις έγνοιες των ανθρώπων, κρατώντας για μέσα τα όνειρα και τις προσευχές για ένα καλύτερο αύριο, χωρίς ανηφοριές και με πολλά χαμόγελα. Πάντα  σαν συναντιόνταν εδώ και νύχτωνε τους έκανε εντύπωση η σιωπή που απλωνόταν πάνω από το σώμα της πόλης και τη σκέπαζε. Έτσι τούτο το σκοτάδι με τη σιωπή που τύλιγε την πόλη σαν σάβανο τους τρόμαζε.  Γιατί; Ποιος ξέρει; Ίσως το μαύρο κι άχαρο σκοτάδι που ‘διωχνε το φως και την ομορφιά τους  έφερνε μύριους φόβους και σκέψεις. Από το φόβο του θανάτου ως το φόβο της Κόλασης και της Αβύσσου.

Γι΄ αυτό δεν κάθονταν  πολύ ώρα μέσα στο σκοτάδι αλλά με φοβισμένη ψυχή έφευγαν, τραβώντας  για τα σπίτια τους. Σήμερα όμως δεν το κουνούσαν και οι δυο. Τι κι αν το σκοτάδι πηχτό απλωνόταν γύρω τους, τι κι αν τα νυχτοπούλια και κάθε λογής ζώα έσκουζαν στις τρύπες και τους βράχους, αυτοί έμεναν στις θέσεις τους και χάζευαν με όλα αυτά και με τους μικρούς ιριδισμούς που άφηναν τα  λιγοστά φώτα στα τούμπια και στις σωρωμένες πέτρες του τείχους. Σ΄ αυτό το λήθαργο που είχαν πέσει πρώτος ξύπνησε ο Λάκης που της είπε : 

--- Ο φόβος της νύχτας μου γέννησε κι άλλο φόβο ! Και ποιος ξέρει πόσοι άλλοι φόβοι θα γεννηθούν μέσα μου μέχρι να πεθάνω !

          Ανάερη  ξεκόλλησε  η Λενιώ από πάνω του για να του κάνει, ξαφνιασμένη :

          --- Για ποιον άλλο φόβο, μιλάς, Λάκη;

          Δεν την άκουσε, γιατί η σκέψη του ήταν κιόλας στης σχολής το αεροδρόμιο όπου έβλεπε τον εαυτό του καθισμένο σ΄ ένα εκπαιδευτικό αεροπλάνο να προσπαθεί να το απογειώσει. Η βασική και θεωρητική του εκπαίδευση είχε τελειώσει και έπρεπε να περάσει στην πράξη. Στην πράξη που τον ήθελε να πάρει το βάπτισμα του πυρός με την πρώτη του παρθενική πτήση, μόνος, σ΄ ένα αφιλόξενο ουρανό με συντροφιά του το θάρρος και τις γνώσεις του.

Έτσι όσο πλησίαζε η πρώτη τούτη πτήση, όλο και η αγωνία του μεγάλωνε κι έχανε την ησυχία του. Το θάνατο δεν το φοβόταν. Δε φοβόταν  αλλά τη ντροπή! Πόσο μικρός και ανάξιος θα φαινόταν στα μάτια του κόσμου και της αγαπημένης του, σαν έχανε τον έλεγχο του αεροπλάνου και το τσάκιζε στη στέγη κάποιου σπιτιού ή το έριχνε στη θάλασσα! Τόσο τον φόβιζε η ντροπή που ώρες -ώρες πριν από την εκπαίδευση ένιωθε αποστροφή για το επάγγελμα που διάλεξε και δεν θα του ήταν πια παρά ένας συνεχής πονοκέφαλος!

          Κάποτε στο πρώτο έτος, έπαθε μια λαχτάρα που θα τη θυμάται σ΄ όλη του τη ζωή και όσο και να προσπαθήσει να την ξεχάσει δε θα  μπορέσει. Καινούριος, άπειρος, αλλά με ζήλο και ενθουσιασμό βρέθηκαν μαζί με τον εκπαιδευτή του σμηναγό στις θέσεις του αεροπλάνου για μια εικονική πτήση. Στην εικονική αυτή προσγείωση ο Λάκης τράβηξε λάθος μοχλό, έπιασε αυτόν της απογείωσης και η πτήση του μηδενίστηκε. << Το ‘σπασες το αεροπλάνο, μικρέ μου Ίκαρε ! >> του είπε με μάτια έκπληκτα ο εκπαιδευτής και συμπλήρωσε, σε φιλικό τόνο : << Αν ήσουν σε αληθινή πτήση, με το λάθος που έκανες, θα ‘χες πέσει ! Πρόσεξε, γιατί αν δε γίνεις ένα με το αεροπλάνο σου,  τα  φτερά  σου  θα  ξεκολλήσουν! >>                                   Το βράδυ  στο  θάλαμο,    στριφογύριζε       άυπνος             στο    κρεβάτι του,

μουρμουρίζοντας συνεχώς << θα φύγω, θα φύγω, δεν την αντέχω τέτοια ντροπή. Δε θα μάθω να πιλοτάρω ποτέ μ΄ αυτό που έπαθα. Θα πάω στο σπίτι μου να βρω την ησυχία μου >>. Το άλλο βράδυ πάλι ξάγρυπνος σκεφτόταν άλλα αντί άλλων  κι έλεγε:  << Και τη ντροπή που τη βάζεις; Τι θα πούνε οι δικοί μου; Τι θα πει ο κόσμος;  Να ένας δειλός έλληνας που είδε αεροπλάνο και το ΄βαλε  στα πόδια ! >>

          Ροδάμισε με τον καιρό η καρδιά του, ξέχασε το πάθημά του κι έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα και στην εκπαίδευση, βάζοντας σκοπό να πετάξει οπωσδήποτε σαν θα ερχόταν η ώρα και θα έσχιζε με περηφάνια για τα καλά τους αιθέρες και τα σύννεφα. Σ΄ αυτό τον βοήθησε πολύ και η Λενιώ που του έλεγε σαν τον έβλεπε να λιποψυχά και να δειλιάζει : <<  Το δικό σου αεροπλάνο θα είναι ένα αστέρι στο σύμπαν, Λάκη    και πολύ θα ΄ θελα  να  είμαι κι  εγώ μαζί σου  εκεί ψηλά ! >>

          --- Για ποιον άλλο φόβο, μιλάς Λάκη; τον ξαναρώτησε η Λενιώ κι έβγαλε έναν αναστεναγμό.

          Τα δυνατά λόγια της, τον έβγαλαν από τη σκέψη του και τον ανάγκασαν να την ακούσει και να της αποκριθεί :

          --- Ο φόβος του ύψους, ο φόβος του αεροπλάνου, που θα πετάξω μαζί του, για πρώτη φορά, γι’  αυτόν το φόβο μιλάω, Λενιώ. Λίγο το ΄χεις  να ΄σαι  πάνω από τα σύννεφα μόνος σου κι απροστάτευτος και να κρέμεται η ζωή σου από τα καπρίτσια και τους νόμους της ταχύτητας και της φυσικής; Θαρρώ σαν το σκέφτεται κανείς αυτό πάει να του στρίψει !

          Του ΄σφιξε το χέρι η Λενιώ και για να του διώξει τους φόβους του, του είπε με μάτια που πετούσαν φλόγες:

          --- Κάποτε μου είχες  πει  πως δε σε απασχολεί πια αυτό το θέμα, μα βλέπω πως πάλι κάποιος δαίμονας μέσα σου σε φοβίζει !

          Και αφού  τον κοίταξε επίμονα, πρόσθεσε :

          --- Να ξέρεις ένα πράμα, Λάκη. Σαν ο άνθρωπος θέλει να κάνει κάτι, το σύμπαν συνωμοτεί και τον βοηθά να το πετύχει !

          Ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλη του που τον έκανε να γύρει το κεφάλι και να το ακουμπήσει στον ώμο της. Κι αμέσως εκείνη σαν το ένιωσε πάνω της το αγκάλιασε και το φίλησε. Και τότε ο Λάκης μέσα από το λαχάνιασμα της αναπνοής του, της είπε με λόγια μισοσβησμένα :

          --- Η φωνή σου αναβρύζει σαν καθάριο νερό πηγής, Λενιώ και μου δίνει δύναμη, πίστη κι ελπίδα. Γι΄αυτό θα διαλέξω το μπροστά κι όχι το πίσω ! 

          Γαλήνιο έγινε το πρόσωπο της Λενιώς ύστερα από τούτα τα λόγια, ξεδίπλωσε σιγά- σιγά τα χέρια της από το σώμα του Λάκη και σηκώθηκε. Ακούμπησε στο χείλος του τοίχους κι απόμεινε αμίλητη να κοιτάζει την πολιτεία που απλωνόταν μπρος  και κάτω τους. Κοίταξε, κοίταξε όσο μπορούσε και σαν βαρέθηκε, σταμάτησε τα μάτια της στο σταθμό που φωτιζόταν άπλετα μέσα στη νύχτα  από τα φώτα που τον περιτριγύριζαν, για να αγκαλιάσει τραίνο κι ανθρώπους που εκείνη τη στιγμή είχαν μπει στο δρόμο της  αναχώρησης.

          Χρόνια τούτο το τραίνο έπαιρνε στα βαγόνια του, τους ανθρώπους και τα όνειρά τους και τους πήγαινε στην ξενιτιά για να βρουν καλύτερη τύχη, ρίχνοντάς τους, που αλλού, στα σαγόνια της φάμπρικας και της εκμετάλλευσης. Έτρωγαν εκεί ολάκερη τη ζωή τους μέσα στη σκουριά και στη λαμαρίνα και σαν αποφάσιζαν καμιά φορά να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα, γύριζαν φτωχοί, γέροι και τυραννισμένοι.

           Κοιτούσε τώρα η Λενιώ το Σταθμό και το τραίνο που σφύριζε κι ετοιμαζόταν να φύγει και το στήθος της βάρυνε, η ανάσα της αυξήθηκε και η καρδιά της σφίχτηκε. Έτσι  όσο το λυπημένο συναίσθημα την κυρίευε το τραίνο έφευγε κι ο σταθμός  άρχιζε ν’  αδειάζει, μέχρι που η ησυχία απλώθηκε και πάλι στις ράγες και στα ξεχασμένα βαγόνια.

          Όση ώρα η Λενιώ κοιτούσε το τραίνο, ο Λάκης την είχε ζώσει με όλες τις αισθήσεις του και τη θαύμαζε. Έτσι καλοφτιαγμένη, λυγερόκορμη κι αφράτη που ήταν, δεν χόρταινε να την κοιτάζει και να την ποθεί με πάθος. Το ‘ξερε πως είχε μπλεχτεί για τα καλά στα δίχτυα του έρωτά της και πως ίσως και να  πονούσε κάποτε, αλλά  αυτό δεν τον ένοιαζε. Του αρκούσε που τώρα την είχε κοντά του, κοίταζε τα όμορφα στοχαστικά μάτια της, της μιλούσε με λόγια που  της άγγιζαν την καρδιά και της χάιδευε το πρόσωπό που πάντα έλαμπε σαν ένας μικρός ήλιος.

          Τον παίδευε που και που με τα αργοπορήματά της στα ραντεβού τους, αλλά  το ‘ξερε καλά πως δεν έφταιγε η ίδια. Έφταιγαν οι γονείς της, που μπλεγμένοι στα πόδια της σαν δυο φαρμακερά φίδια, δεν την άφηναν ρούπι να κάνει από το σπίτι. Και όταν πάλι με χίλιες δυο τσιριμόνιες τους ξεγελούσε και πήγαινε να τον συναντήσει, ήξερε πως θα πλήρωνε ακριβά την τόλμη και το πάθος της.

Σκόνταβε από τη μια στη σκληρή καρδιά του πατέρα της κι από την άλλη στην καχυποψία της μάνας της. Κάθονταν και οι δυο απέναντί της, έριχναν πάνω της άγρια το βλέμμα τους  κι αρχινούσαν να την ανακρίνουν, που πήγε, ποιον είδε και τι είπε ! Τ’ αδίκου  προσπαθούσε η Λενιώ να τους δώσει να καταλάβουν πως δεν ήταν το παιδί του γυμνασίου που ‘χαν το πάνω χέρι στις επιθυμίες και στις ενέργειές του, αλλά γυναίκα, που της είχε μεστώσει και το κορμί και το πνεύμα,  που έπαιρνε πια μόνη της τις δικές της αποφάσεις και πετούσε με τα δικά της φτερά.

          Την άκουγαν να τους μιλά με τον αέρα του μεγάλου και είτε την κορόιδευαν, είτε της έκλειναν το στόμα για να πάψει έτσι να εκφράζεται για τις ιδέες της. Και το κακό παραγινόταν σαν περνούσε ο καιρός και μεγάλωνε, με τους καβγάδες ν’ αβγαταίνουν, τις έχθρες να μπαινοβγαίνουν στις καρδιές τους και τα καπρίτσια να  μη λένε να φύγουν από το σπίτι νυχτοήμερα.

          Κοίταξε για λίγο το φωτισμένο σταθμό η Λενιώ και σαν έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό, του ψιθύρισε, πέφτοντας στην αγκαλιά του :

          --- Ώρα για τα σπίτια μας. Λάκη ! Οι δικοί μου θα ‘χουν γίνει θηρία και θα με περιμένουν να με αρπάξουν στα νύχια τους !

          Κούνησε το κεφάλι του εκείνος και σηκώθηκε, κάνοντας το πρώτο του βήμα αργά –αργά και με κρύα καρδιά. Πάντα όταν χώριζαν, ένιωθε τη σκέψη του να σταματά, το σώμα του να βαραίνει και να τον κυριεύει το συναίσθημα της απαισιοδοξίας που τον  συντρόφευε για πολλές μέρες.

          Τ’ αστέρια στον ουρανό όσο περνούσε η ώρα τσακμάκιζαν όλο και περισσότερο. Η αντιλαμπή τους που έφτανε στη γη, χρύσωνε τα δυο τους  πρόσωπα και τα ‘κανε πιο όμορφα απ΄ ότι ήταν. Έτσι σαν κοιτάχτηκαν με πάθος, ξεκίνησαν με το αίμα τους να κουφοβράζει στις φλέβες τους, για την επιστροφή.

 

 

 

 

 

  *  *  *

 

 

 

 

 

 

          Σάββατο μεσημέρι κι ο κυρ Λαέρτης, μέτρησε την είσπραξη και την κλείδωσε στο χρηματοκιβώτιο, έκλεισε την πόρτα του μαγαζιού του και με πλατύ χαμόγελο κάτω από το μικρό τετραγωνισμένο μουστάκι του, τράβηξε για την ταβέρνα του κυρ Παύλου.

          Ερχόταν εδώ ταχτικά, τσιμπούσε κάτι, έπινε το κρασάκι του κι έπιανε κουβέντα, πότε με τον κυρ Παύλο και πότε με τους πελάτες. Του άρεσε τούτος ο χώρος της ταβέρνας, έλεγε, γιατί του θύμιζε την απλοϊκότητα του ανθρώπου που μπορούσε να σε οδηγήσει κουβέντα την κουβέντα στο βαθύτερο νόημα της ζωής  και να σε κάνει να αποδιώξεις από την ψυχή σου το ανικανοποίητο της επιθυμίας σου που σε οδηγεί στη μοναξιά και στον πόνο.

          Έτσι και σήμερα κάθισε και παρήγγειλε τα συνηθισμένα του ορεχτικά. Και σαν του ‘βαλε  και το κατρούτσο με το κοκκινέλι μπρος του ο ταβερνιάρης, του είπε αστειευόμενος :

          --- Κάθισε, φάε, πιες και ξέχνα για λίγο τα λεφτά σου, κυρ Λαέρτη! Καλό θα σου κάνει !

          Γέλασε λίγο ανόρεχτα εκείνος κι αμέσως το ‘ριξε στο φαί, περιφρονώντας τον. Το κατάλαβε ο ταβερνιάρης και γρήγορα τον άφησε, τραβώντας για την κουζίνα του.

          Το εμπορικό του κυρ Λαέρτη βρισκόταν απέναντι από την ταβέρνα του κυρ Παύλου. Έτσι ο ταβερνιάρης μπορούσε να παρακολουθεί τη ζωή του  έμπορα όλες τις μέρες του χρόνου, από το πρωί που άνοιγε τα ρολά και τις πόρτες ως το βράδυ που κλείδωνε το μαγαζί και τραβούσε για περίπατο ή για ύπνο. Ακόμη απ΄ την  ανοιχτή πόρτα που άφηνε επίτηδες, μπορούσε να δει καθισμένος στο βάθος της ταβέρνας και τι γινόταν πίσω από τους πάγκους του έμπορα. Τι πουλούσε στους φτωχούς πελάτες του, πόσοι τον πλήρωναν, τι μετρητά του έδιναν και ποιους  σημείωνε  στο χοντρό βιβλίο με τα βερεσέδια που είχε κρυμμένο στην αποθήκη. Τίποτα δεν του ξέφευγε και στους καβγάδες πολλές φορές του έμπορα με τους πελάτες του, που θεωρούνταν προσωπική υπόθεση, τους έπαιρνε σαν πρόθεση να μπει στα ιδιωτικά του, αφού έτρεχε δήθεν αναστατωμένος να πάρει θέση και να λύσει τις διαφορές τους. Ο έμπορας παρεξηγημένος για αυτή του την αγένεια, τον έδιωχνε και τον έστελνε στο μαγαζί του κακήν κακώς κι έκανε να του μιλήσει μήνες. Όσο για τον ταβερνιάρη, αυτός τα ξεχνούσε όλα και σαν έβλεπε καβγά, έτρεχε κι έμπαινε ξανά στη μέση !

          Τούτος ο έμπορας στις τόσες μανίες του είχε και μια που τη θεωρούσε σαν κορωνίδα. Ήταν η ώρα που χωμένος πίσω από τον πάγκο του, μετρούσε τις εισπράξεις του. Ο κυρ Παύλος που τον ήξερε καλά, κοιτούσε το ρολόι ψηλά στον τοίχο και σαν έδειχνε μιάμιση μεσημέρι, έβγαινε στην πόρτα. Στεκόταν στο κεφαλόσκαλο κι έκανε πως χάζευε με τους περαστικούς, αλλά το μάτι του έπεφτε ίσα πάνω στον κυρ Λαέρτη. Του άρεσε να βλέπει το κατακόκκινο και ζαρωμένο πρόσωπο του έμπορα που σκυμμένος πάνω από τα χρήματά του, τα μετρούσε και τα ξαναμετρούσε, λάμποντας από ευτυχία. Κι αφού τα έβαζε ύστερα στις τσέπες του, τα πήγαινε πάνω στο σπίτι για να τα ασφαλίσει καλύτερα, ώσπου να τα καταθέσει στην Τράπεζα.

          Τα Σάββατα, και τις γιορτές που ο κοσμάκης ψώνιζε περισσότερο ο κυρ Λαέρτης γινόταν Κροίσος.  Τότε γελούσαν και τα μουστάκια του ακόμη και σαν γέμιζε τις τσέπες του και δε χωρούσαν άλλα, έβαζε και στις κάλτσες του κι αφού τις έσφιγγε με τις καλτσοδέτες του, έκλεινε  το μαγαζί, κουμπωνόταν ως το λαιμό και κρατώντας τις τσέπες του παντελονιού του με τα δυο του χέρια, τις κάλτσες του φουσκωμένες, ξεκινούσε αργά-αργά για την πόρτα της ταβέρνας. Ο κόσμος της πλατείας τον κοιτούσε και γελούσε, αλλά εκείνος έδειχνε τέτοια παλικαροσύνη κι αδιαφορία που  έβρισκε το χιούμορ για να τους πει : <<Ο χορτασμένος άνθρωπος περνά κι όλους σας νικά ! >> και γλιστρούσε στην ταβέρνα φεύγοντας σαν αστραπή.

          Τέλειωσε τη μπουκιά του ο κυρ Λαέρτης σαν είδε να μπαίνει μέσα ο μπακάλης ο Φραγκολιάς. Βρήκε άδειο τραπέζι απέναντί του και κάθισε. Ο κυρ Λαέρτης του έκανε νόημα να πάει στο τραπέζι του, αλλά ο μπακάλης τον αγνόησε κι αφού τρεμόπαιξε θυμωμένος τα μάτια του, του γύρισε επιδειχτικά την πλάτη.  Ο κυρ Λαέρτης φάνηκε να πειράχτηκε αν και έδωσε κάποια εξήγηση στη συμπεριφορά του.

          Καιρό τώρα ο Φραγκολιάς κρατούσε μούτρα του έμπορα  και  απέφευγε να τον συναντά και να του μιλά. Αιτία ήταν η στάση της κόρης του απέναντι στο γιο του. Ήθελε πολύ τούτο το γάμο ο μπακάλης γιατί μόνο έτσι τα χρήματά του θα γινόταν πιο πολλά, αφού η περιουσία του κυρ Λαέρτη κρατούσε τις πρώτες θέσεις στην αγορά της πλατείας. Θαρρούσε πως την άρνηση της Λενιώς να τα φτιάξει με το γιο του την υποκινούσε αυτός ο τσιγκούνης << ψιλικατζής >>  και μέρα με τη μέρα δεν ήθελε να τον δει στα μάτια του. Είχε ακούσει λέει από κάποιο στόμα πως είχε πει ο κυρ Λαέρτης σε κάποια άτυχη στιγμή του << πως αυτός ο Φραγκολιάς είναι οικονομικός ανταγωνιστής μου και δεν πρόκειται ποτέ  να συμπεθεριάσω μαζί του>>. Αυτά όμως ήταν κακίες του κόσμου και δεν τα είχε πει ο κυρ Λαέρτης και τούτο γιατί τον ζήλευαν και ήθελαν πάντα το κακό του.  Ίσα –ίσα που ο καημένος ο έμπορας ήθελε ν΄  αβγατίσει τα λεφτά του με αυτό το γάμο και δεν έκρυβε τα συναισθήματά του όσες φορές ήταν να μιλήσει με την κόρη του για το << άξιο και λαμπρό παλικάρι του γείτονά τους Φραγκολιά που όλο λόγια καλά έχει να πει ο κόσμος της πλατείας γι΄ αυτό, που τον τίμα με το ήθος του και τον αψεγάδιαστο χαραχτήρα του >>.

          Σαν απόμεινε λίγο στο τραπέζι του ο Φραγκολιάς κι εγκλιματίστηκε με το περιβάλλον, χτύπησε στη συνέχεια τα χέρια του για να καταφτάσει γελαστός ο ταβερνιάρης που σαν τον χαιρέτησε και του ταχτοποίησε το τραπέζι, τον ρώτησε τι επιθυμούσε η <<αυτού μεγαλειότης του>> η όρεξη να γευτεί. << Τα συνηθισμένα >> του έκανε ανόρεχτα κι ο Φραγκολιάς κι έπιασε την κουβέντα με τους διπλανούς του.

          Ο κυρ Λαέρτης σαν απόφαγε, έπιασε την κουβέντα μ΄ ένα εργάτη που έπινε το κρασί του στο διπλανό τραπέζι και κανόνιζε μια δουλειά που έπρεπε να του κάνει στην αποθήκη με τα καινούργια υφάσματα που παρέλαβε. Είχαν σχεδόν τελειώσει την κουβέντα και συζητούσαν τις τελευταίες λεπτομέρειες.  Εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπρος τους ο ταβερνιάρης με το δίσκο φορτωμένο, τραβώντας για το τραπέζι του Φραγκολιά. Ο κυρ         Λαέρτης τον είδε, άπλωσε το χέρι, τον σταμάτησε και σκύβοντας του είπε στο αυτί : << Το κρασί πες του κυρ Παναγιώτη είναι από την αφεντιά μου κι ας μην την καταδέχεται. Να το πιει στην υγειά μου ! >>  Άφησε ύστερα το χέρι του από τον ταβερνιάρη  κι ετοιμάστηκε να φύγει.

          Ο ταβερνιάρης απίθωσε στο τραπέζι το φαγητό του έμπορα και δείχνοντάς του το κατρούτσο με το κρασί, του είπε ! << Το κερνάει ο κυρ Λαέρτης ! >> κι έφυγε.

          Θηρίο έγινε στη στιγμή ο Φραγκολιάς. Φούντωσε μονομιάς, πετάχτηκε πάνω και κινώντας με άγριες διαθέσεις προς τον κυρ Λαέρτη του φώναξε, έξαλλος :          << Δεν το πίνω ! Στο γυρίζω πίσω, Φραγκοεβραίε!>>  

          Ο κυρ Λαέρτης έδειξε ψυχραιμία και νηφαλιότητα. Ξανακάθισε στην καρέκλα του και του είπε, αργά και με φωνή που είχε μελωδία :

          --- Ξέρω της καρδιάς σου τη μεγαλοσύνη, γι΄ αυτό δε σ΄ εχθρεύομαι, κυρ Παναγιώτη. Είσαι θύμα κακής πληροφόρησης και μου πετάς  τα βέλη σου. Έλα όμως να τα πούμε να δεις το δισάκι μου είναι καθαρό και δεν κουβαλάει αμαρτήματα που θαρρείς πως σε βλάπτουν.

          Τα ζωντανά τούτα λόγια, ημέρεψαν αμέσως τον μπακάλη, τον ξέπλυναν από τα κατώτερα ένστιχτά του και φάνηκε μετανιωμένος για ό,τι είπε. Απόμεινε έτσι για λίγο αναποφάσιστος και ύστερα σαν τράβηξε την καρέκλα του πήγε και κάθισε κοντά του.

          --- Η ζωή μας τα  ‘φερε έτσι, του είπε μ΄ ένα αδρό χαμόγελο στα χείλη, να κλώθουμε τα νήματα των ημερών μας δίπλα –δίπλα, να ξυπνάμε με τις ίδιες έγνοιες και να κυνηγάμε το καλό από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κάναμε οικογένειες, απόχτησες εσύ μια κόρη, εγώ ένα γιο και μια κόρη, παλεύουμε να τα οδηγήσουμε σε προσιτά δρομάκια και να αποφύγουμε τα δυσπρόσιτα που κρύβουν κακοτοπιές. Δόξα τω θεώ και λεφτά έχουμε και υγεία. Δεν έχουμε  όμως πίστη ! Όχι στο Θεό αλλά στο συμφέρον μας ! Γιατί αν πιστεύαμε στο συμφέρον μας θα κάναμε τα πάντα να παντρέψουμε τα παιδιά μας για να τα δούμε ευτυχισμένα !

          Έσμιξε τα φρύδια ο κυρ Λαέρτης και τον ρώτησε δείχνοντας να τον εκπλήσσουν τα λόγια του :

          --- Τι θες να πεις, κυρ Παναγιώτη; Μίλησε καθαρά κι άφησε τους γρίφους και τους υπαινιγμούς.

          --- Δεν αφήνεις τα παιδιά μας να παντρευτούν! ξεφώνισε εκείνος και συνέχισε. Έχεις εκφραστή αντίθετα, οδηγείς και τις δυο οικογένειες σε  κοινωνική και οικονομική χρεοκοπία  και κάνεις τον αδιάφορο!

          Ήρεμα του αποκρίθηκε ο κυρ Λαέρτης :

          --- Ο μεγαλύτερος εχθρός στις αποφάσεις μας είναι η βιασύνη, κυρ Παναγιώτη. Κι εσύ βιάστηκες ν΄ αποφασίσεις και να κρίνεις θαρρώ πριν ακούσεις αυτόν που καταδικάζεις. Δεν είμαι εγώ αυτός που δεν αφήνει την κόρη μου να διαλέξει για σύντροφό της το γιο σου, αλλά η ίδια δεν αφήνει τον  εαυτό της να ενεργήσει ανώριμα κι απερίσκεπτα. Δόξα τω θεώ έχει δεχτεί μέσα της τα δώρα της ομορφιάς κι αυτά αποζητά από τα πράγματα της ζωής. Γιατί πιστεύει πως μόνο η ομορφιά φέρνει την ευτυχία στον άνθρωπο και του γνωρίζει τη βαθύτερη ουσία του. Αν ο γιος σου έχει κάτι από την ομορφιά και τη συγκινήσει, να ‘σαι σίγουρος πως θα τον πάρει.

      ---          Δεν είναι μόνο η ομορφιά που κάνει τη ζωή ευχάριστη, τόλμησε να διαμαρτυρηθεί ο Φραγκολιάς και φάνηκε να χάνει τα λόγια του. Είναι και τα χρήματα, κυρ Λαέρτη και το ξέρεις καλά εσύ που έχεις χρυσωθεί για τα καλά τόσα χρόνια που σε υπηρετούν. Τι θα ήσουν χωρίς αυτά ; Ποιο θα ήταν το κύρος, η κοινωνική σου θέση και η δύναμή σου σαν δεν τα  ‘χες;

          --- Τα απλοποιείς τα πράγματα, κυρ Παναγιώτη και δεν μπορείς ν’ αγγίξεις  την αλήθεια  έτσι. Η ομορφιά είναι πάνω από κάθε ανθρώπινο μέτρο, από κάθε ανθρώπινη συμβατικότητα. Είναι ουσία του Όντος και υπάρχει κι αν ακόμη δεν τη βλέπουμε. Χρειάζεται εσωτερική γνώση και δόνηση για να τη δεις και να την καταχτήσεις !

          Φάνηκε να πληγώθηκε η περηφάνια του Φραγκολιά μετά τη δυσκολία που ένιωθε να κατανοήσει τις φιλοσοφικές σκέψεις για την ομορφιά του έμπορα και για ν΄ αποφύγει  τυχόν καινούργιες, του είπε, χαριτολογώντας :

          --- Κι ο γιος μου δεν έχει ομορφιά; Δεν είναι όμορφος ;

          --- Αυτό λέω κι εγώ! αναφώνησε ενθουσιασμένος  εκείνος. Θα δει την ομορφιά που κρύβει ο γιος σου και θα τον καταχτήσει με τον καιρό. Γιατί τόσες βιασύνες;

          Έδειξε να δυστρόπησε ο μπακάλης. Τα λόγια του έμπορα δεν του άρεσαν. Έκρυβαν κάτι κρυφό, δεν έλαμπαν όπως πρέπει να λάμπει κάτι τι που είναι καθαρό. << Θα ξέρει πιο πολλά για τις σχέσεις των παιδιών μας, απ΄ ότι δείχνει, αλλά το κρύβει >> συλλογίστηκε κι αμέσως βρόντηξε με δύναμη το χέρι του πάνω στο τραπέζι, λέγοντάς του :

          --- Ο γιος μου είναι ερωτευμένος με την κόρη σου ! Το ξέρεις; Λίγο το ‘χεις αυτό ;

          Ο κυρ Λαέρτης έδειξε πως έλαμψε ολάκερος σαν άκουσε τα λόγια του. Ο έρωτας πάντα τον συγκινούσε και του άρεσε. Άσχετα αν ο ίδιος τον γεύτηκε επιπόλαια και άτονα, χωρίς να νιώσει το βρασμό που αφήνει στο αίμα και την καρδιά, πάντως γεύτηκε ένα μικρό του κομμάτι κι αυτό του έδινε χαρά,  κάνοντάς τον να πιστεύει και τώρα πως ο έρωτας ήταν και είναι ένα παράξενο, τρελό και υπέροχο συναίσθημα ! ΄Ένα συναίσθημα με πηγή τον ουρανό και κοίτη εισροής το ανθρώπινο σώμα !

          Κοίταξε καλοσυνάτα τον μπακάλη και ξαναμμένος του είπε :

          --- Αν είναι και η κόρη μου ερωτευμένη με το γιο σου, τότε ο έρωτας θα χοροπηδάει από τη χαρά του. Έρωτος θέλοντας και Θεού επιτρέποντας όλα γίνονται !  Αν όμως δεν είναι κι έχει ερωτευθεί κάποιον άλλον, τι έχεις να πεις;

          Αχνογέλασε ειρωνικά ο Φραγκολιάς και του αποκρίθηκε πειραγμένος :

          --- Νιώθεις ασφαλής, Λαέρτη, γιατί η κόρη σου απ΄  ότι φαίνεται, κρατεί καλά και δεν έχει δαγκώσει τη λαμαρίνα όπως ο γιος μου. Αν όμως ήσουν στη θέση μου, μ΄  ένα γιο απελπισμένο και συντριμμένο από τη στάση της κόρης μου, θα μιλούσες έτσι ;

          --- Φταίω  εγώ που η κόρη μου δεν ερωτεύθηκε το γιο σου, Φραγκολιά ; Τι θες να της αλλάξω τα συναισθήματα με το ζόρι ;

          --- Μπορείς όμως να τα κατευθύνεις με το λόγο σου εκεί που θες. Το άτομο πρέπει να ξέρεις είναι επιδεκτικό μαθήσεως και αλλαγής των αντιλήψεών του. Έτσι αναθεωρώντας τις απόψεις του φτάνει πιο κοντά στην αλήθεια.

          --- Αυτό συμβαίνει και στον έρωτα ;

          --- Και βέβαια !

          --- Πώς ;

          --- Συμβιβάζεσαι μ΄ αυτά που ανακαλύπτεις πως έχει το αγαπημένο σου πρόσωπο και δε ζητάς την τελειότητα. Το αγαπάς και με τα ελάχιστα που διαθέτει, αφήνοντας πέρα τα ένστιχτα και την ηδονή, κοιτάζοντας περισσότερο τι σε συμφέρει.

          --- Σαν δύσκολο το βλέπω, Φραγκολιά ! Ο έρωτας είναι πάνω από τη Λογική και δεν μπαίνει στις πράξεις που ελέγχονται. Λειτουργεί πιο πολύ με το ένστιχτο και έχει κάτι από την τρέλα. Γι΄ αυτό κάνει και τις καρδιές να τρελαίνονται ! Αν μπορείς εσύ να τα βγάλεις πέρα μαζί του, έλα στην κόρη μου και πες αυτά που μου λες, σ΄ αυτή.

          Τον κοίταξε με ξάστερο μάτι ο Φραγκολιάς και μουρμούρισε, στρέφοντας το πρόσωπό του έξω στην πλατεία : << Δύσκολα τα βγάζεις πέρα με ανθρώπους χρυσοθήρες, όπως είναι και του λόγου του, γιατί δεν έχουν συναισθήματα. Αυτοί μόνο τους αριθμούς ξέρουν, με αυτούς μιλούν και σ΄ αυτούς εναποθέτουν την ευτυχία τους. Ας του μιλήσω τότε για αριθμούς και ποιος ξέρει, μπορεί και να με νιώσει >>.

          --- Ξέρεις καλά, κυρ Λαέρτη, πως στο γιο μου ανήκει  μια περιουσία που αξίζει εκατομμύρια και το ίδιο θαρρώ και στην κόρη σου. Τι λες ; Δεν θα πρέπει να σμίξουν και να γίνουν πιο δυνατές αυτές οι περιουσίες ;

          Δε φάνηκε να ενθουσιάστηκε και πολύ ο κυρ Λαέρτης, παρά απόμεινε για λίγο αμίλητος σαν να σκεφτόταν. Μόνο σαν ένας τελάλης ξεφώνισε απέξω και του έκοψε τη σκέψη, γύρισε πάλι στα λόγια του για να του πει :

          --- Το ξέρω,  αλλά τι θες να κάνω ;

           Ο άλλος τον κοίταξε αδιάφορα. Για λίγο απόμειναν και οι δυο αμίλητοι να κοιτάζονται με μισόσβηστο βλέμμα. Κι αμέσως το έριξαν στις σκέψεις.  Σκέψεις πολλές που δεν είχαν τελειωμό και θα τους έκαναν και τους δυο να υποφέρουν σαν θα ‘φευγαν και θα τους βασάνιζαν και για πολύ καιρό ακόμη.

          Πρώτος έκανε προσπάθεια ν΄ απαλλαγεί από τις σκέψεις αυτές ο Φραγκολιάς.  Προσπάθησε να σηκωθεί από τη θέση του, αφήνοντας μόνο τον κυρ Λαέρτη και να πάει για το σπίτι του, αλλά δεν τα κατάφερε. Η θωριά του και μόνο του ανέκφραστου προσώπου του έμπορα του θόλωσε το νου και του γέμισε την καρδιά μίσος. Κι έτσι σαν δεν μπόρεσε να τιθασεύσει το  λογικό του, άφησε να ξεσπάσει το πάθος του. Κι αμέσως του επιτέθηκε να τον χτυπήσει, στολίζοντάς τον κι από πάνω με τούτα τα λόγια:

          --- Φύγε από μπροστά μου, δυνάστη της αγοράς, που πλούτισες πίνοντας το αίμα της φτωχολογιάς και δε λες να σταματήσεις  παρά σαν αφήσεις τον κόσμο τούτο!

          Ο κυρ Λαέρτης ξαφνιάστηκε κι έκανε πίσω το σώμα του, καθισμένος όντας   να αποφύγει το χτύπημα. Έτσι σαν το απόφυγε, σηκώθηκε και γρήγορα ήρθαν στα χέρια.

          Το κακό θα έφτανε στα χειρότερα, αλλά σαν μπήκε στη μέση ο ταβερνιάρης, το σταμάτησε. Έτσι αφού τους ηρέμησε, τους έδειξε την πόρτα και εκείνοι την πέρασαν αφρίζοντες και οι δυο από το θυμό τους.

 

 

 

 

 

 

                                                * * *

 

           

 

                   

         

          Ο γιος του ταβερνιάρη ο Αντώνης, όση ώρα από κάτω οι δυο έμποροι, έλυναν τις διαφορές τους, αυτός πάνω, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, λιπόθυμος κι εξαντλημένος έδινε τη δική του μάχη να κρατηθεί στη ζωή, ύστερα από ένα νευρικό σοκ που έπαθε στον τεκέ το περασμένο βράδυ και τον έριξε κάτω με χαμένες τις αισθήσεις του.

          Ο γιατρός ο Μποσινάκης, έσφιξε τα χείλη του σαν τον ακροάστηκε και με μάτια που φλόγιζαν από την αγωνία, αποτραβήχτηκε από το κρεβάτι κι έκανε νόημα στον κυρ Παύλο που είχε αφήσει την ταβέρνα και είχε ανεβεί πάνω να τον ακολουθήσει έξω από το δωμάτιο. Σαν έκλεισε την πόρτα κι έμειναν μόνοι, έσκυψε στο αυτί του και του ψιθύρισε με σβησμένη φωνή :

          --- Θα πεθάνει, κυρ Παύλο. Ζήτημα είναι αν έχει δυο τρεις ώρες ζωή, ακόμη.  Δεν έκανε τίποτα να γλιτώσει  απ΄ τον κατήφορο που είχε πάρει.  Δυστυχώς πληρώνει τώρα τις απερισκεψίες και τα πάθη του !

Έσφιξε στην αγκαλιά του τον πονεμένο πατέρα και πρόσθεσε :

---Εγώ φεύγω. Δε χρειάζομαι άλλο. Ό,τι ήταν να του  προσφέρω, το πρόσφερα. Ας είναι ήσυχο το τέλος του κι ο Θεός που είναι μεγάλος ας απαλύνει τον πόνο σου !

          Σαν έφυγε ο γιατρός, άνοιξε την πόρτα και κάθισε αθόρυβα στο προσκεφάλι του γιου του. Ο Αντώνης βαριανάσαινε  με μισάνοιχτα μάτια και με έντονες κοιλιακές συσπάσεις που έδειχναν να τον ενοχλούν πολύ. Το πρόσωπό του είχε πάρει την ωχρή χρώμα του νεκρού και τα χείλη του με τον περίγυρό τους πρησμένο και υγρό τινάζονταν κάθε τόσο και λιγάκι κι άφηναν έναν ήχο να σφυρίζει που άλλοτε έμοιαζε σαν κλαψούρισμα κι άλλοτε σαν επιθανάτιο ρόγχο.

          Ο δύστυχος πατέρας, άπλωσε τα χέρια του που έτρεμαν και ζύγωσε το πρόσωπο του γιου του, έτσι που να μπορεί να το χαϊδεύει κι από τα δυο του μάγουλα. Ο γιος του συνέχιζε ν΄ αναπνέει δύσκολα και να παραμιλάει, πνιγμένος στον ιδρώτα, ενώ το μισόσβηστο βλέμμα του έδειχνε μαζί το φόβο και την αγωνία της ψυχής του. Ο κυρ Παύλος κοίταξε με μάτια που έτρεχαν δάκρυα τον ετοιμοθάνατο γιο του και θυμήθηκε τις παλιές καλές μέρες τότε που η χαρά και η ευτυχία πλημμύριζαν και τους τρεις τους, πατέρα, μάνα και γιο και βασίλευαν μέσα στο σπίτι η ομορφιά και το γέλιο.

Σιγά-σιγά όμως τούτη η ευτυχία και η χαρά λιγόστεψαν σαν πέθανε η γυναίκα του για να φτάσει σήμερα στην τραγικότητα με το θάνατο του γιου του που περίμενε. Τα όνειρα που είχε κάνει για το γιο του ήταν μεγάλα. Τον ήθελε σπουδαγμένο, επιστήμονα και καλό άνθρωπο. Τίποτα όμως απ΄ αυτά δεν πέτυχε ο γιος του. Και το χειρότερο έμπλεξε με χασίς κι έχανε τώρα τη ζωή του, στα είκοσι δυο του. Κι αν πούμε πως αυτός θα λυτρωνόταν με το θάνατο, ο πατέρας του, τι θα απογινόταν πίσω σαν απόμενε μόνος και αβοήθητος;

          Ωστόσο ο γιος του συνέχιζε να δίνει μάχη για να κρατηθεί στη ζωή. Η αναπνοή του ήταν βαριά και θορυβώδης, αφήνοντας σε κάθε σβήσιμό της ένα σφύριγμα που τάραζε το στήθος και τα χείλη του και τα έκανε να τρεμοπαίζουν, λες κι ένας δυνατός αέρας μέσα στα σπλάχνα του ήθελε να τα γκρεμίσει όλα.            Ασυναίσθητα τότε ο κυρ Παύλος του έπιασε το χέρι κοντά στον καρπό για να δει το σφυγμό του. Τον βρήκε άταχτο, αργό και αδύναμο. Αυτό τον ανησύχησε κι αφού έσφιξε τα χείλη, σηκώθηκε. Πήγε κοντά στο παράθυρο που κοίταζε προς τη Δύση και στύλωσε τα μάτια του στο ολοφώτεινο κεφάλι του ήλιου που πήγαινε περήφανος να βασιλέψει πίσω απ΄ τα νερά του Ιονίου. Και σκέφτηκε πως και ο γιος του ήταν κάποτε φωτεινός και περήφανος ! Τώρα όμως ; Έβαλε τα κλάματα και σταμάτησε ύστερα από πολύ ώρα. Τότε γύρισε και πάλι στο κρεβάτι για να δει τι κάνει ο γιος του. Έπιασε το χέρι του για να αφουγκραστεί για άλλη μια φορά το σφυγμό του. Ο σφυγμός του όμως είχε σταματήσει και μαζί του και η ζωή του γιου του !  Αμέσως ο δύστυχος πατέρας, έπεσε πάνω στο νεκρό σώμα του παιδιού του, το σφιχταγκάλιασε κι άρχισε να το κλαίει απαρηγόρητα.

 

 

 

                                               

                                                        * * *                

 

 

 

     

Ο θάνατος του Αντώνη έφερε τον κυρ Θάνο πάλι στο σπίτι του. Πληροφορήθηκε το τραγικό τέλος του από έναν πραματευτή τον οποίο συνάντησε στο σπίτι της αδερφής του όπου έμενε, όλο αυτόν τον καιρό που έλειπε και έκρινε καλό να πάει στην κηδεία του. Έτσι φόρεσε το μαύρο ριγέ κουστούμι του, πέρασε και το σκούφο στο κεφάλι του και μέσα σε λίγα λεπτά, στήθηκε έξω από την πόρτα του φούρνου.

          Η γυναίκα του εξυπηρετούσε μια πελάτισσα, τον είδε από την ανοιχτή πόρτα, άφησε τη δουλειά της κι έτρεξε αναφουντωμένη στο κεφαλόσκαλο, λέγοντάς του δυνατά :

          --- Ήρθες; Θα το ‘μαθες, ε; Ο Αντώνης μας άφησε χρόνους ! Ο Θεός ας τον συχωρέσει !

          Ο κυρ Θάνος την έσπρωξε μέσα. Ύστερα κάθισε κοντά στον πάγκο που καθόταν πάντα σαν δεν είχε δουλειά κι αφού κοίταξε ολοτρόγυρα τους τέσσερις τοίχους αμήχανα, της είπε θωρώντας την, με κουρασμένο βλέμμα :

          --- Βιαζόταν απ΄ ότι φαινόταν πολύ για το τέλος του. Το αγαπούσε περισσότερο από τη ζωή ! Έζησε λίγο, χόρτασε πολλά, πέθανε νέος ! Να η φιλοσοφία του σαν θέλουμε να δούμε σε βάθος τη θεωρία του για τη ζωή !

          Η γυναίκα του δεν τον καλάκουσε, αλλά σαν τελείωσε με την πελάτισσα, κάθισε κοντά του, δείχνοντας θυμωμένη. Από τη μια είχε χαρεί που γύρισε ο άντρα της, από την άλλη όμως σαν θυμήθηκε τις απιστίες του, ξεχείλισε γι΄ άλλη μια φορά από μίσος γι΄ αυτόν στην καρδιά της.  Τις πρώτες μέρες που τον έδιωξε ένιωθε ένα ευχάριστο συναίσθημα να την κυριεύει, κάτι σαν ικανοποίηση, αλλά όσο ο καιρός περνούσε, ατονούσε και τη θέση του την έπαιρναν η μεταμέλεια και η συγνώμη, με μια έντονη επιθυμία για τον άντρα της, που κλεισμένη στη μοναξιά της δεν έπαυε να μουρμουρίζει : <<  Τόσα βλέμματα γυναικών πέφτουν κάθε μέρα πάνω του, πως είναι δυνατόν να μην τον τρυπήσει και κάποιο ! >> και για να κρατήσει την αξιοπρέπειά της, συνέχιζε να λέει : << Εγώ, Θεός φυλάξει, να μη βουρλιστώ από κανένα βλέμμα ανδρός, γιατί πάει   χάθηκα !    Αυτός  ό,τι  και  να  κάνει άντρας είναι ! >>

          Έτσι σαν τον κοίταξε μπρος της, τον λυπήθηκε, οικογενειάρχη άνθρωπο να ξενοκοιμάται τόσες μέρες μακριά στην αδερφή του και σκέφτηκε να του πει ένα καλό λόγο για να τον κρατήσει κοντά της. Άφησε που ήταν και η Κατερίνα στη μέση.           Από τότε που βρέθηκε έξω από τη σκιά του κυρ Θάνου, ασώτεψε περισσότερο. Το ‘ριξε στο ξενύχτι και στο ποτό και αγνοούσε τις συμβουλές της μάνας της. Στο φούρνο δε βοηθούσε και περνούσε τη μέρα της γυρνώντας άσκοπα εδώ κι εκεί. Τις τελευταίες μέρες πριν πεθάνει ο Αντώνης ντυνόταν προκλητικά και πολλοί που την έβλεπαν στα διάφορα ύποπτα μέρη, μουρμούριζαν πίσω της : << Βιάζεται να γίνει πεταλουδίτσα της νύχτας η μικρούλα ! Έννοια σου τσαχπινούλα και το κακό δεν αργεί ! >> Αφού χόρταιναν με τα μάτια τους το λάγνο κορμί της, πήγαιναν ύστερα στον καφενέ του Μάκη και της έβγαζαν όλα τα άπλυτα στη φόρα !

          Τώρα και με το θάνατο του Αντώνη τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα για την Κατερίνα.  Το παλικάρι που ένωνε τόσο καιρό τη ζωή της μαζί του, έφυγε ξαφνικά και η απουσία του σίγουρα θα την τραυμάτιζε. Είχαν περάσει καλές και κακές στιγμές μαζί, πόνεσαν, χάρηκαν, γνώρισαν νωρίς, αλλά έντονα τον έρωτα της σάρκας τους και ρούφηξαν το μελούδι της ζωής όπως αυτοί ήθελαν. Δεν τους ήταν όμως τυχερό να συνεχίσουν μαζί και να περπατήσουν το δρόμο που διάλεξαν. Η μοίρα του ενός ήταν διαφορετική από του άλλου.

          << Τι θα κάνει σαν πεθάνη, μόνη της ; >> ρωτούσε και ξαναρωτούσε τον εαυτό της η κυρά Βασιλική από τότε που η σκιά του θανάτου ακολουθούσε τον Αντώνη και το τέλος του διαγραφόταν οριστικό. Φοβόταν πολύ αυτό το θάνατο και να που ήρθε. Πάντα ένας θάνατος κάποιου προσφιλούς προσώπου αφήνει πίσω του σημάδια σ΄ αυτούς που μένουν. Αυτό το ήξερε καλά η κυρά Βασιλική. Γι΄ αυτό προσπάθησε από την πρώτη στιγμή που ο Αντώνης πήρε την κάτω βόλτα  να σταθεί κοντά στην κόρη της και να τη βοηθήσει. Τώρα δε που γύρισε κι ο άντρας της τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα.

          Ο κυρ Θάνος, έπιασε το μπράτσο της γυναίκας  του απαλά, την κοίταξε για λίγο βαθιά στα μάτια και της είπε συνεχίζοντας την κουβέντα:

          --- Εύχομαι τούτος ο θάνατος να είναι ο τελευταίος για πολύ καιρό στη μικρή μας πλατεία!

          Κούνησε το κεφάλι της εκείνη και του έκανε, φοβισμένη :

          --- Και μακριά από τους νέους !

          Και πριν καλά –καλά απαντήσει  ο άντρα της, πρόσθεσε :

          --- Σαν κάτι να μου λέει μέσα μου, πως τούτος ο θάνατος του Αντώνη, θα φέρει την κόρη μας ακόμη πιο χαμηλά στα σκαλιά της καταστροφής !

          Αυτό δεν το είχε σκεφτεί ο κυρ Θάνος. Αλλά τώρα σαν  άκουσε το όνομα του Αντώνη απ΄ τα χείλη της γυναίκας του, του μπήκαν ψύλλοι στα αυτιά  κι έδειξε ν΄ ανησυχεί. Θεωρούσε το δεσμό της Κατερίνας επιπόλαιο και δεν πίστευε πως θα δινόταν σώμα και ψυχή σ΄ ένα νέο που έκανε έκλυτη ζωή. Βέβαια έβλεπε λίγα απ΄ όσα έκανε η κόρη του κι άκουγε πολλά, πράγμα που τον έβαλε πολλές φορές να κάνει διάφορες σκέψεις σαν έμενε μόνος στο φούρνο και φιλοσοφούσε, αλλά μέχρι εδώ, γιατί δεν προχωρούσε και παρά πέρα να μάθει την αλήθεια. Έτσι πάντα ένας μύθος κάλυπτε τις σχέσεις της κόρης του με τον Αντώνη κι αυτό τον ικανοποιούσε αφού τα αληθινά συμπλέκονταν με τα φανταστικά.

          Πλησίασε πιο κοντά τη γυναίκα του, για να της πει :

          --- Δε μ΄ άφησες κι εσύ τότε που τους συναντήσαμε μαζί στο σταθμό να τον ξεκάνω ! Έπεσες πάνω μου και μου ‘λεγες << άφησε το παιδί, είναι καλό, παρέα κάνει στο κορίτσι μας, δεν το ντροπιάζει αλλά το προσέχει!>> Αν από τότε ένιωθε την οργή μου, πάνω του, ποιος ξέρει μπορεί και να είχε αποτραβηχτεί από την κόρη μας        και να την είχαμε γλιτώσει.

          Δε συμφωνούσε μ΄ αυτά που έλεγε η γυναίκα του και του έκανε, μαλώνοντάς τον :

          --- Μην τα λες αυτά, άντρα, δεν κάνει, η ψυχή του ακόμη είναι τριγύρω μας. Να δούμε από εδώ και μπρος τι θα κάνουμε  με την κόρη μας.

          ---Άλλη μια φορά, συνέχισε ο κυρ Θάνος, χωρίς ν΄ ακούσει αυτά που του είπε, ήρθε στο φούρνο να πάρει ψωμί. Στάθηκε μπρος στον πάγκο και σαν τον κοίταξε τον φοβήθηκα. Τα μάτια του κόκκινα, το πρόσωπό του ωχρό και τα χέρια του αδύνατα  να τρέμουν κι έλεγες από στιγμή σε στιγμή θα ξεκόλλαγαν από τους  ώμους του. Τον  θώρησα ύστερα από λίγο με το άλλο βλέμμα της συμπόνιας και του είπα, σαν του έδωσα το ψωμί : << Σε χρειάζεται ο κόσμος, Αντώνη. Κόψε τις  ασωτίες να σωθείς. Τον έρημο τον πατέρα σου δεν τον σκέφτεσαι που θα μαραζώσει από τον καημό του σαν θα πάθεις τίποτα ; >>

          Φάνηκε να πειράχτηκε και στράφηκε να φύγει. Εγώ επέμεινα και πιάνοντάς τον από το μπράτσο, τον συγκράτησα για να του ξαναπώ : << Εσύ χάνεσαι και δε σε νοιάζει, αλλά τους άλλους που θ΄ αφήσεις πίσω σου δεν τους σκέφτεσαι; >>  Μ΄ έσπρωξε και σαν ελευθερώθηκε από την πίεσή μου και γλίστρησε έξω από την πόρτα, μουρμούρισε εκνευρισμένος : << Με φάγατε με τις συμβουλές σας. Για να με σώσετε όμως τίποτα δεν κάνετε ! Σας βαρέθηκα και σας και τον οίκτο σας ! Ψεύτες και υποκριτές ! >>

          Σαν σταμάτησε, πρόσθεσε :

          --- Είχε επιλέξει το δρόμο του! Ένα δρόμο χωρίς επιστροφή. Ο θάνατός του το επιβεβαιώνει αυτό.

          Έξω στην πλατεία όσο η μέρα προχωρούσε η κίνηση μεγάλωνε, ο κόσμος γινόταν πιο πολύς, οι φωνές αυξάνονταν και οι συζητήσεις κορυφώνονταν. Η πελατεία στο φούρνο αυξήθηκε και η κυρά Βασιλική, άφησε τον άντρα της κι έπιασε δουλειά στον πάγκο, πουλώντας ψωμί. Ο κυρ Θάνος σηκώθηκε, πήρε την εσωτερική σκάλα ν΄ ανέβει στο σπίτι και σαν χανόταν ψηλά στο τελευταίο σκαλί, τη ρώτησε με βαριά καρδιά :

          --- Πότε θα γίνει η κηδεία του Αντώνη;

          --- Το απόγευμα στις τέσσερις, του αποκρίθηκε εκείνη και άπλωσε το χέρι της να πάρει μια φρατζόλα ψωμί να δώσει σ΄ ένα πελάτη.       

 

 

 

 

 

                                                    Ε

 

 

 

 

 

          Με  τον Αντώνη στο χώμα, τις χαρές και τις τρομάρες των ανθρώπων της πλατείας, έφευγε ο Μάης κι έμπαινε ο Ιούνιος, ηλιόλουστος και γεμάτος ελπίδες για ένα καλό καλοκαίρι που θα ‘φερνε στις αποσκευές του  ότι καλύτερο.         

         Στον κάμπο τα πρώτα κηπευτικά πρασίνιζαν, η θάλασσα δεχόταν τους πρώιμους εραστές της κι επάνω στα βουνά οι ήχοι από τα κουδούνια των κοπαδιών χτυπούσαν χαρμόσυνα. Οι άνθρωποι της πλατείας συνέχιζαν τη ζωή τους, άλλοτε με το χαμόγελο στα χείλη που έφερναν οι μικροχαρές κι άλλοτε με τους αναστεναγμούς της καρδιάς που φέρνουν οι λύπες και οι στενοχώριες.

          Έτσι κι ο ζαχαροπλάστης ο Θόδωρος, ξύπνησε πρωί- πρωί να ζήσει άλλη μια μέρα που του χάρισε ο Θεός. Η γυναίκα του έλειπε σε ταξίδι, βγήκε στο πεζοδρόμιο κι αφού έβαλε όπως συνήθιζε μια καρέκλα κι ένα τραπέζι, άρχισε να πίνει τον καφέ του και να καπνίζει τα τσιγάρα το ένα πίσω απ΄ το άλλο.

          Δόξα σοι ο Θεός, όλη νύχτα καλά πέρασε, οι αισθήσεις του άγγιξαν τον κορεσμό της ηδονής με τη Σταθιώ δίπλα του και τώρα η μέρα του άρχιζε με τις ευχάριστες αναμνήσεις που αφήνει πίσω της κάθε καλή στιγμή. Τούτη η γυναίκα που για χάρη της παραμελούσε τη δική του, δεν ήταν ούτε όμορφη αλλά ούτε κι έξυπνη. Είχε όμως μια ερωτική σπιρτάδα, αυτό το κάτι, που ξεσηκώνει τους άντρες σαν το βρίσκουν στις γυναίκες και τους σκλαβώνει σε όλη τους τη ζωή.  Πνεύμα στο κοιμισμένο της κεφάλι έβρισκε ελάχιστο κι αυτό μολυσμένο χωρίς εκλάμψεις αλλά πλουτισμένο από τη ρηχή καθημερινότητα, τα κουτσομπολιά και τις ατέλειωτες συζητήσεις γύρω από τις απολαύσεις και τις ηδονές.

          Κοιτούσε τους ανθρώπους της πλατείας ο κυρ Θόδωρος και σ΄ άλλους μιλούσε σ΄ άλλους όχι, κάποιους τους σχολίαζε και τους  πιο ασήμαντους τους κορόιδευε. Σήμερα κιόλας που δεν ένιωθε και καλά είπε να χαριτολογήσει περισσότερο και να μπει στο εργαστήρι του αργότερα. Εξάλλου όπου να ήταν θα κατέβαινε και η Σταθιώ  κάτω  και θα τον βοηθούσε, αφού τόσο πολύ της άρεσε να ανακατεύεται με τη ζαχαροπλαστική.  

          Όσο περνούσε η ώρα το βαρύ του σώμα, το  ‘νιωθε κουρασμένο κι εκεί στο στέρνο του ένα σφίξιμο του ‘φερνε μια αποχαύνωση που θαρρούσε πως από στιγμή σε στιγμή θα σωριαζόταν κάτω από την καρέκλα. Προσπάθησε με δυο τρεις μεγάλες ανάσες που πήρε να συνέλθει, αλλά μάταια, η προσπάθεια έπεσε στο κενό και η αδιαθεσία του τώρα έγινε  πιο αφιλόξενη και σκληρή.  Αρπάχτηκε σφιχτά και με τα δυο του χέρια από την καρέκλα γιατί νόμισε πως έχανε τον κόσμο, αλλά διαψεύστηκε αφού γρήγορα οι δυνάμεις του επανήλθαν κι ένιωσε πάλι γερός και δυνατός όπως πρώτα. << Καμώματα του οργανισμού >> μονολόγησε και  ξαναγύρισε το κεφάλι στην  πλατεία που είχε αρχίσει να βρίσκει το ρυθμό της για τα καλά με τους ανθρώπινους ήρωές της να περιδιαβαίνουν φορτωμένοι τις έγνοιες και τα βάσανά τους.

          Κι εκεί πάνω ξανάχασε τον κόσμο, το σκοτάδι που απλώθηκε τριγύρω του τον αποτελείωσε κι έπεσε με γδούπο  και δυνατό μούγκρισμα κάτω από την καρέκλα.  Οι πρώτοι περαστικοί έσκυψαν πάνω του, τον ξέντυσαν μπρος στο στήθος και σαν τον κατάβρεξαν με νερό και τον έτριψαν στους καρπούς, περίμεναν να συνέλθει. Ο ζαχαροπλάστης όμως δε συνερχόταν, παρέμενε ακόμη αναίσθητος κι ασάλευτος κι έδειχνε για νεκρός. Μόνο υπόκωφα στο στέρνο του ένας  άταχτος θόρυβος που ακουγόταν έδειχνε πως η αναπνοή του δεν είχε χαθεί.

          Η Σταθιώ εκείνη τη στιγμή ήταν πίσω στο εργαστήριο κι έφτιαχνε το πρωινό της.  Είχε βάλει σ΄ ένα δίσκο, ένα ποτήρι γάλα, ένα φλιτζάνι καφέ και λίγα παξιμάδια κι ετοιμαζόταν να τα φέρει έξω που ήταν και ο κυρ Θόδωρος. Πολλές φορές έπαιρναν το πρωινό τους μαζί σαν έλειπε η γυναίκα του. Τους άρεσε μετά από το νυχτερινό πλάγιασμα να συνεχίζουν να είναι στο ίδιο τραπέζι, να μιλάνε και να συζητούν τις τρυφερές ερωτικές τους στιγμές που πέρασαν στο κρεβάτι όλη τη νύχτα.

          Πήρε το δίσκο η Σταθιώ, βγήκε από το εργαστήριο και περνώντας την αίθουσα του ζαχαροπλαστείου, έφτασε στην πόρτα να συναντήσει τον κυρ Θόδωρο. Εκεί είδε τον κόσμο μαζεμένο πάνω από το σωριασμένο κορμί του και ξαφνιάστηκε τόσο που πέταξε το δίσκο κατάχαμα, έβγαλε μια κραυγή απελπισίας και σαν έσπρωξε όσους ήταν μπρος της, χώθηκε ανάμεσα στο πλήθος. Εκεί σαν ζύγωσε το αναίσθητο σώμα του ζαχαροπλάστη, γονάτισε δίπλα στο κεφάλι του κι άρχισε να του τρίβει το στέρνο προς το μέρος της καρδιάς. Σε λίγο ο κυρ Θόδωρος φάνηκε να συνέρχεται, το μάτι του ζωντάνεψε και τα χείλη του πήραν πάλι το κόκκινο χρώμα της ζωής. Είδε τη Σταθιώ μέσα στο σύθαμπο των ματιών του, τη γνώρισε και αγκομαχώντας να σηκωθεί της ψέλλισε, άτονα:

--- Μου ανέβηκε το ζάχαρο, φάινεται γιατί  δεν πήρα το χάπι μου. Ζαλίστηκα τότε κι εγώ και να ‘μαι κάτω, τώρα ! Αυτό είναι όλο! Δεν έχω τίποτα ! Σύρε με στο κρεβάτι μου να ξαπλώσω λίγο και θα μου περάσει !

          Αμέσως τον σήκωσαν δυο γεροδεμένα παλικάρια και τον έφεραν μέσα στο μαγαζί. Τον ξάπλωσαν εκεί στο πίσω μέρος της αποθήκης σ΄ ένα ράντζο εκστρατείας και τον άφησαν για λίγο να συνέλθει καλύτερα. Σαν έφυγαν, η Σταθιώ τον πλησίασε, τον σκέπασε και σαν είδε να τον παίρνει ο ύπνος, έφυγε κινώντας για το εργαστήρι να φροντίσει τα γλυκά.

          Η γυναίκα του κυρ Θόδωρου, επέστρεφε σπίτι εκείνη τη στιγμή και κουβέντιαζε στην πόρτα της ταβέρνας με τον κυρ Παύλο. Δεν είχε σαραντήσει ακόμη ο γιος του κι έμενε κλεισμένος μέσα. Ο χαμός του, του στοίχισε πολύ κι ο πόνος του ήταν μεγάλος. Ώρες- ώρες τον έβλεπαν οι γείτονες  απ΄ τα΄ ανοιχτά παράθυρα  να κλαίει και να χτυπιέται ασταμάτητα, πιστεύοντας να βρει διέξοδο έτσι στο αναπάντεχο κακό που τον είχε βρει. Το μαγαζί το είχε κλειστό και το μόνο που έκανε ήταν να το σκουπίζει για να μην αραχνιάσει και γίνει ερείπιο. Και τώρα γι΄ αυτό είχε κατέβει κάτω να συγυρίσει λίγο και μετά να κλειστεί και πάλι στο σπίτι και σαν ξαναθυμηθεί το γιο του ν΄ αρχίσει να τον κλαίει.

          Τον είδε απ΄ τη μισάνοιχτη πόρτα η κυρά Παναγιώτα, << ας του πω μια κουβέντα, μονολόγησε, να τον παρηγορήσω, σήμερα έχει αυτός την ανάγκη μου, αύριο ποιος ξέρει αν δεν την έχω εγώ, άνθρωποι είμαστε αδύναμοι, το κακό δεν αργεί να σε βρει >> και πλησίασε.

          Είχαν φτάσει στο τέλος της κουβέντας τους, όταν πετάχτηκε έξω από το εμπορικό του ο κυρ Λαέρτης και κουνώντας έξαλλος τα χέρια του, της φώναξε δυνατά :

          --- Άφησε την κουβέντα τώρα κυρά Παναγιώτα και τρέξε να βοηθήσεις τον άντρα σου. Τώρα τον μάζεψαν από κάτω σε κακά χάλια ! Απ΄ ότι μπόρεσα να δω απ’ το πάγκο μου, φαίνεται πως συνήλθε λίγο, αλλά ο Θεός να βάλει το χέρι του σαν καταντά ο άνθρωπος έτσι !

          Η κυρά Παναγιώτα τον άκουσε και χωρίς να βιαστεί κίνησε για το σπίτι. Κι άλλες φορές είχε πάθει κρίσεις από το ζάχαρο ο άντρας της, αλλά τις είχε κρύψει και δεν είχαν βγει παραέξω  να μαθευτούν. Όταν δε μπλεκόταν στα πόδια του η Σταθιώ και οι αισθήσεις του διεγείρονταν, οι κρίσεις του ήταν πιο συχνές.

          << Χοχλάζει ολάκερος, όταν σμίγει μαζί της και κομματιάζεται >> της είχε πει κάποτε ένας γιατρός σαν τον εξέτασε από μια τέτοια κρίση και του τα διηγήθηκε όλα πως έχουν με την αντροχωρίστρα τούτη γυναίκα που δε λέει να ξεκολλήσει απ΄ το σπίτι τους ούτε μια ώρα από τότε που της άνοιξαν την πόρτα. << Να την κάνεις πέρα, να πια είναι η σωτηρία του, συνέχισε ο γιατρός, γιατί σαν το ζάχαρο δεν του πέσει και αυξήσει τα σπαρταρίσματα μεταξύ τους, προβλέπω να τον χάνεις    τον άντρα σου ! >>

          Ιδρώτας την περιέλουσε την κυρά Παναγιώτα στα λόγια τούτα του γιατρού και βάλθηκε από τότε να τη διώξει. Δεν πέτυχε τίποτα. Ένωσαν και οι δυο, άντρας και εταίρα τη δύναμή τους και την πολεμούσαν, πισώπλατα και φανερά. Έτσι πύρινος λίβας που λεγόταν Σταθιώ, συνέχιζε να κατακαίει το δύστυχο άντρα της.

          Στο μαγαζί σαν μπήκε βρήκε τον άντρα της να κοιμάται βαριά και τη Σταθιώ να συμμαζεύει στο εργαστήριο. Την τράβηξε έξω και κάθισαν σε μια γωνιά, γύρω από ένα μικρό σιδερένιο ολοστρόγγυλο τραπέζι, που τόσο αγαπούσε η κυρά Παναγιώτα και δεν το αποχωριζόταν ποτέ σαν ήθελε να ξαποστάσει. << Εδώ, σκέφτηκε θα της μιλήσω, γυναίκα προς γυναίκα, κι όπου το βγάλει η άκρη >>.

          Την κοίταξε φοβισμένη η Σταθιώ και περίμενε. Η κυρά Παναγιώτα, γοργάπλωσε το χέρι της, το ακούμπησε στο δικό της και με μάτια που αντιλάμπιζαν μαζί μίσος και οίκτο, της είπε, με κάποιο έλεγχο στα άσχημα συναισθήματά της :

          --- Σταθιώ, από τότε που ήρθες στο σπίτι μου, έχεις πιάσει το πιο ψηλό σκαμνί και μας διαφεντεύεις, εμένα και τον άντρα μου. Αυτόν τον έχεις κάνει σχεδόν δικό σου και εμένα με ταπεινώνεις και με προσβάλεις! Τι λες; Θα τελειώσουν καμιά φορά αυτά;

          Η Σταθιώ βρέθηκε απροετοίμαστη. Δεν ήξερε τι να απαντήσει, παρά κλαψούρισε σαν γάτα στα πόδια του αφεντικού του και σώπασε. 

Η κυρά Παναγιώτα τέντωσε το λιγνό και γερό κορμί της και σαν να φάνηκε πως ήθελε να τη φοβερίσει της ξανάκανε:

          --- Κοιμάσαι με τον άντρα μου ! Τι λες γι΄ αυτό; Δεν μπορεί να αναπνεύσει χωρίς εσένα και σαν του λείπεις χαλάει τον κόσμο να σε βρει. Γίνατε ζευγάρι κι εγώ είμαι η παράνομη, δεν το βλέπεις; Ως πού θα φτάσει αυτό;

           Σαν είδε η Σταθιώ  το συννεφιασμένο πρόσωπό της, της έκανε:

          --- Δεν κάνουμε τίποτα ! Ψυχοπαίδα είμαι στο σπίτι σας κι αυτό το ξέρεις καλά!

          --- Ήσουν στην αρχή, ψυχοπαίδα. Σαν όμως χόρτασες φαί και στολίστηκες με ακριβά ρούχα και αρώματα, πλάνεψες τον άντρα μου και μου τον πήρες ! Κι έτσι εγώ κλαίω και οδύρομαι κι εσύ τον ευχαριστιέσαι όποτε θέλεις !

          Τούτες οι κουβέντες πολύ την πείραξαν τη Σταθιώ, γι΄ αυτό της είπε με υψωμένη τη φωνή της :

          --- Σας δουλεύω και με πληρώνετε, κυρά Παναγιώτα ! Δε μου τα δίνετε τσάμπα ! Με τη δούλεψή μου τρώω και ντύνομαι κι όχι με την ελεημοσύνη σας !

          --- Καλά, ας τα αφήσουμε αυτά, της έκανε ήρεμα η κυρά Παναγιώτα σαν την είδε να πειράζεται κι ας σταθούμε στις σχέσεις σου με τον άντρα μου. Δεν τις βλέπεις ανήθικες;

          Για τη Σταθιώ ο ύπνος της μ΄ ένα άντρα και μάλιστα παντρεμένο δε σήμαινε ανηθικότητα, αλλά πάθος, συνήθεια, επιλογή τρόπου ζωής. Γι΄ αυτό δικαιολογήθηκε, λέγοντάς της :

          --- Μου προσφέρει ύπνο σαν λείπεις εσύ και του προσφέρω συντροφιά. Πού βλέπεις το κακό;

          << Η ξετσίπωτη, μας το λέει τώρα, το κρεβάτωμα με τον άντρα μου, συντροφιά >>, μονολόγησε φρενιασμένη η κυρά Παναγιώτα και συγκρατήθηκε να μη δείξει την οργή της.

             Που να φανταζόταν πως η μικρή φοραδούλα από την Πισωρούγα που πάτησε το πόδι της στο σπίτι της εδώ και κάμποσα χρόνια, φτωχοντυμένη και πεινασμένη θα της άναβε φωτιές  και θα την κατάκαιε. Το είχε δει από τότε το μάτι της ζωντανεμένο και λάγνο να της κοιτάζει τον άντρα και να τον τρώει ολάκερο αλλά που να φανταστεί πως έκρυβε τέτοιο πάθος ακολασίας μέσα της, που γρήγορα θα ξεσπούσε και θα εκδηλωνόταν.  Έτσι εξηγείται τώρα που ο άντρας της με το παραμικρό καμωνόταν τον άρρωστο και ξάπλωνε στο κρεβάτι, περιμένοντας τη Σταθιώ να τον γιατρέψει, ενώ αυτή κάτω στο εργαστήριο πάλευε να ετοιμάσει τα γλυκά και τις τούρτες για να κρατήσει ανοιχτό το μαγαζί και να μην πεθάνουν της πείνας.

          Παιδιά δεν είχαν, φίλους και συγγενείς λίγους, τις παρέες τις απέφευγαν, τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία δεν την ήξεραν και ο μόνος τρόπος ευχαρίστησης ήταν τούτο το μαγαζί που τους έβγαζε παλικάρια και δεν είχαν την ανάγκη κανενός.

          Γι΄ αυτό  η κυρά Παναγιώτα το φρόντιζε, έφτιαχνε τα γλυκά, βαστούσε τις καλύτερες συνταγές της ζαχαροπλαστικής, σερβίριζε και εξυπηρετούσε τους πελάτες με το χαμόγελο στα χείλη και την αγάπη στα φυλλοκάρδια της. Μέρα παρά μέρα όμως τούτη η κουζουλού η Σταθιώ που μπερδεύτηκε στα πόδια της τη λάβωνε  κι ώσπου να ερχόταν η ώρα και να πήγαινε στα τσακίδια, που δεν το ‘βλεπε, θα την άφηνε μισή από τη στενοχώρια της.

          << Η ξετσίπωτη… .>> σκέφτηκε πάλι η κυρά Παναγιώτα για να της απαντήσει σε χαμηλό τόνο :

          --- Κλώθεις με το νου σου ένα σωρό βρωμοδουλειές και τις λες αξίες ! Τι να σου πω καημένη !

          Ζύγωσε πιο κοντά το πρόσωπό της η Σταθιώ για να της πει και πάλι, πειραγμένη και κλαψουρίζοντας :

          ---  Από το μυαλό σου τα βγάζεις αυτά και είναι ψέματα!  Εγώ είμαι τίμια, ποτέ δε λερώνω εκεί που πατώ και το μέτωπό μου είναι πιο καθαρό κι από το χρυσό!

          Την κοίταξε με περιφρόνηση η κυρά Παναγιώτα, σούφρωσε τα χείλη και μονολόγησε μέσα της : << Τούτο το φιλήδονο πρόσωπο κρύβει πίσω του το δαίμονα και πρέπει να το ρίξω στη φωτιά ! Ας τραβήξω λίγο την κουβέντα μαζί του ! >>

          --- Ξέχασες, πως πολλές φορές έχουμε κοιμηθεί και οι τρεις στο ίδιο κρεβάτι !  της έκανε έξαλλη  και έτρεμε ολόκληρη.

          Τη θώρησε ατάραχη με σαγηνευτικό βλέμμα η Σταθιώ και της είπε εριστικά :

          --- Αυτός το θέλει κι εσύ δε μιλάς! Τι θέλεις να κάνω; Οξύθυμος και ευέξαπτος καθώς είναι θα μ΄ έδιωχνε από το σπίτι αν αρνιόμουν. Και το ξέρετε καλά πόσο σας έχω ανάγκη και τους δυο.

          Αν και λύθηκαν οι αρμοί των χεριών της και της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μ΄ αυτά που άκουσε από το στόμα τούτης της γυναίκας, δε μίλησε η κυρά Παναγιώτα παρά συγκρατήθηκε για να τιθασεύσει τα νεύρα της και να σκεφτεί πιο ψύχραιμα τα λόγια που θα έβγαζε από τα χείλη της. Κι ως να βρει τα λόγια που χρειαζόταν και να τα συνταιριάξει, έφερε στη μνήμη της, τις νύχτες εκείνες που και τα τρία κορμιά βρέθηκαν κάτω από το ίδιο σεντόνι κι ανατρίχιασε.  << Εγώ κοιμόμουν του καλού καιρού, ψιθύρισε, κι αυτοί λίγο πιο πέρα έβγαζαν τα μάτια τους ! Οι σάρκες τους αναριγούσαν από τους σπασμούς της ηδονής κι εγώ δεν είχα ιδέα. Η ξιπασιά και η προστυχιά τους τόσο κοντά δίπλα μου, κι εγώ να τους βλέπω και να μη μιλάω ! >>

          Κουνήθηκε λίγο από τη θέση της για να κρύψει την ταραχή της και σαν την κάρφωσε μ΄ ένα βλέμμα που τρυπούσε και τοίχο, της είπε με τον τόνο της φωνής της υψωμένο :

          --- Δεν μπορείς να με κοροϊδεύεις, Σταθιώ μου ! Σμίγετε συχνά με τον άντρα μου το ξέρω καλά ! Δυστυχώς μέχρι εκεί φτάνει η ξιπασιά και των δυο σας, << να  το ‘χετε κρυφό καμάρι τι στιγμή που όλος ο κόσμος της πλατείας το ‘χει τούμπανο ! >>

          Το πρόσωπο της Σταθιώς κοκκίνισε σαν πυρωμένο μέταλλο, τα μάτια της έχασαν τη γυαλάδα τους κι έγιναν μονομιάς κάτασπρα ενώ τα σαρκώδη χείλη της άρχισαν κι έτρεμαν με έντονη νευρικότητα. Ωστόσο βρήκε το κουράγιο να της αποκριθεί :

          --- Κι αν είναι έτσι, αυτός με ανεβάζει στο κρεβάτι, σαν θες να  μάθεις !

---Κι εσύ, γιατί δε λες , όχι.                 

          --- Δεν μπορώ ν΄ αντισταθώ, τον φοβάμαι !

          --- Τον φοβάσαι ! της έκανε περιπαιχτικά, δείχνοντας ν΄ αηδιάζει και κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι της.

          << Αρνείται τα πάντα η παλιογυναίκα>>, μονολόγησε από μέσα της  και την ξανακοίταξε με μίσος. << Ε, τότε δεν απομένει παρά να την διώξω ! >>  ψέλλισε και της επιτέθηκε, λέγοντάς της :

          --- Τρως, πίνεις, κοιμάσαι, κυρά μου στο σπίτι μου και με κερατώνεις κι από πάνω με τον άντρα μου, αυτή είναι η αλήθεια ! Όποιος έχει μάτια βλέπει ! Κι εγώ μάτια έχω που βλέπουν σαν της γάτας στο σκοτάδι. Γι΄ αυτό τίποτα δε μου ξεφεύγει κι αν δε μιλάω τόσο καιρό, το κάνω τόσο από οίκτο για σένα όσο και για μένα γιατί δε θέλω να πατήσω το στεφάνι μου και να χωρίσω.

         Όλη η πλατεία πρέπει να ξέρεις γελάει και με τους τρεις μας, όλοι οι άνθρωποί της κάτι βρίσκουν να πουν από πίσω μας σαν μας βλέπουν. Προχθές άκουσα κάποιον που ψιθύριζε σαν πέρασα από μπρος του << ακόμη μοιράζεται η έρημη το κρεβάτι της με τη γατούλα τη Σταθιώ και απ΄ ότι δείχνει θα κρατήσει αυτό για πολύ ακόμη αφού του ‘χει πάρει τα μυαλά    του άντρα της    και δε λέει να   ξεκολλήσει από πάνω της >>.

          Θαρρώ πως έφτασε πια ο κόμπος στο χτένι, δεν πάει άλλο και η ντροπή έχει κι αυτή τα όριά της. Έτσι δεν σου απομένει παρά να τα μαζέψεις και να φύγεις. Να φύγεις για να σταματήσουμε και οι τρεις να κατρακυλάμε στον κατήφορο της διαφθοράς και να πάψουν και τα κουτσομπολιά του κόσμου να δίνουν και να παίρνουν σε βάρος μας.

          Η Σταθιώ την κοίταξε αμίλητη, με τα μάτια της στυλωμένα πάνω της.

          --- Βρήκαμε τον μπελά μας, με σένα ! της έκανε οξύθυμα και πάλι η κυρά Παναγιώτα για να προσθέσει με φωνή που έσπαζε τύμπανα :

          --- Τώρα κιόλας, ξεκουμπίσου από το σπίτι μου, παλιοβρώμα!

          Και πάλι η Σταθιώ δε μίλησε.  Σούφρωσε τα φρύδια της κι ετοιμάστηκε κάτι να της πει μα η άγρια και δυνατή φωνή της κυρά Παναγιώτας δεν την άφησε.

          --- Φύγε από το σπίτι μου, παλιομέγαιρα ! της έκανε. Φύγε ! Δε θέλω να σε ξαναδώ πια στα μάτια μου ! κι όρμησε κατά πάνω της με τα χέρια της απλωμένα να τη χτυπήσει.

Η Σταθιώ          τρέμοντας     σύγκορμη, ξεχύθηκε στην      πόρτα    και    το

έβαλε στα πόδια. Πέρασε μπρος από τα μαγαζιά σαν σίφουνας κι ως έφτασε στο Ηρώον, κατηφόρισε, πήρε το δρομάκι που έβγαζε στον Αη-Δημήτρη κι από εκεί χάθηκε στην πλαγιά του βουνού. Πίσω της αρκετά μακριά η κυρά Παναγιώτα, φωνάζοντας κουνούσε δαιμονισμένα τα χέρια της και της έλεγε μπροστά στους έκπληκτους ανθρώπους της πλατείας που είχαν τρέξει για να δουν το θέαμα των δυο γυναικών :

          --- Θα σε πνίξω, που θα μου πας, θα σε πνίξω, παλιογυναίκα, θα σε πνίξω !

 

 

 

 

 

                                        * * *

 

 

 

 

 

 

          Η άλλη μέρα βρήκε τον κάθε άνθρωπο της πλατείας ανεβασμένο σ΄ ένα ψηλό σκαμνί, να μιλάει για το χθεσινό κυνηγητό των δυο γυναικών ! Οι πιο φαντασιόπληκτοι μιλούσαν για σημεία και τέρατα που έγιναν στο σπίτι της κυρα Παναγιώτας που αυτά ήταν η αιτία που πήρε φωτιά η ίδια και μετά προσπάθησε να ρίξει και τη Σταθιώ να την κάψει !

<< Με τόσες φωτιές που άναψε η Σταθιώ εκεί μέσα, πως είναι δυνατόν να μην καούνε;>> είπε με κακία και ο κυρ Λαέρτης που δεν χώνευε τη Σταθιώ, σ ΄ ένα πελάτη και κοίταξε φοβισμένα έξω από την πόρτα.  <<Αυτή σε όποιο σπίτι πατήσει το κατακαίει ! Α! να χαθεί να ξεβρομίσει ο τόπος ! >> πρόσθεσε και πήρε τα χρήματα από τα χέρια του πελάτη, δίνοντάς του τυλιγμένο σ΄ ένα χαρτί το ψώνιο του.

          Η Σταθιώ σαν ξύπνησε το πρωί, φόρεσε ένα καταπράσινο κλαρωτό φουστάνι που άφηνε να φαίνονται οι πλάτες της, έβαλε ύστερα τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της κι αφού κρέμασε στο λαιμό και τα αυτιά της κολιέ και σκουλαρίκια, κίνησε για την πλατεία.

          Λίγα μέτρα πριν φτάσει στο ζαχαροπλαστείο του κυρ Θόδωρου, σταμάτησε και την κοίταξε από τη μια άκρη ως την άλλη. Η κίνηση τότε αρχινούσε και τα πρώτα ρολά ανέβαιναν. Το φως του ήλιου απλωνόταν θαμπό και η δροσιά άχνιζε ακόμη στις σκεπές των σπιτιών και στο χώμα. Ένα δροσερό αεράκι που ερχόταν από τη θάλασσα άφηνε το θρόισμά του σαν τραγούδι να περάσει μέσα από την ψυχή της πλατείας για να σβήνει σιγά-σιγά όσο ο θόρυβος το έπνιγε. Τους καταστηματάρχες που έτρεχαν για να ανοίξουν τα μαγαζιά τους, τους ακολουθούσαν οι πρώτοι βιαστικοί πελάτες κι αυτούς άλλοι και ώρα με την ώρα η πλατεία έπαιρνε την καθημερινή της όψη.

          Είδε η Σταθιώ το εμπορικό του κυρ Λαέρτη ανοιχτό κι αυτόν πίσω από τον πάγκο του, θυμήθηκε πόσο άσχημα της φέρθηκε την τελευταία φορά που είχε πάει στο σπίτι του και κουβέντιαζε με τη γυναίκα του την Ιζαμπώ και σκέφτηκε : << Πάντα με προσβάλλει και δε με χωνεύει τούτος ο τοκογλύφος ο παλιοεβραίος, γι΄ αυτό πρέπει να τον περιποιηθώ όπως του αξίζει. Άναψα  φωτιά στο σπίτι του ζαχαροπλάστη, ας ανάψω και στο δικό του ! Δε με νοιάζει όμως τόσο να καεί το σπίτι του όσο η ψυχή του ! >>

          Αγέρωχη και με τριζάτο βήμα, διέσχισε την  πλατεία και παρά τα τόσα βλέμματα που έπεσαν πάνω της μπήκε στο εμπορικό του κυρ Λαέρτη, σαν να μη συνέβαινε τίποτα.

          Ο κυρ Λαέρτης είχε ανεβεί σ΄ ένα ξύλινο σκαμπό κι έψαχνε στα ράφια να ξεχωρίσει ένα τόπι ύφασμα. Είχε δε και στο δεξί του χέρι ένα μικρό χαρτί και σκυμμένος πάνω του, διπλωμένος σχεδόν, προσπαθούσε να διαβάσει τα νούμερα  και τις κακογραμμένες λέξεις, σημειωμένες ως φαίνεται από κάποιον πελάτη του. Μόλις αντιλήφθηκε τη Σταθιώ, παράτησε το ψάξιμο, κατέβηκε απ΄ το σκαμπό και όρθιος μπρος  από τον πάγκο, της έκανε με μάτια που διάβαζες εύκολα την πονηριά και την κακία :

          --- Εσύ, Σταθιώ !

          Του χαμογέλασε εκείνη και του αποκρίθηκε όλο σαρκασμό:

          --- Σε είδα ανοιχτό και είπα να μπω και να ψωνίσω κάτι. Το ξέρω δε χάρηκες αλλά εγώ ήρθα !

          Ζύγωσε πιο κοντά στον πάγκο ο κυρ Λαέρτης και της έκανε παρακαλεστικά :

          --- Το καλό που σου θέλω, Σταθιώ, φύγε ! Για καλό δεν έρχεσαι ποτέ εσύ, αλλά για ν΄ ανάβεις φωτιές ! Σε ξέρω ! Όπου πατά το πόδι σου, λερώνει ! Φύγε, γιατί δεν έχω κάνει σεφτέ ακόμη, είμαι όλο νεύρα και φοβάμαι πως θα την πληρώσεις εσύ τη νύφη !

          Τραβήχτηκε πίσω  η Σταθιώ, << δεν το ‘χει σε τίποτα να τα κάνει όλα λίμπα τούτος ο αναθεματισμένος και να μου αστράψει και καμιά στα μούτρα >> συλλογίστηκε και έπιασε θέση κοντά στο παράθυρο που ήταν προς τη μεριά του κάστρου. Εκεί αφού άφησε να καταλαγιάσουν λίγο τα νεύρα του κυρ Λαέρτη, του είπε, όλο νάζι :

          --- Αφού δε με θες, κυρ Λαέρτη, ε, τότε ας φύγω ! Εσύ θα χάσεις σαν δεν ακούσεις αυτά που έχω να σου πω !

          Άλλαξε χρώμα και όψη ο  Λαέρτης στα λόγια της, ημέρεψε κι από θηρίο έγινε αρνί. Τσακίστηκε να της δώσει καρέκλα και με τα μάτια στυλωμένα πάνω της, σκέφτηκε, όση ώρα  αυτή  φτιαχνόταν στη θέση της : << Χθες δεν την ενέπαιζε ολάκερη η πλατεία σαν την πέταξε έξω από τι σπίτι της η κυρά Παναγιώτα και την κυνηγούσε να την πνίξει; Θεέ μου, συχώρα με, που την κρύβει τόση ντροπή και μπαινοβγαίνει στα μαγαζιά μας  σαν αγία; Χωμένη στην αμαρτία, καμώνεται την οσία και περπατά ανάμεσά μας, αγέρωχη κι εριστική κι ούτε τη νοιάζει τι λέει ο κόσμος, πίσω της και  την περιγελάει ! Δαίμονας, λίβας, αρρώστια, καταστροφή, όλα μαζί είναι τούτη η γυναίκα και κανείς όσο δυνατός κι αν είναι δεν μπορεί να τη σταματήσει. Ανάθεμα στην τύχη μας που την ξεφύτρωσε μπροστά μας ! >>

          Ωστόσο η λιμασμένη του η ψυχή τον έπεισε να την ακούσει και να μολευτεί απ΄ το κακό που θα σκορπούσαν τα λόγια της, γι΄ αυτό της έκανε με χείλη που έσταζαν υποκρισία:

          --- Ξέρεις, Σταθιώ, ώρες-ώρες έχεις μια σοφία που όλους εμάς τους ανθρώπους της πλατείας μας παγιδεύει ! Γνωρίζεις πάρα πολλά πράγματα για τους εαυτούς μας, ενώ εμείς τα αγνοούμε ! Το ξάστερο μάτι σου φαίνεται που βλέπει παντού και στο σκοτάδι ακόμη και το περήφανο αυτί σου, που ακούει και το παραμικρό, δεν αφήνουν τίποτα να σου ξεφύγει !  Γι΄ αυτό σε χρειαζόμαστε κι ας σε μαλώνουμε. Έχεις γίνει ο ίσκιος μας και μας ακολουθείς, στο δρόμο μας, στη δουλειά μας, στο σπίτι μας, παντού ως και στον ύπνο μας που λέει ο λόγος !

          << Πονηρέ, τσιφούτη, τα γύρισες τώρα >> συλλογίστηκε η Σταθιώ και τον κοίταξε μ΄ ένα αδρό χαμόγελο. << Θα σε φτιάξω, εγώ όμως, δε θα σε φτιάξω; Σαν αρχίσω να σου λέω αυτά που έχω στο μυαλό μου, να δω που θα βρεις κουράγιο να κρατηθείς ορθός και που να κρυφτείς ! >>

          Συνέχισε να τον κοιτάζει με μάτια φλογισμένα και με το ίδιο εκείνο αδρό χαμόγελο. Κι αφού πέρασε λίγη ώρα σιωπής ανάμεσά τους, του είπε, προσποιούμενη την πειραγμένη :

          --- Είμαι παρεξηγημένη γυναίκα, κυρ Λαέρτη ! Κι όλα ξεκίνησαν από τη ζηλιάρα την κυρα Παναγιώτα. Αφού το  ‘φερε η τύχη να μπω μες στο σπίτι τους και να είμαι στα πόδια τους, φταίω εγώ ; Εγώ δεν κάνω κανένα κακό.  Τους δουλεύω και μου δίνουν κάτι.  Δούλα τους μ΄ έχουν και υπηρέτριά τους. Όχι, μου λένε, όχι, λέω κι εγώ. Ναι, μου λένε, ναι, λέω κι εγώ.  Σκύψε το κεφάλι, σκύβω ! Τι να κάνω !  Αυτός όμως ο μπερμπάντης ο ζαχαροπλάστης δε μ΄ αφήνει ήσυχη, όλο με γυροφέρνει κι όλο μου κάνει τα γλυκά μάτια και μου ζητάει σαν με  ξεμοναχιάζει να του δίνω το κορμί μου.  Η γυναίκα του δεν είναι στραβή, τα βλέπει όλα αυτά, ζηλεύει, σκανδαλίζεται και μου κηρύσσει τον πόλεμο. Καβγαδίζουμε έτσι συχνά, με διώχνει από το σπίτι, με ξαναπαίρνει, για ν΄ αρχίσουμε πάλι τα ίδια.  Και χθες είδες που φτάσαμε, να με κυνηγά και να με κάνει ρεζίλι σε όλη την πλατεία.

          Την κοίταξε με βλέμμα γεμάτο ψόγο ο κυρ Λαέρτης για να της πει, αυστηρά :  

           --- Δε φυλάγεσαι  όμως κι εσύ. Δε βρίσκει κανείς  εύκολα    τον μπελά του      αν δεν αμαρτήσει ;

          --- Τι να φυλαχτώ ; Αυτή είναι η δουλειά μου, να μπαινοβγαίνω στα σπίτια, να βοηθάω και να πληρώνομαι για τις δουλειές που κάνω. Γιατί να φυλαχτώ;  Να φυλαχτούνε οι άντρες και να με αφήσουν εμένα.

            ---Σε κατηγορούν άδικα, θες να πεις; Δε βγαίνει καπνός χωρίς φωτιά ! Βγαίνει ;

            --- Κανένας δεν είναι αλάνθαστος κυρ Λαέρτη ! Όλοι τα κάνουμε τα λάθη μας και μετανιώνουμε γι΄ αυτά όταν όμως είναι πια αργά. Κι εγώ κάνω λάθη αλλά είναι μικρά κι ασήμαντα. Τα σωστά μου όμως, είναι πιο πολλά από τα λάθη μου.

            Έσμιξε τα φρύδια ο κυρ Λαέρτης δείχνοντας πως δε  συμφωνούσε. Ωστόσο δεν τη διέκοψε.

            --- Σωστό δεν είναι αυτό που κάνω, συνέχισε η Σταθιώ, να σας βγάζω τα  άπλυτα στη φόρα; Από ποιον άλλον θα τα μαθαίνατε; Η μαεστρία μου να σας τα αραδιάζω σας συνεπαίρνει, με ακούτε μ΄  ανοιχτό το στόμα και ύστερα καθόσαστε νύχτες και μέρες πάνω  σε αναμμένα κάρβουνα. Αυτό σας κάνει καλό, σας δίνει ζωή και σας αναγεννά ! Σκεφτείτε πως θα ήταν η ζωή σας χωρίς τη χαρά που σας δίνει το κουτσομπολιό γύρω από τα καθημερινά σας !

            <<  Ακόμη δεν μπήκε το καλοκαίρι και τη βάρεσαν στο κεφάλι οι ζέστες !   Φαντάσου να  ‘ρθει  κι  αυτό να δεις τι έχει  να  πάθει  η έρημη ! >> μονολόγησε νευριασμένος εκείνος κι έμεινε για      λίγο άφωνος και αποσβολωμένος. Η περιέργεια όμως που   τον      κατάτρωγε να μάθει τι ξέρει και γι΄ αυτόν, τον έκανε να τη ρωτήσει  με κάποια δόση δουλικότητας:

            --- Μη θαρρείς πως έχω κι εγώ κανένα άπλυτο και θες να μου το βγάλεις στη φόρα, Σταθιώ; Αν είναι έτσι, σ΄  ακούω !

            << Να η ευκαιρία που περίμενα, σκέφτηκε εκείνη και χάρηκε ολάκερη. Τώρα θα μάθει ο τσιφούτης ο τοκογλύφος, τι πάει να πει στενοχώρια, αφού όλη μέρα εδώ χάμω δεν κάνει τίποτα  άλλο παρά να στενοχωρεί τους πελάτες του, σαν τους κλέβει στα ρούπια και τους  μοσχοπουλά τα  φτηνά ρετάλια του για πρώτης ποιότητας ! >>

            --- Υπάρχει σπίτι και άνθρωπος χωρίς άπλυτα, κυρ Λαέρτη ; του έκανε με σαρκασμό και γέλασε.

            Κούνησε το κεφάλι του ο κυρ Λαέρτης δείχνοντας πως συμφωνούσε μαζί της, αλλά  δε μίλησε.

            --- Υπάρχει κυρ Λαέρτη ; Σε ρωτώ ; επέμενε  με υψωμένη τη φωνή της.

            Τι να πει κι ο κυρ Λαέρτης, βρέθηκε βλέπεις σε δύσκολη θέση κι άθελά του, ψέλλισε, << όχι >>.

            --- Τότε πως θες  να είσαι εσύ χωρίς άπλυτα ; του βροντοφώναξε και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

            Και σαν σταμάτησε, κοντανάσανε λίγο για να προσθέσει χαριτολογώντας :

            --- Τα δικά σου είναι ευχάριστα ! Έτσι τουλάχιστον τα κρίνω εγώ. Δεν ξέρω αν εσένα σε στενοχωρούν εγώ όμως τα βρίσκω επίκαιρα, ζωντανά και πολύ ανθρώπινα !

            Αλλόκοτη ζάλη έπιασε τον κυρ Λαέρτη σαν άκουσε τα λόγια της. Η περιέργειά του μεγάλωσε, η αγωνία του κορυφώθηκε και η φαντασία του οργίασε στη σκέψη και μόνο που θα του έλεγε κάτι από τη ζωή της οικογένειάς του. Έβαλε τα δυο του χέρια στον πάγκο και σαν στηρίχτηκε στους αγκώνες τους, έπιασε ύστερα τα μάγουλά του με τα δάχτυλα και περίμενε.

            Η Σταθιώ έδειχνε αβάσταχτη να μιλήσει και χωρίς πολλά- πολλά, άρχισε, μπαίνοντας κατ΄ ευθείαν στο ψητό.

            --- Για την κόρη σου, τη Λενιώ, κυρ Λαέρτη, πρόκειται που τόσο πολύ την αγαπάς και που θα έδινες και τη ζωή σου ακόμη, που λέει ο λόγος  αν χρειαζόταν, γι΄ αυτή. Είναι γυναίκα πια, πάνω στα καλά της, φωτιές πετάει ο κόρφος της, τα αγόρια την τριγυρίζουν, πως είναι δυνατόν να μείνει μακριά από τα παιχνίδια του έρωτα ; Αν τον κλωτσήσει τώρα που το βέλος του βρίσκει εύκολα το στόχο του στην καρδιά της, πότε θα τον συναντήσει σαν ο χρόνος της φάει το κορμί και το γεράσει ;

            --- Του άρεσαν αυτά που έλεγε γιατί το ενδιαφέρον του να μάθει για την κόρη του τον έκανε να σκεφτεί πως το κουτσομπολιό ήταν ωφέλιμο εκείνη τη στιγμή και το επιβεβαίωσε μ΄ ένα αδρό γελάκι που έσκασε στα χείλη του.

            Στράφηκε η Σταθιώ, κοίταξε το μπακάλικο του Φραγκολιά, άπλωσε το δεξί της χέρι και σαν του το  ‘δειξε του είπε :

            --- Να, απ΄ αυτούς θ΄ αρχίσω, τους Φραγκολιάδες.    

             Της έγνεψε << ναι >> με τα μάτια ο κυρ Λαέρτης και φάνηκε να χάρηκε.

            --- Θα στα πω κυρ Λαέρτη, όπως τα ‘χει πάρει το μάτι μου και τα ‘χει ακούσει το αυτί μου. Ψέματα εγώ δε λέω, αλλά μόνο αλήθεια. Η Λενιώ, δίνω όρκο γι΄ αυτό, είναι εξαιρετική, ήσυχη και φαίνεται πως ακόμη ψάχνει για το μεγάλο έρωτα που θα την κάνει ευτυχισμένη. Ο γιος του Φραγκολιά όμως, ο Άρης, παλικάρι καλό, όμορφο και πλούσιο, της ρίχνεται αλλά αυτή δεν τον θέλει και τον παιδεύει! Πολλά βραδάκια την περιμένει στο Ηρώον  να περάσει και σαν τη βλέπει λιώνει ολάκερος και δεν ξεκολλά τα μάτια του από πάνω της με τίποτα.  Πολλές φορές τη σταματάει, μιλάνε και δείχνει αναστατωμένος σαν μένει μόνος του. Πρέπει να μην τον θέλει η Λενιώ, αντιστέκεται, το βλέπει αυτός και όσο περνάει ο καιρός και δεν του λέει το << ναι >> μαραζώνει από τον καημό του.

            Σταμάτησε λίγο, άλλαξε τον τόνο της φωνής της και σαν τον έκανε πιο σοβαρό, συνέχισε :

            ---  Όρκο κάνω, κυρ Λαέρτη μου, αλλά κάτι μου λέει, πως η κόρη σου άλλον αγαπά και σε άλλον έχει δώσει την καρδιά της. Τα λεφτά και τα πλούτη του Φραγκολιά δεν τη συγκινούν, αλλά ούτε κι ο γιος του. Μα θα μου πεις, τόσο ωραίο παλικάρι και να μην το θέλει; Ο έρωτας φαίνεται θέλει κάτι άλλο κι αυτό δεν το  ‘χει ο γιος του Φραγκολιά. Και καλύτερα έτσι γιατί σαν η καρδιά και το σώμα δε βρουν το αληθινό ταίρι τους στον έρωτα καλό είναι να μη σμίξουν.

            Σιώπησε, κοίταξε απ΄ την πόρτα και σαν είδε το μπακάλικο και το σπίτι των Φραγκολιάδων, συμπλήρωσε αναστενάζοντας :

            --- Αχ, ξέρω πόσο τον θέλετε αυτό τον γάμο και οι δυο οικογένειες, αλλά δυστυχώς τα βλέπω πολύ δύσκολα τα πράγματα.

Κούνησε το κεφάλι του ο κυρ Λαέρτης σαν δεν του άρεσαν τα άσχημα λόγια

της και της είπε φανερά πειραγμένος :

            --- Πολλά ακούω για την κόρη μου, Σταθιώ, πολλά ! Με πληγώνει αυτό και με ντροπιάζει !  Ξεπορτίσματα, ραντεβουδάκια, νυχτοπερπατήματα, ερωτοδουλειές, ύποπτες κουβεντούλες, λάγνες ματιές στον Άρη, το γιο του Φραγκολιά και ποιος ξέρει τι άλλο. Κι εγώ πριν από λίγο νόμιζα πως η κόρη μου δεν ξέρει τίποτα από όλα αυτά και είναι παιδί του σπιτιού, να που τώρα ακούω από το στόμα σου, φοβερά και τρομερά πράγματα για χάρη της ! Φταίει βέβαια κι εκείνη η προκομμένη η γυναίκα  μου για όλα αυτά, που κάνει πως τα ξέρει,αλλά στην ουσία δεν ξέρει τίποτα! Μπορεί όμως και να μου τα κρύβει ! Ποιος ξέρει, μπορεί και να μην τη νοιάζει κιόλας τι κάνει η κόρη της, αφού αυτή ενδιαφέρεται μόνο για  να ντύνεται ακριβά και να γυρνά από εδώ κι από εκεί στα σπίτια των πλουσίων και να τους σφίγγει τα χέρια !

            << Κοντεύει να κλείσει τα είκοσι, μου κάνει συνέχεια, δε θα την κλειδώσω μέσα ! Έγινε γυναίκα, μοσχομυρίζει ο κόρφος της και φουσκώνει. Το βλέπει αυτή και χωρίς να το θέλει πεθυμάει τον άντρα ! Δε θα την κάνουμε καλόγρια ! Τόσα ωραία αγόρια δίπλα της, τη θέλουν, γιατί να μη διαλέξει  ένα; Στο κάτω -κάτω της γραφής τι θαρρείς πως θα φάω τη ζωή μου  παίρνοντας από πίσω την κόρη μου και να βλέπω που πάει και τι κάνει; Μεγάλωσε πια, ας κάνει μόνη της τις επιλογές της >>.

            Αυτά μου λέει, αλλά ξέρω πως το μάτι της είναι άγρυπνο κι όλα τα βλέπει. Καμώνεται την ανήξερη αλλά στην πραγματικότητα τα ξέρει όλα. Σε μένα τα κρύβει!  Ας τα κρύβει. Να, όμως που τα μαθαίνω.

            --- Θα σου πω κάτι κι ας μην αρέσει της κόρης σου, του έκανε με σαρκασμό σαν τελείωσε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Καλός είναι ο Άρης, όμορφος, σπουδαγμένος, τα λεφτά δεν του λείπουν, τι λίγος της πέφτει; Πού θα βρει καλύτερον; Ο Άρης κάνει σαν τρελός για την κόρη σου, την έχει ερωτευθεί φαίνεται παράφορα κι έχει στην καρδιά του πληγή αγιάτρευτη.  Η κόρη σου δεν το αγαπά, κάνει ότι μπορεί να τον διώξει και να την αφήσει ήσυχη. Έλα όμως που ο έρωτας δε σε ρωτά κι αν σου λαβώσει την καρδιά με το βέλος του σου αφήνει λαβωματιά και μάλιστα χωρίς γιατρειά. Αυτό έπαθε κι ο Άρης, πληγώθηκε από το βέλος του έρωτα που του άναψε η Λενιώ και πονά !

            Έσμιξε τα χείλη του αναστατωμένος ο κυρ Λαέρτης και της είπε, πέφτοντας σε περισυλλογή :

            --- Περίεργα πράγματα συμβαίνουν, θαρρώ, Σταθιώ. Αυτός λες τρελαίνεται για την κόρη μου κι αυτή δεν τη νοιάζει ! Λες ν΄ αγαπά άλλον; Έτσι που τον παίζεις εσύ τον κόσμο στα δάχτυλα, κάτι θα ξέρεις.

            << Μα, το δυστυχή, τίποτα δεν ξέρει για τις σχέσεις της κόρης του με το γιο του Λάκη του καφετζή >> μονολόγησε η Σταθιώ και κοίταξε όλο οίκτο τον άνθρωπο που είχε μπρος της. << Όλη μέρα εισπράττει και μετράει λεφτά, που να βρει χρόνο να δει τι συμβαίνει στο σπίτι του ! Με ανθρώπους παρέα δεν κάνει, τα νιτερέσα του τα ‘χει λίγα, επισκέψεις δεν κάνει ούτε δέχεται, φίλους δεν έχει, πώς να μάθει τότε και ν΄ ακούσει κάτι ! Αν τον ρωτήσεις όμως για επιταγές, συναλλαγματικές και τόκους, τα ξέρει όλα απέξω κι ανακατωτά. Τα βερεσέδια που του χρωστάνε δεν τα ξεχνά, τα πανωτόκια τους τα προσθέτει ταχτικά κι όσο για την κλεψιά την έχει φροντίδα του κι αγαπητικιά !  Αλλά δεν φταίει για όλα αυτός ο καψερός. Μήπως και η γυναίκα του που θέλει να δείχνεται θάλασσα που χοχλακίζει και ξεθυμαίνει με την πρώτη νηνεμία, τον βοηθάει καθόλου !  Πονηρή σαν αλεπού, αιμοβόρα σαν τίγρη και ύπουλη σαν οχιά, τον περιζώνει από παντού και του σφίγγει όλο και πιο πολύ από μέρα σε μέρα το λουρί στο λαιμό ! Κι ο κυρ Λαέρτης το μόνο που ξέρει είναι να κάθεται και να κοιτά ποιος μπαίνει το μαγαζί του και πόσα του αφήνει ! Πρέπει  όμως να μιλήσω σιγά –σιγά και να του τα πω όλα ! Σιγά- σιγά μην του ‘ρθει κανένας κόλπος γιατί χάθηκα ! >>

            --- Κορίτσι πάνω στα καλά του είναι κυρ Λαέρτη, του είπε με τα πολλά, όλο και κάτι θα έχει !

            --- Κορίτσι πάνω στα καλά του… επανέλαβε με ειρωνεία εκείνος για να της πει με υψωμένη τη φωνή του : Δε μου λες όμως με ποιον τα ΄χει;

            << Μπρος  γκρεμός και ρέμα!>> μουρμούρισε η Σταθιώ κι ετοιμάστηκε να μιλήσει. << Στο κάτω –κάτω της γραφής γι΄ αυτό δεν ήρθα; Να του το πω και να τον σωριάζω κάτω, έτσι μπρούτζινος που θαρρεί πως είναι και να γίνει κομμάτια ! Του αξίζει μια τέτοια τιμωρία γιατί είναι κακός και άδικος! >>

            --- Δεν ξέρω πως θα νιώσεις, κυρ Λαέρτη, μ΄ αυτά που θα σου πω για την κόρη σου, άρχισε η Σταθιώ, αλλά είναι αληθινά και βγάζουν μάτι. Και για να μη στα πολυλογώ, σου λέω πως η Λενιώ τα ‘χει καλά με τον Ίκαρο, το Λάκη, το γιο του γείτονά σου του καφετζή και φαίνεται να ‘χουν χάσει και οι δυο τα μυαλά τους απ΄ τον έρωτα που σιγοκαίει στις καρδιές τους !

             Έρωτας σου λέω έρωτας ! Πολύ μεγάλος που αγγίζει στον ουρανό τα άστρα και τους αγκαλιάζει άπλετα με τις δυο θεόρατες φτερούγες του. Κι αυτό δεν το λέω μόνο εγώ αλλά κι όλος ο κόσμος της πλατείας που έχει μυριστεί τις ερωτοδουλειές τους. Το παλικάρι είναι καλό, όμορφο με  μόρφωση και ήθος κι όπου να είναι τελειώνει τη Σχολή Ικάρων και θα πετάει στα σύννεφα με το αεροπλάνο του σε λίγο καιρό, άφοβο και δυνατό. Όλη η πλατεία καμαρώνει το παλικάρι κι όλοι θέλουν να πουν τον καλό λόγο για το άτομό του. Είναι όμως φτωχό, από ταπεινή οικογένεια και του λείπουν τα πλούτη. Τα πιο πολλά θαρρώ για τους γείτονές σου αυτούς, τα ξέρεις.

            Ένα ηφαίστειο που έβραζε έκαναν τον κυρ Λαέρτη, τα τελευταία λόγια της Σταθιώς. Και σε λίγο ξέσπασε, φωνάζοντας με τη στριγκιά φωνή του :

            --- Η κόρη μου να παντρευτεί το γιο του καφετζή ; Του ανθρώπου που άφησε την πατρίδα απροστάτευτη στους εχθρούς κι ανέβηκε στο βουνό να σκοτώσει πατριώτες ! Ποτέ όσο ζω εγώ, ένας ευγενής  άνθρωπος, δε θα συγγενέψω μ΄ έναν  παρακατιανό μου !

            Άφησε τον πάγκο, σηκώθηκε και πήγε κοντά στην πόρτα. Εκεί βγάζοντας το κεφάλι του, κοίταξε το καφενείο του Μάκη και σαν να μουρμούρισε κάτι, ξανακάθισε ψιθυρίζοντας σαν χαμένος :

            --- Το παλιοκόριτσο ! Το ‘ξερα πως κάτι θα μας σκάρωνε και να που δεν έπεσα έξω ! Την έβλεπα εγώ πως τον τελευταίο καιρό όλο ξεπόρτιζε σαν ερχόταν με άδεια από την Αθήνα ο προκομμένος ο ήρωάς της και ξεχνούσε να γυρίσει στο σπίτι. Τώρα εξηγούνται όλα. Οχ ! ντροπή που με βρήκε !

            --- Καμώματα της νιότης, είναι αυτά κυρ Λαέρτη μου, του έκανε και η Σταθιώ δήθεν για να τον παρηγορήσει. Η νιότη βλέπεις έχει τους δικούς της νόμους, δεν περιμένει να εφαρμόσει τους νόμους των μεγάλων !

            --- Το κεφάλι μου ! Το κεφάλι μου ! φώναξε ο κυρ Λαέρτης έξαλλος. Θα τρελαθώ ! Δεν τα αντέχω τα καμώματά της ! και χτύπησε με λύσσα τις γροθιές του στον πάγκο.

            Η Σταθιώ τα  ‘χασε . Τον πλησίασε κι άπλωσε το χέρι της να τον αγγίξει, λέγοντάς του για να τον ηρεμήσει :

            --- Έλα κυρ Λαέρτη, μην κάνεις έτσι, τα πυρωμένα κορμιά μην τα φοβάσαι, θα βρουν τον τρόπο να ζήσουν !

            Βρόντηξε τότε με δύναμη εκείνος κάτω τα πόδια και σηκώθηκε. Άπλωσε τα χέρια του να την αρπάξει, φωνάζοντάς της κάθυγρος και εξαντλημένος :

            --- Φύγε αλαφροίσκιωτη, φύγε ! Δαίμονας και φωτιά είσαι και μας κατακαίς με τα θανατερά λόγια σου ! Φύγε και μην ξαναπατήσεις στο κατώφλι μου !

            Η Σταθιώ τρέμοντας σύγκορμη, ξεχύθηκε στην πόρτα και το ‘βαλε στα πόδια! Πέρασε μπρος από το καφενείο του Μάκη, κατηφόρισε δεξιά στο καλντερίμι και περνώντας μέσα από τους κήπους και τα περιβόλια, χάθηκε πέρα από το τμήμα των Μεταγωγών. Πίσω της ο κυρ Λαέρτης, ζαλισμένος με δυνατό πονοκέφαλο, σωριάστηκε στην καρέκλα του, μονολογώντας έξαλλος :

            --- Θα την ξεκάνω την παλιογυναίκα, που θα μου πάει ! Την εμπιστευόμαστε και μας κάνει άνω κάτω. Ο διάβολος ο στριφτοκέρατος είναι θαρρώ που θέλει να μας ξεκάνει !

 

 

 

 

                                                * * *

              

 

 

           

            Η παραμονή του Αγίου Πνεύματος βρήκε τους περισσότερους ανθρώπους της πλατείας στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας για τον εσπερινό. Στο σκόλασμα ο Άρης και η Λενιώ, που ‘χαν πάει να ανάψουν ένα κερί, βρέθηκαν ώμο με ώμο στην εξώπορτα της εκκλησίας, πηγαίνοντας για τα σπίτια τους. Τότε σαν τον είδε η Λενιώ, έσκυψε και του ψιθύρισε στο αυτί : << Σε θέλω, Άρη, πάρε το καλντερίμι που ανεβαίνει στον πλάτανο του κάστρου και σ΄ ακολουθώ κι εγώ από πίσω!>>

            Συναντήθηκαν στο μεγάλο πεζούλι, έξω από την πόρτα του κάστρου. Κάθισαν με τις καρδιές τους αναστατωμένες να χτυπούν άρρυθμα και στα μάτια τους να πλανάται η απορία και η απόγνωση για το μέλλον τούτης της συνάντησης. Τη σιωπή που απλώθηκε αμέσως μετά τη συνάντησή τους, την έσπασε το ρολόι της Αγίας Τριάδας που χτύπησε εννέα, για να κάνει τη Λενιώ τρομαγμένη να πει και να φωνάξει :

            --- Οχ, εννέα κιόλας η ώρα, Άρη, θα με ψάχνουν στο σπίτι, να σου πω ότι είναι να σου πω και να φεύγω !

            Σκέφτηκε να την αγκαλιάσει ο Άρης, αλλά κρατήθηκε. Το άρωμα του πεύκου που έβγαινε απ΄ το αψεγάδιαστο κορμί της, τον χτύπησε στο κεφάλι και του ήρθε ζάλη. Τα πυκνά μαλλιά της ριγμένα πίσω στους ώμους θύμιζαν χρυσαφένιες κλωστές ν΄ ανεμίζουν στον άνεμο. Και το πρόσωπό της, ένας ήλιος ολοφώτεινος, που έλαμπε στο άτονο σούρουπο που απλωνόταν παντού.  << Αυτή είναι γυναίκα για μένα, μονολόγησε, αιώνια αναμμένη φλόγα, αλλά δυστυχία μου, δε με θέλει ! Και τι δε θα ‘δινα να την κατάφερνα να με αγαπήσει ! Όσο σκέφτομαι τι μαρτύριο θα ‘ναι η ζωή μου χωρίς αυτή, σαν η απόφασή της να μη με θέλει θα  ‘ναι οριστική, μου ‘ρχεται να τρελαθώ ! Μου πήρε τα συλλογικά μου τούτος ο έρωτας και δεν ξέρω τα να κάνω ! >>

            Στράφηκε και τη ρώτησε, τρυφερά μετά από τούτες τις σκέψεις :

            --- Γιατί μου ‘πες να συναντηθούμε, εδώ, Λενιώ; Τι με θες;

            Η φωνή του βγήκε τρεμουλιαστή κι έσβησε αδύναμη. Το πρόσεξε η Λενιώ και τον κοίταξε με οίκτο. << Υποφέρει, σκέφτηκε, αλλά δε φταίω εγώ. Με αγαπάει, η καρδιά μου όμως του λέει, όχι! Μήπως μπορώ να την κουμαντάρω; Γι΄ άλλον όμως χτυπά τρελά και χαρούμενα ! Τι σου είναι ο έρωτας !  Δυστυχείς όσοι δεν τον ένιωσαν, μ΄ όσες πίκρες κι αν κουβαλά στη φαρέτρα του ! >>

            --- Να μιλήσουμε, Άρη ! Αρκετά πια με πολιορκείς και μας βλέπουν τόσα μάτια στην πλατεία. Τα κουτσομπολιά δίνουν και παίρνουν δε θαρρείς; Άφησε που οι πατεράδες μας ήρθαν στα χέρια στην ταβέρνα του κυρ Παύλου, εξαιτίας μας ! Δε νομίζεις πως πρέπει να σταματήσουν όλ’  αυτά ;

            --- Έχουμε μιλήσει πολλές φορές, Λενιώ και σαν χωρίζουμε τα μάτια μου θολώνουν από το κλάμα και η ψυχή μου πνίγεται στον πόνο ! Αυτό θα συμβεί και τώρα το ξέρω !

            Πήρε μια βαθιά ανάσα μετά από ένα λυγμό που του ‘ρθε και συνέχισε :

            --- Ντρέπομαι γι’  αυτό που μου συμβαίνει, Λενιώ και πολύ θα  ‘θελα ν’  απαλλαγώ απ’  το αίσθημα που μου  ‘χει κάνει τη ζωή άνω κάτω. Σ’  ερωτεύτηκα ! Το ξέρεις και να στο κρύψω δεν μπορώ ! Εδώ που έφτασα, εγώ να σε αγαπώ κι εσύ να με διώχνεις όλα πια για μένα είναι μαύρα κι άραχλα και η ζωή μου πικρή κι άχαρη. Ώρες- ώρες σκέφτομαι πως θα ‘ταν  καλύτερα να μην είχα γεννηθεί !

            Με υψωμένη φωνή η Λενιώ, του είπε :

            --- Δε σου ζήτησα εγώ να μ’  ερωτευθείς, Άρη !

            Απόμεινε  άφωνος ο Άρης. Έριξε κάτω το κεφάλι κι έγινε κάτωχρος. Ένα ασήκωτο βάρος του πλάκωσε το στήθος κι ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται και να χτυπά άρρυθμα. Για λίγο του φάνηκε πως έχασε το φως του, το σκοτάδι ολοτρόγυρα έγινε πιο πυκνό κι ο ίδιος  θα ξαπλωνόταν κάτω. Σαν δεν έγιναν όμως όλα αυτά, αναθάρρησε, συνήλθε κι αφού έμεινε για λίγο σιωπηλός, στο τέλος κατόρθωσε άτονα να της πει:

            --- Δηλαδή, θες να πεις, Λενιώ, πως δεν έχω καμιά ελπίδα πια να ελπίζω ; Εκείνο το << θα το σκεφτώ >> που μου είχες ψιθυρίσει κάποτε, πάει έσβησε;

            --- Έσβησε, Άρη, έσβησε ! Και στην τελευταία μας συνάντηση, στο είχα ξεκαθαρίσει. << Μην ελπίζεις, σου ΄χα πει, όλα τελείωσαν, έχω αλλού δώσει την καρδιά μου, εσύ δεν είσαι πια τίποτα για μένα, παρά ένας      καλός φίλος και γείτονας >>. Εσύ  όμως συνεχίζεις να με πειράζεις στο δρόμο, μου μιλάς, στέλνεις προξενητάδες να με πείσουν να σε αγαπήσω και γίνεσαι πύρινο ανεμοφύσημα στο διάβα μου που με κατακαίει. Δεν τα θέλω αυτά, εκείνο που μόνο θέλω είναι να μ’  αφήσεις ήσυχη.

            Ένας βαθύς αναστεναγμός έφυγε από το στήθος του Άρη κι έσβησε στον αέρα. Τρέμοντας ολάκερος της είπε :

            --- Η ψυχή της γυναίκας είναι σαν τη θάλασσα, Λενιώ, που πότε έχει τρικυμία και πότε ησυχάζει. Θαρρώ πως σαν ηρεμήσει η ψυχή σου και διώξει τη φουρτούνα από τα σπλάχνα σου, θα μου πεις το << ναι >>. Το περιμένω πως και πως ο έρημος !

            --- Όχι ! Άρη, του ‘κανε  απότομα μα τρυφερά η Λενιώ. Όχι, δε θα σου πω το << ναι >>, γιατί ξέρεις καλά πως το θρόνο της καρδιάς μου τον έχει πάρει άλλος νέος, ένας πρίγκιπας σωστός που τον θέλω όσο τίποτα άλλο στον κόσμο!

            --- Ποιος είναι αυτός; αλάλαξε κάθυγρος ο Άρης και φάνηκε σαν να έχασε τον κόσμο από τα μάτια του.

            --- Ο Λάκης ! ο γιος του καφετζή, του ‘κανε ήρεμα κι έσκασε ένα μικρό γέλιο στα δυο αφροχείλη της.

            << Καλά το είχα  μυριστεί εγώ, συλλογίστηκε ο Άρης και να που δεν έπεσα έξω. Σαν ερχόταν από την Αθήνα ο καλός της που τον έχανες που τον έβρισκες, όλο κάτω απ’ το παράθυρό της στεκότανε και την περίμενε να προβάλλει το κεφάλι της και να τα πούνε. Ύστερα εκείνα τα σούρτα- φέρτα  πέρα δώθε στην πλατεία, ώρες ατέλειωτες για ποιον τα ‘κανε ;  Για εκείνη για ποια άλλη; Και πόσα άλλα θα γίνονταν και θα γίνονται κρυφά από μένα στα σκοτάδια ; Να, γιατί εξηγούνται τώρα τα τόσα << όχι >> που μου ‘λεγε στις συναντήσεις μας >>.

            Έβγαλε μια άψυχη φωνή ο Άρης και τη ρώτησε:

            --- Και τώρα μ’  όλα αυτά που μου λες, χάθηκε και η τελευταία μου ελπίδα για σένα;

            Ψιθυριστά η Λενιώ του αποκρίθηκε:                           

            --- Ποτέ δε σου είχα πει, Άρη, πως σ’  αγαπώ ! Σαn γυναίκα μπορεί να σου αναστάτωσα την καρδιά σαν σε άφησα και ήρθες κοντά μου, μα σαν είδα όμως πως σου άνοιγα πληγές αποτραβήχτηκα. Στο είχα πει πολλές φορές στο λέω και τώρα πως κανένα ερωτικό αίσθημα δε με δένει μαζί σου ! Λάθος μου που σου έδωσα κάποια ελπίδα για να με δεις σαν γυναίκα που θα ρουφούσες τους χυμούς της ! Σε πλήγωσα το ξέρω αλλά θέλω να με συχωρέσεις.

            Παράλυσε ο Άρης και τρέμοντας, ψέλλισε :

            --- Δηλαδή, πάνε σβήσανε τα όνειρά μου…

            --- Σου είπα την αλήθεια.

            ---Κι εγώ που νόμιζα…

            ---Νόμιζες, αλλά οι δρόμοι μας να που χωρίζουν.

            Τραβήχτηκε λίγο από κοντά της και κάθισε απόμακρα. Την κοιτούσε κι έλιωνε, τη θαύμαζε και κατέρρεε. Πάντα όταν έσμιγαν κι αυτή του αρνιόταν τον έρωτά του, αυτός έχανε τον κόσμο και ζούσε στο σκοτάδι. Το ίδιο ένιωσε και τώρα. Ένα ξαφνικό θάμπωμα στα μάτια κι ένα σφίξιμο στο στήθος τον παρέλυσαν, τόσο όσο χρειαζόταν για   τον κάνουν να νιώσει πως θα ‘πεφτε κάτω. Τον είδε η Λενιώ, έτρεξε, άπλωσε τα χέρια της και τον συγκράτησε.  Ο Άρης, τρεμόπαιξε τα μάτια και με το πρόσωπό του ιδρωμένο  της ψιθύρισε  όλο παράπονο :

            --- Δείχνει απόρθητη η σκληρή  καρδιά σου, Λενιώ, το βλέπω. Εγώ όμως να ξέρεις θα σε περιμένω κι αν είναι να ξεσπάσουν πάνω μου άγριες μπόρες και ψυχρά ξεροβόρια. Ποτέ δε θα πω εναντίον σου κακό λόγο και ποτέ δε θα ευχηθώ τη δυστυχία σου. Η καρδιά  μου θα χτυπά στον ίδιο ρυθμό που χτυπά και τώρα για σένα και πάντα θα σου ανήκει. Και τούτο γιατί σ’ αγάπησα, πίστεψα σε σένα, έκανα όνειρα και μέθυσα από το άρωμα της ψυχής σου κι από τα κάλλη του κορμιού σου. Σε αγαπώ και θα σ’  αγαπώ και πέρα από τούτη την εφήμερη και ψεύτικη ζωή.

            Σαν τελείωσε τα λόγια του, φάνηκε να έχει συνέλθει. Η Λενιώ τον άφησε από τα χέρια της και κίνησε σιγά-σιγά να πάρει το καλντερίμι για το σπίτι της. Στον ουρανό τα αστέρια γίνονταν πιο λαμπερά και οι πρώτοι γρύλοι, άρχιζαν το τραγούδι τους. Ολοτρόγυρα τα νυχτοπούλια ξέφρενα φτερούγιζαν και χάνονταν σαν σκορπισμένες φιγούρες στο μαύρο φόντο του ορίζοντα.

            --- Φεύγεις, Λενιώ; ακούστηκε άτονη η φωνή του Άρη, που την είχε πάρει από πίσω.

            Στάθηκε εκείνη και μέσα στη σιωπή του σούρουπου του αποκρίθηκε :

            --- Ναι ! Τι άλλο να κάνω;

            --- Να μου υποσχεθείς κάτι.

            --- Τι;

            --- Πως θα σμίξουμε κάποια άλλη φορά ! Που ξέρεις μπορεί να ‘χεις αλλάξει γνώμη !

            Δεν του αποκρίθηκε, παρά συνέχισε το δρόμο της κατεβαίνοντας αργά- αργά το καλντερίμι. Πίσω της ο Άρης την ακολουθούσε  αμίλητος με βαριά βήματα. Η νυχτερινή ζωή όσο προχωρούσαν στην πλατεία άρχιζε και οι πρώτες φωνές, τα γέλια και οι συζητήσεις έκαναν το γύρο τους.

            Περνούσαν τώρα έξω από το σπίτι του Άρη. Σε λίγο θα χώριζαν. Ένιωσε τον κόσμο να χάνεται Άρης. Και σαν την είδε να ξεμακραίνει και να χάνεται πίσω από την πόρτα του σπιτιού της, η καρδιά του πόνεσε τόσο που νόμισε πως θα σταματούσε. Λίγα μέτρα πιο πέρα ήταν και το δικό του σπίτι. Πάλεψε να σταθεί στα πόδια του ώσπου να φτάσει στην πόρτα του και το κατόρθωσε. << Πεθαίνω γι’  αυτή, μονολόγησε αδύναμα και ούτε τη νοιάζει ! Με σπρώχνει μέσα στην απελπισία να κατρακυλήσω στο γκρεμό ! Γιατί; Τι κακό της έκανα; Επειδή την αγάπησα ; Και είναι έγκλημα αυτό; >> Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Στο μισόφωτο διέκρινα το δωμάτιό του. Σύρθηκε μέσα, έπεσε στο κρεβάτι και κλαίγοντας, ψιθύρισε μέσα στα αναφιλητά : << Γιατί, τόση περιφρόνηση, Θεέ μου; >>

           

           

               

 

 

                                                ***  

 

 

 

            Ο  Άρης  ήταν θυμωμένος όλη μέρα σήμερα γιατί οι γονείς του, τον πίεσαν χτες βράδυ να κάνει κάτι που δεν το ΄θελε. Του ζήτησαν ύστερα από δυνατό καβγά που είχαν οι τρεις τους να επισκεφτεί την οικογένεια του κυρ Λαέρτη και να εξομολογηθεί την αγάπη του για την κόρη τους. Και σ’ αυτή την επιθυμία κατέληξαν ύστερα από τις δύσκολες μέρες που περνούσε ο Άρης μετά το τελευταίο ραντεβού με τη Λενιώ, που του ξέκοψε μια για πάντα πως τίποτα δεν τη συγκινεί μαζί του.

            Ο Άρης έμεινε άφωνος φυσικά σαν άκουσε τη συμβουλή τους αλλά μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά, δέχτηκε. Έτσι με το φόβο μέσα του αποφάσισε να βγει μπροστά και να πάει να ζητήσει και τη βοήθειά τους.

            Γι’ αυτό σαν ο ήλιος χάθηκε πίσω από τη θάλασσα του Ιονίου και το σούρουπο άρχισε να απλώνεται σιγά- σιγά πάνω από την πλατεία, χτύπησε την πόρτα του κυρ Λαέρτη. Του άνοιξε η κυρά Ιζαμπώ  και τον υποδέχτηκε μ’ ένα αισιόδοξο αμυδρό χαμόγελο και μ’ ένα τρυφερό άγγιγμα στο μπράτσο του.

            --Ε, λοιπόν, το ‘ξερα πως κάποτε θα ερχόσουν ! του ψιθύρισε γλυκά και του ‘δειξε την ξύλινη σκάλα ν’ ανέβει.

            Κι αφού τον κοίταξε με ανιχνευτικό βλέμμα από τα πόδια μέχρι το κεφάλι, συμπλήρωσε με φωνή που σιγοτραγουδούσε :

            --- Ολόκληρο παλικάρι έγινες !  Και τι κορμί ; Λαμπάδα !

            Στο καθιστικό τον έβαλε να καθίσει κοντά στο παράθυρο που κοιτούσε στη θάλασσα. Εκείνη κάθισε απέναντί του στο μικρό μονοθέσιο καναπέ προς τη μεριά του κάστρου. Ταχτοποίησε ύστερα κάποια άταχτα διακοσμητικά  που είχαν πέσει στο  μικρό ορθογώνιο τραπεζάκι και είπε στον επισκέπτη της με τη διαπεραστική φωνή της ;

            --- Δεν είσαι βιαστικός ; Θα καθίσεις ! Θα σε κεράσω ένα γλυκό κουταλιού και μετά μου λες την αιτία της επίσκεψής σου .

            Κι αφού σηκώθηκε, τραβώντας για την κουζίνα, του πέταξε εύθυμα και με ειλικρίνεια :

            --- Θαρρώ πως ξέρω γιατί ήρθες ! Δε με ξεγελάει εμένα το γυναικείο  ένστιχτο !       

            Ο Άρης όσο έλειπε, προσπάθησε να ηρεμήσει και να θυμηθεί εκείνα που είχε στο μυαλό  να πει και να μην ξεχάσει κάτι το σημαντικό. Έτσι ανακάθισε καλύτερα στη θέση του, έριξε μια ματιά στα έπιπλα του χώρου και μετά κοίταξε για αρκετή ώρα από το παράθυρο τη θάλασσα που στραφτάλιζε κάτω από αμυδρό φως του φεγγαριού.

            Σε λίγο ήρθε και η κυρά Ιζαμπώ με το δίσκο κι αφού τον ακούμπησε στο μικρό τραπεζάκι του σαλονιού και του έδειξε το πιατελάκι με το γλυκό και το ποτήρι με το νερό, του είπε, καλοδιάθετα :

            --- Συγνώμη Άρη μου, αλλά το ‘χω συνήθεια να  κρατώ κατά  γράμμα την παράδοση ! Δε σερβίρω ποτέ τίποτα βιομηχανικό. Αυτό που βλέπεις είναι φτιαγμένο από τα ίδια μου τα χεράκια και είναι νόστιμο και υγιεινό. Ενώ εκείνα…

            Ο Άρης γέλασε ελαφρά κι άπλωσε το χέρι του. Σε λίγο σαν άδειασε το πιατέλο και πήρε το ποτήρι στο χέρι, κοίταξε ντροπαλά την κυρά Ιζαμπώ και ψιθύρισε αναιμικά :

            --- Στην υγειά σου κυρά Ιζαμπώ και ο Θεός πάντα το καλό !

            Τότε η κυρά Ιζαμπώ αντί να τον ευχαριστήσει, τον ρώτησε με κάποια αθωότητα :

            --- Δε σου κρύβω πως μάντεψα γιατί ήρθες ! Αλλά πες μου κι εσύ αυτό είναι; Ήρθες για να μας μιλήσεις για την αγάπη που νιώθεις για τη Λενιώ ;

            Κούνησε το κεφάλι του ο Άρης και της είπε, κοκκινίζοντας ελαφρά :

            --- Δυστυχώς γι’ αυτό ! Δεν μπορώ να καταλάβω όμως γιατί δε με θέλει !

            --- Μα, είναι τρομερό αυτό ! Τρομερό ! έκανε σαν υστερική η κυρά Ιζαμπώ και πρόσθεσε :Και οι δυο νέοι είσαστε, με τα όλα σας, γιατί να μη σμίξετε ; Τι σας λείπει ; Μόρφωση, λεφτά, σπίτια, όλα τα ‘χετε ! Κι εγώ βλέποντας να χάνεται με τον άλλον…  Εδώ έσβησε τη φωνή της καταπίνοντας εκείνο που ήθελε να πει γιατί νόμιζε πως ο Άρης δεν ήξερε τίποτα για τη σχέση της κόρης της με το Λάκη.

            --- Με τον άλλον ; μουρμούρισε εκείνος και χλόμιασε. Την ανόητη ! Το’ χω μυριστεί αλλά δεν μπορώ να την κάνω πέρα απ’ αυτόν φαίνεται με τίποτα.

            --- Δεν έχουν τίποτα ιδιαίτερο ! του είπε σιγανά η κυρά Ιζαμπώ για να τον ηρεμήσει και συνέχισε : Τίποτα ιδιαίτερο, αλλά να κάτι επιπόλαια παιχνιδάκια σκαρώνουν κάθε τόσο και λιγάκι και  μετά τα ξεχνάνε. 

             Και κουνώντας με νόημα το κεφάλι της, πρόσθεσε:

            --- Το μέλλον της όμως είναι σε σένα ! Τι θέλει μ’ αυτόν ;

             Κι αναστενάζοντας, ψιθύρισε τρεμουλιαστά :

            --- Αχ. πόσο θέλω να πει πως σ’ αγαπάει ! Αχ! πόσο το θέλω! Και να σε παντρευτεί θέλω !

            --- Κι εγώ το θέλω πως και πως αυτό ! συμπλήρωσε ο Άρης και φάνηκε να πόνεσε. Αλλά στην τελευταία μας συνάντηση, μου το ξέκοψε. <<Δεν πρόκειται να γίνει τίποτα ανάμεσά μας, μου είπε, μην πλανιέσαι άσκοπα. Η καρδιά μου είναι δοσμένη αλλού !>>  Ε, από τότε, υποφέρω και πονώ, κυρά Ιζαμπώ.  Αν είχε λίγο αίσθημα δικαιοσύνης έπρεπε να είναι λίγο συγκαταβατική. Μ’ έχει πληγώσει πολύ ! Τόσο πολύ που η κατάθλιψη αρχίζει και φωλιάζει μέσα μου.

            --- Κι αυτή  μη θαρρείς πως είναι καλά. Έχεις εξάψεις τελευταία, του είπε με τρυφερή φωνή  εκείνη και τον κοίταξε γλυκά.

            --- Μπορεί, αλλά δε νομίζω να είναι για μένα ! Ίσως…

            --- Σιώπα …  τον έκοψε η κυρά ιζαμπώ και φάνηκε θυμωμένη.

            --- Θα είναι για τον άλλον, συμπλήρωσε ο Άρης  κι έριξε το κεφάλι κάτω.

            --- Δεν έχει τίποτα με τον άλλον, έσπευσε να προσθέσει η κυρά Ιζαμπώ και σιώπησε απότομα λες κι ένιωσε ενοχή.

            --- Δεν έχει, αλλά εγώ είμαι άρρωστος ! ξεφώνισε ο Άρης και συνέχισε : Και όσο σκέπτομαι πως θα χάσω για πάντα εκείνο το αχτιδοβόλο χαμόγελό της μου ‘ρχεται να τρελαθώ ! Αχ, πόσο θα ήθελα το ευλύγιστο χεράκι της να μου το άπλωνε μ’ ένα μικρό γαρύφαλλο και να μου ‘λεγε << έλα ! >>

            --- Για σιώπα, Άρη , μπορεί να ‘ρθουν όπως τα θέλουμε όλοι, του ψέλλισε λίγο χαρούμενη τώρα η κυρά Ιζαμπώ για να συμπληρώσει : Σήμερα το πρωί, ξύπνησε με κέφι, έφαγε το πρωινό της, με φίλησε στο μάγουλο κι αφού πήρε το καθιερωμένο τετράδιο της και το μολύβι, βγήκε στο μπαλκόνι που κοιτάζει προ το παράθυρό σου κι άρχισε κάτι να γράφει. Δεν ξέρω τι, αλλά έδειχνε χαρούμενη .

            --- Με κάνει να χαίρομαι που κοιτάζει το παράθυρό μου, της αποκρίθηκε ο Άρης, αλλά τίποτα δεν μπορεί να μου αλλάξει τη σκέψη μου, πως μέρα μες τη μέρα όλες της οι πράξεις θα με απογοητεύουν. Αν κι εδώ που τα λέμε και τώρα απογοητευμένος είμαι αφού δε μ’ αγαπά πια.

            --- Τι, σε κάνει να το πιστεύεις, αυτό;

            --- Τι, για ηλίθιο, με περνάτε κυρά Ιζαμπώ; δε βλέπω ότι δε με θέλει;

            --- Σε θέλουμε όμως εμείς ! του είπε εκείνη με έμφαση. Ο κυρ Λαέρτης  πίνει νερό στο όνομά το δικό σου και των γονιών σου και σ’ αγαπά σαν παιδί του.  Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του σαν μιλά για σένα και δεν παύει μέρα νύχτα να δείχνει το ενδιαφέρον του για σένα !            Ζαρώνοντας ύστερα τη μύτη της, πρόσθεσε :

            ---Ποιος μπορεί, να της βάλει μυαλό της θυγατέρας μου, ε;

            --- Μα, είναι φοβερό, αυτό !  διαμαρτυρήθηκε ο Άρης κι έκρυψε το πρόσωπό του ανάμεσα στα δυο χέρια του. Μου άφηνε κάποιες ελπίδες ως τώρα και να όμως που αρχίζει και με προδίδει.

            Αναστέναξε, τέντωσε το κορμί του κι αφού έμεινε για λίγο αμίλητος, συμπλήρωσε :

            --- Σίγουρα θα θέλει το Λάκη, έτσι που μου συμπεριφέρεται.

            Η κυρά Ιζαμπώ στο άκουσμα του ονόματος του γείτονά της, έδειξε νευρικότητα κι απόγνωση. Ωστόσο του είπε, γρήγορα, δείχνοντας και λίγη κωμικότητα στην έκφρασή της :

            --- Εμείς δεν τον θέλουμε ! Μπορεί η κόρη μου να καμαρώνει και να υπερηφανεύεται γι’ αυτόν, αλλά εγώ κι ο Λαέρτης μου δεν τον θέλουμε !

            Τα μάτια του Άρη τα περιέτρεξαν ερωτηματικά :

            --- Αν όμως θέλει η νύφη και ο γαμπρός τύφλα να’ χει ο πεθερός, της ψιθύρισε κι έσφιξε τα δυο του χέρια το κεφάλι του.

            Αναψοκοκκίνισε λίγο η κυρά Ιζαμπώ και του αποκρίθηκε σοβαρά και με ζωηρή φωνή :

            --- Μην το λες αυτό, σε παρακαλώ, γιατί εμείς κάνουμε κουμάντο εδώ μέσα. Το κάθε κορίτσι διαλέγει κάποιον για άντρα της σαν έρθει ο καιρός, αλλά τον τελευταίο λόγο τον έχουν στο τέλος πάντα οι γονείς .

            --- Εξαρτάται από πολλά πράγματα, αυτό ! ξεφώνισε ο Άρης κι ένιωσε την καρδιά του να πυρώνεται σαν σίδερο στη φωτιά.

            --- Ναι, αλλά  εσύ αχτινοβολείς πιο πολύ από τον άλλον κι έχεις όλα του κόσμου τα καλά, εσένα πρέπει να κοιτάζει, του ‘κανε με πείσμα  και τον κοίταξε με μια χορταστική ματιά. Μην απελπίζεσαι, κάτι θα κάνουμε για να την πείσουμε να σκεφτεί το συμφέρον της.

            --- Το ξέρω, μου δίνεις κουράγιο, κυρά Ιζαμπώ, αλλά δεν είναι το καλύτερο για μένα. Εκείνο που θέλω εγώ είναι να της μιλήσεις για τον πόνο της καρδιάς μου!

            Κι αφού χαμήλωσε το κεφάλι άρχισε να κλαίει γοερά.

            --- Ω ! το παλικάρι μου ! έκανε με σπαραχτική φωνή εκείνη και σκύβοντας πάνω του τον χάιδεψε τρυφερά.  Ε, βέβαια με τόση απελπισία μέσα σου πώς να μην κλάψεις. Κι αφού  σιώπησε για λίγο, πρόσθεσε: Εξάπαντος το βράδυ, θα της μιλήσω ιδιαίτερα για σένα. Θα βάλω και τον άντρα μου να της πει δυο λογικές κουβέντες. Ελπίζω να έχουμε κάποια καλύτερη εξέλιξη μετά την παρέμβασή μας.

            --- Φαντάζεσαι πως θα σας ακούσει ; Για όνομα του Θεού, φαντάζεσαι πως θα σας ακούσει ; της είπε με υψωμένη φωνή ο Άρης και φάνηκε πιο απογοητευμένος.

            --- Και τι να κάνουμε ; Είναι σκληρόκαρδη το ξέρω, αλλά μπορώ να σου ορκιστώ τώρα κιόλας πως κι εγώ θα της φερθώ σκληρά. Σε παρακαλώ όμως να κάνεις κι εσύ μια  προσπάθεια ακόμη και να την πλησιάσεις.

            --- Δε θέλει.

            --- Εδώ στο σπίτι!

            --- Θα προσπαθήσω να τη δω…

            --- Ξέρεις οι δεσποινίδες, θέλουνε και λίγα παρακάλια ! Για δοκίμασε πριν φύγεις να της μιλήσεις. Που ξέρεις μπορεί και να χαρεί.

            --- Θα το κάνω και θα της ζητήσω κιόλας να ‘ρθει το καλοκαίρι να το περάσουμε μαζί στο εξοχικό μας σπίτι στην κάτω πόλη. Να κάνει εκεί τις διακοπές της και τα μπάνια της. Ξέρεις το ετοιμάσαμε το σπίτι και είναι τρέλα να βλέπεις τα κύματα και το χρώμα της θάλασσας από τη δυτική βεράντα του. Η άμμος σχεδόν αγγίζει την περίφραξή του και οι γλάροι είναι καθημερινοί μας επισκέπτες. Θα της ζητήσω να έρθει και είμαι σίγουρος πως θα εντυπωσιαστεί με όσα θα δει εκεί.

            --- Μπράβο! σου ‘κανε χαρούμενη η κυρά Ιζαμπώ και συμπλήρωσε : Έτσι να της μιλήσεις, έτσι ! Οι καλές κουβέντες πάντα αρέσουν στις γυναίκες!

            --- Αυτό το κάνω κοντά τρία χρόνια, δεν μπορώ άλλο κουράστηκα! σιγοψιθύρισε ο Άρης και γέλασε μελαγχολικά.

            --- Να το συνεχίσεις, μην απελπίζεσαι. Στο τέλος να δεις πως θα νικήσεις.

            --- Μάταιος κόπος κυρά Ιζαμπώ, μάταιος ! Το ‘χω καταλάβει από καιρό. Και σήμερα ήρθα ξέροντας πως δε θα κερδίσω τίποτα με όσα και να σας πω. Θα κάνω όμως μια τελευταία προσπάθεια  να της πω πριν φύγω μια όμορφη προτασούλα ! Τι άλλο να κάνω;

            --- Τι προτασούλα ;

            --- Πως συνωμότησε με την καρδιά της εναντίον μου και με πλήγωσε. Ας το βρει από το Θεό !

            Με βήματα αργά και μ’ ένα δεματάκι στα χέρια μπήκε  εκείνη τη στιγμή κι ο κυρ Λαέρτης μέσα. Άφησε το δέμα σε μια κασέλα, κοίταξε τον Άρη με ενδιαφέρον και του είπε, κουνώντας το κεφάλι του πολλές φορές :

            --- Τι σύμπτωση ! Σε βρίσκω εδώ ! Δεν είχα σκοπό ν’ ανέβω, αλλά τούτο το δεματάκι που ανήκει στην κυρά Ιζαμπώ και το ‘φεραν τέτοια ώρα, μ’ έφερε ως εδώ ! Τι γίνεσαι ; Τι κάνουν οι δικοί σου; Τρώγονται ακόμη με το πείσμα τους ;

            Ξαφνιάστηκε ο Άρης με την παρουσία του αλλά γρήγορα σκέφτηκε πως θα ήταν στο σχέδιο της κυρά Ιζαμπώς. Έτσι απάντησε στον κυρ Λαέρτη που είχε καθίσει κιόλας :

            --- Ήρθα για κάτι ξαφνικό να πω στην κυρά Ιζαμπώ και ήμουν έτοιμος να φύγω. Εξάλλου τώρα που ήρθατε κι εσείς δε θέλω να σε ενοχλήσω !

            --- Όχι ! Όχι ! καθόλου δε μ’ ενοχλείς, ίσα  -ίσα που μ’ ευχαριστεί η παρουσία σου ! του ‘κανε με τη δυνατή και τρεμουλιαστή φωνή του ο κυρ Λαέρτης και  στράφηκε στη γυναίκα του, για να της πει, παρακαλεστά :

            ---Μην τον αφήσεις να φύγει ! Βάλε του κι ένα πιάτο να δειπνήσουμε κι αφού πιούμε κι ένα ποτήρι κρασί και κουβεντιάσουμε τότε ας φύγει !

            Και αφού έπιασε το μπράτσο του Άρη και το χάιδεψε τρυφερά, πρόσθεσε :

            --- Δε μας επισκέπτεσαι και τακτικά ! Ένας λόγος παραπάνω να καθίσεις !

            --- Αν θέλει να καθίσει, κι εγώ θα χαρώ !  ακούστηκε  και η φωνή της κυρά Ιζαμπώς και τον κοίταξε με μητρική αγάπη. 

            Είδε την επιμονή τους ο Άρης και ψιθύρισε σιγά :

            --- Ε, τότε θα καθίσω, τι άλλο μπορώ να κάνω !

            Η φοβισμένη όμως φωνή του, έκανε τον κυρ Λαέρτη να του πει: Είσαι ειλικρινής, Άρη και το ξέρω καλά πως ήρθες εδώ για να πεις αυτό που νιώθεις. Ξέρω πως το χαλί γλιστρά κάτω από τα πόδια σου, αλλά μη φοβάσαι. Αν είναι στο χέρι μας θα κάνουμε ότι πρέπει για να σε γλιτώσουμε από το πέσιμο.

            Και γυρνώντας πάλι προς την κυρά Ιζαμπώ, της έκανε παρακαλεστικά :

            --- Δεν ετοιμάζεις εσύ, όσο θα τα λέμε εγώ με το παιδί;

            Σηκώθηκε χαμογελαστή η κυρά Ιζαμπώ και σβέλτα κρύφτηκε πίσω από την πόρτα της κουζίνας, αφήνοντας τους δυο άντρες μόνους.

            --- Τώρα που έφυγε η οικοδέσποινα, ας πούμε κάτι προσωπικό, παρατήρησε ο κυρ Λαέρτης και κοίταξε τον Άρη καλόθυμα με τα  αστραφτερά του μάτια.

            --- Τι προσωπικό ; αντέδρασε αυθόρμητα ο Άρης και κοκκίνισε ελαφρά.

            --- Κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, ε ; του ‘κανε ανάμεσα σε γέλιο και ειρωνεία ο κυρ Λαέρτης για να προσθέσει με μια μεγαλοπρέπεια στα λόγια του : Αθώα, είναι και τα προσωπικά αγόρι μου, αθώα ! Πες μου τι καλό σ’  έφερε ως εδώ ; Μήπως η αγάπη σου για τη Λενιώ ; Λέγε ; Αυτό δεν είναι ;

            --- Δυστυχώς, ναι ! του αποκρίθηκε άψυχα ο Άρης και φάνηκε να ντράπηκε. Με απορρίπτει και δε με θέλει ! Γι’ αυτό ήρθα να ζητήσω τη βοήθειά σας ! Στην απελπισία μου το σκέφτηκα αυτό.

            --- Ώστε δε σε θέλει ; μουρμούρισε ο κυρ Λαέρτης κι έδειξε αμηχανία. Σε κοροϊδεύει ή αγαπά άλλον;

            --- Πρέπει ν’ αγαπά άλλον !

            --- Το Λάκη τον αεροπόρο ;

            --- Ναι ,αυτόν !

            --- Πανάθεμα την τύχη μας ! Τα νέα τα ξέρεις καλά κι εσύ βλέπω! Στην αρχή που μας  τα έλεγε η Σταθιώ νομίζαμε πως λέει ψέματα και υπερβολές, αλλά σαν η αλήθεια άρχιζε κι έλαμπε, χάσαμε τον ύπνο μας κι εγώ και η κυρά Ιζαμπώ. Τώρα φαίνεται πως λίγα πράματα μπορούμε να διορθώσουμε. Είναι αργά πλέον. Όμως δε θα μείνουμε με σταυρωμένα τα χέρια, θα πέσουμε στα κοντά να τους τα χαλάσουμε. Τι άλλο να κάνουμε ;

            --- Κι εγώ μα την αλήθεια, δεν ξέρω τι μπορείτε να κάνετε ! ψιθύρισε  άτονα ο Άρης κι έσφιξε τα χείλη.

            --- Κρίμα ! Κι εγώ που πίστευα στους γονείς σου ; Σ’  αυτούς τους ωραίους ανθρώπους, τους τίμιους και τους πετυχημένους. Τώρα μου λέει να συμπεθεριάσω με τους ανόητους γείτονες. Νιώθω άσχημα σαν το σκέφτομαι αυτό ! Νιώθω ντροπή !

            Κοίταξε μέσα από την τζαμωτή πόρτα την κυρά Ιζαμπώ που σερβίριζε στην τραπεζαρία και μ’ ένα αίσθημα ικανοποίησης για το δείπνο που θα ερχόταν, πρόσθεσε, μ’ έναν ανεπαίσθητο αναστεναγμό :

            --- Αεροπόρο, θέλει; Να βρίσκεται όλη την ώρα στον ουρανό ; Και πότε θα είναι μαζί ;

            --- Ναι, στον ουρανό !  ψιθύρισε ο Άρης κι έδειξε έντονα την ειρωνική του διάθεση.

            --- Νομίζω, όμως πως είναι και κακό να παίζεις με τα συναισθήματα των άλλων ! μουρμούρισε ο κυρ Λαέρτης κι έπιασε σφιχτά το χέρι του Άρη.

            Κι αφού έφερε μια τρυφερή ματιά πάνω του, του είπε με αισιόδοξη διάθεση :

            --- Θα δούμε τι θα κάνουμε ! Αλλά τώρα πες μου, το τελειώσατε το σπίτι στην παραλία ;

             Και πριν πάρει απάντηση από τον Άρη, μονολόγησε :

            --- Ο καημένος ο πατέρας σου, τι να πει κανείς, έφτυσε αίμα για να το φτάσει εδώ που το έφτασε.

            --- Ναι, τελείωσε ! του είπε χωρίς ενθουσιασμό ο Άρης και τον κοίταξε με συμπάθεια.

            --- Μπράβο !  του είπε ο κυρ Λαέρτης και του χάιδεψε το κεφάλι. Κι αμέσως γύρισε στο θέμα τους. Εύχομαι να δείξει αξιοπρέπεια η κόρη μου και να πραγματοποιηθούν μαζί της τα όνειρά σου. Όμως μου κάνει εντύπωση αυτή η αδιαφορία της για σένα. Θυμάμαι σαν έμαθα τα καθέκαστα για τους δυο σας, χάρηκα και είπα στη γυναίκα μου, << να ένας καλός γαμπρός που θα κάνει ευτυχισμένη την κόρη μας και θα της χαρίσει ένα λαμπρό μέλλον. Έτσι σαν κρίκος κι εσύ της οικογενειακής μας αλυσίδας με το γάμο αυτό, θα συμβάλλεις αποφασιστικά στη διατήρηση του καλού μας ονόματος  και της διατήρησης της οικονομικής μας ευημερίας >>.

            Σαν όμως ένα πρωί έμαθα πως η θέλησής της για σένα έγινε άρνηση και γλίστρησε στην αγκαλιά του άλλου, είπα, πάει χάσαμε όλοι μας την ευκαιρία τη ζωή μας. Τι συνέβη και έσφιξε στην αγκαλιά της τον άλλον δεν ξέρω…

            --- Τι να πω κι εγώ, συνέχισε ο Άρης, σαν τελείωσε ο κυρ Λαέρτης και φάνηκε να έχασε τα λόγια του. Γρήγορα όμως τα ξαναβρήκε για να προσθέσει με παράπονο : Θα ήταν καλύτερα εδώ που φτάσαμε να τα παρατήσω και να μην ασχοληθώ πια μαζί της. Έλα όμως που την αγαπά η καρδιά μου. Εγώ λέω, φύγε Άρη, κι αυτή λέει, όχι. Τι να κάνω; Είμαι ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες, το ξέρω καλά.

            --- Θα εκμεταλλευτούμε όλες τις ευκαιρίες που μπορούν ν’ αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο, του είπε ο κυρ Λαέρτης με κάποια βεβαιότητα και ψέλλισε  κοιτάζοντάς τον στα μάτια : Ο πόνος σου είναι και δικός μας !

            Ζάρωσε ο Άρης και πρόσθεσε κι αυτός με σβησμένη φωνή :

            --- Τώρα όμως τελευταία δε μου μιλάει ! Το βρίσκω πολύ ανόητο. Είναι μια εγωίστρια και τίποτα άλλο !

            Τους διέκοψε η φωνή της κυρά Ιζαμπώς που τους καλούσε να πάνε στην τραπεζαρία. Εκεί σαν κάθισαν και οι τρεις η κυρα  Ιζαμπώ είπε στον Άρη, με μητρική στοργή :

            --- Καημένο μου, παιδί ! Φάε τώρα και θα δούμε τι θα κάνουμε με τη  Λενιώ.

            --- Χίλιες φορές, συγνώμη, για την προχειρότητα που μας βρίσκεις ! του ψιθύρισε ο κυρ Λαέρτης και του ‘κανε νεύμα ν’ αρχίσει να τρώει.

            Φάγανε με όρεξη τη ζεστή κοτόσουπα, τους λίγους λαχανοντολμάδες και τη νόστιμη φέτα. Έτσι αφού ήπιαν και μερικά ποτήρια από το κόκκινο κρασί τους και λύθηκε η γλώσσα τους, άρχισαν πάλι την κουβέντα.

            --- Σε τι αμαρτίες, μπήκες φουκαρά μου, με την αναιμική μας κόρη, του είπε πρώτος ο κυρ Λαέρτης και κούνησε με κοροϊδευτικό τρόπο το κεφάλι του.

            Ο Άρης έγινε κατακόκκινος.

            --- Το ξέρω, ψέλλισε και φάνηκε θυμωμένος.

            --- Η αλήθεια είναι, είπε η κυρά Ιζαμπώ, κοιτάζοντας λοξά τον άντρα της, πως και οι δυο μας θέλουμε αυτό το γάμο. Και αφήνοντας για αρκετή ώρα πάνω του πιεστικά κι επίμονα το βλέμμα της, τον ρώτησε : Τι λες κι εσύ, Λαέρτη ;

            --- Ναι, έτσι είναι ! Δεν έχω κανένα λόγο να το αρνηθώ ! Το θέμα είναι να την πείσουμε να κάνει αυτό το γάμο. Βλέπεις η αναίδειά της δεν έχει όρια ! ξεφώνισε  κι αυτός και φάνηκε συγχυσμένος.

            --- Μα, Θεέ μου, έχουμε και τον άλλον ! έκανε με μια κίνηση απελπισίας η κυρά Ιζαμπώ κι έδειξε προς τα έξω με τα χέρια της, το μέρος που ήταν το σπίτι του Λάκη. Δε μου λέτε, τι θα κάνουμε μ’ αυτόν, αφού τον αγαπάει; Πώς θα την ξεκολλήσουμε από πάνω του ;

            --- Πιστεύει πως θα είναι ευτυχισμένη μαζί του ; ρώτησε αφηρημένος ο Άρης κι έδειξε σκληρός κι αψύς.

            --- Αυτό δεν το ξέρουμε ! του αποκρίθηκε ο κυρ Λαέρτης με χαμηλωμένη φωνή. Για να τον θέλει όμως για άντρα της, πάει να πει πως ελπίζει στην ευτυχία της!

            --- Θεός φυλάξει ! έκανε και σταυροκοπήθηκε η κυρά Ιζαμπώ. Με αυτόν ευτυχισμένη ; Δε θα είναι ! Δε θα είναι ! Το λέω και το πιστεύω ! Το πείσμα της την κάνει και πάει μαζί του. Το πείσμα της !

            --- Το θέμα είναι να την καλοπιάσουμε και στην ανάγκη να την ικετεύσουμε, ν’  αλλάξει γνώμη, είπε χαμηλόφωνα ο κυρ Λαέρτης και στράφηκε προς το δωμάτιο της Λενιώς που ακούστηκε θόρυβος.

            Και ύστερα από λίγο σαν θυμήθηκε όλο το δράμα που θα περνούσαν οι δυο οικογένειες, η δική του και του Φραγκολιά, σαν η Λενιώ παρατραβούσε το σχοινί και παντρευόταν το Λάκη, συμπλήρωσε με μια κίνηση του κεφαλιού του, που  ‘δειχνε μετάνοια :

            --- Με τον πατέρα σου, είχαμε παρεξηγηθεί παλιά, αλλά περασμένα ξεχασμένα θα μου πεις. Δεν έχω τίποτα μαζί του, αλλά εκείνο το παιδιάστικο πείσμα που τον κατέχει μ’ εκνευρίζει αφάνταστα ! Γιατί πίσω από το πείσμα του δε βλέπει την αλήθεια και πιστεύει πως εγώ δε θέλω το γάμο της κόρης μου με το γιο του !

            Κι αφού κοίταξε τον Άρη βαθιά μέσα στα μάτια, του είπε με τις λέξεις τονισμένες μία –μία:

            --- Να του πεις, πως άλλοι παίρνουν τις αποφάσεις γι’ αυτόν το γάμο κι όχι, εγώ !

            ---Ε, τώρα μην τσακωθούμε κι από πάνω, γκρίνιαξε η κυρά Ιζαμπώ κι έκανε νεύμα με τα μάτια στον άντρα της, να σταματήσει τέτοιες αναφορές.

            Εκείνος ήδη το είχε κάνει, γιατί η είσοδος της Λενιώς στο καθιστικό του απόσπασε την προσοχή και του τόνωσε την πατρική του τρυφερότητα.

            --- Έλα κάθισε, της είπε και έδωσε μια γλυκιά προφορά στα λόγια του για να γίνει πιο αρεστός.

            Κι αφού την κοίταξε παρακλητικά, πρόσθεσε χαμηλόφωνα :

            --- Είναι και ο Άρης, εδώ !  Δε νιώθει καλά με την απουσία σου!   

            Η Λενιώ στάθηκε λίγο απόμακρα από τον Άρη  και δείχνοντας προσβεβλημένη, του απάντησε με υψωμένη τη φωνή της :

            --- Το ξέρω πως σαν έχει κανείς επισκέψεις, πρέπει να δείχνει  οικειότητα και σεβασμό, αλλά εγώ τώρα αυτά δεν μπορώ να τα δώσω! Έχω μια επείγουσα δουλειά και πρέπει να αφιερωθώ σ’ αυτή. Εξάλλου και μόνοι σας μιλάτε τόσο σπουδαία ! Τι με θέλετε εμένα !

            Και με μια γρήγορη κίνηση, χάθηκε πάλι στο διάδρομο, πηγαίνοντας για το δωμάτιό της.

            --- Για όνομα του Θεού ! Τι συμπεριφορά είναι αυτή, κόρη  μου ; ξεφώνισε εκτός εαυτού η  κυρά Ιζαμπώ κι έριξε μια ερευνητική ματιά στον Άρη.

            --- Παράξενος άνθρωπος! ψέλλισε αυθόρμητα αυτός και ζάρωσε με κακία τα φρύδια του.

            --- Ειλικρινά, λυπάμαι για χάρη της, Άρη ! δικαιολογήθηκε με σβησμένη φωνή κι ο κυρ Λαέρτης κι έδειξε ασυνήθιστη νευρικότητα.

             Η κυρά Ιζαμπώ άρχισε να μαζεύει το τραπέζι και κάθε τόσο και λίγο ψιθύριζε : << Είναι εξωφρενικό ! Εξωφρενικό ! Ποιος να το περίμενε ! >>

            Τώρα ο Άρης κατάλαβε πως δεν είχε πια καμιά θέση σ’ αυτή την οικογένεια.  Και η τελευταία του ελπίδα που είχε για την επιστροφή της Λενιώς, φάνηκε πως χάθηκε με αυτή της την άρνηση να καθίσει μαζί του και να μιλήσει. Έτσι σηκώθηκε με ωχρό πρόσωπο κι ένα σφίξιμο στην καρδιά να φύγει.

            --- Μαντεύω τι συμβαίνει μέσα σου, του είπε ο κυρ Λαέρτης και δείχνοντας την κλειστή πόρτα του δωματίου της Λενιώς, τον προέτρεψε να μπει και να της μιλήσει. << Μπορεί και να  σε δεχτεί >> του ‘κανε με τρυφερότητα και δεν του άφησε περιθώρια με τη ζωηρή έκφραση των ματιών του ν’ αρνηθεί να την επισκεφτεί

            Έτσι στο μικρό καθιστικό τώρα η Λενιώ βαστώντας ένα ολιγοσέλιδο παλιό βιβλίο στα χέρια της, τον άκουγε να της μιλά ανέκφραστη. Ο Άρης φοβισμένος επαναλάμβανε πολλές φορές τα ίδια και τα ίδια κι έδειχνε να τα ‘χει χαμένα. Αλλά κάποια στιγμή βρήκε τον ειρμό των σκέψεών του για να της πει δυο λόγια που ήθελε.

            --- Όπως σου είχα πει και στην τελευταία μας συνάντηση Λενιώ, σ’ αγαπώ ! Αυτό ήρθα να σου πω και τώρα μέσα στο σπίτι σου !

            Η φωνή του έσβησε από την πολλή συγκίνηση κι απόμεινε να την κοιτάζει κρεμασμένος από απόγνωση από τα χείλη της για ν’ ακούσει τι θα του απαντήσει.

            --- Έχουμε μιλήσει γι’ αυτό αρκετές φορές, του είπε η Λενιώ και τον κοίταξε με οίκτο. Δεν έχουμε πια νομίζω, τι άλλο να πούμε ! Ας βάλουμε μια τελεία σε ότι συνέβηκε αναμεταξύ μας  κι ας ακολουθήσει ο καθένας το δρόμο του.

            Έκανε ύστερα μια μικρή στροφή και του γύρισε την πλάτη. Ωστόσο ξαναγύρισε μπρος περισσότερο σκληρή κι ανυπόταχτη.

            --- Με περιφρονείς το ξέρω ! αλλά κι εγώ…

            --- Το ξέρω, Άρη, πως μ’ αγαπάς, τον διέκοψε με μια δόση ειρωνείας και τον σταμάτησε ψυχρά. Τα δικά μου συναισθήματα τα ξέρεις! Γιατί θέλεις να επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια ! Μη γίνεσαι τόσο κουραστικός !

            Μια φρίκη μαζί με αηδία τον διαπέρασε και θέλησε να το βάλει στα πόδια. Αλλά συγκρατήθηκε για να πει και την τελευταία του κουβέντα, μαζί της.

            --- Δεν το καταλαβαίνω αυτό ! της ψιθύρισε σαν χαμένος και το βλέμμα του τη χάιδεψε ολόκληρη,.

            --- Τι δεν καταλαβαίνεις; Είναι τόσο απλό ! του ξεφώνισε αυτή και τον κοίταξε με περιφρόνηση. Απορρίπτω το αίτημά σου, πώς να στο πω. Δε θέλω να κάνω σχέση μαζί σου. Δε σου φτάνει αυτό;

            Η θέση του μετά κι από αυτά τα λόγια της ήταν δύσκολη. Δεν ήξερε τι να κάνει. Να φύγει ή να μείνει και να συνεχίσει να την παρακαλά ; Από την απελπισμένη του αυτή κρίση τον έβγαλε η ίδια η Λενιώ που του φώναξε εξοργισμένη:

            --- Γεια σου, Αγαπητέ μου, Άρη ! Θέλω να μείνω μόνη μου ! Έχεις την καλοσύνη να σεβαστείς την επιθυμία μου;

             << Αυτά της τα λόγια, διαγράφουν το τέλος μου μαζί της >> σκέφτηκε κι εκείνος  και χωρίς να της μιλήσει την άφησε και με σκυμμένο το κεφάλι κινήθηκε προς την έξοδο του σπιτιού των Λαέρτηδων.

           

           

           

                  

 

 

 

 

 

           

 

 

 

  

 

 

 

 

 

 

 

            Ο κυρ Λαέρτης από τότε που έμαθε από τη Σταθιώ τις σχέσεις της κόρης του με το Λάκη το γιο του καφετζή, αρρώστησε. Ένιωθε ταχτικά πόνους στο στήθος, σφίξιμο στην καρδιά, δύσπνοια και ώρες-ώρες διαπερνούσε το σώμα του μια αδυναμία που δεν  μπορούσε να σταθεί στα πόδια του και έμενε στο κρεβάτι. Ανησυχούσε αλλά η πολλή δουλειά  δεν τον άφησε να πάει στο γιατρό και συνέχισε να δουλεύει, μαζεύοντας χρήματα αδιαφορώντας για την υγεία του.

            Στη γυναίκα του που το είπε, φάνηκε να μην την ένοιαξε καθόλου και του μουρμούρισε περιγελαστά << Δεν έχεις τίποτα, καημένε ! Ιδέα σου είναι. Είσαι πολύ νέος ακόμη ν’  αρρωστήσεις ! Δεν πεθαίνεις, μη φοβάσαι ! >>

            Έτσι ο κυρ Λαέρτης την περνούσε λιγότερο στη δουλειά και περισσότερο στο κρεβάτι, ενώ απ’  ότι φαινόταν η υγεία του χειροτέρευε και τον έτρωγε σαν το σκουλήκι που τρώει το σάπιο μήλο, αλλά αυτός το μόνο που έκανε ήταν να κλαψουρίζει και να τα αφήνει όλα στην τύχη.

            Έτσι σήμερα αν και είχε φριχτούς πόνους στο στήθος, σηκώθηκε, ντύθηκε και κατέβηκε στο μαγαζί. Ταχτοποίησε μερικά τόπια ύφασμα στα ράφια, έβαλε καινούρια πράγματα στη βιτρίνα και κάθισε στον πάγκο. Εκεί αφού πήρε μια ανάσα, έβγαλε απ’ το συρτάρι το βιβλίο που έγραφε τα βερεσέδια κι άρχισε να το ξεφυλλίζει και να σημειώνει δίπλα στα ονόματα τις παρατηρήσεις του.

            Δεν πρόλαβε ούτε δυο σελίδες να τελειώσει όταν ένας δυνατός πόνος κοντά στο μέρος της καρδιάς του φάνηκε πως του έσφαξε το στήθος κι αμέσως  έχασε τον κόσμο. Πήγε να κρατηθεί από τον πάγκο, αλλά τα χέρια του γλίστρησαν κι έπεσε με γδούπο πάνω στα καλάθια με τα ρούχα.

            Η γυναίκα του εκείνη τη στιγμή ήταν πάνω στο σπίτι και το συγύριζε. Άκουσε τους βόγγους του κι έτρεξε, κατέβηκε τη σκάλα και έντρομη βρέθηκε  πάνω από το χλωμό κι αναίσθητο άντρα της. Αν και ταραγμένη βγήκε στην πόρτα κι  έβαλε τις φωνές, καλώντας βοήθεια. Για καλή της τύχη την άκουσε ο Μάκης ο καφετζής που γυρνούσε με το δίσκο στο χέρι κι έτρεξε κοντά της. Ο κυρ Λαέρτης βρισκόταν ακόμη αναίσθητος πάνω στα υφάσματα σαν μπήκε ο καφετζής μέσα. Αμέσως οι δυο τους έβαλαν τα δυνατά τους και τον μετέφεραν πάνω στο σπίτι. Τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι και τον άφησαν ενώ η κυρα Ιζαμπώ πήγε να ξυπνήσει την κόρη της τη Λενιώ για να τη στείλει στην κάτω πόλη να φέρει το γιατρό Μποσινάκη.

            Σιγά  -σιγά ο κυρ Λαέρτης άρχισε να συνέρχεται. Άνοιξε τα μάτια του, κούνησε τα δάχτυλά του και ξαναβρήκε και πάλι την επαφή του με τον έξω κόσμο. Γνώρισε τη γυναίκα του που έστεκε στο προσκεφάλι του, θυμήθηκε τη δουλειά που άφησε στη μέση, σιγοψιθύρισε μερικά ονόματα πελατών που του χρωστούσαν κι έδειξε καλή διάθεση αν και ήταν κρεβατωμένος.

            --- Τι έπαθα ; Γιατί είμαι στο κρεβάτι ; ρώτησε ξαφνικά τη γυναίκα του και κοίταξε περίεργα ολοτρόγυρα.

            --- Μια ζαλάδα, σ’ έριξε κάτω λιπόθυμο ! του έκανε προσποιούμενη την αδιάφορη η κυρά Ιζαμπώ και του ‘σκασε ένα μικρό γελάκι.

            --- Κάτω ! ψέλλισε έκπληκτος ο κυρ Λαέρτης και προσπάθησε να σηκωθεί. Αυτό είναι σοβαρό. Λες να έχω τίποτα;

            --- Αυτό θα μας το πει ο γιατρός, του αποκρίθηκε ήρεμα εκείνη, που τον είδε να ανεβαίνει τη σκάλα και να πλησιάζει την πόρτα.

            Ο γιατρός, έσκυψε πάνω από τον ξαπλωμένο κυρ Λαέρτη, έβγαλε το στηθοσκόπιο απ΄ το βαλιτσάκι του, έβαλε τα ακουστικά στ’ αυτιά του, τον ακροδέκτη στο μέρος της καρδιάς του και του είπε, νωθρά:

            --- Για να σε ακροαστώ !

            Τον ακροάστηκε πολλή ώρα. Όση ώρα ήταν γονατισμένος πάνω του και τον  αφουγκραζόταν με το στηθοσκόπιο, έδειχνε ανήσυχος, έσφιγγε που και που τα χείλη του και όλο το πρόσωπό του έδειχνε βλοσυρό και πέτρινο.  << Άσχημα χτυπάει η καρδιά του >> σκέφτηκε ο γιατρός και ετοιμάστηκε να μαζέψει τα ακουστικά.  << Πέρασε έμφραγμα ο άνθρωπος τι να σου κάνει ! Ένα καρδιογράφημα θα μου δείξει καλύτερα τι έχει. Καλά πως δεν πέθανε ο φουκαράς ! >> Σηκώθηκε, μάζεψε το στηθοσκόπιο, το  ΄βαλε στη βαλίτσα και του είπε, χαριτολογώντας για να κρύψει τη σοβαρότητα της αρρώστιας του :

            --- Δεν έχεις τίποτα σοβαρό, κυρ Λαέρτη ! Ένα ασήμαντο και συνηθισμένο καρδιακό επεισόδιο είναι, που, με την αγωγή που θα σου συστήσω, θα περάσει ! Η καρδιά σου δουλεύει ρολόι, αλλά δε θέλει στενοχώριες !

            Και τραβώντας για την πόρτα του καθιστικού να συναντήσει την κυρα Ιζαμπώ, πρόσθεσε:

            --- Και η δουλειά λιγότερη ! Δεν πρέπει να ξεχνά πως η πολλή δουλειά, τρώει τον αφέντη !

            Στην κυρά Ιζαμπώ τη γυναίκα του, της είπε την αλήθεια.

            --- Το καρδιογράφημα θα τα δείξει όλα, της έκανε προβληματισμένος. Τώρα χρειάζεται ανάπαυση, λίγη δουλειά και μακριά από στενοχώριες. Ελπίζω και με την αγωγή που θα του συστήσω να κάνει, θ’ αποφύγουμε τα δυσάρεστα. Να προσέξει γιατί η καρδιά δεν είναι παίξε γέλασε.

            Άνοιξε την πόρτα και σαν κατέβηκε τη σκάλα βγήκε στην πλατεία. Πίσω της η κυρα Ιζαμπώ, κλαψούριζε και αναθεμάτιζε όλους όσους έφεραν τον άντρα της σ’  αυτή την κατάσταση.

 

 

 

 

 

                                                ***

             

 

 

            Ο Λάκης πήρε δυο μέρες άδεια και ήρθε να δει τους γονείς του, να ξεσκάσει και να συναντήσει τη Λενιώ που στο τελευταίο γράμμα της, του ‘γραψε όλο πόνο << πως αν δεν έρθεις σύντομα να σε δω κι εγώ δεν ξέρω τι μπορεί να πάθω. Μπορεί και να πεθάνω ! Κι αυτό γιατί σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ ! Σ’ αγαπώ! >>  Τι να ‘κανε κι ο Λάκης, της έκανε το χατίρι, πήρε άδεια και τώρα σαν έπεφτε το σούρουπο, περνούσε κάτω από το παράθυρό της και της έκανε νόημα να βγει και να πάει στο κάστρο για να τη συναντήσει.

            Σε λίγο  σαν τα πρώτα αστέρια φάνηκαν στον ουρανό, βρέθηκαν σφιχταγκαλιασμένοι  στην ντάπια του κάστρου να ζουν όμορφες στιγμές, ονειρεμένες και να χορταίνουν το πάθος τους που τους κατάκαιε μέσα τους.

            Σαν  άφησαν το πάθος τους να γαληνέψει κι αποτραβήχτηκαν τα κορμιά τους από το σφιχταγκάλιασμα κι από το πύρωμα της φωτιάς τους, τον ρώτησε με μάτια που έλαμπαν από χαρά η Λενιώ :

            --- Πώς τα περνάς, Λάκη, στη σχολή ; Πήρες τον αέρα του αεροπλάνου, ή το φοβάσαι ;

            Κούνησε το κεφάλι του εκείνος και της έκανε απογοητευμένος :

            --- Δεν τα περνάω καλά !

            --- Γιατί;

            ---Αφού μου λείπεις εσύ ! Όλα τα βλέπω μαύρα !

            ---Τα γράμματά μου τα πήρες όλα;

            --- Όλα ! Κι όσο τα διάβαζα τόσο και η αγάπη μου για σένα τράνευε και σε πεθυμούσα περισσότερο!

            Φτερούγισε η καρδιά της Λενιώς σαν άκουσε τα λόγια του, πλημμύρισε χαρά ολάκερη και σαν του άγγιξε το χέρι, τον ρώτησε μ’  ένα ανθισμένο χαμόγελο στα χείλη :

            --- Και τώρα γιατί ήρθες, ήρωά μου;

            --- Για να σε χορτάσω ! Γιατί άλλο όμορφη νεράιδα μου ! της απάντησε τρυφερά κι εκείνος και της χάιδεψε τα κατάξανθα μαλλιά της.

            Κι αφού σιώπησε λίγο, συνέχισε :

            --- Στο έχω ξαναπεί, Λενιώ κι ας βαρέθηκες να το ακούς, πως ζω για σένα και για τίποτα άλλο ! Και το μόνο που κάνω στη σχολή νυχτοήμερα, είναι να σε σκέφτομαι και να πετάω στον έβδομο ουρανό. Όταν πάλι σε βλέπω στα όνειρά μου, τρελαίνομαι κι εύχομαι να μην ξυπνήσω ποτέ για να σε έχω συνέχεια κοντά μου. Η σχολή δεν είναι παίξε γέλασε, έχει ασκήσεις, εκπαίδευση, καψόνια, τιμωρίες κι ένα σωρό άλλα πράγματα που σου φέρνουν πλήξη, ανία και στενοχώρια. Σαν όμως σε σκέφτομαι όλα αυτά φεύγουν ! Και τότε νιώθω, δυνατός, χαρούμενος κι ευτυχισμένος !

            --- Κι εγώ, του έκανε η Λενιώ, σε ονειρεύομαι συνέχεια  και δε σε βγάζω ούτε λεπτό από τη σκέψη μου. Τώρα δε τελευταία όσο πλησιάζει ο καιρός που θα τελειώσεις τη σχολή και θα σε κάνω άντρα μου με πιάνει τρέλα χαράς !  Με βλέπουν οι δικοί μου χαρούμενη κι ονειροπαρμένη και απορούν. Με ρωτούν τι μου συμβαίνει κι άλλαξα έτσι και κάνουν τα πάντα για να μάθουν. Τους κοροϊδεύω κι εγώ και τους λέω πως ένα όνειρο που είδα μ’  έκανε ευτυχισμένη και προσεύχομαι να το ξαναδώ ! << Πάει το κορίτσι μου, τρελάθηκε, μουρμουρίζει η μάνα μου και σταυροκοπιέται με την  απορία  ζωγραφισμένη στα  μάτια  της >>. << Άφησέ με ήσυχη, της λέω κι εγώ, θα τα βρω με τον εαυτό μου και θα   ησυχάσω ! >>

            Κλείνοντας τα λόγια της θυμήθηκε τον εαυτό της απέναντι στον Άρη την τελευταία φορά κι ένιωσε ενοχή μαζί και ντροπή που τον συνάντησε. << Για να ησυχάσω, σκέφτηκε, πρέπει να τα πω όλα στο Λάκη, θα νιώσει την αδυναμία μου που μ’ έκανε να μιλήσω μαζί του, θα με συγχωρέσει αν αμάρτησα και το κυριότερο θα με βοηθήσει. Εξάλλου δεν έχω τίποτα με τον Άρη που θα τον κάνει να ζηλέψει, όλα σχεδόν τελείωσαν στο περασμένο ραντεβού μας στον πλάτανο του κάστρου >>.

            Έσφιξε το χέρι του Λάκη και του είπε με αποφασιστικότητα :

            --- Στη μικρή πλατεία που πνίγει τα όνειρα των νέων, μόνη μου αποφασίζω και μόνη μου κρίνω, τι θα κάνω και πως θα το κάνω. Εσύ είσαι μακριά, οι γονείς μου αδιαφορούν, δεν έχω κανέναν να μιλήσω και ν’ ανοίξω την καρδιά μου σαν χρειαστεί να πω κάτι. Γι΄ αυτό τώρα που σε  βρήκα, εδώ στο σύθαμπο, θα καθίσεις να μ’ ακούσεις, θες δε θες ! Σοβαρά μιλάω και δεν αστειεύομαι.

            Κάθισε πιο καλά στο πεζούλι της ντάπιας ο Λάκης και της είπε με το μάτι του ζωντανεμένο :

            --- Αυτό θέλω κι εγώ να μη μου κρύβεις τίποτα ! Ελεύθερη είσαι να μιλήσεις κι εγώ να σ’ ακούσω.

            --- Ο Άρης ο γιος του Φραγκολιά, συνεχίζει να μ’ ενοχλεί και να μου λέει πως μ’ αγαπά κι έχει καλό σκοπό. Εγώ αρνούμαι τον έρωτά του, όπως ξέρεις, αυτός όμως επιμένει και κάθε τόσο και λιγάκι με παίρνει από πίσω και μου ξομολογιέται τα αισθήματά του, αδιάντροπα και με θράσος. Οι γονείς  και των δυο μας, θέλουν βέβαια να φτιάξουμε ένα δεσμό και να φτάσουμε και στο γάμο. Και τούτο για να σμίξουν τα λεφτά τους κι εμείς να μεγαλώσουμε την αγορά τους ! Πιο πολύ κόβεται ο Φραγκολιάς, λιγότερο ο πατέρας μου, που φαίνεται να μη συμπαθεί τους Φραγκολιάδες, αλλά και δεν θα ‘λεγε όχι αν μας έβλεπε στεφανωμένους ! Ο Φραγκολιάς έχει τη γνώμη πως εμπόδιο στα όνειρα του ίδιου και του γιου του να με καταχτήσουν είναι ο πατέρας μου και γι ΄αυτό  πριν λίγο καιρό τσακώθηκε μαζί του για το θέμα αυτό. Και η μάνα μου όσο κι αν φαίνεται πως κάνει την αδιάφορη, τον θέλει τον Άρη, όπως και τα λεφτά του !

            Σταμάτησε λίγο για να συνεχίσει :

            --- Και ο αγέρας που φυσά στο σπίτι μου Λάκη, σαν θες να μάθεις για τις δικές μας σχέσεις, είναι κρύος και πηχτός !  << Το γιο του παρακατιανού, του αντάρτη, θα πάρει για άντρα της, η κόρη μας ; Δεν το αντέχουμε ! >>, μου λένε κάθε τόσο και λιγάκι κατάμουτρα και με τρελαίνουν.

            --- Τι ξέρουν για τις σχέσεις μας; Πώς το ‘μαθαν;

            --- Κάποιος θα μας είδε δεν μπορεί ! Τόσα μάτια τριγυρίζουν την πλατεία   και τα καλντερίμια, είναι δυνατόν να μη μας δουν; Έβαλε κι εκίνη η γουστερίτσα η Σταθιώ το χεράκι της, όπως σου είχα πει κι όλα έγιναν φως φανάρι. Έτσι από τότε που έμαθαν πως τα ‘χουμε καλά, έγιναν θηρία, μου μιλούν άσχημα και με πληγώνουν με τις άσχημες κουβέντες που βγάζουν από το στόμα τους. Ο πατέρας  μου σαν το ‘μαθε, αρρώστησε, τον βρήκε η καρδιά του και ο γιατρός του είπε να προσέχει γιατί δεν τον βλέπει καλά.

            Ζάρωσε λίγο το πρόσωπό της και πρόσθεσε:

            ---Δε θα τους περάσει όμως ! Εμείς αυτό που πρέπει να κάνουμε θα το κάνουμε !

            << Αυτά δε μου τα ‘χε πει τόσο καιρό >> σκέφτηκε ο Λάκης κι έβαλε ένα σωρό κακές σκέψεις στο μυαλό του. << Τη θέλει ο Άρης, λέει! Κι αυτή ; Μήπως τον θέλει κι αυτή; Και τώρα μου τα φέρνει απέξω- απέξω για να αμαρτήσει με τον καιρό μαζί του. Οχ ! Θεέ μου, τι σου είναι αυτές οι γυναίκες ! Μπαίνουν στο παιχνίδι, λένε δεν τους αρέσει όσο παίζουν και στο τέλος το παιχνίδι τις καταχτά ! Κι αν όσο εγώ λείπω αυτός  τρώει καρπούς απ’ το << απαγορευμένο δέντρο ! >>   Γιατί μήπως θα το μάθω; Κι αν το μάθω θα ‘ναι πια αργά και η ζημιά θα ‘χει γίνει. Οχ! μου ‘ρχεται να τρελαθώ μόνο με την ιδέα πως μπορεί αυτός ο άσημος γιος του μπακάλη να σφίξει στην αγκαλιά του, το θησαυρό μου, τη Λενιώ ! Κι ύστερα οι γονείς της, τον θέλουν και δεν τον θέλουν ! Τι πράγματα είναι αυτά ;  Γιατί δε λένε σ’ αυτόν και στους γονείς του ένα ηχηρό << όχι >> και ν’ αφήσουν σε μένα την κόρη τους να καρπίσουμε και οι δυο μας από χαρά, έρωτα κι ευτυχία ; Και οι δικοί της πάλι που δε με θέλουν; Πού το βάζεις αυτό; Είμαι λένε παρακατιανός, φτωχός και γιος του αντάρτη του καφετζή ! Τι να πεις κανείς ! >>

            --- Σωστά μιλάς, Λενιώ, της έκανε ύστερα από λίγη σιωπή ο Άρης κι έδειξε εκνευρισμένος. Εμάς θα περάσει και θα κάνουμε αυτό που πρέπει !

            Κι αφού βαριανάσανε λίγο, συνέχισε:

            --- Από όλα αυτά, Λενιώ, που είπες, ένα πράγμα μ’ έκανε ν’ ανησυχώ;

            --- Ποιο;

            --- Οι συναντήσεις σας με τον Άρη ! Γιατί τις κάνετε; Λες πως σε συναντά και σου ξομολογιέται τα αισθήματά του. Γιατί τον αφήνεις και σε βλέπουν τόσα μάτια ; Δεν είναι κακό; Δε σε εκθέτει;

            Έδειξε να τα ‘χασε η Λενιώ και του είπε, οργισμένη :

            --- Στο ΄χω πει χίλιες φορές Λάκη ! Δεν έχω τίποτα μαζί του. Αυτός με παίρνει από πίσω κι όχι εγώ. Μου λέει, μου λέει κι εγώ περπατώ και βράζω. Τι άλλο να κάνω;

            --- Τι να σου πω ! Παραλογίζομαι μ’ αυτά που ακούω και μου λες. Ποτέ δεν έχετε συναντηθεί και να κοιταζόσαστε στα μάτια ;

            Σιώπησε λίγο για να δει τι θα του πει και σαν το βρήκε, του αποκρίθηκε με δισταγμό :

            ---  Πριν μια βδομάδα, στον πλάτανο του κάστρου για να του πω να σταματήσει να μ’ ενοχλεί και να ελπίζει πως θα με κάνει δική του. Και για να ξεμπερδεύω μαζί του μια κι έξω, του είπα πως τα ΄χουμε καλά εσύ κι εγώ, σ’ αγαπώ και η καρδιά μου σου ανήκει ! Ύστερα χωρίσαμε και τράβηξε ο καθένας μας το δρόμο του σαν δυο καλοί φίλοι !

            --- Να σε πιστέψω;

            Τινάχτηκε σύγκορμη η Λενιώ, τον κοίταξε με μισό μάτι και του είπε φανερά θιγμένη :

            --- Να με πιστέψεις ! Εγώ εσένα αγαπώ κι όλοι οι άλλοι μου περισσεύουν. Επιμένει γιατί είναι ανισόρροπος και θαρρεί πως με το ζόρι θα με κάνει δική του !

            Δεν αμφέβαλλε για τα αισθήματά της ο Λάκης. Από τότε που τα ‘φτιαξαν και του ορκίστηκε αιώνια αγάπη, το πάθος της γι’ αυτόν μέρα με τη μέρα μεγάλωνε. Το ένιωθε ο Λάκης σαν το διάβαζε στα μάτια της και τον άγγιζε με τα χέρια της. Τούτο το παλιάγκαθο όμως ο Άρης που βρέθηκε στο δρόμο τους μήπως θα τους αναστάτωνε με τον καιρό;                      

            Είδε το Λάκη να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα η Λενιώ και τον πλησίασε. Απογύρισε λίγο το κεφάλι της κι αφού ανάδεψε τα ολόξανθα σγουρά μαλλιά της στο βραδινό καλοκαιρινό φόντο, του ψιθύρισε μέσα από ένα αδρό χαμόγελο :

            --- Η αγάπη μας, Λάκη μου είναι αιώνια ! Θέλω να το ξέρεις καλά αυτό και να μην αμφιβάλλεις ! Απ’ αυτή να πιαστούμε και να ρουφήξουμε μαζί το μελούδι της ζωής!

            Απόμειναν σιωπηλοί και στριμώχθηκαν ο ένας κοντά στον άλλο. Η νύχτα προχωρούσε με τον ουρανό να γεμίζει αστέρια και τον ορίζοντα πάνω από τη θάλασσα να χάνει σιγά-σιγά τα χρώματά του και να παίρνει το μαυρογάλανο του ουρανού. Κάτω στα πόδια τους η πόλη ετοιμαζόταν να κοιμηθεί με τους λιγοστούς ανθρώπους της ακόμα στους δρόμους και τα τελευταία χάχανα και ξεφωνητά στα στενά της σοκάκια. Έτσι όλη εκείνη η βοή και η οχλαγωγία της μέρας έσβηνε για να απλωθεί σιγά-σιγά η σιωπή σε όλες τις ρούγες και τα καντούνια.    

            Κάτω στο σταθμό το τραίνο έφευγε σφυρίζοντας και ξεδιπλωνόταν σαν τεράστιο φίδι πάνω στις ράγες. Και σαν ύστερα από λίγο έφυγε μακριά από το σταθμό, απλώθηκε πάλι πίσω του η γαλήνη και η ησυχία  για να αγκαλιάσουν τη μικρή κουρασμένη πόλη.

            Ο Λάκης έδιωξε τα μάτια του από το σταθμό και κοίταξε τη Λενιώ. Την κοίταξε, την κοίταζε και δεν τη χόρταινε. Το πάθος του γι’ αυτή μεγάλωσε, η φωτιά που σιγόκαιγε μέσα του θέριεψε κι ο έρωτάς του που του κατάτρωγε τα σωθικά τον βελόνιασε για τα καλά. Την αγαπούσε τρελά τούτη τη γυναίκα και την ήθελε όπως ο άρρωστος την υγειά του. Τον παίδευε όμως που και που, τον πονούσε κι αυτό τον σκότωνε, τον έκανε να βάζει χίλιες κακές σκέψεις στο μυαλό του και να υποφέρει πολύ.

            Άπλωσε για μια στιγμή τα χέρια του, την έπιασε και  την έφερε στην αγκαλιά του. Θώρησε το ντελικάτο κορμί της, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι κι ένα κύμα επιθυμίας να το χορτάσει του έδωσε μια δυνατή καμουτσικιά να την κάνει δική του και να χαθεί μαζί της στην ηδονή που αφήνει το σμίξιμο της σάρκας. Το κατάλαβε και η Λενιώ και χωρίς αντίσταση τον έσφιξε κι αυτή στη δική της αγκαλιά και μ’ ένα γλυκό αναστεναγμό άρχισε να τον φιλά και να τον χαϊδεύει με λαγνεία και πάθος. Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι πολλή  ώρα και σε λίγο δεν ακούγονταν παρά μόνο δυο βογκητά να σπαράζουν άλλοτε δυνατά κι άλλοτε σιγανά. Κι όταν πια συνεπαρμένοι ξεχώρισαν από το σφιχταγκάλιασμα, πήραν και κοιτάζονταν χαλαρωμένοι μ’ έναν αισθησιασμό που ‘δειχνε πως κολυμπούσαν και οι δυο σε απύθμενα πελάγη ευτυχίας.

            Κι ως απόμειναν για λίγο σιωπηλοί, γέλασε η Λενιώ και του είπε σαν την κοίταξε μ’ ένα σαγηνευτικό βλέμμα :

            --- Υποφέρουμε Λάκη ! Ας χωρίσουμε και να φύγουμε για να πάψει η φωτιά να καίει τα κορμιά μας ! Δε θέλω να το προχωρήσουμε !

            Σηκώθηκε ο Λάκης, στάθηκε λίγο πιο πέρα και της είπε με αιχμηρό τόνο :

            --- Τα πάθη θέλουν κι αυτά που και που ελευθερία, Λενιώ ! Πρέπει να ξεδίνουν ! Αλλιώς κινδυνεύει το κορμί ν’ αρρωστήσει και να πεθάνει !

            --- Έλα, έλα, άφησέ τα αυτά, του έκανε χαμογελαστά εκείνη και σηκώθηκε. Τον έπιασε απ’ το χέρι και σαν τον τράβηξε, πρόσθεσε κάνοντας ένα βήμα :

            --- Ώρα για τα σπίτια μας ! Εμένα θα με ψάχνουν οι δικοί μου και σένα θα σε αναζητούν οι δικοί σου. Δεν το ‘χουν και τίποτα να πάρουν τους δρόμους για να μας βρουν.

            Την ακολούθησε με κρύα καρδιά. Πάντα σαν χώριζαν αυτό γινόταν. Κι απόψε όσο περπατούσαν μέχρι την αρχή της πλατείας ένιωθε το σώμα του βαρύ, το μυαλό του μπλοκαρισμένο και τα συναισθήματά του ακαθόριστα και θολά. Ωστόσο κατέβαινε το καλντερίμι κι ακολουθούσε.

            Τα χάχανα και τα τραγούδια στην ταβέρνα του κυρ Παύλου ακούγονταν ακόμη δυνατά, όταν χώριζαν έξω από το ζαχαροπλαστείο του κυρ Θόδωρου και τραβούσαν ο καθένας για το σπίτι του.

 

 

 

 

                                                * * *

 

 

 

            Η Σταθιώ  κατέβαινε στο καλντερίμι που περνούσε μπρος από το φούρνο του κυρ Θάνου πηγαίνοντας για την κάτω πόλη.     Κοντά στη στροφή των Μεταγωγών  είδε το Λάκη με τη βαλίτσα του στο χέρι να κατηφορίζει κι αυτός και σαν συναντήθηκαν της άνοιξε η όρεξη για κουβέντα και μονολόγησε : << Να, ευκαιρία να βάλω άλλη μια φωτιά >> και γέλασε με σαρκασμό.

            Σαν τον καλημέρισε, στάθηκε μπρος του και τον σταμάτησε. Απόρησε ο Λάκης για την οικειότητά της και ανασκουμπώθηκε. Ποτέ δεν είχε  μιλήσει με τούτη τη γυναίκα κι ότι ήξερε γι’ αυτή ήταν από τις συζητήσεις των ανθρώπων της πλατείας.  Άλλοι την κορόιδευαν, κάποιοι την εγκωμίαζαν  και οι πιο πολλοί τη σιχτίριζαν. Έτσι της μίλησε ψυχρά και την κοίταξε με μισό μάτι.

            --- Πας για το σταθμό να πάρεις το τραίνο ; τον ρώτησε γελαστά και τον ακολούθησε σαν εκείνος κίνησε να φύγει. Κι εγώ στην κάτω πόλη πηγαίνω να κάνω ένα θέλημα, ας πάμε μαζί.

            --- Πρέπει να είμαι το βράδυ στη μονάδα μου, της είπε άτονα εκείνος κι έδειξε δυσφορία.

            --- Πιλότος, ε ; Το ξέρω ! Φαντάζομαι τις καρδούλες που καις πίσω σου σαν τις αφήνεις και πετάς στα σύννεφα !

            Ξαφνιάστηκε ο Λάκης με τα υπονοούμενά της, αλλά δε μίλησε. Σκέφτηκε << πως τούτη η γυναίκα που περπατά όλες τις μέρες και τις νύχτες στους δρόμους και τις γειτονιές και μπαίνει αδιάντροπα και ακάλεστα στα σπίτια, τίποτα δε θα της ξεφεύγει και όλα θα τα ξέρει. Έτσι, δεν μπορεί, κάτι θα ‘χει πάρει το μάτι της για τον ίδιο και τη Λενιώ>>. Η περιέργειά του να βεβαιωθεί γι’ αυτό που σκέφτηκε, τον έκανε να τη ρωτήσει :

            --- Για ποιες καρδούλες λες, που καίγονται, εδώ στη γη για μένα σαν πετάω ψηλά στον ουρανό, Σταθιώ;

            Γέλασε εκείνη, τάχυνε το βήμα της να βρεθεί δίπλα του και με λιγωμένη φωνούλα του είπε :

            --- Πολλές θαρρώ  θα ‘ναι, αλλά εγώ ξέρω μόνο μία, της Λενιώς, της κόρης του έμπορα του κυρ Λαέρτη !

            << Να τα μας ! που ξέρει πολλά η κυρία >> μονολόγησε ο Λάκης και η σκέψη του με τη φαντασία του άρχισαν να δουλεύουν.

            --- Σταθιώ ! της έκανε περιγελαστά μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν ! Και μη νοιάζεσαι τι κάνει ο ένας κι ο άλλος!

            --- Τα μάτια μου είναι ανοιχτά και βλέπουν, Λάκη ! Κι εγώ ποτέ δεν τα κλείνω !

            --- Βλέπουν; Τι βλέπουν;

            --- Όλα τα στραβά, τα κακά και τα ανάποδα της πλατείας ! Δεν τους ξεφεύγει τίποτα !

            << Οχ ! έκανε ο Λάκης, να δεις που τα ξέρει όλα για μένα και για τη Λενιώ ! >> και τη ρώτησε με φρύδια σμιγμένα :

            --- Τι ξέρεις για μένα ;

            --- Όλα ! Να, πως τα ‘χεις με τη Λενιώ, την κόρη του κυρ Λαέρτη, πως αγαπιόσαστε τρελά, τη βλέπεις και σε βλέπει, πότε στο πάρκο και πότε στο κάστρο, σφιχταγκαλιαζόσαστε  με τις ώρες  εκεί   και  χαιρόσαστε αχόρταγα το πάθος σας ! Τα ‘χω δει όλα ! Έχω όμως ακούσει και πολλά !

            << Τούτη είναι διαβολογυναίκα και δεν της ξεφεύγει τίποτα ! >> μουρμούρισε ο Λάκης. << Χώνει τη μύτη της παντού και θαρρεί πως κάτι κάνει. Αν είχε έστω και λίγη ντροπή δε θα περπατούσε τώρα μαζί μου >>.

            Γρήγορα όμως η σκέψη του πήγε στα χθεσινά που του ‘λεγε η Λενιώ.    Έτσι η υποψία του για τον Άρη και τις σχέσεις του με τη Λενιώ, μεγάλωσε και η περιέργεια με την αγωνία να μάθει περισσότερα, κορυφώθηκαν. Γι’ αυτό τη ρώτησε ασυγκράτητα :

            --- Θα ξέρεις σαν φεύγω τι γίνεται πίσω μου, Σταθιώ ; Δεν μπορεί;

            Κούνησε το κεφάλι εκείνη, τρεμόπαιξε τα πονηρά της μάτια και με την κακία γυμνή να περπατά στο σαγηνευτικό πρόσωπό της, του είπε :

            --- Ο Άρης, ο γιος του Φραγκολιά πρέπει να ξέρεις, θέλει τη Λενιώ, την αγαπά και κάνει σαν τρελός να σου την πάρει απ’ την αγκαλιά σου. Την πολιορκεί όπου τη βρει, την παίρνει από πίσω και της εξομολογείται τον έρωτά του καιρό τώρα. Η Λενιώ αντιστέκεται, αλλά πολλά λένε εδώ στην πλατεία πως στο τέλος τα λεφτά και η υπομονή του Άρη θα την κάμψουν και θα τον παντρευτεί. Οι γονείς και των δυο νέων, τον θέλουν αυτό το γάμο και κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να τον επισπεύσουν.

            Φιδοζώστηκε για τα καλά με αυτά που άκουσε ο Λάκης και δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή να την ξεφορτωθεί και να τη στείλει στον αγύριστο από κοντά του.

            Αυτή όμως συνέχισε :

            --- Ο έρωτας πολλές φορές είναι εφήμερος και σβήνει σαν τα άστρα στον ουρανό. Τα λεφτά όμως είναι αθάνατα κι αιώνια και δε χάνονται ποτέ ! Γι’ αυτό έχε έννοια και μην  πιστεύεις πως τα αισθήματα της Λενιώς είναι ανεξίτηλα ! Τα μάτια σου δεκατέσσερα  και μην την αφήνεις ούτε λεπτό μόνη. Ο διάβολος δεν έχει μπέσα και το κακό εύκολα το κάνει! Γι’ αυτό σαν παίρνεις το αεροπλάνο και σχίζεις τους αιθέρες, πέτα κι από πάνω από την πλατεία να βλέπεις τα χαίρια της ! Που ξέρεις μπορεί και να σε βγάλει σε καλό !

            << Η ξιπασιά της δεν έχει όρια >> μουρμούρισε ο Λάκης και τάχυνε το βήμα του. << Κουτσομπολιά, ψέματα, κακίες, αλήθειες, είναι όλα αυτά ; Τι να πει κανείς. Οι άνθρωποι φαίνεται ποτέ δε θέλουν το καλό σου >>.

            Λίγο πιο πέρα φάνηκε το πέτρινο χτίριο του σταθμού. Κόσμος φορτωμένος βαλίτσες, κιβώτια και τσάντες, πηγαινοερχόταν  από βαγόνι σε βαγόνι κι έπιανε τις θέσεις του. Το ρολόι στον τοίχο χτύπησε δώδεκα μεσημέρι κι ο σταθμάρχης σφύριξε. Το τραίνο σιγά-σιγά βρόντηξε πάνω στις ράγες και ξεκίνησε. Ο Λάκης είπε ένα << συγνώμη, το τραίνο  φεύγει >> κι έτρεξε να το προφθάσει. Στην πόρτα του σαν πάτησε και πιάστηκε από το βαρύ σιδερένιο χερούλι της, κρατήθηκε σφιχτά, γιατί νιώθοντας το κεφάλι του να στριφογυρίζει σαν σβούρα, φοβήθηκε μην πέσει.

             

 

 

 

           

 

           

                                      ΣΤ

 

 

 

 

            Θαυματουργή τούτη η φετινή Άνοιξη για τη Λενιώ, αφού έμαθε πως ήρθε ο καλός της στον Άραξο, και, θα ήταν δίπλα στα πόδια της . Έτσι σαν τον πεθυμούσε θα έπαιρνε το τραίνο και θα πήγαινε να τον δει όποια μέρα ήθελε.

            Και ο ίδιος το ήθελε πολύ να έρθει κοντά της   για να  να την παρακολουθεί και να βλέπει τι κάνει και που πηγαίνει. Εξάλλου είχαν και τόσα πολλά να πούνε σαν εραστές και θα μπορούσαν τώρα να μιλάνε με τις ώρες και να συζητούν  ατέλειωτα για τα όνειρά τους και το μέλλον τους.

            Πολλά λοιπόν θα λύνονταν τώρα που ήρθε κοντά της  και πολλά θα έμπαιναν σε τάξη. << Δε μου καλαρέσει αυτό το στρίμωγμα που κάνει ο Άρης στη Λενιώ>> σκέφτηκε μέσα στο τραίνο τότε σαν χώρισαν  στο σταθμό με τη Σταθιώ, << πρέπει οπωσδήποτε να σταματήσω τις ματιές τους να σμίγουν γιατί τις  πιο πολλές φορές η φλόγα του πάθους από εκεί ξεκινάει >>.  Και άλλοτε πάλι, συλλογιζόταν με πίκρα : << Πρέπει να μπει τάξη σ’ αυτή τη σχέση τους πριν το μυαλό μου, μου υποδείξει να τους δείξω την οργή μου >>.

            Ακόμη όταν θυμόταν εκείνα τα λόγια της Σταθιώς που αμφισβητούσαν τα αισθήματά της Λενιώς ένιωθε μεγάλη αναστάτωση. Τόση αναστάτωση που τα θυμόταν απέξω και τα ψιθύριζε: << Ο έρωτας πολλές φορές, του είχε πει, είναι εφήμερος και σβήνει σαν τα άστρα στον ουρανό. Τα λεφτά όμως είναι αθάνατα κι αιώνια και δε χάνονται ούτε σβήνουν ποτέ ! Γι’ αυτό έχε έννοια και μη πιστεύεις πως τα αισθήματα της Λενιώς είναι και ανεξίτηλα!  Τα  μάτια σου δεκατέσσερα και μην την αφήνεις ούτε λεπτό μόνη. Ο διάβολος δεν έχει μπέσα και το κακό δεν αργεί να το κάνει ! Γι’ αυτό σαν παίρνεις το αεροπλάνο και σχίζεις τους αιθέρες, πέταξε κι από την πλατεία να βλέπεις τα χαίρια της ! Που ξέρεις μπορεί και να προλάβεις τα δυσάρεστα ! >>

            Όταν καθόταν και τα ξεσκόνιζε του ανέβαινε  το αίμα στο κεφάλι. << Κι αν έχουν σχέσεις και μου το κρύβουν ;>> αναλογιζόταν έντρομος και μουσκευόταν στον ιδρώτα από την αγωνία και τη ζήλια. <<Αν μου το κρύβει; Πρέπει να το αποκαλύψω >> συμπέραινε  ύστερα από κάθε δυνατό πάλεμα που ‘δινε με τον εαυτό του.

            Για να το αποκαλύψει, άρχισε να πετάει με το αεροπλάνο του πάνω από την πλατεία. Μόλις έφευγε από το διάδρομο απογείωσης, ακολουθούσε τις οδηγίες της πτήσης για αρκετή ώρα και προς το τέλος σαν οι άλλοι συνάδελφοί του έμπαιναν στο διάδρομο επιστροφής, αυτός δεν ακολουθούσε αλλά με το μυαλό του στη Λενιώ, τραβούσε για τις πτήσεις του πάνω από την πλατεία.

            Έντρομοι οι συνάδελφοί του τον καλούσαν με τον ασύρματο να σοβαρευτεί και να τους ακολουθήσει, αλλά άδικα έχαναν τα λόγια τους. Αυτός έστριβε το μοχλό της πλεύσης προς την πλατεία, έβαζε τις μηχανές στο φουλ, κατέβαινε χαμηλά πάνω σχεδόν στις στέγες των σπιτιών και σχίζοντας σαν βέλος τον αέρα πετούσε πάνω από την πόλη σαν δαιμονισμένος. Ύστερα σαν έπαιρνε στροφή πίσω από το κάστρο, ξαναεμφανιζόταν και πετώντας αργά πάνω από την πλατεία και με το κεφάλι σκυφτό και έξω από το πιλοτήριο χτένιζε σπιθαμή προς σπιθαμή κάθε σημείο της πλατείας. Σαν πια  τελείωνε τις πτήσεις  του, περνούσε ξυστά από τη στέγη του σπιτιού της Λενιώς κι αφού κατηφόριζε προς τη θάλασσα, χανόταν στον ορίζοντα κι από εκεί στα ίσα πια τραβούσε για τη βάση του στον Άραξο.

             

           

 

 

 

                                      * * *

 

 

 

 

            Ο φετινός Μάης είχε ένα πρόσωπο που από παντού ροδόσκαζε. Από όπου και να τον κοιτούσες σου χαμογελούσε και σου έστελνε το δυνατό άρωμα των λουλουδιών του να σε συνεπάρει και την πηχτή δροσιά του να σε ραντίσει και να σε χρυσοπασπαλίσει με τη μοσχομύριστη γέψη της. Στα βουνά το πράσινο, το μενεξελί και το γαλάζιο χρώμα άλλαζε από ώρα σε ώρα, ενώ τα φύλλα στα μπράτσα των δέντρων πιρπίριζαν από το φως του ήλιου ολημέρα σαν δίσκοι από πυρωμένο μέταλλο.  Ξεφρενιασμένα τα τριζόνια χαλούσαν τον κόσμο σαν νύχτωνε και τα νυχτοπούλια φτεροκοπούσαν χαρούμενα μπρος από τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών και των ανθρώπων. Το πανηγύρι τούτο της αναγέννησης και της δημιουργίας που οργίαζε στη φύση, πέρασε και στις καρδιές του κόσμου που άρχισε ο ένας ύστερα από τον άλλο να το χαίρεται και να το γεύεται εκεί που ήταν στο βουνό, στον κάμπο ή στη θάλασσα.

            Στην πλατεία κατά τα άλλα η ζωή συνεχιζόταν όπως και πριν. Μόνο που ένας από τους ανθρώπους της ο Φραγκολιάς φαίνεται πως βιάστηκε κι άρχισε να γράφει την ιστορία του. Όσο έβλεπε το μοναχογιό του να μένει ανύπαντρος, τη Λενιώ να τον αποδιώχνει και τα οικονομικά του συμφέροντα να ναυαγούν, μεγάλωνε η κατάθλιψή του, η υγεία του χειροτέρευε κι όπως είχε πει μια μέρα ο κυρ Θάνος ο φούρναρης <<αυτός ο  καλοζωισμένος ο μπακάλης θα πάει μια και έξω από τη στενοχώρια του >>. Έτσι η κάθε μέρα που περνούσε έκανε το Φραγκολιά χειρότερα προς χάρη του φούρναρη που έτριβε τα χέρια του πίσω από τον πάγκο του, γιατί θα γινόταν ο εκλεκτός προφήτης της πλατείας και θα συγκέντρωνε το σεβασμό και την εκτίμηση όλων των ανθρώπων της με την επαλήθευση της προφητείας του.

            Η σημερινή Κυριακή βρήκε τους περισσότερους ανθρώπους της πλατείας στον καφενέ του Μάκη, να πίνουν και να συζητούν τα προβλήματά τους που τόσο άπονα τους φόρτωσε η ζωή και δεν υπήρχε έλεος και βοήθεια από πουθενά να  τους αλαφρώσει.

            Όσο περνούσε η ώρα, ακούγονταν και τα πρώτα κουτσομπολιά με κυρίαρχο εκείνο που μιλούσε για τον κυρ Λαέρτη που τον ήθελε να είναι στα τελευταία του μετά και το δεύτερο έμφραγμα  που πέρασε κι όπου να ‘ταν η κυρά Ιζαμπώ θα γινόταν περιζήτητη χήρα ! Το άλλο κουτσομπολιό που ακουγόταν κι αυτό έντονα και είχε ενδιαφέρον, μιλούσε για την Κατερίνα την κόρη του Φούρναρη, που ετοιμαζόταν να φύγει για την Αθήνα, έτσι απροστάτευτη που έμεινε μετά το θάνατο του Αντώνη και να γίνει εκεί, τι άλλο, από <<πεταλουδίτσα της νύχτας >> σε κακόφημο νυχτερινό κέντρο, όπου ποιος ξέρει πόσοι και πόσοι άντρες θα περνούσαν από το κορμί της, έτσι αχόρταγη και ακόλαστη που ήταν με το ανδρικό φύλο.

            Με αυτά και με άλλα η ώρα περνούσε ευχάριστα στον καφενέ του Μάκη που αγκομαχούσε να τα βγάλει πέρα μόνος του στη δουλειά, αλλά γελούσε χαρούμενος που τα τραπέζια του γέμιζαν πάντα κι έβγαζε το ψωμί του.

            Στο αεροδρόμιο τώρα του Αράξου ο Λάκης ετοιμαζόταν για τις πτήσεις του και ήταν πανέτοιμος. Στο μυαλό του όπως πάντα, στριφογύριζε το φάντασμα που λεγόταν Λενιώ. << Πού να είναι τέτοια ώρα; Με ποιον κουβεντιάζει; >> ήταν οι πρώτες σκέψεις του που πέρασαν από το μυαλό του σαν άνοιξε την πόρτα του πιλοτηρίου  και πήδησε μέσα. Δέθηκε και κοίταξε μέσα από το θάλαμο μπρος του. Χοχλάκιζε στο βάθος το Ιόνιο, στραφτάλιζαν  πορφυρόχρυσα τα νερά του κι έστελναν ρυθμικά το φλοίσβο τους στη στεριά, κάνοντάς τον πότε μακρόσυρτο λυπητερό τραγούδι και πότε χαρμόσυνο. Αχνογάλανη και φλογισμένη ολοτρόγυρα η φύση πάλευε να βάλει σε τάξη όλα της πλάσματα και να τους δώσει από τη μαγιάτικη τούτη μέρα απλόχερα την ομορφιά και τη χαρά της.

            Συνεπαρμένος από αυτό τον παράδεισο που απλωνόταν μπρος στα μάτια του ο Λάκης, ξέχασε για λίγο το αεροπλάνο και την πτήση και αφέθηκε να τη θαυμάζει.

            Κι εκεί που μεθυσμένος απολάμβανε τις ομορφιές του, η φωνή  του σμηνίτη από τον πύργο ελέγχου καλούσε αυτόν και τους συναδέλφους του να ξεκινήσουν. Υπάκουσε, άφησε τα συναισθήματα και γαντζώθηκε με τη σκληρή πραγματικότητα. Έτσι σαν βέλος έφυγε από τη γη και μέσα σε ένα δευτερόλεπτο βρέθηκε να σχίζει τον ουρανό και να τραβά νότια προς το πεδίο βολής της Σχίζας.

            Σαν έφτασε πάνω από τους βράχους του, το μικρό τούτο ξερονήσι τραντάχτηκε ολάκερο από τη βοή του αεριωθούμενου και κρύφτηκε μέσα στη σκόνη και στα χώματα που  σκόρπισαν οι βόμβες που έφυγαν από τα σπλάχνα του σιδερένιου τούτου πουλιού. Περήφανος για την επιτυχία που είχε η βολή του, συνέχισε να πετά συνεπαρμένος απ’ αυτά που έβλεπε να γίνονται κάτω στη γη και να βομβαρδίζει μ’ ένα ασυγκράτητο ενθουσιασμό το στόχο του. Και θα συνέχιζε το ξέφρενο αυτό πανηγύρι της φωτιάς, αν δεν άκουγε τη φωνή από τον πύργο ελέγχου που του έλεγε να σταματήσει και να επιστρέψει στη βάση του. << Βλέπω στην οθόνη μου, ανθυποσμηναγέ να τα’ χεις κάνει όλα φωτιά και δεν ξέρω τι σ’  έχει πιάσει σήμερα και ρίχνεις τόσες βόμβες έξω από τους κανονισμούς >> του είπε όλο νεύρα η φωνή για να προσθέσει : << Παράτα τα και φύγε ! Επιστροφή στη βάση ! >>

            Έβγαλε μια φωνή οργής ο Λάκης  κι έφερε το αεροπλάνο στα ίσα. Άφησε τις φωτιές και τους καπνούς πίσω του, χάρηκε για τον ηρωισμό του και κοιτάζοντας τα όργανα του αεροπλάνου του, μουρμούρισε, ευθύς ως η κοιλιά του άγγιζε τις κορυφές του ελαιώνα : <<Τη μια φωτιά αφήνω και στην άλλη, έρχομαι Λενιώ ! Με το καλό να με δεχτείς ! >>

            Περνούσε τώρα πάνω από τον κάμπο των Φιλιατρών. Δεξιά η πόλη, χαρούμενη του χαμογελούσε κι άπλωνε τα λευκά της χέρια και τον χαιρετούσε. Κι εκείνος αλλοπαρμένος απ’ τον ίλιγγο της ταχύτητας έμπαινε όλο και πιο βαθιά μέσα στην αγκαλιά της για να πάρει δύναμη από τα χάδια της και να συνεχίσει το ταξίδι του ως την άλλη κοντινή πολιτεία, την Κυπαρισσία που ζούσε και ονειρευόταν η αγάπη του η Λενιώ.  Χωμένος μαζί με το αεροπλάνο του μέσα στα λιγοστά σύννεφα που απλώνονταν στον καταγάλανο ουρανό, όλο και άφηνε πίσω του την πόλη του ελαιώνα και ξεπερνώντας τα μενεξεδένια βουνά της Μάλης στα δεξιά του τραβούσε κατευθείαν για την όμορφη πόλη της αγαπημένης του.

            Έτσι έφτασε πάνω από την Τερψιθέα όπου και φάνηκε μπρος του η πανέμορφη πολιτεία στους πρόποδες του αιώνιου βουνού της, του Αιγάλεω, να λιάζεται βουτηγμένη στα χρώματα που άφηνε πάνω της το πινέλο του ήλιου και να αγναντεύει τον κατάφορτο κάμπο της που απλωνόταν ολάνθιστος στα χείλη της θάλασσας.

            Ο θόρυβος του αεροπλάνου σαν πετούσε πάνω από το γυμνάσιο, τράνταξε συθέμελα την πόλη κι έβγαλε έντρομους τους ανθρώπους της στους δρόμους, στα μπαλκόνια και στ’  ανοιχτά παράθυρα για να δουν το σιδερένιο τέρας που τους  κατατρόμαξε. << Τρελάθηκε ο αθεόφοβος ! Θα πέσει πάνω μας ! >> φώναξαν μερικοί και σταυροκοπήθηκαν φοβισμένοι.  << Ο Λάκης είναι ο γιος  σου ! Έρχεται να σε χαιρετήσει ! >>  βροντοφώναξε   κι ο Θάνος ο φούρναρης στο Μάκη τον καφετζή και αφήνοντας την καρέκλα του πετάχτηκε πάνω πηγαίνοντας ως το ξέφωτο κοντά στο πεζούλι του μαντρότοιχου να δει καλύτερα το ουράνιο τέρας που ούρλιαζε δαιμονισμένο πάνω από το γυμναστήριο τώρα κι έκανε τα παράθυρα και τις πόρτες των σπιτιών να τρίζουν λες κι αγέρας δυνατός τα έδερνε ανελέητα και πάσχιζε να τα ισοπεδώσει.  Και με μιας όλοι οι άνθρωποι του καφενείου, πετάχτηκαν πάνω, ζύγωσαν κοντά στο φούρναρη και κοιτούσαν με ορθάνοιχτα μάτια το ιπτάμενο θηρίο που ακουμπούσε σχεδόν στις στέγες των σπιτιών.

            Η Λενιώ άκουσε το θόρυβο και πετάχτηκε στο παράθυρο. Γνώρισε το αεροπλάνο, είδε και το κεφάλι του Λάκη μέσα από το τζάμι του πιλοτηρίου και άπλωσε το χέρι της και τον χαιρέτησε. << Μ’ αγαπά! Μ’ αγαπά ! Για μένα κάνει τις τρέλες ! >> μονολόγησε καταχαρούμενη κι απόμεινε να τον χαιρετά με το χέρι υψωμένο.

            Ο Λάκης την είδε κι απλώνοντας το χέρι του έκανε το ίδιο. << Η Λενιώ είναι δική μου, καταδική μου και θα με αγαπά αιώνια ! Θα ‘βγαινε αλλιώς στο παράθυρό της να με δει; >> σκέφτηκε και στράφηκε να ελέγξει τα όργανά του στο ταμπλό.

            Η πτήση ήταν χαμηλή, το όργανο την έδειξε κι ο Λάκης πετρωμένος έκανε ότι μπορούσε για να τη διορθώσει. Το κάστρο με τα πετρόχτιστα τειχιά του ορθωνόταν όγκος ασάλευτος μπροστά του. Έσυρε το μοχλό ανύψωσης απεγνωσμένα πάνω και να δώσει ύψος στο αεροπλάνο για να το προσπεράσει και να γλιτώσει τη συντριβή του, αλλά δεν το πέτυχε. Κι αμέσως ένα σύννεφο καπνού, φλόγες, συντρίμμια και μια τρομερή έκρηξη, τύλιξαν την περιοχή, που, κράτησε κατατρομαγμένη την αναπνοή της για το κακό που τη βρήκε.

            --- Σκοτώθηκε ο Λάκης ! Χάσαμε άλλο ένα παλικάρι της πλατείας !   φώναξε σαν τρελός ο κυρ Παύλος ο ταβερνιάρης και πηδώντας το μαντρότοιχο πήρε την κατηφόρα. Τον ακολούθησαν αμέσως και οι υπόλοιποι που είχαν αφήσει τον καφενέ και κοιτούσαν πανικόβλητοι το μαύρο σύννεφο του καπνού που σκέπαζε τον ουρανό.

            --- Μέσα στο γυμναστήριο έπεσε! Ακούστηκε μια φωνή και τους παρέσυρε όλους προς τα κάτω. Πάμε κι ένας Θεός ξέρει τι θα δουν τα μάτια μας!

 

 

 

 

 

                                          * * *

           

 

 

 

 

            Πέρασε αρκετός καιρός από τότε που χάθηκε ο Λάκης για να βρει η πλατεία το ρυθμό της όσο όμως για τον πόνο που ένιωσαν οι άνθρωποί της για το παλικάρι που έφυγε άγουρο από τον κόσμο, ήταν βαρύς κι αβάσταχτος. Όπου κάθονταν, όπου βρίσκονταν, γι’ αυτόν μιλούσαν και τον τιμούσαν με τα καλύτερα λόγια σαν αναφέρονταν στη ζωή του. Απ’ όλους όμως πιο δυστυχισμένος για το χαμό του ήταν οι γονείς του και η Λενιώ, που, κλεισμένοι στα σπίτια τους τον θρηνούσαν ακόμη με σπαραγμό μεγάλο. Ο Μάκης ο καφετζής με τίποτα δεν έλεγε ν’ ανοίξει το καφενείο και σαν σαράντησε ο γιος του έκανε δειλά-δειλά την εμφάνισή του και τότε δουλεύοντας λίγες ώρες, άκεφος κι αμίλητος, πνιγμένος στη στενοχώρια και τον πόνο.

            Η γυναίκα του κι αυτή το ίδιο έκανε. Μαυροφορέθηκε, άρχισε το κλάμα και έχοντας τη φωτογραφία του ολημέρα στα χέρια της, του μιλούσε συνεχώς.

            Η Λενιώ πάλι κλειδώθηκε στο σπίτι, ξέχασε τον έξω κόσμο και μάτι ανθρώπου δεν την έβλεπε καθόλου. Τι έκανε; Πώς ζούσε; Τι σκεφτόταν ; Κανείς δεν μπορούσε ν’  απαντήσει. Πολλοί ανησυχούσαν κι όσοι ήξεραν το δεσμό της με το Λάκη, είπαν << πως τρελάθηκε με τέτοιο κακό που τη βρήκε, γιατί είναι ότι χειρότερο να χάνεις τον άνθρωπο που αγαπάς ! >>

            Στο σπίτι του Φραγκολιά  όμως  τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Θρήνησαν κι έκλαψαν κι αυτοί για το Λάκη που χάθηκε, αλλά σαν πέρασε ο καιρός κι ο χρόνος έφερε σιγά-σιγά τη λήθη, φούντωσε πάλι το ενδιαφέρον τους για τη Λενιώ να την κάνουν νύφη τους, αφού ο επικίνδυνος αντίπαλος του Άρη βγήκε από τη μέση και το κορίτσι τώρα, πονεμένο κι απελπισμένο εύκολα θα ‘λεγε το << ναι >> και θα έπεφτε στα δίχτυα τους.  Γι’ αυτό ο παμπόνηρος ο Φραγκολιάς σκέφτηκε τη Σταθιώ. << Αυτή είναι η μόνη κατάλληλη, είπε στη γυναίκα του μια μέρα σαν κουβέντιαζαν το θέμα, να μας κλείσει τη δουλειά. Στην ανάγκη θα τη χρηματίσουμε κι από πάνω. Λεφτά έχουμε. Ας πάρει όσα θέλει αρκεί να πάει στον κυρ Λαέρτη και να του αναφέρει την επιθυμία μας. Και η συνάντηση πρέπει να γίνει τώρα που η λύπη και ο πόνος τους είναι νωπά και θα τους βρούμε σε απελπισία και απόγνωση. Μην ξεχνάς πως στη φωτιά κολλάει το σίδερο και δεν πρέπει ν’ αργήσουμε ούτε λεπτό >>.

            Η Σταθιώ βρήκε το ζευγάρι στο σπίτι. Ο κυρ Λαέρτης ήταν στο κρεβάτι ξαπλωμένος σε άσχημη κατάσταση. Η υγεία του και πάλι τον είχε κλονίσει τις τελευταίες μέρες και τον είχε παραλύσει κυριολεκτικά. Σηκωνόταν μόνο για τις επείγουσες δουλειές του. Ο γιατρός του συνέστησε << υπομονή και κουράγιο και όλα θα πάνε καλά >> αλλά φαίνεται πως το ‘λεγε και δεν το πίστευε.  Εκείνος έβλεπε την ανίατη αρρώστια του, απελπιζόταν και φώναζε κλαψουρίζοντας για να τον ακούνε όλοι : << Εγώ δε βλέπω γιατρειά όσο κι αν μου λέτε να ελπίζω. Θαρρώ πως με κοροϊδεύετε ! >>

            Στο  διπλανό η Λενιώ κλειδωμένη έκλαιγε με την τύχη της. Έξω είπαμε δεν έβγαινε από τότε που χάθηκε ο Λάκης και μόνο τριγυρνούσε μέσα στο σπίτι σαν την άδικη κατάρα, πηγαίνοντας πότε στο δωμάτιο του πατέρα της να του δώσει τα φάρμακά του και πότε άλλαζε καμιά κουβέντα με τη μάνα της, κι αυτή στη χάση και στη φέξη, σαν το καλούσε η ανάγκη. Έτσι περίλυπη δεν είχε όρεξη για κάτι καλύτερο κι από μέρα σε μέρα όπως έδειχναν τα ραγίσματα που της είχε αφήσει ο πόνος στην καρδιά όλο και γίνονταν πληγή που δεν  έκλεινε.

            Η Ιζαμπώ σαν η Σταθιώ χτύπησε την πόρτα είχε πηγαινέλα στο δωμάτιο του κυρ Λαέρτη που δεν αισθανόταν καλά. Έτσι σαν τη δέχτηκε απρόσμενα στα σαλόνι, πολλές σκέψεις τριγύρισαν στο μυαλό της κι απόρησε. Τα διάβασε αυτό στα μάτια της η Σταθιώ κι αφού κάθισε της ψιθύρισε για να μην την ακούσουν οι άλλοι δυο :

            --- Σταλμένη είμαι από το Φραγκολιά, κυρά Ιζαμπώ. Για καλό θαρρώ ήρθα ! Μην απορείς που με βλέπεις στο σπίτι σου στα καλά καθούμενα.

            Έλαμψαν τότε τα μάτια της  Ιζαμπώς και παρά τη στενοχώρια της, τής είπε με καλοσύνη:  

            --- Σ’ ακούω, Σταθιώ ! Λέγε μου τότε τι καλό σε φέρνει στο σπίτι μου, Κυριακάτικα;

            Γέλασε με το πανωχείλι της η Σταθιώ και της είπε :

            --- Ο Φραγκολιάς λέει πως ακόμη ο γιος του ο Άρης θέλει τη Λενιώ και μ’ έστειλε να κουβεντιάσουμε τις προτάσεις του. Τώρα κιόλας που πέρασε και τόσος καιρός από το χαμό του Λάκη, θα μπορεί να πει το << ναι >> και να προχωρήσετε, τόνισε, χωρίς καθυστέρηση στο γάμο ! Μόνο που είπε, να το πούμε λάου-λάου στον κυρ Λαέρτη μην του ‘ρθει κανένας κόλπος και από τη χαρά βρεθούμε στη λύπη !

            Φτερούγισε η καρδιά της Ιζαμπώς και άστραψαν τα μάτια της σαν δυο πανάκριβα διαμάντια.  << Να, που το όνειρό μου γίνεται πραγματικότητα, σκέφτηκε. Κάλλιο αργά παρά ποτέ που λέει και η παροιμία !  Τώρα  δεν  απομένει  να  δεχτεί  κι ο Λαέρτης και να πει το << ναι>>  και η προκομμένη η κόρη μου ! Τον παλιοτσιφούτη το δικό μου, είμαι σίγουρη πως θα τον καταφέρω να  δεχτεί και να τη δώσει για νύφη, αφού και την ψυχή του πουλάει ακόμη  στο διάβολο, αρκεί να βλέπει ν’ αυξάνουν τα λεφτά του, όσο όμως για την κόρη μου το φοβάμαι να  πει το <<ναι >> και να γίνει νύφη τους.

            Αυτή η πονηρή αλεπού δύσκολα περπατάει στα χνάρια μας. Αν δε θέλει όμως με το καλό να δεχτεί θα την κάνω να το δεχτεί με το άγριο. << Θα τον πάρεις !>> θα της κάνω. <<Πού θα βρεις τέτοιον Κροίσο να γιατρέψεις τις σπατάλες σου ; παλάτια δεν ονειρεύεσαι; Τα’ χει, γιατί δεν τα θες; Παρ’ τον να γίνεις η πρώτη κυρία στην πλατεία και να σε προσκυνάνε όλοι ! Τι θα κάνει; Μπρος τα λεφτά πίσω η φοβέρα της μητέρας και του πατέρα, πού θα πάει; Θα τον πάρει, δε θα τον πάρει ; >>

            --- Έτσι που ήρθαν τα πράγματα, της αποκρίθηκε η κυρά Ιζαμπώ που προσποιήθηκε τη στενοχωρημένη και χάθηκε το παλικάρι, χάθηκε μαζί του και η χαρά της ζωής της κόρης μας. Ας πούμε πως δεχόμαστε εμείς, αυτή θα δεχτεί;

            << Θαρρώ πως θα τα καταφέρω, σκέφτηκε η Σταθιώ, η κυρία δε μου φέρνει μεγάλη αντίσταση, δείχνει να τον θέλει αυτό το γάμο, ας της γαργαλίσω την ψυχή με κάτι που της αρέσει πολύ να δούμε και τα παρακάτω >>.

            --- Οι Φραγκολιάδες πολύ νοιάζονται για την ευτυχία της κόρης σας, κυρά Ιζαμπώ, της έκανε και ύψωσε τη φωνή της  σε ψηλό τόνο για να την προσέξει περισσότερο.  Δυο σπίτια πρέπει να ξέρεις ετοιμάζουν για να κλείσουν τα παιδιά σαν παντρευτούν την ευτυχία τους μέσα. Το ένα το δίπατο  στην κάτω πόλη, κοντά στο σταθμό και το άλλο πέρα στον ελαιώνα στην άκρη της θάλασσας για να περνάνε τα καλοκαίρια τους. Κι όσο για λούσα και λεφτά θα έχει όσα θέλει ! Αρκεί να πει το << ναι >> κι όλα τα πλούτη των Φραγκολιάδων θα περάσουν στα χέρια της !

            << Ανοίξανε τα πουγγιά τους  και θα μας αγοράσουνε όλους οι Φραγκολιάδες ! >> μονολόγησε η κυρά Ιζαμπώ  και της είπε καταχαρούμενη και συγκινημένη :

            --- Άνθρωποι με τα όλα τους αυτοί οι Φραγκολιάδες ! Ο νους τους πάντα στο καλό και στην ευτυχία του παιδιού τους ! Και κοντά στο δικό τους παιδί και η ευτυχία του δικού μας !  Μήπως κι εγώ με τον άντρα μου, όλη μέρα μαζεμένοι πίσω από τον πάγκο, τι άλλο σκεφτόμαστε, από την ευτυχία της κόρης μας ; Τίποτα άλλο ! Και τώρα που ήρθαν έτσι τα πράγματα και της ανοίγει η τύχη δε βλέπω το  λόγο  να

την κλωτσήσει. Ο Θεός που είναι μεγάλος ας της δώσει φώτιση να δει το συμφέρον της και να σκεφτεί σωστά.

            Και χωρίς να ξεκολλήσει ούτε λεπτό τα μάτια της πάνω από τη Σταθιώ, συνέχισε :

            --- Εγώ της τα  ‘λεγα  και πριν το χαμό του συχωρεμένου κι ας τα είχε καλά μαζί του, αλλά και τώρα πως μόνο ο Άρης που την αγαπά τρελά και τη θέλει, της αξίζει πραγματικά. Είναι διακαής ο πόθος μου να του δω παντρεμένους ! Να, όμως που ποτέ δεν είναι αργά. Με  όλη μου την καρδιά τους δίνω την ευχή μου !

            << Βιάζεται η κυρά να πάει και στην εκκλησία ! >> έκανε η Σταθιώ φανερά χαρούμενη που η αποστολή της έμπαινε σε καλό δρόμο και σε λίγο καιρό οι δυο οικογένειες θα πετούσαν από τη χαρά τους  για το καλό τέλος που θα έπαιρνε αυτή η υπόθεσή τους.

            --- Να δούμε πως θα καταφέρουμε τώρα και τον κυρ Λαέρτη, να πει το << ναι >> είπε με αστείο τρόπο η Σταθιώ και κοίταξε κατάματα την κυρά Ιζαμπώ.

            --- Α! όλα κι όλα ! έκανε με πονηριά και βεβαιότητα η κυρά Ιζαμπώ. Ο άντρας μου δεν έχει να κάνει τίποτα διαφορετικό από μένα. Θα κάνει ότι προστάξω εγώ !  Άφησε που ο πόνος του είναι αβάσταχτος από τότε που μάλωσε με το Φραγκολιά στην ταβέρνα του κυρ Παύλου και πολύ θα ήθελε να γίνουν συμπεθέροι και να τα φτιάξουν!  Ακόμη σαν θες  να μάθεις τον τρώει κι αυτόν το μαράζι που η Λενιώ λέει όχι κι όχι στην επιθυμία του Άρη κι ένας λόγος που αρρώστησε και κινδυνεύει τώρα να βρεθεί στον τάφο είναι κι αυτός.  Αλλά και σαν έμαθε πως η Λενιώ είχε σχέσεις με το συχωρεμένο γιο του αντάρτη του καφετζή, φάνηκε να στενοχωρήθηκε. << Δε δένουν αυτά τα παιδιά >> μου είχε πει κάποια φορά  στην κουβέντα μας πάνω και τον είδα  να δυσφορεί.

            --- Ε, τότε δεν απομένει παρά να πάμε και να τον ρωτήσουμε, αν δίνει τη συγκατάθεσή του ! αναφώνησε τρισευτυχισμένη η Σταθιώ και σηκώθηκε ακροβατώντας στα δάχτυλα των ποδιών να πάει για το δωμάτιο του κυρ Λαέρτη.

            Την ακολούθησε και η κυρά Ιζαμπώ και σε λίγο κάθονταν και οι δυο απέναντί του.

            Ο κυρ Λαέρτης ήταν καλύτερα. Βαριανάσαινε αλλά δεν είχε πόνους στο στήθος και αρρυθμίες. Είχε φάει κι ένιωθε ορεξάτος και δυναμωμένος. Είδε τις δυο γυναίκες, σταμάτησε το βλέμμα του στη Σταθιώ, τη γνώρισε κι αφού γέλασε με σαρκασμό, σκέφτηκε : << Πάλι να σκαρώσει καμιά παλιοδουλειά θα ‘ρθε η ξιπασμένη ! Δε χόρτασε ακόμη η αμαρτωλή καρδιά της τα τόσα κακά που ‘χει σκορπίσει στους ανθρώπους της πλατείας ; >>.

           Έτσι αν και φανερά ενοχλημένος από την παρουσία της, της γλυκομίλησε και τη ρώτησε :

            --- Θαρρώ πως τούτη τη φορά ήρθες για καλό στο σπίτι μου, Σταθιώ! Όχι όπως την άλλη φορά που με αρρώστησες !

            Την κάρφωσε με το βλέμμα του και την περίμενε να του αποκριθεί.

            --- Δε σ’  αρρώστησα εγώ, του είπε γρήγορα αυτή, αλλά αυτά που σου ‘φερε η ζωή ! Αυτά μας αρρωσταίνουν όλους μας σαν θες να μάθεις !

            --- Καλά! Καλά ! την αποπήρε τότε εκείνος, τα ξέρουμε αυτά! Προχώρα στα παρακάτω. Για καλό δεν ήρθες ;

            --- Ναι, για καλό ήρθα!  Ο Φραγκολιάς μ’  έστειλε !. Μ’ έστειλε και ζητάει λέει να δώσεις την κόρη σου να την παντρευτεί ο γιος του ! Είναι όπως μου είπε μια ιστορία παλιά των δυο νέων και μετά χαμό του Λάκη μπορεί εύκολα να πάρει σάρκα και οστά και να αναγεννηθεί !

            << Τι είναι τώρα αυτό, καλό ή κακό; μονολόγησε ο κυρ Λαέρτης και σιώπησε. Δε  χάνει ευκαιρία ο σπαγκοραμμένος να την εκμεταλλεύεται, να πατά τους άλλους στο κεφάλι και να επιβιώνει σε βάρος τους. Νταλκά που τον έχει κι αυτός ο γιος του με την κόρη μου ! Τη θέλει, λέει, σαν τρελός, αυτή όχι !Τι σου είναι και το πείσμα της ! Ο Λάκης της όμως έφυγε από τη μέση, η καρδιά της τώρα θα’ χει αποδυναμώσει, δε μένει παρά να πέσει στην αγκαλιά του Άρη με την πρώτη ματιά του. Εγώ δεν έχω λόγο ν’ αρνηθώ. Ίσα –ίσα που πρέπει να τη σπρώξω στο μέλι των Φραγκολιάδων, γιατί ποιος ξέρει πόσοι άλλοι άνθρωποι της πλατείας το ορέγονται!>>

            Ξέχασε  το ψυχομάχημα που είχε τις τελευταίες μέρες, αναγάλλιασε λίγο η ψυχή του και μ’ ένα σπαρταριστό χαμόγελο της αποκρίθηκε :

            --- Ποιος αντιλέγει σ’ αυτό το γάμο, Σταθιώ; Κανείς ! Να πεις στους Φραγκολιάδες σαν πας με το καλό, πως από σήμερα η κόρη μας η Λενιώ, τους ανήκει ! Γιατί μπορεί να είμαι ανήμπορος και ξαπλωμένος αλλά αυτό όμως δε με εμποδίζει να βλέπω κάθε μέρα τα μάτια της κόρης μου δακρυσμένα και φλογισμένα να κοιτάζουν έξω από το παράθυρο και να  πέφτουν πάνω στον Άρη, το παλικάρι ! Καίγεται η καρδιά της γι’ αυτόν, πρέπει να τον θέλει !

            Ζύγωσε πιο κοντά η Σταθιώ στο κεφάλι του , του έπιασε τα δυο του χέρια και με του είπε χαμηλόφωνα :

            --- Βιάζονται οι Φραγκολιάδες ! Ο γάμος να έχει γίνει λένε μέχρι τα Χριστούγεννα για να τελειώνουν. Θα’ χουν λόγους φαίνεται για να το ζητούν αυτό που δεν τους ξέρω. Σαν θες όμως και τη γνώμη μου, σου λέω, πως <<το γοργό και χάρη έχει !>>  Κάτι θα ξέρουν οι άνθρωποι.

            --- Τα πάντα να γίνουν, τα πάντα και να τελειώνουμε ! Να μη μας βρει ο νέος χρόνος ! ξεφώνισε ο κυρ Λαέρτης και χαμογέλασε.

            << Ως εδώ καλά τα πήγαμε !>> σκέφτηκε η Σταθιώ,<< αλλά να δούμε πως θα τα βγάλω πέρα με την οχιά τη Λενιώ ! Στη θέση που βρίσκεται αυτή την ώρα και ο διάβολος φοβάται να την πλησιάσει ! Αλλά και να κάνουμε πίσω ποιος το χαίρεται;>>

            --- Κυρ Λαέρτη ! ξεφώνισε ενθουσιασμένη. Αφού και οι δυο σας λέτε το <<ναι >>  δεν απομένει παρά να ρωτήσουμε και τη Λενιώ κι αν κι αυτή πει το δικό της << ναι >> τότε  η δουλειά έκλεισε και ευχόμαστε όλοι μας << η ώρα η καλή ! >>

            Η Λενιώ όση ώρα κουβέντιαζαν οι τρεις τους, ήταν ξεμοναχιασμένη στο δωμάτιό της και ξεφύλλιζε ένα παλιό άλμπουμ με φωτογραφίες που την έδειχναν παιδούλα του Δημοτικού να τρέχει ξυπόλυτη στην αυλή του σπιτιού της.  << Τι ανέμελα χρόνια ήταν κι εκείνα τότε, σκέφτηκε, χωρίς έγνοιες και σκοτούρες, αλλά γεμάτα παιχνίδια, χαρά και ξεγνοιασιά ! Και να τώρα που πέρασαν και ήρθαν τα σημερινά γεμάτα βάσανα και  καημούς ! Τι καλά να ξαναγύριζα σ’ εκείνα !>>                                            

            Η πόρτα τότε άνοιξε και η φοβισμένη φωνή της μάνας της που την καλούσε να πάει κοντά τους, τη διέκοψε. Άφησε και η Λενιώ τις παιδικές της αναμνήσεις να φτεροκοπήσουν και να χαθούν στον αγέρα και την ακολούθησε. Σε λίγο μπροστά στον πατέρα της, άκουγε τη σβησμένη φωνή του να της λέει :

            --- Η Σταθιώ από εδώ, Λενιώ, μας έφερε καλό μαντάτο ! Οι Φραγκολιάδες λέει, σε θέλουν για νύφη τους και περιμένουν την απόφασή σου ! Η τύχη σου, κόρη μου, θαρρώ πως δε σε ξέχασε . Σου ανοίγει την  πόρτα της να περάσεις ! Άντε, με την ευχή μου, πες το <<ναι>> και προχώρα !

            Έγινε κάτωχρη η Λενιώ και τρέμοντας φώναξε κλαψουρίζοντας:

            --- Τι μου λέτε να κάνω ! Να πάρω έναν άντρα που δεν τον αγαπώ ; Τρελαθήκατε;

            Κουνήθηκε λίγο από τη θέση του ο κυρ Λαέρτης και της είπε ψιθυριστά και ψύχραιμα:

            --- Εγώ κόρη μου είμαι άρρωστος και ποιος ξέρει πόσο καιρό θα ζήσω ακόμη. Οι οικονομίες μας πάνε κατά διαβόλου και δεν ξέρω πόσο ακόμη θα στεκόμαστε όρθιοι ! Παντρέψου τον να γίνεις  πλούσια κυρία και να σωθούμε όλοι  μας !

            Μια απότομη απανεμιά απλώθηκε στο πρόσωπο της Λενιώς, αντιπέρασε τα λόγια του πατέρα της χωρίς να δείξει οργή κι εχθρότητα και τους είπε, κοιτάζοντάς τους και τους τρεις μ’ ένα βλέμμα γεμάτο μομφή και οίκτο μαζί :

            --- Καλά θα τον παντρευτώ ! Αφού λέτε πως είναι για την ευτυχία μου ! Και κρύβοντας το κλαμένο της πρόσωπο με τα δυο της χέρια, έφυγε τρέχοντας για το δωμάτιό της.

            --- Έλα Σταθιώ, όλα κανονίστηκαν όπως βλέπεις κι εσύ κι αυτό να πας να πεις στους Φραγκολιάδες, πως δεν απομένει  να ορίσουμε τη μέρα του γάμου ! Εμείς είμαστε έτοιμοι, αρκεί να μην κόψω εγώ τα λουριά και τα χαλάσω !

            << Διαβολάνθρωποι, για όλα έχετε λύσεις και δε σας νοιάζει αν χάσετε την ψυχή σας >> σκέφτηκε η Σταθιώ και σηκώθηκε. Σφίγγοντας ύστερα και των δυο τα χέρια, κίνησε με την καρδιά της γεμάτη χαρά για το σπίτι των Φραγκολιάδων να τους τα πει χαρτί και καλαμάρι.

           

 

 

 

 

 

                                                * * *

 

 

                                                            

            Γεμάτη η εκκλησία  της Αγίας Τριάδας, καρφίτσα δε χωρούσε να πέσει κι ως έξω στην εξώπορτα ο κόσμος ήταν στοιβαγμένος για να δει και να τιμήσει τους γάμους του Άρη και της Λενιώς και να τους ευχηθεί να ζήσουν βίο ανθόσπαρτο κι ευτυχισμένο.                                                     

            Παντού άστραφταν τα φώτα, φεγγοβολούσαν οι πολυέλαιοι, έτριζαν τα κεριά στα μανουάλια, χαίρονταν οι άνθρωποι της πλατείας που έβλεπαν  τα δυο νέα παιδιά πιασμένα χέρι -χέρι μπροστά στο Θεό και τους αγίους να δίνουν την υπόσχεση πως θα ζήσουν μαζί σαν ενωθούν με το δεσμό του γάμου ως τα γεράματα, μοιράζοντας τις πίκρες και τις χαρές της ζωής χωρίς να προδώσει ή να εγκαταλείψει ο ένας τον άλλο.

            Τρεμόπαιζε τα μάτια του πιο πίσω ο κυρ Λαέρτης, έλαμπε ολάκερος από χαρά, χωμένος μέσα στα μαύρο του κουστούμι, ρίχνοντας που και που κλεφτές ματιές στη γυναίκα του που δύσκολα έκρυβε τη συγκίνησή της στο πουδραρισμένο πρόσωπό της. Πιο πέρα οι Φραγκολιάδες  κολυμπούσαν κι αυτοί στη χαρά  και δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να κοιτάζουν και να ξανακοιτάζουν το γαμπρό και τη νύφη και χαίρονταν που σε λίγο θα γίνονταν ένα ευτυχισμένο αντρόγυνο.

            Σαν είδε ο παπά Αλέξης πως ήταν όλα έτοιμα, άνοιξε το ιερό βιβλίο του, διάβασε δυο τρεις ευχές, είπε και το καθιερωμένο τροπάριο και πήρε σιγά –σιγά κι ευλογούσε το μυστήριο. 

            Η Λενιώ όση ώρα γινόταν το μυστήριο καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Ούτε άκουγε, ούτε χαιρόταν παρά σκέψεις κακές τριγύριζαν στο κεφάλι της. Κι εκεί που κοιτούσε μπρος της τον παπά Αλέξη να κρατά το βιβλίο και να διαβάζει τις ευχές μια έμμονη ιδέα της μπήκε στο μυαλό, ν’ αφήσει στη μέση το γάμο και να φύγει !

            << Αυτό πρέπει να κάνω, συλλογίστηκε, να τους αφήσω όλους σύξυλους και να φύγω, γιατί αυτό μου λέει η καρδιά μου κι όχι να παντρευτώ έναν άντρα που δεν τον αγαπώ! Με πούλησαν οι  δικοί μου, το ξέρω, γι’ αυτό πρέπει να τους εκδικηθώ ! Να πληρώσουν που μ’  έστειλαν σ΄ ένα γάμο που δεν το θέλω και δε θα με κάνει ευτυχισμένη. Ανάθεμά τους τέτοιους γονείς, ανάθεμά τα και τα λεφτά που με σκλαβώνουν >>.

            Άφησε το χέρι του Άρη που το κρατούσε και άρχισε να τρέμει σύγκορμη.

            --- Τα στέφανα ! ψιθύρισε τότε ο παπά Αλέξης και κοίταξε τον κουμπάρο.

            Άρχισε κι ο κουμπάρος να τα βάζει πότε στο ένα κεφάλι και πότε στο άλλο και σαν τα σταθεροποίησε και τα βαστούσε με τα δυο του χέρια, ακούστηκε η χοντρή φωνή του παπά Αλέξη που έλεγε ,με ρυθμό : << Παντρεύεται ο δούλος του Θεού, Άρης, τη δούλη του Θεού, Λενιώ… >> και μετά : << Παντρεύεται η δούλη του Θεού Λενιώ, το δούλο του Θεού, Άρη… >>.

            Η Λενιώ έβραζε. Η κακιά σκέψη που είχε φωλιάσει στο μυαλό της, ακόμη την τριβέλιζε.

            ---Έτοιμοι για τον Ησαία ! έκανε σε λίγο ο παπάς κι άπλωσε το χέρι του να πιάσει τον Άρη.

            << Θα τον χορέψω τον Ησαία, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς >> μουρμούρισε η Λενιώ κι έπιασε κι αυτή το χέρι του Άρη, ακολουθώντας τον παπά.

            Στο σπίτι ύστερα των Φραγκολιάδων το γλέντι και το κέφι έδινε κι έπαιρνε. Οι  συμπεθέροι κάθονταν δίπλα -δίπλα, έπιναν, γελούσαν και καμάρωναν τα παιδιά τους που φαίνονταν ευτυχισμένα μετά από τόσες δυσκολίες που πέρασαν για να φτάσουν ως εδώ. Πιο πέρα και οι δυο συμπεθέρες δεν άφηναν στιγμή το γέλιο από τα χείλη τους. Ένας τέτοιος γάμος τους είχε όλους  κάνει ευτυχισμένους εκτός από τη Λενιώ.

 

 

 

                                                ***

 

 

 

 

 

          Ο Μάκης      ο καφετζής μετά τα χαμό του μονάκριβου γιου      του, έδειχνε

συντριμμένος. Στο καφενείο σπάνια κατέβαινε, αλλά κι όταν εμφανιζόταν, βογκούσε

όλη την ώρα, παραμιλούσε κι έκλαιγε με το παραμικρό σαν μικρό παιδί.          Τον

αντικαθιστούσε η γυναίκα του, αλλά άπειρη και πονεμένη κι αυτή, δεν τα    έβγαζε

πέρα με τη δουλειά.  Τώρα όμως κάτι μέρες  ο καφετζής  << παράγινε >>      όπως

ακούστηκε και έκανε παράλογα πράγματα.

                Κλεινόταν στο σπίτι κι όλο έκλαιγε. Έβαζε τη φωτογραφία του γιου στον

τοίχο, πάνω από το κρεβάτι του και σαν ξυπνούσε το           πρωί, πεταγόταν πάνω

ταραγμένος, την κοίταζε, τη φιλούσε και σαν γονάτιζε ύστερα μπρος της άρχιζε τα

μοιρολόγια ώρες ατελείωτες.

                 Σαν πρήζονταν απ’ το κλάμα τα μάτια του, πήγαινε κοντά στο παράθυρο

κοιτούσε το μέρος που

έπεσε το αεροπλάνο και σκοτώθηκε ο γιος του κι άρχιζε να του μιλάει,  τρέμοντας

σύγκορμος : <<Που να είσαι τώρα, γιε μου ! Γιατί δεν πρόσεξες κι έχασες τη  ζωή

σου, πάνω στα νιάτα σου ! Αβάσταχτη έγινε η ζωή μας όσο μας λείπεις και    σαν

ξέρουμε πως δε   θα γυρίσεις πίσω, όλο και καταρρέουμε ! Καλύτερα να πεθάνουμε

κι εμείς, δε  θέλουμε να ζούμε χωρίς εσένα ! >>

                Σεργιανούσε ύστερα από τη μιαν άκρη του σπιτιού στην άλλη, φώναζε το

όνομά του κι έκλαιγε ασταμάτητα.

            Άλλες φορές άφηνε το σπίτι, πήγαινε στο νεκροταφείο του  Άη Δημήτρη, αγκάλιαζε την ταφόπετρα και σπάραζε στο κλάμα. Σαν χόρταινε άναβε το καντήλι και τα κεριά κι αφού έριχνε τα λουλούδια που είχε φέρει μαζί του πάνω στον τάφο, τριγυρνούσε πολλή ώρα ανάμεσα στα μνήματα κι έφευγε μόνο σαν σκοτείνιαζε και τα νυχτοπούλια έσκουζαν ενοχλητικά πάνω από το σαλεμένο κεφάλι του.        

            Στο δρόμο σαν πήγαινε για το σπίτι του, σταματούσε τους περαστικούς και τους ρωτούσε : << Μήπως είδατε το γιο μου ; Καιρό έχει να φανεί ! >>   Και σαν κλαψούριζε το  ‘βαζε πάλι στα πόδια.

            Λίγο καιρό όμως τώρα είχε αποχτήσει κι ένα άλλο βίτσιο που ανησυχούσε πολύ τη γυναίκα του και τους ανθρώπους της πλατείας που έβλεπαν με συμπάθεια το δράμα του και του συμπαραστέκονταν με όλες τις ψυχικές τους δυνάμεις.

            Άφηνε λοιπόν στα καλά καθούμενα σπίτι και γυναίκα και τραβούσε στις φυλακές του Μαντά, στο μικρό υψωματάκι βόρεια του Άη- Δημήτρη κι εκεί λημέριαζε ολομόναχος, μακριά από τους ανθρώπους.  Εκεί τριγυρνούσε γύρω από το μαντρότοιχο κι όταν κουραζόταν στηνόταν κάτω από τις σκοπιές των φρουρών κι έπιανε κουβέντα μαζί τους.  Κι εκεί που αποξεχνούσε το δράμα του και γελούσε με τα αστεία τους να  σου και τον καβαλούσε ο δαίμονας, κοκκίνιζαν τα μάτια του, έβγαζε αφρούς από το στόμα και ξέσχιζε τα ρούχα του από πάνω μέχρι κάτω.     Σκαρφάλωνε ύστερα στο πιο ψηλό σκαλί της σκάλας και κοιτάζοντας το μέρος που είχε σκοτωθεί ο γιος του, φώναζε παραλογισμένος, δυνατά : <<  Να,  εκεί λίγα μέτρα πιο κάτω σκοτώθηκε το παλικάρι μου και δεν πήγε κανείς να το γλιτώσει ! Κάηκε το κορμί του με το μπουμ ! έλιωσε ! Μόνο οι δυο του αρβύλες βρέθηκαν κι εκείνες σχισμένες !  Τι βάλανε στο χώμα;  Που είναι το κουφαράκι του παιδιού μου να το πλύνω, να το στολίσω και να το θάψω με τιμές όπως του αξίζει; Άδειος είναι ο τάφος του, και, η ψυχή του κι αυτή που να φτερουγίζει ; Μοσχοβολιά  ήταν και χάθηκε, βιολέτα και μαράθηκε το πουλάκι μου ! Αιωνία η μνήμη του ! Αιωνία ! >>

            Μετά χανόταν στα καλντερίμια και στα στενοσόκακα, αποφεύγοντας κάθε άνθρωπο που του μιλούσε και τον πλησίαζε. Στο σπίτι γυρνούσε ρακένδυτος και κουρασμένος.  Και χωρίς να έχει ανάκαρα για τίποτα, άρχιζε πάλι τα μοιρολόγια και τις βαρυγκώμιες.

            Η γυναίκα του ανησυχούσε και κάλεσε το γιατρό Μποσινάκη, να τον δει και να του συστήσει αγωγή για να ‘ρθει στα συγκαλά του. Ο γιατρός όμως αποφάνθηκε κατηγορηματικά : << Ο άνθρωπος είναι στα πρόθυρα της τρέλας, δε γιατρεύεται και μέρα με τη μέρα θα πηγαίνει χειρότερα. Χρειάζεται να μπει στο ψυχιατρείο για να ανακουφιστεί. Όσο παραμένει μόνος και χωρίς φάρμακα γίνεται πιο επικίνδυνος κι όλο θα καταρρέει τόσο το σώμα όσο και η ψυχή του. Ότι είναι να γίνει ας γίνει το συντομότερο ! >>

            Έπεσε στην αγκαλιά του γιατρού η κυρά Αννιώ και μέσα σε αναφιλητά του ψιθύρισε :

            --- Θα δω τι θα κάνω, γιατρέ ! Θα δω! Πήγαινε στο καλό τώρα !

 

 

 

 

 

                                                - - -                            

 

 

 

 

 

            Στο σπίτι των Φραγκολιάδων τα γκρίζα σύννεφα φάνηκαν από την άλλη μέρα κιόλας του γάμου. Η Λενιώ με κανένα τρόπο δεν ήθελε να φύγει από το πατρικό σπίτι των Φραγκολιάδων και να  μετακομίσει στο άλλο, το καινούργιο στην κάτω πόλη που έφτιαξαν οι πεθεροί της και πολύ επιθυμούσαν να ζήσουν εκεί ο γιος  και η νύφη τους.

             Του κάκου προσπαθούσε να την πείσει ο Άρης και να της αλλάξει τα μυαλά, αλλά όσα κι αν της έλεγε ήταν << φωνή βοώντος εν τη ερήμω >>. Έτσι συνεχώς καυγάδιζαν γι’ αυτό το θέμα και οι σχέσεις τους πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Αν και είχαν περάσει έξι μήνες παντρεμένοι, δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από την πλατεία και να πάνε στο καινούριο σπίτι. Γενικά από την πρώτη μέρα που παντρεύτηκε η Λενιώ δεν έδειχνε ευτυχισμένη. Και τα αίτια βέβαια είναι γνωστά. Γιατί όπως ξέρουμε έλειπε από την καρδιά της η αγάπη για τον άντρα της που θα την έκανε να ριγεί κάθε τόσο και λιγάκι σαν βρισκόταν μαζί του.

           Ο Άρης βέβαια την αγαπούσε τρελά αλλά αυτή όχι. Το πιο σωστό θα ήταν να πούμε πως τον μισούσε κιόλας που την αγόρασε σαν την πούλησαν οι γονείς της ! Γι’ αυτό δε του δόθηκε ολότελα και σαν την άγγιζε τραβιόταν από κοντά του και του έδειχνε ψυχρότητα και αδιαφορία. Έτσι ο Άρης έχανε σιγά-σιγά  την υπομονή του, την άφηνε μόνη, κατέβαινε στο μαγαζί και χανόταν όλη μέρα  ανάμεσα στα ράφια και τα εμπορεύματα. Στο τέλος συναντιόνταν μόνο τα βράδια κι αυτό σπάνια.

            Οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν. << Τα εν οίκω >> βγήκαν στο δήμο κι ο καθένας έλεγε ότι ήθελε.  Άλλοι πως <<οι συμπέθεροι συνεμπαίνουν στο ζευγάρι>>, άλλοι<< πως η λωλή δεν ξεχνούσε με τίποτα το σκοτωμένο >> και οι πιο αδιάντροποι και χυδαίοι ψιθύριζαν κι έλεγαν <<πως το παλικάρι που παντρεύτηκε και κοιμάται μαζί του, δεν είναι και τόσο σόι άντρας και γι’  αυτό σήκωσε μπαϊράκι η νύφη και του κάνει σκηνές >>.

            Αλλά η πιο συγκλονιστική φήμη  ήταν αυτή που ήθελε το Φραγκολιά βαριά  άρρωστο ή καλύτερα να είναι στα τελευταία του, εξαιτίας της στενοχώριας που περνούσε βλέποντας το γιο του να υποφέρει από το γάμο του αυτό. Έτσι το άσθμα του έγινε ανυπόφορο, ενώ το ένα του πνευμόνι το βρήκε ο γιατρός σάπιο και οι ελπίδες για ζωή που του έδινε ήταν λίγες. Έτσι εξηγείται και η απουσία του Φραγκολιά από το μπακάλικο, όπου τις τελευταίες μέρες δεν είχε φανεί καθόλου και πολλοί ήταν εκείνοι, με πρώτους και καλύτερους τους στενούς του φίλους, που ρωτούσαν με αγωνία  το γιο του, να μάθουν τι ήταν εκείνο που κρατούσε τόσες μέρες τον πατέρα του μακριά από τη δουλειά και δεν τον έβλεπαν καθόλου.  Με κατεβασμένο το κεφάλι και χωρίς να τους κοιτάζει στα μάτια ο Άρης τους έλεγε χίλιες δυο δικαιολογίες και πως ένα ταξίδι στην πρωτεύουσα για εμπορικούς λόγους, τον κράτησε μακριά κι όπου να ήταν θα επέστρεφε και θα έπιανε πάλι δουλειά.

            Όμως που να ήξεραν πως πάνω από το κεφάλι τους, σ’  ένα δωμάτιο παιζόταν ένα ανθρώπινο δράμα που από ώρα σε ώρα περίμενε το τέλος του, ένα τέλος οδυνηρό αλλά και λυτρωτικό μαζί αφού η απέραντη ησυχία που θα το διαδεχόταν θα το αλάφρωνε από τον πόνο.

            Ωστόσο οι μέρες περνούσαν και τίποτα δεν έλεγε ν’  αλλάξει προς το καλύτερο το νιόπαντρο ζευγάρι. Για να πέσει σαν κεραυνός μια μέρα πάνω από την πλατεία η είδηση πως το ζευγάρι δεν τα βρίσκει πια, τσακώνονται και χτυπιούνται και το μόνο που μπορεί να συμβεί από λεπτό σε λεπτό είναι ο χωρισμός του. Ένα χωρισμό που τον ζητά περισσότερο η Λενιώ και θα τον πετύχει.

            Κι αυτά τα διέδωσε  ένας γείτονας που τους άκουγε από το μεσότοιχο του σπιτιού του, που ήταν κολλημένο πάνω στο Φραγκολιάδων και σαν έστηνε αυτί δε του ξέφευγε το παραμικρό. Έλεγε λοιπόν ο γείτονας πως άκουσε ένα βράδυ τη Λενιώ να κλαίει και να του λέει : << Το ‘ξερες πως δε σ’ αγαπούσα κι όμως έκανες τα πάντα και με παντρεύτηκες. Με αγόρασες, σαν θες να μάθεις μ’ αυτό που έκανες και την καρδιά μου ποτέ δεν την κατάχτησες και ούτε τη συγκίνησες και τη στιγμή ακόμη που στο νυφικό κρεβάτι την πρώτη βραδιά του γάμου μας, μ’ έκανες δική σου!  Ο έρωτας θρονιάζεται στην καρδιά αναπάντεχα  κι εκεί που δεν το περιμένεις, όπως έγινε και σε μένα κι άλλον αγάπησα, όχι όμως  εσένα ! Μ’ έφαγες, μου τον σκότωσες και είμαι τώρα δούλη σου, απροστάτευτη και μόνη να κατρακυλάω όλο και πιο πολύ στη λάσπη της καταστροφής ! Δε σε θέλω, πως το λένε ! Σε μισώ, πώς να στο πω ! Δε σ’ αγαπώ ! Να, το βροντοφωνάζω και στο ομολογώ !  Έξι μήνες παντρεμένοι κι ο σπόρος σου ακόμη δε φύτρωσε μέσα μου !  Τι σημάδι είναι αυτό; Να στο πω εγώ ! Η μήτρα μου δεν τον θέλει το σπόρο σου ! Δεν τον θέλει ! Κι έτσι μέσα μου αντί να κλωτσά η ζωή του παιδιού, κλωτσά μια αόρατη δύναμη που με ταρακουνά σύγκορμη και μου ψιθυρίζει << Φύγε, φύγε, να σωθείς ! Άφησέ τον να πληρώσει γι’ αυτό που έκανε και σε κατάφερε με τις πονηριές του και σε ανέβασε στο κρεβάτι του για να σε γλεντήσει. Είναι ένας τιποτένιος εκβιαστής, ένας ψεύτικος εραστής, που ‘χει την όψη του διαβόλου και την καρδιά του δράκου >>.

            Και συνέχισε ο γείτονας : Χολιασμένος κι όλο πίκρα ο Άρης, της απαντούσε:  << Το ξέρω δε με θες. αλλά κάνω τα πάντα να είσαι ευτυχισμένη. Σπίτια σου έχω, ρούχα, κοσμήματα, λεφτά, δε σου λείπει τίποτα, ζεις σαν βασίλισσα, το φως της μέρας είναι όλο δικό σου, δε σε σκιάζει κανένα σύννεφο, τι άλλο θέλεις ! Καταλάγιασε καλή μου, ηρέμησε, δε βλέπεις τις αρρώστιες που ζώνουν και τα δυο σπίτια μας ; Πού θες να καταλήξουμε όλοι με τα καμώματά σου, στον τάφο; >>

            Η Λενιώ αμυνόταν και του ξαμολούσε αγαναχτισμένη : << Πλήξη, μοναξιά και ανασφάλεια, νιώθω μαζί σου από τότε που μ’ έφερες σ’ αυτό το σπίτι που μου ρουφάει το μελούδι της ζωής μου ! Μόλις φωτίσει, μ’ αφήνεις μόνη στο κρεβάτι και τρέχεις κάτω στο μαγαζί να δεις πόσα θα  εισπράξεις σαν πουλήσεις τα κελάρια με το λάδι και αδειάσεις το κρασί από τα βαρέλια. Ύστερα κάθεσαι πίσω από τον πάγκο και τα μετράς με τα μάτια σου να λάμπουν από χαρά σε κάθε χαρτονόμισμα που πιάνουν τα χέρια σου και μπαίνει στις τσέπες σου. Και σαν μου ‘ρθεις  το βράδυ μου πιάνεις κουβέντα για σκούνες και μπρίκια !

            Τι να την κάνω τέτοια ζωή, δεν τη θέλω, αφού με σκοτώνει από το πρωί μέχρι το βράδυ και μου κάνει τα μελίγγια να βουίζουν και να πονούν. Θα φύγω ! Θα φύγω ! Να ησυχάσω !>> Χτυπούσε ύστερα με δύναμη τα χέρια της στο κεφάλι της και έβαζε τα κλάματα για ώρες πολλές .

            Με τη σειρά του ο Άρης της έβγαζε σκληρή γλώσσα, λέγοντάς  της : << Δεν  έπρεπε τότε να γίνεις γυναίκα μου ! Γιατί δέχτηκες να με στεφανωθείς; καθισμένοι στο ψηλό σκαμνί οι γονείς σου, παράγγελναν με τον        αέρα του δυνατού, στους Φραγκολιάδες, πως μ’ αγαπάς, πονάς μακριά μου και υποφέρεις και στιγμή δεν έκανες χωρίς εμένα κι ένα σωρό άλλα τέτοια που τους λύγισαν και σ΄ έκαναν παιδί τους, δίνοντάς σου το γιο τους για άντρα σου ! Κι εσύ τους καταριέσαι τώρα, φτύνεις στο κατώφλι τους και δε θες το γιο τους ! Τι λες για όλα αυτά; Δε θαρρείς πως μόνο η ντροπή σου αξίζει ; >>

            Ξεσπούσε πια η Λενιώ για να του πει, έξω από τα δόντια : << Πάει και τελείωσε ! Μη με θαρρείς πια γυναίκα σου, μένω ώσπου να σκεφτώ τι θα κάνω και μετά μην την είδατε τη Λενιώ !  Ο θανατερός λίβας που φυσάει εδώ μέσα με καίει και μου στεγνώνει τους χυμούς του κορμιού μου κι έτσι που το πάει γρήγορα θα με  κατακάψει. Θα ξενιτευτώ κι εγώ θα πάω μακριά να κλειστώ σ’ ένα μοναστήρι να ζήσω μακριά σου ! >>

            Οι φωνές ύστερα και τα κλάματα έπαιρναν κι έδιναν. Δε σταματούσαν παρά σαν περνούσαν ώρες.

            Αυτά είχε ακούσει ο γείτονας και μέρα με τη μέρα, λίγα- λίγα τα ξεστόμισε όλα στους ανθρώπους της πλατείας έτσι που μερικά έφταναν και στ’   αυτιά του κυρ Λαέρτη που έλεγε της γυναίκας του γεμάτος στενοχώρια : << Δε βλέπεις, τι γίνεται, Ιζαμπώ, λίγα μέτρα πιο πέρα ; Το παιδί μας υποφέρει στα χέρια ενός ανθρώπου που δεν το αγαπάει κι εμείς καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια ! Κάτι πρέπει να κάνουμε, να το γλιτώσουμε ! >>   << Τι να κάνουμε ; >> του απαντούσε ξέπνοη και η Ιζαμπώ κι έκλαιγε. << Να  πάμε σπίτι τους και να την πάρουμε ! Αυτό να κάνουμε ! >>  << Ησύχασε άντρα ! >> του πετούσε κι αυτή και πρόσθετε με βαριά καρδιά : << Δε γίνονται αυτά, το ζευγάρι θα τα βρει μόνο του. Δεν πρέπει να συνεμπούμε ανάμεσά τους ότι και να γίνει >>.

           

           

 

 

                                          - - -    

 

 

 

 

            Λίγες μέρες  μετά την κουβέντα που είχε με τη γυναίκα του ο κυρ Λαέρτης, ένα πρωινό τον βρήκε σε απελπιστική κατάσταση. Μαζεμένος κουβαράκι πάνω στο κρεβάτι, βαριανάσαινε και βογκούσε. Τα χείλη του είχαν πρηστεί και τα μάτια του ξεθωριασμένα και θολά κοίταζαν ολοτρόγυρα σαν νυσταγμένα. Κρύος ιδρώτας τον περιέλουζε και τα σεντόνια ως κάτω στα πόδια του είχαν μουσκέψει ενώ ένα συνεχές τρέμουλο τον τυραννούσε ανελέητα.

            Η κυρά Ιζαμπώ έφερε το γιατρό Μποσινάκη άρον – άρον. Ο γιατρός τον ακροάστηκε πολλή ώρα, δείχνοντας έντονα την ανησυχία του. Στο τέλος, πήρε την κυρά  Ιζαμπώ ιδιαίτερα σ’  ένα δωμάτιο και της είπε :

            --- Είναι σοβαρά ο άνθρωπος ! Το έμφραγμα είναι οξύ και δεν παίρνει τίποτα!  Να μείνει στο κρεβάτι ακίνητος κι έχει ο Θεός !

            Τρέμοντας σύγκορμη εκείνη, του έκανε :

            --- Δηλαδή, γιατρέ, θα πεθάνει ;

            --- Δυστυχώς, ναι ! της έκανε κουνώντας το κεφάλι. Δεν έχει πολλές ώρες ζωή. Το σοκ που πέρασε ήταν φαίνεται δυνατό και του προξένησε βλάβη, για να μην πω πληγή στην καρδιά. Δουλεύει η μισή καρδιά του. Η άλλη μισή είναι άχρηστη. Σε λίγο όταν κι αυτό το κομμάτι αρρωστήσει θα σταματήσει να δουλεύει και θα σβήσει σαν πουλάκι !

                   Ολάκερη η ζωή της πέρασε μπρος από τα μάτια της εκείνη τη στιγμή. Αλλά πιο πολύ έμεινε η σκέψη και η περισυλλογή της στις καλές και τρυφερές στιγμές που πέρασε με τον άντρα που ήταν ετοιμοθάνατος στο κρεβάτι. Θυμήθηκε την πρώτη τους γνωριμία, τους γάμους τους, τη Λενιώ που γέννησαν, τη στοργή και τη φροντίδα του κυρ Λαέρτη γι’ αυτή, τις παραξενιές του και τους ηρωισμούς του να μεγαλώσει και να κρατήσει το εμπορικό. Φρόντιζε ο καημένος να μην της λείψει τίποτα κι εκείνο που τον ένοιαζε πιο πολύ ήταν να τη βλέπει ευτυχισμένη.

            Ακόμη στη σκέψη της έμεινε για πολλή ώρα και η μέρα εκείνη που μετά το θάνατο του Λάκη, συντριμμένοι και οι δυο, συζητούσαν για τη Λενιώ.  << Η τύχη αυτού του κοριτσιού με ταλανίζει, Ιζαμπώ, της είχε πει ο κυρ Λαέρτης και δε  μ’  αφήνει να ησυχάσω. Τι θα γίνει ; Ποιο θα είναι το μέλλον της ; Το Λάκη τον χάσαμε, τον Άρη δεν τον θέλει, να δούμε ποιον άντρα θα βάλλει δίπλα της. Έτσι που στενοχωριέμαι γι’ αυτή θα με φάει το χώμα το βλέπω, γρήγορα, πολύ γρήγορα ! >>

            --- Ώστε γιατρέ, τον χάνουμε ! ψιθύρισε σαν έδιωξε τις σκέψεις της από τα περασμένα κι αναστέναξε.

            --- Δυστυχώς, ναι ! της ξανάπε ο γιατρός για να προσθέσει : Τέτοιες καταστάσεις της καρδιάς δεν επανέρχονται. Και η καρδιά είναι κι αυτή σαν το ποτήρι που σαν ραγίσει δεν κολλά !

            Χαμένη μέσα στην απελπισία της τον ρώτησε :

            --- Μήπως χρειάζεται, νοσοκομείο;

            --- Μπα,  δε του κάνει τίποτα !

            --- Φάρμακα;

            --- Θα πάρει, αλλά το θαύμα  δε   θα ‘ρθει !

            Κούνησε το κεφάλι του ο γιατρός, έσφιξε τα χείλη και σιώπησε.

            Η Κυρά Ιζαμπώ συνέχισε να φέρνει στο νου της περασμένες εικόνες. Έτσι μέσα σ’  αυτές νοστάλγησε το Λάκη, το χαμένο παλικάρι που αν ζούσε θα χάριζε την ευτυχία όχι μόνο στην κόρη της, αλλά και σ’ αυτούς. Μπορεί να μην τον ήθελαν για άντρα της επειδή ήταν φτωχός και παρακατιανός, στο τέλος όμως θα νικούσε ο έρωτας και θα παντρεύονταν! Έτσι η ευτυχία που θα πλημμύριζε τα δυο παιδιά, θ’  άγγιζε κι αυτούς ! Αυτός ο θάνατος όμως του Λάκη, τους διέλυσε όλους, γονείς και κόρη. Κι όχι μόνο το Λαέρτικο, αλλά διέλυσε και τους Φραγκολιάδες και το Μάκη τον καφετζή. Το πιο αθώο όμως και τραγικό θύμα αυτού του θανάτου ήταν η Λενιώ ! Πώς θα νιώθει τώρα χωρίς τον άντρα που αγάπησε ;

            Ένας κόμπος στο λαιμό την έφερε στην πραγματικότητα, για να ρωτήσει το γιατρό :

            --- Τι τον σκότωσε πιο πολύ, γιατρέ;

            ---Πολλά ! Αλλά και η  αγωνία του για την τύχη της Λενιώς ! Αυτή η αγωνία κι ο ευαίσθητος ψυχισμός του, τον συνέτριψαν, δίνοντάς τους το τελειωτικό χτύπημα.

            Λίγο έλειψε να καταρρεύσει η κυρά Ιζαμπώ και να σωριαστεί κάτω. Γρήγορα ο γιατρός, άπλωσε το χέρι του, τη συγκράτησε και της είπε, τρυφερά :

            --- Οι δύσκολες στιγμές     θέλουν    ψυχραιμία, Ιζαμπώ!       Διαφορετικά

φέρνουν κι άλλα κακά !

            Την έσπρωξε ελαφρά και την έφερε στην πόρτα του δωματίου του κυρ Λαέρτη. Εκείνη τη στιγμή ένας  βαθύς ρόγχος σαν πνίξιμο έβγαινε απ’ το άρρωστο στόμα του. Ο γιατρός άφησε την κυρά Ιζαμπώ, έτρεξε κοντά του και γονάτισε. Τα αδύναμα χέρια του Λαέρτη κουνήθηκαν κι άγγιξαν το γιατρό.

            Έβγαλε το στηθοσκόπιο και τον ακροάστηκε. Όση ώρα ήταν γερμένος πάνω του η κυρά Ιζαμπώ όρθια δίπλα του, έλιωνε από την αγωνία. Ο γιατρός ψύχραιμος συνέχιζε να τον ψάχνει, να του κοιτάζει τα μάτια, να του ακούει το σφυγμό και να του μετράει την πίεση. Σε λίγο στράφηκε, κοίταξε τα δακρυσμένα μάτια της Ιζαμπώς και κούνησε το κεφάλι του. Γρήγορα όμως ξανάρχισε να τον ακροάζεται και να τον ψάχνει στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς και στην κοιλιά.

            << Τι είναι ο άνθρωπος, σκέφτηκε η κυρά Ιζαμπώ και πλησίασε. Αέρας είναι, τρέχει, γυρίζει κόσμους, πολιτείες, γνωρίζει μέρη, κάνει όνειρα, αποκτά πλούτη, τιμές και δόξες κι ένα πρωί τα αφήνει όλα έρημα και φεύγει.  Φεύγει για να μην ξαναγυρίσει πια και να χαθεί στο αιώνιο σκοτάδι της ανυπαρξίας ! Γιατί τόσος κόπος, τόση αγωνία και τόσα βάσανα για το τίποτα ; Κάλλιο να μη γεννιέται, προτιμότερο να μη δει τον ήλιο σαν τόσες και τόσες στενοχώριες τον περιμένουν. Καλύτερα αγέννητος ν’  αποφύγει τον πόνο ! >>

            Τώρα είχε πλησιάσει πάνω από το κεφάλι του κυρ Λαέρτη, που με κλειστά μάτια είχε σταματήσει να ανασαίνει κι ήταν ακίνητος. Έσκυψε, τον φίλησε  στο πρόσωπο και τρέμοντας, ρώτησε το γιατρό :

            --- Τι βλέπεις, γιατρέ ; Θα ζήσει ;

            --- Κράτα την ψυχραιμία σου και μη λιποθυμήσεις γι’  αυτό που θα σου πω, κυρά Ιζαμπώ, της είπε συγκινημένος εκείνος και της ψιθύρισε σβηστά :

            --- Πέθανε ! Ο Θεός να τον αναπαύσει !

 

            --- Ο άντρας μου, πέθανε ! Δεν μπορώ να το πιστέψω ! ξεφώνισε τότε εκείνη κι έπεσε κλαίγοντας πάνω στο νεκρό σώμα του να το αγκαλιάσει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

           

 

 

 

 

                                               

                                            

 

 

 

                            

                           

                                                                                               

 

 

 

 

   

 

                            

 

                                     

 

              

    

                                     

 

                                     

                                               Ζ

 

                     

 

 

                            

 

                                               

 

 

 

         Ο αέρας της πλήξης και της        μοναξιάς    που φυσούσε     στο σπίτι του Φραγκολιά μέρα με τη μέρα τσάκιζε τη Λενιώ και την τρέλαινε. Γι’ αυτό επειδή έβλεπε πως τίποτα δε θ’ άλλαζε, αποφάσισε να φύγει. Έτσι ένα πρωί     μάζεψε τα πράγματά της και κατηφόρισε στο σταθμό.

          Φυσούσε δυνατά κι έβρεχε. Το τσουχτερό κρύο της τρυπούσε τα κόκαλα  και την έκανε να τρέμει. Φορτωμένη εκείνη τα πράγματά της το αψηφούσε θωρώντας τα σπίτια της μικρής πλατείας που τα εγκατέλειπε και μάτωνε η καρδιά της. Στα περισσότερα απ’ αυτά είχε μπει και είχε εξομολογηθεί σε δικούς της ανθρώπους  προσωπικούς καημούς και ψυχικά σκιρτήματα.  Τώρα τα άφηνε και σ’ ένα άλλο ξένο κι αφιλόξενο μέρος θα εναπόθετε την ψυχή της και θα έβλεπε στο πρωινό της ξύπνημα, άλλα χρώματα διαφορετικά από εκείνα που είχε συνηθίσει να βλέπει στην μικρή πλατεία της. Έπρεπε όμως να φύγει, να φύγει για να λυτρωθεί από το μαρτύριο που περνούσε μ’ έναν άντρα που δεν τον αγαπούσε και δεν τον ήθελε.

          Περνούσε τώρα από το Σταυροπάζαρο και κατηφόριζε στο καλντερίμι που οδηγούσε έξω από το αστυνομικό τμήμα. Ψηλό, αγέρωχο, εντυπωσιακό, υψωνόταν δεξιά της το κάστρο των Γιγάντων, φορτωμένο δόξα, νίκες και αίμα και που τόσες φορές το είχε περπατήσει και είχε καθίσει στις ντάπιες του και στις πολεμίστρες του. Εδώ συναντιόταν ταχτικά με το Λάκη κι εδώ τα ‘λεγαν και έκαναν όνειρα για το μέλλον τους.

          Στο χτίριο της αστυνομίας προσπέρασε και πήρε αριστερά το δρομάκι με τις πολλές στροφές για να τη βγάλει στην κάτω πόλη. Σαν έφτασε στο ύψωμα του Πόλκα, σταμάτησε, άφησε κάτω τη βαλίτσα της και κάθισε σε μια πέτρα για να ξεκουραστεί και να θαυμάσει από εκεί τις ομορφιές που απλώνονταν μπροστά της.

          Δεν ήξερε γιατί, αλλά εκείνη τη στιγμή τη συγκίνησε πολύ η θάλασσα που απλωνόταν μπρος της σαν θεόσταλτη ζωγραφιά και την έκανε πιο εντυπωσιακή η ομίχλη που εδώ κι εκεί την είχε σκεπάσει. Εδώ στην άμμο αυτής της θάλασσας σαν η καρδιά της χτύπησε άταχτα για το Λάκη, έσμιξαν πάνω της και χάρηκαν την αγάπη τους. Εδώ πάλι μετά τα χάδια τους, έπαιζαν με τα βότσαλα πετώντας τα στη θάλασσα και μετρούσαν τα πηδήματά τους μέσα σε πελάγη χαρά κι ευτυχίας. Την αγκάλιαζε ύστερα ο Λάκης και της έλεγε, τρυφερά με το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει από τη φλόγωση : << Άφησε Λενιώ τα παιχνίδια με τα βότσαλα κι έλα να παίξουμε τα άλλα του έρωτα ! >> κι αφού την έσφιγγε στην αγκαλιά του την έπνιγε μες στα φιλιά.

          Άφησε τη θάλασσα τώρα η Λενιώ και κοίταξε το λιμάνι που σαν θεόρατο πέταλο, φαινόταν μπροστά της. Κυμάτιζαν τα ψαροκάικα και οι βάρκες και πάνω στις κουπαστές τους, δίχτυα και ψαράδες είχαν γίνει ένα. Χρόνια τούτο το λιμανάκι τάιζε τη φτωχολογιά με ψάρια και ήταν δεμένο με τους καημούς και τα όνειρά της.

          << Δεν έχω άλλο χρόνο >> σκέφτηκε η Λενιώ και σηκώθηκε. Πήρε τα πράγματά της και κατηφόρισε και πάλι. Σαν ζύγωνε στο σταθμό το τραίνο σφύριξε και την έκανε να βιαστεί για να το προφτάσει.

          Σαν έφτασε και το πλησίασε, κάτι της φάνηκε πως ξεκόλλησε μέσα της. Γρήγορα όμως πήδησε πάνω και κάθισε στη θέση της. Και μέχρι να ρίξει μια ματιά τριγύρω  το τραίνο βόγκηξε, έτριξαν σιγά-σιγά οι ρόδες του πάνω στις ράγες και κύλησε αγκομαχώντας για την έξοδο από το σταθμό.

 

 

 

                                                    *  * *

 

 

 

 

          Φθάνοντας έξω από το μοναστήρι των καλογραιών η Λενιώ, σταμάτησε κι έριξε μια ματιά μέσα στον αυλόγυρο. Αφού έδειξε πως δίστασε να περάσει την ανοιχτή σιδερένια του πόρτα, γρήγορα όμως άλλαξε γνώμη και γλίστρησε μέσα, κάτω από τα θεόρατα πλατάνια που το σκέπαζαν. Περπάτησε ως εκεί που ένα παλιό πέτρινο σπίτι της τράβηξε την προσοχή και ο παράξενος θόρυβος που έβγαινε από τους τοίχους του, την έκαναν να σταματήσει στην πόρτα του. Κι ως έριξε τη ματιά της μέσα, είδε ανάμεσα σε αργαλειούς και αδράχτια καλόγριες να δουλεύουν και να υφαίνουν πολύχρωμα υφάσματα. Δεξιά κι αριστερά δεν έβλεπες τίποτα άλλο από πάγκους και καλάθια να είναι γεμάτα από τέτοια υφάσματα, άλλα διπλωμένα κι άλλα μαζεμένα σε σωρούς. << Υφαίνουν τα φανταχτερά μεταξωτά οι καημένες >> μονολόγησε κι ετοιμάστηκε να κάνει το πρώτο βήμα για να μπει μέσα.

          Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μια φωνή από ένα κελί κοντά στο μοναστήρι την καλούσε ν’ ανεβεί τις σκάλες και να πάει εκεί.

          << Θα ‘ναι η ηγουμένη >> σκέφτηκε η Λενιώ και κίνησε να πάει να τη συναντήσει.

          Η ηγουμένη Φιλοθέη ξεφύλλιζε ένα παλιό χοντρό βιβλίο που είχε μπρος της, τη στιγμή που η Λενιώ μπήκε στο κελί της. Την κοίταξε με περιέργεια και σαν άφησε το βιβλίο από τα χέρια της και τα ‘φερε στον ολόχρυσο σταυρό που κρεμόταν στο στήθος της, τη ρώτησε, αφού πρώτα της έδειξε μια καρέκλα να  καθίσει, με βλέμμα γεμάτο οίκτο και ψόγο :

          --- Τι είναι αυτό που σ’ έφερε στο μοναστήρι, κόρη μου;

          Έσφιξε τα χείλη της η Λενιώ και σαν γέλασε με σαρκασμό, της απάντησε φοβισμένη :

          --- Η απελπισία, ηγουμένη !

          --- Η απελπισία ! αναφώνησε με μια στριγκιά φωνή η καλόγρια για να της πει με την περιέργεια ακόμη περασμένη στα μάτια της :

          --- Μα, το Θεό, κόρη μου, θαρρώ πως πολλά βάσανα κουβαλάς μαζί σου και θες να μου τα πεις, να ξαλαφρώσεις ! Δεν απομένει τότε παρά ν’  αρχίσεις !

          Δειλά- δειλά, άρχισε η Λενιώ :

          --- Βιάστηκα, ηγουμένη μου και παντρεύτηκα έναν άνθρωπο που δεν τον αγαπώ. Η αλήθεια είναι πως με πίεσαν πολύ οι δικοί μου για να τον πάρω και το πέτυχαν, χαλώντας μου έτσι τη ζωή και ρίχνοντάς με στην καταστροφή και την απελπισία. Η καρδιά μου μένα χτυπούσε για άλλο παλικάρι που έσχιζε ατρόμητο τον ουρανό, πετώντας με το αεροπλάνο του. Σκοτώθηκε όμως μια μέρα σαν έπεσε λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου. Το αεροπλάνο του έγινε κομμάτια και ο ίδιος κάηκε! Πόνεσα εγώ, έκλαψα μέρες ολάκερες, κλείστηκα απελπισμένη στην κάμαρά μου και περίμενα τι άλλο, να πεθάνω ! Ο χρόνος όμως με συνέφερε κι άρχισα σιγά –σιγά να βλέπω πάλι τη ζωή με  άλλο μάτι. Τότε βρήκαν ευκαιρία οι δικοί μου, πάτησαν πάνω στην πληγή μου και με πάντρεψαν με τον άντρα που δεν αγάπησα ποτέ μου. Έτσι χωρίς να το καταλάβω έγινα γυναίκα του και βρέθηκα στο κρεβάτι του !

          Σταμάτησε λίγο για να συνεχίσει και πάλι με οξύτητα στη φωνή της :

          --- Ζήσαμε μαζί κοντά δυο χρόνια. Εκείνος στο δικό του κόσμο, τον κόσμο του έμπορα και του χρήματος κι εγώ στον κόσμο της φυλακισμένης.  Αδιάφορος, με άφηνε μόνη κι έτρεχε στο μισοσκόταδο πίσω από τον πάγκο να μετρήσει τα λεφτά που εισέπραξε τη μέρα και να τα ταχτοποιήσει ύστερα στο χρηματοκιβώτιο.

          Φίλους δεν είχε, διασκεδάσεις δεν ήξερε, απολαύσεις δε δοκίμαζε και ούτε είχε διάθεση να μπει στον πειρασμό να τα γνωρίσει, Έτσι κι εγώ κλείστηκα στον εαυτό μου και αποζητούσα τη μοναξιά για συντροφιά.

          Τις ηδονές του κορμιού τις ξέχασα, το άγγιγμά του δεν το ένιωθα ποτέ και τα τρυφερά λόγια που θα ήθελα ν’ ακούσω από τα χείλη του δεν έβγαιναν. Πάλευα, έκλαιγα, βογκούσα ν’ αποδιώξω τις επιθυμίες  της σάρκας μου κάθε βράδυ κι ένας Θεός ξέρει τι τραβούσα ως να ξημερώσει.

          Έτσι σ’ αυτή την κόλαση που ζούσα, δεν άντεξα και πήρα την απόφαση να φύγω, να κλειστώ εδώ στο μοναστήρι και σαν φορέσω το ράσο να ξεχάσω. Και ποιος ξέρει, μπορεί και να θάψω και τα πάθη μου που τόσες και τόσες φωτιές που άναβαν εκεί στον έξω κόσμο που ήμουν.

          Πόνεσε η καρδιά της ηγουμένης σαν άκουσε τα λόγια της Λενιώς. Και αμέσως θυμήθηκε το δικό της δράμα που την έφερε εδώ. Αγάπησε κι αυτή πολύ, ένιωσε ευτυχισμένη στην αγκαλιά του άντρα, ένιωσε το κορμί της να καίγεται από τη φωτιά της αίσθησης σαν κυλούσε μέσα στο αίμα της γλυκά – γλυκά η ηδονή που άφηνε το δυνατό σφιχταγκάλιασμα των πυρακτωμένων κορμιών. Και ξαφνικά μια μέρα όλ’ αυτά έσβησαν. Ο άντρας που τον αγάπησε την εγκατέλειψε κι έφυγε με μια άλλη κι αυτή έμεινε έρημη και μόνη. Αλλά πως ν’ αντέξει τέτοιο πόνο στην καρδιά! Κλείστηκε σ’ αυτό εδώτο μοναστήρι κι ακόμα προσπαθεί να ξεχάσει !

          Κοίταξε αρκετή ώρα το ελκυστικό πρόσωπο της Λενιώς και της αποκρίθηκε με τη συγκίνηση στα μάτια:

          --- Με συγκίνησε η ιστορία σου, κόρη μου, αλλά είναι δύσκολη η καλογερική ! Το ράσο είναι βαρύ και δεν αντέχεται ! Άφησε που η ζωή εδώ είναι σκληρή και θα σε γονατίσει ! Αν ρωτούσες την ταπεινότητά μου, θα σου έλεγε το καλύτερο που έχεις να κάνεις, είναι να φύγεις και να γυρίσεις πίσω στον κόσμο.

          Έγινε κατακίτρινη η Λενιώ. Τα σκληρά λόγια της ηγουμένης την στενοχώρησαν. Ωστόσο μπόρεσε και της είπε, αποφασισμένη :

          --- Ας είναι ! Εγώ δεν πάω πουθενά ! Εδώ θα μείνω !

          Είδε την επιμονή της η ηγουμένη κι έκανε άλλη μια προσπάθεια να τη γλιτώσει από το κρύο δάγκωμα του μοναστηριού, λέγοντάς της με υψωμένη τη φωνή:

          --- Να  με συμπαθάς κόρη μου, αλλά θαρρώ πως κάνεις μεγάλο λάθος να θες να κλειστείς εδώ μέσα ! Χαρά, γέλιο κι όνειρα δεν υπάρχουν εδώ στο μοναστήρι, τα ΄χει διώξει η προσευχή, η στέρηση και η νηστεία. Εσύ δεν τα ξέρεις αυτά γιατί δεν τα έχεις δοκιμάσει. Εμείς όμως τα  νιώθουμε κάθε μέρα κι έχουμε ένα λόγο παραπάνω να σου πούμε την αλήθεια. Να  φύγεις, λοιπόν, αυτό πρέπει να κάνεις σαν θες να μην τρελαθείς εδώ μέσα!

          Κι αφού έκανε μια μικρή παύση ΄ να βρει τον ειρμό της, πρόσθεσε :

          --- Δεν έχει ζωή, με λίγα λόγια εδώ, παιδάκι μου ! Ζωή έχει μόνο στον έξω κόσμο που θα πας ! Εκεί είναι το φαί, εκεί η διασκέδαση εκεί και οι χαρές ! Εδώ η κατάρρευση και τίποτα άλλο !

          Έσμιξε τα φρύδια της η Λενιώ και με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα τώρα,της έκανε :

          --- Μ’ αρέσει, θα μείνω !

          Σκέφτηκε τη δική της είσοδο στο μοναστήρι η ηγουμένη κι ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Έτσι κι αυτή τότε πάνω στην απελπισία της, ζητούσε επίμονα σαν τη Λενιώ, να κλειστεί μέσα και ούτε την ένοιαζε τι θα συναντούσε μπροστά της.  Η καρδιά της το μόνο που ζητούσε κείνη τη στιγμή ήταν να κλειστεί μέσα και τίποτα άλλο ! Κι όσο θυμήθηκε τις πρώτες μέρες της στο μοναστήρι, κόντεψε να της έρθει κόλπος !Για να μην τρελαθεί από τη μοναξιά και την πλήξη, πήγαινε στη βιβλιοθήκη και διάβαζε το ένα βιβλίο μετά το άλλο και σταματούσε μόνο σαν την εγκατέλειπαν οι δυνάμεις της και την έπαιρνε ο ύπνος. Άλλες φορές πάλι έπιανε το αναλόγιο κι αφού άνοιγε τα βιβλία έψελνε ασταμάτητα τροπάρια κι απολυτίκια !

          --- Αφού είσαι αποφασισμένη να μείνεις, δεν μπορώ να   σε διώξω ! της είπε μετά από πολλή σκέψη η ηγουμένη και πρόσθεσε :

          --- Οι δικοί σου, ξέρουν πως ήρθες εδώ ;

          --- Το ξέρουν ! Άφησα ένα γράμμα στο κρεβάτι μου σαν έφυγα. Θαρρώ πως θα το βρήκε ο άντρας μου.

          --- Να ξέρεις πως κάποιο μέρα θα ‘ρθουν να σε πάρουν ! Έτσι κάνουν  σε όλες!

          --- Ας κοπιάσουν ! της έκανε με πείσμα η Λενιώ και την κοίταξε με σαγηνευτικό βλέμμα .

          Σιώπησαν λίγο για να τη ρωτήσει η ηγουμένη :

          ---Έχεις σκεφτεί πώς θα περνάς τη μέρα σου;

          --- Όχι ακόμη, αλλά θαρρώ με διάβασμα και προσευχή.

          << Να, ακόμη μια δούλη στην υπηρεσία του Θεού, σκέφτηκε η ηγουμένη, που θα βρει τη λύτρωση και τη σωτηρία της ψυχής στο υφαντουργείο του μοναστηριού ! Πόσα και πόσα κορίτσια δεν έθαψαν τα όνειρα και τις ηδονές τους εδώ μέσα ! Καλά που είναι και τούτο το χωνευτήρι που σβήνει τα γυναικεία   πάθη και τις αμαρτίες τους !>>

          Ο θόρυβος που ακουγόταν από το υφαντουργείο, έδωσε αφορμή στην ηγουμένη να της πει δυο λόγια για την ιστορία του. Έτσι αφού της έκαμε νεύμα να σηκωθεί την πήγε ως το παράθυρο κι αφού άπλωσε το χέρι της και της έδειξε το μικρό σπιτάκι με τους αργαλειούς, της είπε με φωνή παραινετική :

          --- Εκεί, σ’ εκείνο το χτίριο είναι το κλωστήριο και το υφαντήριο του μοναστηριού. Δουλεύουν οι καλόγριες εκεί και φτιάχνουν τα πολύχρωμα μεταξωτά. Πολλά τα κάνουν, μαντήλια και άλλα κομμάτια για γυναικεία φορέματα. Έτσι κερδίζουν κι αυτές λίγα χρήματα αλλά και το μοναστήρι.

          Την έπιασε ύστερα από το χέρι, την έβγαλε έξω από το κελί της και την οδήγησε μέσα από ένα μακρύ διάδρομο σε μια πτέρυγα, που είχε πολλούς βοηθητικούς χώρους, τραπεζαρίες, κηροποιεία και τεράστια κελάρια.  Στο τέλος του διαδρόμου, σταμάτησε κι αφού της έδειξε μια πόρτα, της είπε σαν την έσπρωξε και μπήκαν μέσα :

          --- Αυτό θα ‘ναι το κελί σου, κόρη μου ! Ξεκουράσου τώρα  και σαν με χρειαστείς έλα να με βρεις.

          Έφυγε και την άφησε μόνη.

          Η Λενιώ σαν απόμεινε μόνη, άνοιξε τα δυο κλειστά παράθυρα για να μπει καθαρός αέρας και άρχισε να ταχτοποιεί τα ρούχα της στη μικρή ξύλινη ντουλάπα. Μετά από αυτό, έστρωσε το κρεβάτι της και κουρασμένη από το ταξίδι και τα βάσανά της, ξάπλωσε να ξεκουραστεί. Κι εκεί που τα μάτια της έκλειναν και ο ύπνος ερχόταν γλυκά να τη σφίξει στην αγκαλιά του, μονολόγησε νιώθοντας τη μοναξιά της:  << Θεέ μου, τι να με περιμένει την έρημη; >>

 

 

 

 

* * *

 

 

 

 

 

 

          Η φυγή της Λενιώς έκανε το σπίτι του Φραγκολιά άνω κάτω. Πατέρας και γιος τσακώνονταν  και κατηγορούσε ο ένας τον  άλλο για το κακό που τους βρήκε. Ο πατέρας του έλεγε πως ήταν << κακός σύζυγος>> και ο γιος πως τον πήραν στο λαιμό τους με την επιμονή τους να του δώσουν γυναίκα << μια ανώριμη μικρή >> που το μόνο που ήξερε ήταν να σαλιαρίζει. Έτσι συνέχεια οι σχέσεις τους  ήταν ψυχρές και απόφευγαν να συζητάνε.

          << Μας πρόσβαλε, έλεγε συνέχεια ο Φραγκολιάς με αυτό που έκανε να φύγει και να κλειστεί στο μοναστήρι και μας έκανε περίγελο στα μάτια των ανθρώπων της πλατείας που μας πιάνουν συνέχεια στο στόμα τους  κι ένας Θεός ξέρει τι λένε. Τόσοι και τόσοι πέρασαν από το σπίτι μας, ένας δε βρέθηκε να μας ντροπιάσει. Κι αυτή η ξετσίπωτη μας έκανε να χάσουμε τον ύπνο μας ! >>

          Φαίνεται πως αυτή η ντροπή του ‘τρωγε τα σωθικά. Γι’ αυτό αρρώστησε  κι ένα πρωινό τον βρήκε η γυναίκα του σε απελπιστική κατάσταση. Μαζεμένος κουβαράκι σε μια γωνιά του κρεβατιού του, έτρεμε ολόκληρος, βογκούσα και ανάσαινε βαριά. Η δύσπνοια με το άσθμα που τον ταλαιπωρούσαν χρόνια, τον ξανάπιασαν  κι απ’ ότι έδειχναν τα πράματα η κατάστασή του τώρα ήταν πολύ σοβαρή. Έντρομοι μάνα και γιος κάλεσαν το γιατρό Μποσινάκη να τον εξετάσει και να ακούσουν τη γνώμη του.

          Μέχρι ο γιατρός να έρθει ο άρρωστος βυθισμένος στον κόσμο του, ψιθύριζε κι επαναλάμβανε συνέχεια : << Για ποιον τα ‘φτιαξα τα παλάτια; Για το γιο μου δεν τα ‘φτιαξα ; Είπα κι εγώ να βρει μια γυναίκα της προκοπής να παντρευτεί και σαν σμίξουν τις δυνάμεις τους να ευτυχίσουν και να μεγαλουργήσουν και του ‘τυχε  ο διάβολος με τα κέρατα ! Και να που όλα μας πήγαν χαμένα ! Φταίξαμε κι εμείς, βλέπεις. Φιλήσαμε τα πόδια του έμπορα για να μας κάνει την τιμή να μας δώσει την κόρη του για νύφη ! Και να το αποτέλεσμα ! Μας γύρισε την πλάτη και στα καλά καθούμενα μας περιφρόνησε και πήγε και κλείστηκε στο μοναστήρι !  Αχ, και να την είχα τώρα μπροστά μου, κομμάτια θα την έκανα ! >>

          << Σιώπα, άντρα μου, του ‘κανε η γυναίκα του με σφιγμένη καρδιά και τα μάτια έσταξαν δάκρυα. Σιώπα, γιατί οι κουβέντες είναι βαριές και θα γυρίσουν πάνω μας. Ότι μας βρήκε μας βρήκε δεν μπορούμε τώρα να τα αλλάξουμε. Ησύχασε για να μη μας βρει τίποτα χειρότερο >> κι απλώνοντας το χέρι της του χάιδεψε το μέτωπο.

          Ο γιατρός σαν εξέτασε τον άρρωστο τραβήχτηκε από το κρεβάτι και βγήκε έξω από το δωμάτιο. Εκεί έδειχνε στενοχωρημένος και κουνούσε το κεφάλι του απογοητευμένος. Σαν τον πλησίασαν μάνα και γιος, τους είπε με φωνή που έχανε τον ρυθμό της : <<  Δεν τον βλέπω καλά !  Τη βγάζει δεν τη βγάζει τη μέρα ! Έχει πειραχθεί και τ’ άλλο του πνευμόνι και δεν μπορεί ν’ αναπνεύσει καλά. Έχει όμως και σφυγμός του ατονήσει κι αυτό με ανησυχεί πιο πολύ ! >> και με τη λύπη ζωγραφισμένη στα μάτια, έφυγε.

          Σαν έφυγε ο γιατρός, άνοιξε την πόρτα ο Άρης και κάθισαν και οι δυο στο προσκεφάλι του  άρρωστου. Ο Φραγκολιάς ανάσαινε βαριά, βογκούσε κι έδειχνε πολύ ανήσυχος. Το πρόσωπό του άρχισε να ωχραίνει και τα χείλη του να ματώνουν. Κι ο ρόγχος που έβγαινε σιγά –σιγά από το λάρυγγά του, έδειχνε πως τον πλησίαζε ο θάνατος.

          Ωστόσο ο άρρωστος είχε τη δύναμη ν’ αντισταθεί ακόμη. Έτσι αφού άπλωσε το χέρι του, χάιδεψε πρώτα το γιο του και ύστερα τη γυναίκα του. Και με έναν ύστερα βαθύ αναστεναγμό, έπεσε σε λήθαργο. << Πάει τον χάνω τον πατέρα μου, σκέφτηκε ο Άρης και πάγωσε ολόκληρος. Τόση πίκρα του δώσαμε, πώς να μην πεθάνει ! >>

          Κοίταξε κατόπιν τη μάνα του που έσβηνε από τον πόνο της και της ψιθύρισε κλαψουρίζοντας << εγώ τον  σκότωσα >> και πέφτοντας στην αγκαλιά του πατέρα του, φώναξε με σπαραγμό: << Σε σκότωσα πατέρα ! Σε σκότωσα ! Δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου ! >> κι άρχισε να κλαίει με δυνατά αναφιλητά :

          Ο άρρωστος δεν τον άκουσε παρά τον κοιτούσε με τα μάτια του ακίνητα και ορθάνοιχτα.

          --- Πάει πέθανε ! φώναξε σαν τον είδε η γυναίκα του κι έπεσε λιπόθυμη στην αγκαλιά του γιου της.

 

 

                                               

 

 

                                         = = =

 

 

 

 

      

          Τούτη η μέρα που ξημέρωσε εμπιστεύτηκε ψιθυριστά στα αυτιά των ανθρώπων της το δράμα του Μάκη του καφετζή που η προχωρημένη τρέλα του τον είχε κάνει να παίρνει τους δρόμους.

          Από τότε που έχασε το γιο του δεν έλεγε να ησυχάσει. Τον αναζητούσε παντού και τον έψαχνε στους δρόμους και στα μαγαζιά από το πρωί μέχρι το βράδυ. Σ΄ αυτό βοήθησε και ο παμπόνηρος ανιψιός του που ήρθε από την Αμερική και του πήρε το καφενείο δίνοντάς του ψίχουλα για να το κάνει μοντέρνο γεμίζοντάς το με μπιλιάρδα και τυχερά παιχνίδια. Πολύ του κόστισε αυτό του καφετζή κι απ’ ότι έδειχνε πρέπει να του στοίχισε.

          Γι’ αυτό τις τελευταίες μέρες σαν η τρέλα του μεγάλωνε δε μαζευόταν καθόλου στο σπίτι αλλά με μια φωτογραφία του χαμένου γιου του στα χέρια γυρνούσε στους δρόμους και στα μαγαζιά και ρωτούσε τους ανθρώπους αν τον είδαν πουθενά !  <<Τούτο το παλικάρι, τους έλεγε, είναι γιος μου και σκοτώθηκε πέφτοντας μαζί με το αεροπλάνο του, αλλά εγώ δεν το πιστεύω ! Κάτι μου λέει  μέσα μου πως ζει και βασιλεύει ! Γι’ αυτό σας ρωτάω μήπως τον είδατε πουθενά ! >>

          Μια μέρα περνώντας έξω από το μπακάλικο του Φραγκολιά, είδε κόσμο και μπήκε. Κάθισε στο πίσω μέρος σ’ ένα τραπεζάκι κι έπινε το κρασί του αμίλητος. Ολοσκότεινα καθώς ήταν και δεν τον έβλεπε κανένας, άρχισε να ψάχνει ένα κουτί με φωτογραφίες που βρήκε πάνω σ’ ένα  σκονισμένο γραφείο.  Και σαν έψαχνε και τις κοιτούσε όλες μία –μία  κάποια τον εντυπωσίασε και την έφερε πιο κοντά στα μάτια του για να τη δει καλύτερα. << Ο γιος μου!>> αναφώνησε έξαλλος κάποια στιγμή κι άρχισε να φυλάει με πάθος το άψυχο χαρτί ώσπου το μούσκεψε. Κλαίγοντας ύστερα πέρασε μπρος από  τον κόσμο και ψιθυρίζοντας συνέχεια << ο γιος μου ! ο γιος μου ! >> πήρε τους δρόμους.

          Την άλλη μέρα πρωί- πρωί έφτασε ο Μποσινάκης και τον εξέτασε. Βγαίνοντας από την πόρτα, ψιθύρισε στο   αυτί του ανιψιού του : << Έχει προχωρημένη παράνοια και πρέπει να κλειστεί στο ψυχιατρείο ! Όσο παραμένει απέξω θα χειροτερέψει ! >>

          Στη μέση της βδομάδας ο Μάκης έφυγε για το Δαφνί. << Πάω στη σχολή της αεροπορίας να δω το γιο μου ! >> έλεγε στους ανθρώπους της πλατείας που είχαν μαζευτεί έξω από το σπίτι του για να τον χαιρετίσουν.

         

 

 

 

                                                        * * * 

 

 

 

 

 

 

 

          Λίγες μέρες           μέρες από τότε που κλείστηκε στο ψυχιατρείο ο Μάκης, παρουσιάστηκαν ένα πρωί στον ανιψιό του τρεις άντρες της αεροπορίας, ένας σμηναγός και δυο σμηνίες και του ζήτησαν να μαζέψουν τον κόσμο της πλατείας στο καφενείο για να τιμήσουν με μια εκδήλωση τη μνήμη του αδικοχαμένου Λάκη. Έτσι σαν το καφενείο γέμισε, οι τρεις άντρες πήγαν και στάθηκαν όρθιοι δίπλα από ένα ολοστρόγγυλο τραπεζάκι, ντυμένο με τα εθνικά χρώματα.        Τότε ο σμηναγός υπέδειξε στους δύο σμηνίτες να βγάλουν από τον κίτρινο φάκελο που ήταν πάνω στο τραπέζι το μετάλλιο κι ένα τυπωμένο χαρτί. Σαν  του τα έδωσαν, στάθηκαν προσοχή κι εκείνος βαστώντας τα στα χέρια του, είπε στον κόσμο που κοιτούσε με συγκίνηση :

          --- Η πατρίδα και η αεροπορία, αγαπητοί μου, τιμούν μ’ αυτό το μετάλλιο ανδρείας και τον έπαινο εύσημης μνείας το αδικοχαμένο  παλικάρι και νιώθουν περήφανες που τις υπηρέτησε ένας τέτοιος γενναίος  έλληνας !

          Αν και η στιγμή για τη μάνα είναι σκληρή θα την παρακαλούσαμε όμως να ‘ρθει η ίδια να τα παραλάβει ! Αιωνία του η μνήμη !

          Με βήματα αργά και σταθερά η χαροκαμένη μάνα ντυμένη στα μαύρα, πλησίασε. Γέλασε ελαφρά με σαρκασμό και πήρε τα δώρα στα χέρια της. Ύστερα τα ‘σφιξε στην αγκαλιά της και χωρίς να πει λέξη, γύρισε πάλι στη θέση της.

          Και πριν προφτάσει να καθίσει μια φωνή όλο παλμό ακούστηκε από το βάθος που έλεγε : << Αθάνατος ! Αθάνατος ! >>  και σε λίγο σαν την πήραν στα χείλη τους όλοι οι άνθρωποι του καφενείου την έκαναν μακρόσυρτο τραγούδι.

           

 

 

                                     

 

 

                                              = = =

         

 

 

 

 

 

          Η Κατερίνα  μετά το θάνατο του Αντώνη, έχασε τα νερά της. Έτσι συνέχισε να κάνει την ίδια έκφυλη ζωή αλλά με περισσότερη  ένταση πράγμα που φόβιζε τους γονείς της και τους έβαζε ένα σωρό κακές σκέψεις. Εκείνη που έδειχνε ενδιαφέρον και τη συμβούλευε ήταν η μάνα της γιατί του πατέρα της καρφί δεν του καιγότανε ! Και σαν του έλεγε πολλές φορές η γυναίκα του να σταθεί σαν γονιός δίπλα στο παιδί του, εκείνος της έκανε αδιάφορος : << Κορίτσι είναι πάνω στα καλά της τι θες να κάνει ! Μήπως θες να την κλειδώσουμε ! >>   Έσφιγγε τα χείλη της η κυρά Βασιλική, τον άφηνε και ψιθύριζε στενοχωρημένη : << Έκανε το κορίτσι σαν τα μούτρα του ο παλιάνθρωπος ! Τι να του πω σαν δε ντρέπεται !>>

          Ώσπου ένα πρωί γύρισε στο σπίτι η Κατερίνα σε κακά χάλια. Μύριζε οινόπνευμα, τα μάτια της ήταν κόκκινα και πρησμένα και είχε πονοκεφάλους και δυνατό βήχα. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι τη βρήκε η μάνα της και μην μπορώντας να ελέγξει τα νεύρα της στην κατάσταση που την είδε, της είπε με υψωμένη τη φωνή της :

          --- Τι ώρα είναι αυτή που γυρνάς, Κατερίνα ; Τη ζωή σου δεν τη σκέφτεσαι ;

          --- Δε σου πέφτει λόγος ! της απάντησε ειρωνικά εκείνη και γέλασε πικρόχολα. Δική μου είναι και την κάνω ότι θέλω !

          << Συμφορά μου ! Πως μου μιλάει έτσι ! >> σκέφτηκε η μάνα της και δάκρυσε. << Πως κατάντησε έτσι Θεέ μου ! Τούτο το κορίτσι να μου μιλάει έτσι !  Μικρή σαν ήταν είχε άλλα αισθήματα, γεμάτα καλοσύνη κι αγάπη και ποτέ δε μας στενοχωρούσε. Της άρεσε να δημιουργεί και όλη μέρα γυρνούσε μέσα στα δωμάτια με μια  μπογιά στο χέρι και ζωγράφιζε στους τοίχους. Της άρεσε να φτιάχνει πεινασμένα παιδιά να τρέχουν και να παίζουν στους βρώμικους δρόμους της γειτονιάς τους μέσα στη σκόνη και στα σκουπίδια. Και σαν τη ρωτούσα γιατί ο νους της πηγαίνει συνέχεια στα πεινασμένα παιδιά, μου απαντούσε με μια παιδική έξαρση: << Γιατί η πείνα και η φτώχεια είναι αλήθειες και δεν πρέπει να τις κρύβουμε ! >>

          Καθόταν τώρα  απέναντί της, κοίταζε την κόρη της και δεν τη γνώριζε ! Ήταν είκοσι χρονών κι έδειχνε γερασμένη ! Εκείνο το κόκκινο χρώμα που είχαν τα μάγουλά της και τη σπιρτάδα που εξέπεμπαν τα μάτια της που πήγαν; Κι εκείνο το αφράτο κορμί που τύφλωνε με τη λαμπεράδα του τους αρσενικούς της πλατείας σαν περνούσε μπροστά τους, τι απέγινε;  Χάθηκαν όλα πριν διαγράψουν τον κύκλο τους ; Ναι, δυστυχώς, χάθηκαν !

 

          --- Μάνα ! της έκανε για μια στιγμή η Κατερίνα κι έδειξε μετανιωμένη. Μη λέμε πάλι πολλές κουβέντες, αλλά θέλω να με καταλάβεις. Δεν αλλάζει τίποτα σε μένα όσο κι αν προσπαθήσουμε όλοι μας ! Κι επειδή όσο μένω εδώ μαζί σας  οι σχέσεις μας θα είναι πάντα τεταμένες, αποφάσισα να φύγω !

          Κόλπος κόντεψε να της έρθει της μάνας της σαν το άκουσε. Κάθυγρη και φουντωμένη, την άφησε  και πήγε να καταπιαστεί με τις δουλειές της και να βρει έστω και για λίγο την ησυχία της.

          Το πρωί η Κατερίνα έφυγε κρυφά για την Αθήνα με το τραίνο. Κανείς δεν την είδε και οι γονείς της το έμαθαν από το γράμμα που άφησε στο κομοδίνο της. Περίλυποι και οι δυο δεν είπαν τίποτα παρά απόμειναν άφωνοι να κοιτάζει ο ένας τον άλλο, μετρώντας την ενοχή του σ’ αυτό που τους βρήκε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  Η

 

 

 

          Η Σταθιώ  είχε καιρό να πάει στο σπίτι του ζαχαροπλάστη γιατί το ζάχαρο που τις τελευταίες μέρες του ανέβηκε του είχε κλονίσει την υγεία και δεν ήθελε να βλέπει άνθρωπο. Έτσι σήμερα σαν ένιωσε καλύτερα και η γυναίκα του η κυρά Παναγιώτα έλειπε για δουλειές στην κάτω πόλη της παρήγγειλε να περάσει από το σπίτι του να τη δει. Ντύθηκε και η Σταθιώ, στολίστηκε και ξεκίνησε.

          Ο κυρ Θόδωρος έκλεισε το μαγαζί το μεσημέρι και ανέβηκε πάνω στο σπίτι. Εκείνη τη στιγμή που μπήκε η Σταθιώ καθόταν σε μια πολυθρόνα και διάβαζε την εφημερίδα του. Σαν την είδε, σηκώθηκε την πήρε από το χέρι κι αφού κοίταξε για λίγο το όμορφο κορμί της την έβαλε και κάθισε δίπλα του. Ζύγωσε ύστερα κι αυτός κοντά της κι αφού άπλωσε τα χέρια του και τις χάιδεψε τα μαλλιά, της είπε θωρώντας την με σαγηνευτικό βλέμμα :

          --- Σε περίμενα Σταθιώ ! πως και πως γιατί μ’ έφαγε η μοναξιά. Λείπει η γυναίκα μου, έχει πάει για δουλειές στην κάτω πόλη και θα γυρίσει το σούρουπο. Ως τότε είπα καλό είναι να δοκιμάσουμε οι δυο μας από το δυνατό κρασί του πάθους μας.

          Τον κοίταξε σαν να πειράχτηκε η  Σταθιώ και του είπε :

          --- Πού θα βγει αυτό Θόδωρε με μας ; Το έχουν ψυλλιαστεί και οι γονείς μου και σαν φεύγω από το σπίτι με ρωτούν συνέχεια που πάω και τι κάνω. Και ύστερα είναι και η γυναίκα σου. Πόσο θ’ αντέξει ακόμη να μας βλέπει μαζί ; Και το κουτσομπολιό από τους ανθρώπους της πλατείας λίγο το ‘χεις ; Πρέπει να ξεκόψω για λίγο και σαν οι κακές γλώσσες πάψουν να λένε για μας, ξαναέρχομαι.

          << Τα λέει αυτά, σκέφτηκε ο κυρ Θόδωρος, για να μου διεγείρει ακόμη πιο πολύ τα αισθήματά μου και να τη νοιάζομαι περισσότερο ! Φοβάται η έρημη, μη με χάσει ! Τι σου είναι οι γυναίκες ! Σαν δεθούν μ’ έναν άντρα δένονται μ’ ένα σωρό κόμπους για να μη λυθούν ! >>

          --- Σταθιώ ! της έκανε και γέλασε με σαρκασμό. Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα και να ‘ρχεσαι όποτε θέλεις στο σπίτι. Ο κόσμος είναι κακός και ζηλιάρης γι’ αυτό λέει, ότι λέει, για μας. Χαμήλωσε εσύ τα μάτια να μην τους βλέπεις, βούλωσε και τα αυτιά σου να μην τους ακούς και κάνε εκείνο που προστάζει η καρδιά σου ! Αυτή να ρωτάς και τα πάθη σου και κανέναν άλλο !

          Έγειρε το κεφάλι της εκείνη και ακούμπησε την μπρούτζινη επιδερμίδα της πάνω του. Κι αφού του πέρασε τα δυο της λευκά χέρια στο λαιμό, του είπε όλο λαγνεία :

          --- Το ξέρω πως με θες όπως σε θέλω κι εγώ ! Το σώμα και η ψυχή μου σου ανήκουν. Θα έρχομαι τότε όσο ζεις κι όσο ζω ! Κανείς δεν μπορεί να μας χωρίσει !

          Τον έσφιξε πιο δυνατά με τα χέρια της κι άρχισε να τον φιλά παντού με πάθος.

          --- Μ’ έφαγες ! της έκανε αστειευόμενος ο κυρ Θόδωρος και αποτραβήχτηκε από κοντά της. Κι αφού την κοίταξε πολλή ώρα με σαγηνευτικό βλέμμα της είπε, μ’ ένα θεόρατο χαμόγελο στα χείλη :

          --- Σταθιώ, θέλω να σου διηγηθώ πρώτα ένα όνειρο που είδα χθες βράδυ και μετά σβήνουμε τη φλόγα που καίει τα κορμιά μας. Ονειρεύτηκα πως βρισκόμαστε σ’ ένα καίκι οι δυο μας, καταμεσής του πελάγου κι αρμενίζαμε ευτυχισμένοι για μακρινές χώρες που μόνο στα παραμύθια υπάρχουν.  Κι εκεί  που όλα ήταν ήσυχα και το καίκι πήγαινε πρίμα, αγρίεψε ξαφνικά η θάλασσα, γέμισε από θεόρατα κύματα που το ένα μετά το άλλο έσπαζαν πάνω στο μικρό μας πλεούμενο και ζητούσαν να το καταπιούν !  Εσύ φοβισμένη με σφιχταγκάλιασες ενώ εγώ σου έλεγα, τρυφερά : << Μη  φοβάσαι, Σταθιώ ! Όπου να ‘ναι  θα  γαληνέψει! >>. Σου έλεγα όμως ψέματα, για να σου δώσω κουράγιο. Γιατί ακριβώς εκείνη τη στιγμή ένα μεγάλο κύμα σαν βουνό, έπεσε πάνω στο καίκι και το ‘κανε συντρίμμια κι εμείς βρεθήκαμε στα αφρισμένα νερά. Φώναζες εσύ τότε, έκλαιγες, αλλά δεν μπορούσα να σε πλησιάσω. Κι εκεί που άρχισες να βουλιάζεις και να σε καταπίνουν τα κύματα, ένα άγριο κήτος σε άρπαξε κι άρχισε να σε τρώει! Και πριν προλάβω να συνέλθω από το σοκ που είχα πάθει τα νερά βάφτηκαν κόκκινα από το αίμα σου  και η θάλασσα ησύχασε ! Ξύπνησα κι εγώ τότε έντρομος και δεν έκλεισα μάτι μέχρι το πρωί !

          Ζύγωσε κοντά της σαν τελείωσε τη διήγησή του κι αφού την έπιασε τρυφερά από τα δυο της μπράτσα, τη ρώτησε με φοβισμένο βλέμμα :

          --- Τι λες θα βγει αληθινό ;

          Δεν του απάντησε η Σταθιώ παρά κοίταξε έξω από το ανοιχτό παράθυρο κι αγνάντεψε τη θάλασσα που  σαν τη χρύσωνε ο ήλιος του Σεπτέμβη, στραφτάλιζε ολόκληρη. Το αεράκι της που έστελνε τη δρόσιζε και σαν  άγγιζε το δέρμα της  ένιωθε το χάδι του να της διαπερνά  όλο της το σώμα. Αυτή η αίσθηση που ένιωσε την έκανε ν’ αλλάξει διάθεση και να ζητήσει κάτι άλλο πιο ουσιαστικό πέρα από την κουβέντα. Έτσι σαν κοίταξε το κορμί του κυρ Θόδωρου, το λαχτάρισε και της ήρθε μια έντονη και κρυφή επιθυμία να του ριχτεί και να  το κάνει δικό της.

          Το κατάλαβε ο κυρ Θόδωρος, κοίταξε κι εκείνος το δικό της κορμί που ‘χε πάρει φωτιά και γρήγορα ένα κύμα επιθυμίας τον έκανε να τη ρίξει στην αγκαλιά του. Αυτό ήθελε και η Σταθιώ και σαν το κατάλαβε χωρίς καμιά αντίσταση έπεσε πρώτη στην αγκαλιά του μ’ ένα γλυκό αναστεναγμό. Τον φίλησε τρυφερά με πάθος και σαν τα σπλάχνα της ρίγησαν, τον τράβηξε απ’ το χέρι και τον οδήγησε στο κρεβάτι. Εκεί έπεσαν κι οι δυο σαν άγρια ζώα στο στρώμα κι αφού μούγκρισαν, αγκαλιάστηκαν όσο σφιχτά μπορούσαν κι έγιναν ένα σώμα. Σε λίγο δεν ακουγόταν παρά δυο βογκητά να σπαράζουν άλλοτε δυνατά κι άλλοτε σιγανά κι αδύναμα. Κι όταν πια ήρθε ο συντονισμένος λυτρωτικός σπασμός, συνεπαρμένοι πήραν και κοιτάζονταν  χαλαρωμένοι μ΄ έναν αισθησιασμό που ‘δειχνε πως κολυμπούσαν και οι δυο σε απέραντα πελάγη ευτυχίας.

          Η  κυρά  Βασιλική  η γυναίκα του ζαχαροπλάστη σαν έφτασε στην κάτω πόλη, έκανε γρήγορα- γρήγορα τις δουλειές της και γύρισε πίσω νωρίς, πολύ νωρίς απ’ ότι υπολόγιζε ο κυρ Θόδωρος και η ίδια. Έτσι τώρα σαν είδε πως είχε χρόνο μπροστά της, καθόταν και κουβέντιαζε με την κυρία Ιζαμπώ τη χήρα του κυρ Λαέρτη, στην πόρτα του μαγαζιού κι έλεγαν για το κακό που βρήκε το φούρναρη σαν το ‘σκασε η κόρη του η Κατερίνα για την Αθήνα. Από το εμπορικό του συχωρεμένου κυρ Λαέρτη που ήταν στην απέναντι πλευρά της πλατείας φαινόταν ολόκληρο το μαγαζί και το σπίτι του κυρ Θόδωρου και μόνο η βόρεια μεριά του ήταν αθέατη. Δυτικά είχε ένα ξύλινο μπαλκονάκι, μικρό πολύ, που χωρούσε ίσα-ίσα δυο καρέκλες και που άρεσε του κυρ Θόδωρου να κάθεται τα μεσημέρια και τα βράδια και ν’ αγναντεύει το ηλιοβασίλεμα και τα χρώματα της θάλασσας.

          Σαν κοίταξε η κυρά Παναγιώτα και δεν τον είδε στο μπαλκόνι ανησύχησε και κάτι ψυλλιάστηκε πως της σκάρωνε. Έτσι άφησε στη μέση την κουβέντα και κίνησε να δει τη συνέβαινε στον άντρα της και ξέχασε τη συνήθειά του να βγει και να καθίσει στο μπαλκόνι. Σαν ανέβηκε στο σπίτι, μπήκε μέσα αθόρυβα, έστησε αυτί και περίμενε ν’ ακούσει κάτι. << Που να ‘ναι ο άντρας μου, σκέφτηκε και δεν ακούγεται καθόλου. Θα κοιμάται φαίνεται στην κρεβατοκάμαρα >> και τράβηξε προς τα εκεί. << Θα του ανέβηκε η πίεση και θα ξάπλωσε, ας πάω να δω>>.     

          Ο κυρ Θόδωρος άκουσε την πόρτα που άνοιξε, γνώρισε τα βήματα της γυναίκας του και τρομοκρατημένος, άρπαξε απ’ το χέρι τη Σταθιώ κι έτρεξαν να κρυφτούν σ’  ένα μικρό  καμαράκι, πίσω στη βορινή πλευρά του σπιτιού, που το ‘χαν και για αποθήκη. Πήδησαν πάνω από τους σωρούς τα χαρτοκιβώτια, τις χαλασμένες καρέκλες και τα σκόρπια σανίδια και κρύφτηκαν κάτω από ένα χαλασμένο τραπέζι κοντά στην μπαλκονόπορτα.

          Η κυρά Παναγιώτα όσο πλησίαζε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας και δεν έπαιρνε κανένα σημείο ζωής από τον άντρα της, τόσο η αγωνία της κορυφωνόταν και ο φόβος της πως κάτι σοβαρό του συνέβαινε μεγάλωνε. Άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας με την καρδιά της να χτυπά γρήγορα και άταχτα. Και σαν τα μάτια της έπεσαν στο άδειο κρεβάτι της κόπηκε η ανάσα και τρέμοντας βγήκε έξω όπου κι άρχισε να τον ψάχνει σαν τρελή από δωμάτιο σε δωμάτιο.

          Οι δυο μοιχοί άκουγαν το ποδοβολητό της κυρά Παναγιώτας, το τρίξιμο που έκαναν οι πόρτες και το επίμονο λαχάνιασμά της και με κομμένες τις ανάσες τους στριμώχνονταν κοντά στην μπαλκονόπορτα για να κρυφτούν καλύτερα.  Το ξύλινο στηθαίο της μπαλκονόπορτας με το βάρος που δέχτηκε έτριξε, υποχώρησε προς τα έξω κι άρχισε να σπρώχνει σιγά –σιγά τα δυο φύλλα της μπαλκονόπορτα προς τα έξω στο κενό. Πάνω στο φόβο και την σαστιμάρα τους οι δυο μοιχοί δεν το ένιωσαν και συνέχιζαν να κρύβονται σφιχταγκαλιασμένοι.

           Κι ως ακούστηκε κι ένα δεύτερο τρανταχτό τρίξιμο και υποχώρησαν τα ξύλινα προστατευτικά κάγκελα η πόρτα έσπασε και τα φύλλα της απόμειναν ολάνοιχτα να κρέμονται έξω.

          Εκείνη τη στιγμή η κυρά Παναγιώτα έμπαινε στην αποθήκη και με το ένα της πόδι σηκωμένο ετοιμαζόταν να πατήσει πάνω στα χαρτόκουτα και να ψάξει σαν ο θόρυβος που ακούστηκε από την πόρτα που υποχώρησε την έβαλε σε υπόνοιες πως κάποιος κρυβόταν εκεί μέσα. Και τότε συνέβη το απροσδόκητο.  Μπρος στα έκπληκτα μάτια της τα δυο κορμιά πετάχτηκαν έξω και μ’ ένα δυνατό γδούπο καρφώθηκαν κάτω στα βράχια  της μικρής ρεματιάς.

          Η Κυρά Παναγιώτα απόμεινε σύξυλη από αυτό που είδε και δεν μπορούσε να εξηγήσει τι συνέβαινε. Σαν όμως πλησίασε την μπαλκονόπορτα και κοιτάζοντας κάτω γνώρισε τα δυο κορμιά, έσκουξε έξαλλη :

          --- Σκοτώθηκαν ! Σκοτώθηκαν ! κι έπεσε ξερή σ’ ένα παλιό καναπέ.

          Σε λίγο από τη μια μεριά της πλατείας ως την άλλη οι άνθρωποί της θρηνούσαν και κουτσομπόλευαν τους δυο αδιόρθωτους μοιχούς.

         

 

 

 

 

                                                ***

 

 

 

 

 

 

          Ξύπνησε η Λενιώ και η ψυχή της ήταν κομματιασμένη. Η κατάθλιψη που ‘νιωθε τον τελευταίο καιρό χειροτέρευε και δεν της έκανε ανάκαρα  για τίποτα. Δεν κοιμόταν τα βράδια, απόφευγε τις συναναστροφές της με τις άλλες καλόγριες και δεν φρόντιζε όπως έπρεπε τον εαυτό της. Το τριμμένο της ράσο, οι προσευχές, οι ψαλμοί και η άγρια και αφιλόξενη  φύση του μοναστηριού της προξενούσαν φρίκη και ανία και γι’ αυτό ήθελε να φύγει. Θυμόταν τον παράδεισο που άφησε πριν έρθει εδώ και την έπαιρναν τα κλάματα. Και σαν ερχόταν και στο νου της ο συχωρεμένος ο Λάκης η κατάθλιψή της μεγάλωνε και δεν ήθελε να βλέπει άνθρωπο. Πονούσε έτσι και υπόφερε πολύ και μέρα με την ημέρα η κατάστασή της χειροτέρευε.

          Γι’ αυτό σήμερα σαν ξύπνησε κι ένιωθε άσχημα τράβηξε για το εργαστήριο να ζωγραφίσει. Σε λίγο όμως βαρέθηκε πινέλα, χρώματα και αγίους και ένιωσε την ανάγκη να καθίσει σ’ ένα μπάγκο και να ξεκουραστεί.

          Κι εκεί όμως δε βρήκε τη γαλήνη που τόσο ήθελε γιατί ο Λάκης της, όμορφος όσο ποτέ άλλοτε ήρθε στη σκέψη της με τη λάμψη της νιότης του μέσα στην ολοκαίνουργη στολή του να την αναστατώσει και να την κάνει να θυμηθεί. Έτσι τον είδε μπρος της να της κρατά το χέρι όπως τότε που ήταν στις δόξες τους και να τη βάζει να καθίσει στην ντάπια του κάστρου, φλογισμένος από τον τρελό έρωτά του γι’ αυτή. Κι ως προχωρούσε η νύχτα κι ο ουρανός γέμιζε αστέρια την έριξε στην αγκαλιά του και σκύβοντας τρυφερά πάνω της, τη ρώτησε ψιθυριστά : <<Μ’ αγαπάς, Λενιώ ; >>. Κι αυτή πυρπολημένη ολόκληρη από τα γλυκά φιλιά του, του αποκρίθηκε τρυφερά στο αυτί : << Και βέβαια γλυκέ μου, σ’  αγαπώ !  Και θα σ’ αγαπώ αιώνια ! >> Κι ως  κοίταξε ο καλός της κάτω στο σταθμό το τραίνο, της είπε τάχα για να την πειράξει : << Το ίδιο τραίνο αύριο το πρωί θα με πάρει και μένα μακριά σου ! >>. << Αφού είναι για να πας στη σχολή, ας σε πάρει γλυκέ μου ! Αρκεί όμως να ξαναγυρίσεις ! Γιατί αν δε γυρίσεις θα με βρεις νεκρή ! >> του είπε κι αυτή και τον έσφιξε τρυφερά πάνω της.

          Ένιωσε το κεφάλι της να βαραίνει, τα μάτια της να θαμπώνουν και  να διαπερνά ολόκληρο το σώμα της μια έντονη αδυναμία. << Δεν είμαι καλά, μονολόγησε. Ας πάω μια βόλτα στο δάσος να περπατήσω και να νιώσω καλύτερα >> και χωρίς πολλή σκέψη  άφησε το μοναστήρι και βγήκε έξω.

          Η ηγουμένη Φιλοθέη, χρόνια στο μοναστήρι, ήξερε καλά τις ψυχικές αρρώστιες που ταλάνιζαν τις καλόγριες και με την παραμικρή αλλαγή της συμπεριφοράς τους, έτρεχε κοντά τους και βάζοντας όλη τη δύναμη της εκκλησίας και τη δική της, έκανε ότι μπορούσε για να τις γιατρέψει. Έτσι και τώρα σαν κατάλαβε πως η Λενιώ ήταν άρρωστη από τη βαριά αρρώστια της κατάθλιψης δεν την άφηνε λεπτό μόνη της. Φοβόταν πως τα δαιμόνια που είχε βάλει μέσα στην ψυχή της τούτη η φοβερή αρρώστια αργά ή γρήγορα θα τις έκαναν κακό και προσπαθούσε να το αποτρέψει. Γι’ αυτό σαν την έβλεπε μόνη, έτρεχε πίσω της και με χίλιους δυο τρόπους της έφτιαχνε τη διάθεση και την τραβούσε από τα χείλη του γκρεμού.

          Έτσι και τώρα που έφυγε η Λενιώ και την είδε το μάτι της απ’ το κελί της, την πήρε από πίσω και σαν την έφτασε στην πόρτα, τη σταμάτησε, λέγοντάς της παραινετικά :

          --- Πού πας, Λενιώ, μόνη σου ;Δε θαρρείς πως πήρες λάθος δρόμο; Πού θα σε οδηγήσει ; Στο δάσος με τα θεόρατα δέντρα που κρύβουν τόσους κινδύνους ; Δεν τον έχουμε απαγορέψει τον περίπατο στο δάσος ;

          Τρεμόπαιξε τα μάτια της η Λενιώ και της είπε χαμογελώντας:

          --- Πάλι τα δαιμόνια μου πείραξαν την ψυχή, αγία ηγουμένη και μ’ έδιωξαν από το κελί. Με πάνε όπου αυτά θέλουν ! Δεν μπορώ να τους αντισταθώ !

          Όλο συμπόνια η ηγουμένη της είπε :

          --- Πιάσ’ τα απ’ το λαιμό και πνίξ’ τα ! Τι τ΄ αφήνεις και σε διαολίζουν ;

          Έσμιξε τα φρύδια της η Λενιώ.

          --- Δεν μπορώ ! της έκανε απελπισμένη και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.

---Το εργαστήρι, δε σου ‘κανε καλό ;

          --- Δε  μου ‘κανε ! Κι εκεί η ψυχή μου πονούσε ! Δε γιατρεύεται, θαρρώ με τίποτα !

          --- Ούτε το διάβασμα; Για δοκίμασε ακόμη παραπάνω. Είναι μεγάλη η δύναμη του βιβλίου, το έχουμε ξαναπεί ! Τόσα και τόσα βιβλία έχουν πέσει στη φωτιά γιατί ισορροπούν τον άνθρωπο !

          --- Με κουράζουν κι αυτά ! Οι σκέψεις τους με μπερδεύουν. Και είναι τόσα πολλά τα κακά βιβλία εδώ !

          --- Αν καταπιαστείς με τους ψαλμούς ; Αυτοί έχουν μεγαλοσύνη, αγιότητα, δύναμη και σε ηρεμούν ! Γιάτρεψαν και τους ίδιους τους δημιουργούς τους. Ξεφύλλισέ τους και πάρε κάτι από τον αστείρευτο χείμαρρο των ιδεών τους .

          Τίναξε πίσω το κεφάλι της που το ‘σφιγγε ένα κατάμαυρο μεταξωτό μαντήλι και του ‘κρυβε όλη την ομορφιά και τη χάρη της και της έκανε ,ε επιμονή :

          --- Τίποτα δε μου κάνει καλό ! Τούτη η μοναξιά και η ξεραίλα του μοναστηριού μου πλακώνει την ψυχή και με πάει από το κακό στο χειρότερο. Έρχεται μετά και η κατάθλιψη και με σμπαραλιάζει μια για πάντα !  Ασφυκτιώ, πνίγομαι εδώ μέσα και κανείς δεν μπορεί να με σώσει !

          << Είναι πραγματικά άρρωστη, σκέφτηκε η ηγουμένη και θυμήθηκε και τη δική της ιστορία σαν πρωτοήρθε στο μοναστήρι και σφίχτηκε σε χίλιους κόμπους η καρδιά της.  Και η ίδια τράβηξε όχι όσα τραβούσε τώρα η Λενιώ αλλά πολύ περισσότερα. Και κατέφευγε σ’ ένα σωρό τερτίπια για να ξεγελάσει τον εαυτό της και να τον γλιτώσει. Γι’ αυτό τώρα ήρθε στη θέση της Λενιώς, την ένιωσε και πονούσε κι αυτή μαζί της για όσα αμαρτωλά την έζωναν και την έκαναν να πονά.

          --- Λενιώ μη βιάζεσαι να πας στο δάσος ! της φώναξε όλο τρυφεράδα για να τη συγκρατήσει η ηγουμένη και της έδειξε το δρομάκι αριστερά που οδηγούσε στο σπιτάκι όπου ήταν το υφαντήριο. Πάω εκεί να δω τι φτιάχνουν τα κορίτσια μας ! Έλα κι εσύ μαζί μου !

          Η  Λενιώ δίστασε για λίγο αλλά διαβάζοντας στα μάτια της ηγουμένης την επιμονή της, την ακολούθησε. Σαν έφτασαν κοντά στο υφαντήριο ο παράξενος θόρυβός του συνέχιζε να ακούγεται και να την ενοχλεί πολύ. Πλησίασαν και οι δυο στην πόρτα και μπήκαν μέσα.  Οι νέες καλόγριες δούλευαν ανάμεσα στους αργαλειούς και τα αδράχτια ενώ οι σωροί από τα νήματα και τα υφάσματα δεν είχαν τέλος. Για λίγο οι δυο γυναίκες ξεχώρισαν και μέσα στη φασαρία χάθηκαν μία από ‘δώ και η άλλη από ‘κει. Και για μια στιγμή βλέποντας μπρος στης η Λενιώ στοίβα τα υφάσματα να την κρύβουν, το σχέδιο της απόδρασης της γεννήθηκε πάλι στο μυαλό και πήρε την απόφαση να τον εκτελέσει. Έτσι αφού πήδησε από ένα χαμηλό παραθυράκι που βρέθηκε στα αριστερά της βρέθηκε έξω από το υφαντήριο για να πάρει ύστερα το δρόμο προς την έξοδο και να τραβήξει προς το δάσος.

          Άρχισε να περπατάει κάτω από τα δέντρα, να βλέπει τα πουλιά να πετούν από κλαδί σε κλαδί, τα έντομα να τριγυρίζουν από λουλούδι σε λουλούδι, ν’ ακούει τα κρωξίματα της κίσας και τα σφυρίγματα του κότσυφα. Τίποτα όμως δεν την ευχαριστούσε κι όλα την ενοχλούσαν και τα μισούσε. Έτσι ανηφόρισε στην πλαγιά του βουνού κι έφτασε κάτω από τα θεόρατα βράχια που άγγιζαν τον ουρανό με τις κοφτερές και πανύψηλες μύτες τους. Εντυπωσιάστηκε από την άγρια όψη τους κι ένιωσε μια έντονη επιθυμία ν’ ανεβεί πάνω τους και να τα περπατήσει. Πάντοτε την ένιωθε τούτη την επιθυμία σαν τα κοίταζε από κελί της και να που τώρα της δινόταν η ευκαιρία να σταθεί πάνω τους και ν’ αγναντέψει από εκεί την ομορφιά που απλωνόταν μπροστά τους κι έφτανε ως πέρα στη γραμμή του ορίζοντα.

          Σήκωσε το ράσο της, ξέσφιξε τη ζώνη της για να νιώθει ανάερη κι άρχισε σιγά-σιγά ν’ ανεβαίνει στην κορφή των βράχων. Φτάνοντας διάλεξε την πιο ψηλή μύτη κι ανέβηκε πάνω πατώντας γερά και στα δυο της πόδια . Από εκεί τώρα σαν κοίταξε κάτω και είδε μπρος της το μοναστήρι το μίσησε ακόμη περισσότερο και θυμήθηκε τη σκληρή και άχαρη ζωή που περνούσε εκεί μέσα. Κι ως έφερνε στο νου της όλα τα κακά του, ένα θαμπό φως απλώθηκε  μπροστά της, ένας από τους πολλούς δρόμους του ουρανού φάνηκε και το σαλεμένο της μυαλό είδε πάνω του το Λάκη να περπατάει και να ‘ρχεται να τη συναντήσει.

          << Λάκη ! του φώναξε. Δεν μπορώ να ζήσω στο μοναστήρι κι εσύ μου λείπεις πολύ ! Καλύτερα στο θάνατο εκεί που είσαι κι εσύ παρά εδώ στην κόλαση ! >> και μ’  ένα λύγισμα του κορμιού της εμπρός, έπεσε στο κενό.

 

 

 

 

                                                           * * * 

 

 

 

 

 

          Πλήρωνε τα στραβά της τύχης του ο Άρης και ησυχία δεν έβρισκε. Το μαγαζί που του άφησε o συχωρεμένος ο πατέρας του, μπελάς του ήταν περισσότερο παρά δώρο δουλειάς και χρήματος. Και τούτο γιατί τον ήθελε συνέχεια εκεί να γεμίζει τα ράφια με εμπορεύματα και να στήνεται όλη μέρα μπροστά από τον πάγκο να πουλά και να μαζεύει χρήματα. << Δεν είναι ζωή αυτή, μονολογούσε, κάτι άλλο πρέπει να κάνω που να μου αρέσει !  Να ‘χει και λίγη φαντασία και να με ευχαριστεί ! >>

          Μετά ήταν και η μάνα του. Αυτή σαν έχασε τον άντρα της όλο αχ και βαχ ήταν και είχε κολλήσει πάνω στον Άρη σαν βεντούζα. Τον έπαιρνε από πίσω και του έλεγε με λιγωμένη φωνή, κάνε τούτο, κάνε εκείνο. Κι ως ήταν δυο κόσμοι διαφορετικοί, όλη μέρα μάλωναν και οι καβγάδες τους δεν είχαν τελειωμό.

          Ύστερα ήταν και η Λενιώ που του έλειπε. Αυτή ένα χρόνο τώρα κλεισμένη στο μοναστήρι δεν έδινε σημεία  ζωής και κανένας δεν ήξερε αν ζούσε ή είχε πεθάνει.  Την αγαπούσε τρελά και την έβλεπε όλο στα όνειρά του. Έτσι λαβωμένος και με τη σκέψη του πάντα κοντά της, περνούσε άσχημες μέρες χωρίς τη συντροφιά και τα χάδια της και βυθιζόταν έτσι όλο πιο βαθιά στην κρύα αγκαλιά της μοναξιάς, και της θλίψης.

          Έτσι ένα πρωί η απουσία της του ήταν τόσο μεγάλη που αποφάσισε να πάει να τη συναντήσει στο μοναστήρι. Έκλεισε τo μαγαζί κι αφήνοντας πίσω τους ανθρώπους της πλατείας, πήρε το τραίνο κι έφυγε.

          Την άλλη μέρα σαν έφτασε έξω από το μοναστήρι, σταμάτησε και πήρε μια μικρή ανάσα. Ύστερα σαν το κοίταξε καλά και του θύμισε φυλακή, ψιθύρισε, φοβισμένος : <<  Στη φυλακή ήρθες Λενιώ ! Πως τα καταφέρνεις και ζεις εδώ μέσα, μόνο εσύ το ξέρεις ! >>

 Πέρασε στη συνέχεια την εξώπορτα και βλέποντας δυο καλόγριες να κουβαλάνε δυο καλάθια με νήματα, τις ρώτησε που βρισκόταν το κελί της ηγουμένης για να πάει να τη συναντήσει.

          Η ηγουμένη Φιλοθέη είχε ένα παμπάλαιο χοντρό βιβλίο με τους βίους των αγίων και το διάβαζε σαν μπήκε ο Άρης στο κελί της.  Αφού τον είδα εκείνη και του έκανε νόημα να καθίσει τον κοίταξε με βλέμμα που έκρυβε περιέργεια και τον ρώτησε :

          --- Σε τι μπορεί η ταπεινότητά μου να σε βοηθήσει, νεαρέ μου, αφού σε ακούσει πρώτα ;

          --- Θέλω να δω τη Λενιώ ! της είπε φοβισμένα κι άψυχα ο Άρης και τη γλυκοθώρησε. Είμαι ο άντρας της, αγία ηγουμένη και θαρρώ πως θα σας έχει μιλήσει για όσα συνέβησαν ανάμεσά μας.

          Πάγωσε η ηγουμένη,  το χοντρό βιβλίο της ξέφυγε από τα χέρια κι έπεσε με θόρυβο στο πάτωμα. Τρέμοντας άρχισε να μασάει τα λόγια της και να του λέει :

          --- Καθόμουν εδώ στην ίδια θέση σαν μπήκε πριν ένα χρόνο η Λενιώ και μου είπε πως ήθελε να κλειστεί στο μοναστήρι. Σαν τη ρώτησα γιατί θέλει να το κάνει αυτό, μου είπε πως την οδήγησε η απελπισία. Σιγά –σιγά άρχισε να μου ξεδιπλώνει την ιστορία με τα βάσανά της. Μου είπε πως σε παντρεύτηκε βιαστικά και πως δεν σ’ αγαπούσε γιατί αγαπούσε το συχωρεμένο το Λάκη και που ο χαμός του της στοίχισε πολύ. Τη ζωή που έκανε μαζί σου δεν την ήθελε και γι’ αυτό έφυγε και κλείστηκε  εδώ μέσα για να λυτρωθεί. Δυστυχώς όμως δεν τα κατάφερε.

          Σταμάτησε λίγο για να βρει την ψυχραιμία της και συνέχισε με το βλέμμα της να τον κοιτάζει όλο οίκτο :

          --- Στο μοναστήρι εδώ τα βρήκε σκούρα. Από τις πρώτες μέρες ένιωσε πλήξη και μοναξιά κι έδειξε συμπτώματα κατάθλιψης. Έτσι μέρα με τη μέρα χειροτέρευε και δεν είχε ανάκαρα για τίποτα. Ούτε η ζωγραφική της  άρεσε, ούτε το διάβασμα που έδειξε στην αρχή κι έτσι σιγά-σιγά τα εγκατέλειψε και κλείστηκε στον εαυτό της και στο κελί της. Εγώ έκανα τα πάντα για να την κάνω ν’ αλλάξει διάθεση αλλά δεν πέτυχα τίποτα. Υπόφερε φαίνεται πολύ εδώ μέσα ώσπου μια μέρα…

          Κόμπιασε, σταμάτησε και με ξέπνοη φωνή του ψιθύρισε δακρυσμένη :

          --- Ώσπου μια μέρα ανέβηκε σ’ εκείνα τα βράχια που φαίνονται απέναντι στην πλαγιά του βουνού και πέφτοντας, σκοτώθηκε !

          Σύγκρυο έπιασε τον Άρη, πετάχτηκε πάνω και τρέμοντας, της φώναξε μέσα σε λυγμούς και αναφιλητά :

          ---Ώστε δε ζει η Λενιώ ! Πέθανε ;

          Σιώπησε για λίγο η ηγουμένη, κοίταξε τον Άρη που σχεδόν αναίσθητος έκλαιγε στην καρέκλα και σαν τον άφησε να ξεθυμάνει του είπε με λαγαρή φωνή :

          --- Πέθανε, ναι ! Να κι ο τάφος της, κοντά σ’ εκείνα τα τρία κυπαρίσσια και απλώνοντας το δεξί της χέρι μέσα από το ανοιχτό παράθυρο, του τον  έδειξε.

Σηκώθηκε κι ο Άρης και πηγαίνοντας κοντά στο παράθυρο κοίταξε έξω. Σαν είδε την κατάλευκη ταφόπετρα, απόμεινε σιωπηλός και αμίλητος. Και σαν κάθισε ύστερα από λίγο στη θέση του συνέχιζε να κλαίει απαρηγόρητος.

          --- Δεν μπόρεσα να τη γλιτώσω από το θάνατο, ψιθύρισε η ηγουμένη αχνά και η φωνή της σβήστηκε μέσα στους λυγμούς. Ήταν δύσκολη φύση και ανυπόταχτη και δεν έπαιρνε από συμβουλές. Το πάθος της φαίνεται και η αγάπη της για το συχωρεμένο που τον λάτρευε την έφεραν στο χείλος της καταστροφής.

          --- Τα χάδια και το βλέμμα της μου λείπουν τώρα ! ξεφώνισε ο Άρης και κοίταζε συνέχεια έξω από το παράθυρο προς το μέρος του τάφου. Τι θα γίνω τώρα χωρίς αυτή ;

          Και κλαψουρίζοντας, ρώτησε την ηγουμένη :

          --- Εμένα με μισούσε ; Τι σας είπε ;

          --- Τι νόημα έχουν τώρα αυτά ; του ‘κανε κι εκείνη κι έδειξε να μη θέλει να του απαντήσει.

          Απ’ το ανοιχτό παράθυρο ο αέρας που έμπαινε, μύριζε θρούμπα και ρίγανη. Τα ανθισμένα κλαδιά των κερασιών θρόιζαν στο άγγιγμα των ζουζουνιών  που παίζοντας πότε με το ένα άνθος και πότε με το άλλο έστηναν το δικό τους πανηγύρι. Καταπράσινη η φύση αγκάλιαζε στοργικά τα δημιουργήματά της που με τη ρυθμική πνοή τους εκείνα ακουμπισμένα πάνω της, της τραγουδούσαν το δικό τους χαρούμενο τραγούδι.

          --- Θέλω να πάω να δω τον τάφο της ! ψιθύρισε ο Άρης και κοίταξε με λύπη την ηγουμένη. 

Κατέβηκαν, πήραν το κεντρικό                 διάδρομο    της αυλής, πέρασαν τον

 κήπο με τα γιασεμιά κι έφτασαν στο νεκροταφείο στα νότια του μοναστηριού. Λίγοι οι τάφοι, σκόρπιοι εδώ κι εκεί κι όλοι φροντισμένοι, απλώνονταν        κάτω από τα κυπαρίσσια, δηλώνοντας το τέλος της ζωής και την αρχή μιας άλλης μεταθανάτιας. Ο Άρης γνώρισε τον τάφο της Λενιώς από τη λιτή επιγραφή που ήταν χαραγμένη πάνω στην ταφόπετρά της, που έλεγε : << Λενιώ Μανούσου, ετών είκοσι >>.        Γονάτισε κι    αφού προσκύνησε έριξε λίγα αγριολούλουδα στη λευκή ταφόπετρα και σηκώθηκε δακρυσμένος.

 

 Ύστερα σαν ετοιμάστηκε να φύγει, ψιθύρισε με σβησμένη   φωνή : << Αιωνία

η μνήμη σου, Λενιώ !  Συχώρα με για το κακό που σου έκανα ! >>  και με βήματα αργά- αργά  άφησε τον τάφο και κίνησε για την πόρτα.

          Στην πόρτα η ηγουμένη τον έπιασε από το μπράτσο και του είπε για να τον παρηγορήσει :

          --- Ματαιότητα τα πάντα ματαιότητα, παιδί μου !  Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τη σκέπασε.

          Έσφιξε την καρδιά του ο Άρης, κούνησε το κεφάλι του και κίνησαν μαζί για να επιστρέψουν στο κελί της ηγουμένης.

          Κάθισαν αρκετή ώρα και μίλησαν για ένα σωρό πράματα. Η περίλυπη όμως ψυχή του Άρη δεν άντεχε άλλο τον έρημο τούτο τόπο που κρατούσε στο χώμα του τα κόκαλα της γυναίκας του και θέλησε να τον εγκαταλείψει. Έτσι  σε λίγο άφηνε πίσω του το μοναστήρι και γυρνούσε φορτωμένος με κακά συναισθήματα και πάλι κοντά στους ανθρώπους της πλατείας.         

           

 

 

                                                * * *

 

 

 

          Η κυρά Ιζαμπώ ποτέ δεν έμαθε για το θάνατο της κόρης της και όσο ζούσε πίστευε πως κάποια μέρα θα γύριζε πίσω. Έτσι συνέχιζε να ζει μόνη χωρίς το μεγάλο << ντου>> που πολλές φορές έρχεται σε πολλούς στη ζωή και τους τα φέρνει άνω κάτω.

          Ώσπου μια μέρα αυτό το μεγάλο << ντου>> της ήρθε, τη βάρεσε στο κεφάλι και αφού έκανε πράματα που ούτε τα είχε διανοηθεί με το Λαέρτη στο τέλος τα ‘χασε όλα ακόμη και τη ζωή της.

          Και τούτο όχι γιατί δεν της άρεσε η αμαρτία όσο ζούσε ο συχωρεμένος, αλλά επειδή οι συνθήκες που ζούσαν δεν τις επέτρεπαν παραστρατήματα. Ωστόσο στα κατάβαθα η ψυχή της κουβαλούσε την αίσθηση των απαγορευμένων και αποζητούσε το θαυμασμό και την επιβεβαίωση του αρσενικού.

          Μικρή από δυο τρία ακίνδυνα φλερτάκια που είχε με τα πιο όμορφα αγόρια της γειτονιάς της, σαν ήταν κορίτσι δεν έκανε τίποτα άλλο με άντρα και ούτε γεύτηκε τη φωτιά του κορμιού του, εκτός του συχωρεμένου του άντρα της,

          Έτσι σαν έβαλε το στεφάνι, ούτε που της πέρασε από το μυαλό η ιδέα να το προδόσει. Κόλλησε σ’  αυτόν τον άνθρωπο που της έτυχε και ορκίστηκε πως μ’  αυτόν θα πεθάνει, τίμια και αμόλυντη.

          Περισσότερο δε τώρα που έμεινε χήρα τα πράγματα για μια πιο ανοιχτή κι ελεύθερη ζωή έγιναν πολύ δύσκολα αφού η κοινωνία της μικρής πλατείας δε σήκωνε παρατράγουδα και η συνείδησή της δεν τα ανεχόταν αφού πίστευε πως κρατούσε μέσα της λίγη τσίπα.

          Αν ρωτούσες την ίδια πριν πεθάνει ο κυρ Λαέρτης, να σου πει αν της τύχαινε μια εξωσυζυγική περιπέτεια τι θα  ‘κανε, σίγουρα θα σου απαντούσε με κάθε σοβαρότητα << πως θα προτιμούσε αυτό που έχει και που μπορεί να φαίνεται λίγο, αλλά είναι πολύ  γιατί      είναι σίγουρο ! >>

          Γι’ αυτό πιστή στον άντρα της δεν του ‘δινε αφορμές για σχόλια και κουτσομπολιά πράγμα που του μεγάλωνε την εμπιστοσύνη του  και την είχε στα όπα -όπα.

          Ακόμη κι όσες φορές τα μάτια των πελατών έπεφταν πάνω της προκλητικά  και έβλεπε τον άντρα της να τον πειράζει και να  ζηλεύει, έφευγε με διακριτικότητα για να μην τον πληγώσει.

          Αυτά όμως γίνονταν τότε. Τώρα όμως σαν έμεινε χωρίς συντροφιά η μοναξιά της έγινε κακός σύντροφος και την έβαζε σε πειρασμούς.

          << Τώρα όμως είμαι μόνη και μπορούν να με κοιτάζουν οι άντρες >> συλλογίστηκε μια μέρα που ήταν στο μαγαζί σαν θυμήθηκε τη ζήλια του συχωρεμένου.        Γέλασε και ντράπηκε μαζί. Αποφάσισε να μην κάνει πια τέτοιες ανήθικες σκέψεις και μάλωσε πολύ τον εαυτό της !  Ωστόσο παρά τη συμφωνία της με τον εαυτό της να αποφεύγει τις  σκέψεις αυτές, το μυαλό της ήταν συνέχεια σ’ αυτές ! << Έρχονται που να μη σώσουν ! Έρχονται ! >> μουρμούριζε κι έδειχνε αναστατωμένη.

          Κι επειδή η ζωή φτιάχνει κάτι ιστορίες περίεργες δεν μπορούσε να αφήσει την κυρά Ιζαμπώ απέξω. Και ο τυχοδιώκτης εκείνος άντρας που μπήκε στο μαγαζί της ένα πρωινό του φθινοπώρου και την ξεσήκωσε για να φτιάξει μια πρωτότυπη ιστορία μαζί του, ήταν φαίνεται ένα από τα τόσα της απίθανα σενάρια !

          Έτσι σαν  πάτησε το πόδι του ο ξένος μας εκείνο το μουντό πρωινό στην πλατεία την πρώτη πόρτα που πέρασε ήταν το εμπορικό του συχωρεμένου κυρ Λαέρτη.

          Η κυρά Ιζαμπώ εκείνη τη στιγμή καθόταν στο πάγκο και κοιτούσε κάποια τιμολόγια.  Ο ξένος με ευγένεια ιππότη της ζήτησε συγνώμη για την ενόχληση και  μ’ ένα μικρό χαμόγελο που άνθισε στα σαρκώδη χείλη του, άρχισε να της λέει με ξέφρενο ρυθμό :

          -- Θα ΄θελες όμορφη κυρία μου να με ακούσεις για λίγο ; Είμαι στέλεχος μιας εταιρείας κοσμημάτων κι έχω μια ενδιαφέρουσα πρόταση να   σου κάνω !

          Τι άντρας ήταν, Θεέ μου ! Και η  έλξη του εκείνη τη στιγμή της έγινε ακαταμάχητη. Έτσι χωρίς αντίσταση του χαμογέλασε και του ‘δωσε καρέκλα να καθίσει.

            -- Ένας κομψός κύριος στη μικρή μας πλατεία ! Μεγάλη μας τιμή! αναφώνησε ασυναίσθητα η κυρά  Ιζαμπώ και τον κοίταξε με θαυμασμό.  

              Ένα ρίγος χαράς διαπέρασε ολάκερο το κορμί του ξένου που δεν άφησε  την ευκαιρία να του ξεφύγει.  Έτσι κάνοντας κι εκείνος το δικό του κομπλιμέντο της αποκρίθηκε με το αίσθημα του ισχυρού αρσενικού :

 --Και δική μου τιμή, να μιλώ με μια  κυρία, που  λάμπει          σαν ήλιος !

Να που υπήρχαν πράγματα πιο καλύτερα από το χρήμα ! Ποτέ της δεν της είχε μιλήσει  έτσι ο άντρας της και ποτέ δεν είχε νιώσει τη χαρά που δίνει ο ερωτικός λόγος από τα χείλη και την καρδιά του αρσενικού. Κι αμέσως κάτι απροσδιόριστο σκίρτησε μέσα της για τον άντρα αυτό.

            -- Τι είναι αυτό που έχεις να μου προτείνεις ; τον ρώτησε με περιέργεια και το ξανακοίταξε με θαυμασμό.

Ο ξένος την κοίταξε κι εκείνος τρυφερά όπως θα κοιτούσε  φιλικό

 

του πρόσωπο του και της αποκρίθηκε :

            -- Σου είπα πως είμαι στέλεχος μιας εταιρείας με γυναικεία κοσμήματα και θα κάνω το βράδυ στις εννιά επίδειξη στο ξενοδοχείο << Ιόνιο >> στην κάτω πόλη.

            Και βγάζοντας από την τσάντα του μια μικρή λευκή πρόσκληση, της την έδωσε, λέγοντάς της σε παρακαλεστικό ύφος :

            --- Να, σαν την έχεις αυτή μαζί σου θα σε αφήσουν να περάσεις !

            Παίρνοντας στο χέρι της την πρόσκληση η κυρά Ιζαμπώ, ένιωσε ένα υπέροχο συναίσθημα αναστάτωσης. Ήταν ακόμη η κάποια, δεν είχε ξοφλήσει !

--Αυτό που κάνεις είναι πολύ ευγενικό κι ανθρώπινο ! του ψιθύρισε        και

χαμογέλασε.

            Ήξερε καλά την ανθρώπινη και περισσότερο τη γυναικεία ψυχή τούτος ο τυχοδιώκτης. Γνώριζε πως χαίρεται πολύ με τα απλά και τα απρόοπτα παρά με τα σύνθετα και τα υψηλά ! Γι’  αυτό την κατάλληλη στιγμή έδινε αυτό το κάτι που σκλάβωνε κάθε φιλόδοξη γυναίκα. Αυτό έκανε και τώρα και είπε στην κυρά Ιζαμπώ :

            -- Η δουλειά μου είναι αυτή, της έκανε χαριτολογώντας ο ξένος, να καλώ τις όμορφες γυναίκες στις επιδείξεις της εταιρείας και να τους παρουσιάζω τα σπάνια κοσμήματα ! Και σαν εκείνες τα δοκιμάζουν να τους ψιθυρίζω λόγια θαυμασμού !

Ένιωσε τον εαυτό της κιόλας η         κυρά Ιζαμπώ    να       σεργιανίζει στην

κατάφωτη αίθουσα του ξενοδοχείου και τους άντρες τριγύρω της να τη θαυμάζουν  σαν δοκίμαζε κάποιο ακριβό δαχτυλίδι. Έδειξε να της αρέσουν όλα αυτά που της είπε ο ξένος και φάνηκε να την αναστατώνει μια περίεργη χαρά μέσα της. Δεν είπε όμως τίποτα και προσπάθησε να κρύψει τον ενθουσιασμό της όσο μπορούσε.

-- Κι αφού κι εσύ είσαι όμορφη σε προσκαλώ και   σε  περιμένω ! της έκανε   

πάλι πολύ τρυφερά και την αγκάλιασε με το βλέμμα του.      

Πήγε να ανοίξει τα χείλη της και να πει << ναι θα έρθω >> η   κυρά Ιζαμπώ

αλλά η σκιά του κυρ Λαέρτη που της φάνηκε να σαλεύει μέσα από το ξύλινο κάδρο της φωτογραφίας ψηλά στον τοίχο, της έκοψε το βήχα και μουγκάθηκε.

          -- Χήρα γυναίκα ! του ‘κανε με γλυκιά διαμαρτυρία, πώς να ‘ρθω; Τι θα πει ο κόσμος; Το μέρος είναι μικρό εδώ και τα βλέπει όλα ! Δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς ! Είναι τόσο σκληροί βλέπεις οι νόμοι της ηθικής !

          Σαν ζούσε ο μακαρίτης ξεστράτιζε αλλά πάντα με την άδειά του ! Και που πήγαινε ; Στις κοινωνικές εκδηλώσεις για να βοηθήσει τις χήρες και τα ορφανά ! Τίποτα πονηρό και αμαρτωλό. Αυτά υπήρχαν μέσα της καταπλακωμένα !

          -- Μα, θα  ‘ναι κι άλλοι εκεί κι όλοι τους καθώς πρέπει ! Ποιος θα σε κατηγορήσει ;

          Η φωνή του ξένου έπεσε σαν καταλύτης πάνω της. Η σκιά του μακαρίτη ψηλά στον τοίχο ξαναφάνηκε.

          -- Η μνήμη του άντρα μου, βλέπεις ! Αυτή μου φράζει το δρόμο και μου κόβει τα πόδια !         

          Πολύ ήθελε να πάει ! Το ‘λεγαν τα φωτεινά της μάτια, η ανησυχία στο πρόσωπό της και η επιθυμία της ψυχής της που φοβόταν να το εκφραστεί με λόγια.

          Ο ξένος ήταν σίγουρος πως στο τέλος θα την κατάφερνε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το πετύχαινε ούτε η τελευταία. Το ‘ξερε καλά το παιχνίδι της επιμονής με τις γυναίκες.

          --- Σαν έρθεις δε σημαίνει  πως τον ξέχασες, το μακαρίτη ! της είπε κι αυτός δυνατά κι έσκασε στα γέλια.

          --- Όχι, αλλά  βεβηλώνω τη  μνήμη του, πώς να στο πω και δε θέλω ! Δεν είναι καλό αυτό !

          Και χαμηλώνοντας τα μάτια, μουρμούρισε ντροπαλά :

          -- Η ψυχή του είναι ακόμη εδώ μέσα, πώς να το κάνω !

          Σήκωσε σιγά -σιγά το κεφάλι της κι αφού το σταμάτησε σαν ακριβό κόσμημα μπρος στα ηδονικά μάτια του, κρεμάστηκε από τα χείλη του ν’  ακούσει πάλι τα λόγια της επιμονής του που τόσο τα ήθελε και της άρεσαν.  

          -- Τρισχαριτωμένη μου, πιστεύεις ακόμη στα παραμύθια, γιατί είσαι αγνή ! της είπε με τόση αθωότητα και βεβαιότητα ο ξένος που την έλιωσε κυριολεκτικά. 

          Αυτή η φωνή που χύθηκε σαν εξαίσιος ήχος τραγουδιού στα αυτιά της, κάτι το ξεχωριστό πρέπει να είχε αφού τόσο πολύ τη μάγεψε και ήθελε να την ξανακούσει.             

          -- Πρέπει να ‘ναι κι αυτό, αλλά δεν έχω συνηθίσει να ξεπορτίζω κι εύκολα ! του πέταξε χαριτολογώντας τότε η κυρά Ιζαμπώ για να συμπληρώσει με πίκρα :

          -- Δεν την ξέρω την αμαρτία ! Όχι, όχι δεν την ξέρω !  

          Όλες  τα ίδια λένε σαν ο πειρασμός είναι μπρος τους και τον θέλουν με λύσσα. Το ‘ξερε καλά αυτό ο ξένος όπως ήξερε καλά επίσης πως το ψέμα και η κολακεία αρέσουν στις γυναίκες, τους τονώνουν τη φιλαρέσκεια και τη ματαιοδοξία τους. Έτσι της είπε :

          -- Ποιος μιλάει για αμαρτία ; Σε μια  αθώα   επίδειξη θα έρθεις. Οι άνθρωποι εκεί δε θα είναι οι κολασμένοι της γης, αλλά έντιμοι και καθώς πρέπει. Πιασμένη από μια κοινωνική εκδήλωση θα ‘χεις τον τρόπο και την ευκαιρία να ξεφύγεις από τη φριχτή μιζέρια τούτης της αποθήκης και να νιώσεις υπέροχα ανάμεσα σε ευαίσθητες ανθρώπινες υπάρξεις. Θα δεις, θα μιλήσεις και θα γνωριστείς !  Κι αν σου αξίζει κι ένας καβαλιέρος, αυτός θα είμαι εγώ ! Εγώ που ξέρω να προστατεύω τις όμορφες κυρίες σαν και σένα και δε διστάζω και το σπαθί μου να τραβώ και να χτυπώ με ορμή όποιον άξεστο τις προσβάλλει.

          Ξεκαρδίστηκε στα γέλια και κοιτάζοντας κατάματα την κυρά Ιζαμπώ, που είχε καταγοητευθεί με τα λόγια του, πρόσθεσε :

          -- Φαντάζεσαι τη χαρά θα δώσει η λάμψη σου στους παρευρισκομένους ! Σαν σε θαυμάσουν, στο τέλος όλοι θα μιλούν για σένα ! Δεν το θες αυτό ;

          Το ήθελε που το ήθελε και τόσο καιρό με το συχωρεμένο δεν της είχε τύχει.  Όχι γιατί δεν το άξιζε αλλά γιατί οι χώροι που πήγαιναν μαζί ήταν πάντα φτωχοί και μίζεροι.    

          Έτσι η επιθυμία να πει το << ναι >> ξαναφούντωσε μέσα της γαργαλίζοντας  παράλληλα και τα ένστιχτα της ροπής προς την αμαρτία.

          Έσφιξε  λίγο τα χείλη, δείχνοντας αμηχανία.

           -- Δεν το αποφάσισες ακόμη ; τη ρώτησε ο ξένος έντονα εκφράζοντας έτσι και μια προσποιητή δυσφορία για την  αργοπορία της.

          -- Ξέρεις είναι η πρώτη φορά που θα βγω μόνη μου μετά το θάνατο του άντρα μου κι αυτό με σοκάρει, του αποκρίθηκε με λύπη  και απογοήτευση στα λόγια της η κυρά Ιζαμπώ και φάνηκε να μην πίστευε και πολύ αυτό που του έλεγε.  

          Η δυσανασχέτηση στο πρόσωπο του ξένου και η σιωπή του, την έκαναν  να προσθέσει :

          -- Κι αυτός ο κόσμος πάλι !  Τι θα πει ; Χήρα γυναίκα και να πηγαίνει σε γιορτές και πανηγύρια !

                     

          Ξέροντας καλά ο ξένος πως όλες οι γυναίκες είναι αδύναμες μέχρι εσχάτων, σκέφτηκε να επιμείνει. Έτσι δε δίστασε να της πει ειρωνικά για να δοκιμάσει τη γυναικεία  άμυνα :         

          -- Για να μη θέλεις να ‘ρθεις , φαίνεται πως τον αγαπάς ακόμη τον άντρα σου ! 

         Τι τα ‘θελε τώρα και τα ξεσκέπαζε τα πράγματα αυτός ο άνθρωπος ;  Καλά δεν ήταν πλακωμένα εκεί μέσα στην ψυχή της και είχαν ξεχαστεί από καιρό ;  Γιατί τώρα με τόση σκληρότητα της τα θύμιζε και την υποχρέωνε να τα ξαναθυμηθεί ;                                        

      Τον κοίταξε με παράξενο βλέμμα  σαν να του ‘λεγε << τι  θες και μπαίνεις στην προσωπική μου ζωή, άνθρωπέ μου ; >> και σιώπησε, χωρίς να του απαντήσει. 

          Ο ξένος όμως συνηθισμένος  από τέτοια δεν έδειξε να πειράχτηκε αλλά επέμενε και τη ρώτησε πάλι με ήπιο τόνο:

-- Σε ρώτησα κάτι και δε μου απάντησες ; Φοβάσαι την αλήθεια;

          Να φοβηθεί την αλήθεια ; Για πιο λόγο ; Με τον άντρα της δεν ήταν ερωτευμένη και το ‘λεγε πάντα αυτό, αλλά όταν τον είχε ζούσαν συμβατικά και τον αγαπούσε. Ποτέ της βέβαια δεν είχε νιώσει τη λύσσα της σάρκας του πάνω της που κάνει τους ερωτευμένους να γίνονται χτήνη την ώρα του σμιξίματος, αλλά κι αυτό που της προσέφερε το μέτριο και το φυσιολογικό της άρεσε ! ‘Όχι, όμως και να γίνει ζώο αν και  πολλές φορές το ‘θελε πολύ ! Ο άντρας της όμως   δεν τα ‘ξερε αυτά ! Κι όμως εκείνη με τον τρόπο της  του το ζητούσε καμιά φορά ! Εκείνος όμως το απόφευγε ! Και τότε η απελπισία και η συντριβή την κυρίευαν και γινόταν ράκος. Και δεν του το συγχωρούσε παρά σαν περνούσαν μέρες και ο χρόνος γιάτρευε το πάθος της.

          -- Ποια αλήθεια να φοβηθώ ; του ‘κανε ασυναίσθητα μετά από λίγο και τρεμόπαιξε τα λαμπερά της μάτια. Η αλήθεια είναι πως τον αγαπούσα και συνεχίζω να τον αγαπώ ! Αυτό ξέρω να πω !

--Τον αγαπούσες ! Δεν ήσουν όμως ερωτευμένη μαζί του ; της πέταξε με ανυψωμένη τη φωνή ο ξένος που την τρόμαξε. Διαφέρει το ένα από το άλλο !

          Η αλήθεια είναι πως δεν το είχε σκεφτεί αυτό αν και ήξερε καλά τη διαφορά ! Ο έρωτας ήταν κάτι το διαφορετικό και δεν τον είχε νιώσει ποτέ. Ούτε με τον άντρα της αλλά ούτε και με άλλον !

          --Δεν ξέρω τι θες να πεις, αλλά εγώ τον αγαπούσα ! ψιθύρισε και κατέβασε τα μάτια. Και σαν θες να ξέρεις και τούτο, ποτέ δεν τον πρόδωσα !

          << O γυναικείος εγωισμός και η σεμνοτυφία της την ανάγκασαν να πει αυτό >> σκέφτηκε ο ξένος κι  έριξε τα λόγια του σαν φαρμακερό βέλος τώρα πάνω της, λέγοντάς της :

          -- Ο έρωτας είναι το ίδιο με το θάνατο ! Αν ένιωσες κάποια στιγμή που τα κορμιά σας έσμιγαν πως ήθελες να πεθάνεις απ’ την  πολύ αγάπη στην αγκαλιά του, τότε σίγουρα ήσουν ερωτευμενη μαζί του ; Το ένιωσες;      

Τι ήταν κι αυτό πάλι ; Τι λόγια φοβερά και βέβηλα έβγαιναν απ’ τα χείλη τούτου του φριχτού ανθρώπου ; Κι όμως αυτό που της έλεγε θα’ θελε πολύ να το είχε νιώσει ! Αλλά, ο Θεός να τη συχωρέσει, κάποτε νόμισε πως είχε νιώσει έτσι ερωτευμένη μ’ έναν άλλον άντρα μέσα στο τραίνο που πολύ θα ήθελε να πέθαινε στην αγκαλιά του!

-- Είμαι μια σεμνή γυναίκα και με αναστάτωσες ! του ‘κανε δήθεν πειραγμένη και μια ανεπαίσθητη λαμπεράδα διαπέρασε το πρόσωπό της. Τι ξέρω εγώ απ’  αυτά ;

         

Κι όμως ήξερε πολλά κι ας μην τα είχε κάνει. Και τα αποζητούσε αυτά τα άλλα τα απαγορευμένα που τα ήξερε γιατί τα είχε μέσα της όπως κάθε γυναίκα που θέλει ν’ αγαπηθεί και να τα νιώσει ! Ήθελε, ναι, να της κάνει κομμάτια το κορμί της ο εραστής, όποιος και να ‘ταν, αρκεί να τον αγαπούσε πολύ.

Έτσι της ήρθε πάλι στο νου ο άντρας του τραίνου. Καθόταν απέναντί της και ο κυρ Λαέρτης δίπλα της. Ένας όμορφος νέος με καστανά μαλλιά και μάτια σπινθηροβόλα που την κοιτούσε αχόρταγα, στέλνοντας πάνω της μια απερίγραπτή γοητεία που την ξεσήκωνε ασύστολα. Κι αμέσως ένιωσε ένα σκίρτημα σε ολάκερο το σώμα της που της άρεσε πολύ. Κι όσο την κοιτούσε τόσο το σκίρτημα μεγάλωνε και μια επιθυμία μ’ ένα ασίγαστο πάθος την κυρίεψαν που πολύ ήθελε να πέσει στην αγκαλιά του. Πρέπει να είχε κοκκινίσει γιατί ο άντρας της την κοίταξε πολλή ώρα περίεργα. Εκείνη ντράπηκε κι έστριψε το κεφάλι της έξω. << Θεέ μου, μουρμούρισε, τι είναι αυτό που με βρήκε ! Πρώτη φορά νιώθω το κορμί και την ψυχή μου να καίγονται ! Λες να είναι ο έρωτας ! >>

Ο άντρας συνέχιζε να την κοιτάζει και να είναι όμορφος σαν αρχαίος Θεός. Εκείνη συνέχιζε να νιώθει την ίδια γλυκιά αναστάτωση που όσο περνούσε η ώρα νόμιζε πως θα της έφερνε τρέλα ! Και να που δεν έπεσε έξω, γιατί ο άντρας που συνέχιζε να την κοιτάζει με τα λαμπερά του μάτια, φαίνεται την ηλέκτρισε τόσο που το μεγάλο πάθος της γι’ αυτόν την έκανε να θέλει να του δοθεί εκεί μπροστά στον κόσμο χωρίς ντροπές, σαν ζώο !

Έτσι για μια στιγμή της φάνηκε πως ένιωσε να τη σφίγγουν τα δυο του χέρια και να χάνεται μέσα στη ζεστασιά της αγκαλιά του ! Και πως τα  χείλη του ρουφούσαν τα δικά της ! Ναι, θα το ήθελε πολύ αυτό όπως κι άλλα πράγματα. Αλλά, φευ, η φαντασία δεν είναι πραγματικότητα και  γρήγορα κατάλαβε πως ήταν όλα ψέματα.

Γι’  αυτό, σαν ο ξένος  διαισθάνθηκε τα αλλόκοτα συναισθήματα που συγκρούονταν μέσα της, της είπε :

--Δε θα σε παρεξηγήσει κανείς σαν είσαι όπως λες, σεμνή ! Τι να πουν ; Στο χρυσό δεν κολλάει η σκουριά !

Η γυναικεία φιλαρέσκεια εδώ λύγισε για να δεχτεί αυτά που της έλεγε, έστω κι αν ήξερε πως ήταν ψέματα!

Έτσι  ήταν ! Μέχρι τώρα δεν είχε δώσει δικαίωμα στους ανθρώπους της πλατείας για να την κουτσομπολέψουν κι αυτό ήταν ένα ισχυρό άλλοθι. Οπότε τι μπορούσαν να πουν για τη συμμετοχή της σε μια τυπική επίδειξη κοσμημάτων ;

Ήταν έτοιμη να πει το << ναι >> όταν η μεταλλική φωνή του ξένου, την πρόλαβε για να συμπληρώσει :

--Σαν βάλλεις ένα ωραίο φουστάνι της φωτιάς και κατσαρώσεις τα υπέροχα μαλλιά σου θα δεις για πότε θα αποκτήσεις τον τίτλο της πρώτης κυρίας  εκεί  μέσα  και πως αμέσως θα σε κοιτάξουν τόσα μάτια έκπληκτα ! 

Αυτό τι ήταν να το πει ! Η ντροπαλή χήρα έγινε εύθυμη παρευθείς κι αφού έβαλε τα γέλια, ρέκαξε με δυνατή φωνή :

--Από τα μαύρα στα κόκκινα, ε ; Τρομάρα μου !

Στη σιωπή που ακολούθησε μετά το γέλιο και των δυο, η κυρά Ιζαμπώ σκέφτηκε << πως είχε τη δύναμη και να μείνει μέσα στη μούχλα του εμπορικού αλλά και να φύγει και να λευτερωθεί απ’ αυτή. Στη δική της κρίση απόμενε η σκληρή επιλογή >>.

--Θα έρθω να πάρω μερικά κοσμήματα που μου λείπουν, αφού επιμένεις τόσο! του έκανε σιγαλά κι έδειξε μια προσποιητή ταραχή.

Ο ξένος κατενθουσιασμένος για τη νίκη του, σηκώθηκε κι άπλωσε το χέρι του.

--Κυρία μου, επέλεξες το καλύτερο ανάμεσα στην πλήξη και τη δράση ! Στις εννιά το βράδυ λοιπόν θα σε περιμένω ! της  έκανε και στάθηκε για λίγο όρθιος μπροστά της.

Ύστερα με μια ιπποτική υπόκλιση τη χαιρέτησε και χωρίς καμιά άλλη διαχυτικότητα την άφησε και βγήκε από την πόρτα.

 

 

 

                  

 

 

 

                                                ***

 

Από την ώρα που έφυγε ο ξένος  η κυρά Ιζαμπώ κάθισε σε αναμμένα κάρβουνα. Η συνείδησή της την έλεγχε για μια τέτοια παράτολμη απόφαση που πήρε και όσο περνούσε η ώρα έδειχνε φανερά στενοχωρημένη και μετανιωμένη.

Για να πάψει να το σκέφτεται, έκλεισε το μαγαζί και ανέβηκε στο σπίτι, όπου άρχισε αμέσως να καταπιάνεται με τις δουλειές του. Αλλά όπως έδειχναν τα πράματα τίποτα δεν την έσωνε από τις τύψεις της πρωινής της απόφασης και καμιά δουλειά δεν ήταν ικανή να της ηρεμήσει την αναστατωμένη της ψυχή.

Άφησε τις δουλειές και ξάπλωσε. Κουτσά στραβά και με τα χίλια ζόρια η ώρα πέρασε κι έφτασε έξι κι αυτή ακόμη τυραννιόταν με τις τύψεις της απόφασής της. Έτσι ανασηκωμένη στο κρεβάτι και κοιτάζοντας απ’ το ανοιχτό παράθυρο την πλανεύτρα  κάτω πόλη που στην αγκαλιά της θα αμάρταινε το βράδυ, της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και νόμισε πως σε λίγο θα αρρώσταινε. Αυτό την έκανε να ψιθυρίσει καταπονημένη : << Τι θέλω εγώ μια χήρα εκεί μέσα ; Με τον άντρα μου κάτω από το χώμα και την κόρη μου, έρημη και μόνη κλεισμένη στο μοναστήρι ;  Το αρχέγονο χτήνος του πάθους μου φαίνεται που είναι κλεισμένο μέσα μου με στέλνει εκεί ! Χρέος μου τότε είναι ν’  αντισταθώ, να πω όχι  και να γλιτώσω απ’ το κακό. Μπορώ όμως ;  Κι αυτή η ακατανίκητη δύναμη μέσα μου γιατί με σπρώχνει να πάω ; Πώς θα την νικήσω ; >>

Έτσι πάντα να σκέφτεται η ώρα έφτασε οχτώ. Μια ώρα ακόμη και είχε πολύ δρόμο να κάνει. Ντύθηκε αναστατωμένη και σύρθηκε έξω από την πόρτα με βαριά βήματα και με κάθε προφύλαξη από τα μάτια των ανθρώπων της πλατείας. Η απόσταση ως το ξενοδοχείο καλύφτηκε ακούραστα από το συνηθισμένο και γυμνασμένο βήμα της. Φτάνοντας στην πόρτα του ξενοδοχείου, δίστασε να την σπρώξει και να μπει μέσα. Πάλι ο φόβος και η δειλία της, της έγιναν κακοί σύντροφοι. Περίμενε λίγο να ξανασκεφτεί την πράξη της ψιθυρίζοντας έντρομη : << Τι θέλω εγώ μια χήρα εδώ μέσα ; Μήπως πρέπει να φύγω ; >>

Γρήγορα όμως ένα χέρι την  συγκράτησε απ’ το μπράτσο και κοιτάζοντάς την βαθιά μέσα στα μάτια με μια ανείπωτη ζεστασιά, της είπε τρυφερά :

 --Έλα μέσα κυρία μου ! Μη φεύγεις !

Ήταν ο ξένος. Αυτός ο παράξενος άντρας που ‘χε κάτι το τυχοδιωκτικό πάνω του.

          Δεν του αντιστάθηκε και πέρασαν και οι δυο μέσα στη μεγάλη αίθουσα. Με κατεβασμένο το κεφάλι για να κρύψει την ντροπή της η κυρά Ιζαμπώ τον ακολούθησε μέχρι το άδειο τραπέζι με τα αναπαυτικά καθίσματα. Εκεί ο ξένος με ευγένεια της πρότεινε να καθίσει.

          Σαν κάθισε κι εκείνος την κοίταξε τρυφερά και χαμογέλασε. Η κυρά Ιζαμπώ έδειχνε καταγοητευμένη αλλά και φοβισμένη.

Τρελαμένη έτσι από την αναπάντεχη      αυτή   συνάντηση     έμοιαζε 

να τα είχε χαμένα. Όλη αυτή η φωτισμένη αίθουσα με τις φωνές, τα βλέμματα και τις χαμηλωμένες συζητήσεις των καλεσμένων της άρεσαν αλλά και την τρόμαζαν. Έτσι όσο περνούσε η ώρα αντί να ηρεμήσει τόσο  η ανησυχία της μεγάλωνε. Και σε λίγο ένιωθε σαν ψάρι έξω από τα νερά του. Ωστόσο δεν το ‘κρυβε πως αισθανόταν και μια αίσθηση χαράς που μεγάλωνε και εξισορροπούσε την ανησυχία και την αγωνία της.

          Έτσι σαν αργότερα αναθάρρησε, κοίταξε τον άντρα που εξαιτίας του είχε έρθει εδώ και τον περιεργάστηκε εξονυχιστικά λες και ήθελε να τον διαβάσει καλά και να βρει την αιτία που έκανε τόσα πολλά για χάρη της.

          Και τότε είδε πως κάτω από το ευγενικό του πρόσωπο και το χαμογελαστό του στόμα και μέσα από το ακριβό του ντύσιμο ξεχυνόταν μια μυστική δύναμη που την τραβούσε μαζί του και την συνέπαιρνε. << Να, για ποιον ήρθε, λοιπόν, σκέφτηκε, γι’ αυτόν κι όχι για τα κοσμήματα! Αυτή ήταν η αλήθεια όσο πικρή κι αν ήταν ! >>

          Ο ξένος έκανε κι αυτός το ίδιο και όση ώρα αυτή έκανε τις δικές της σκέψεις, αυτός προσπαθούσε να μπει στην ψυχή της και να ξεσκεπάσει κάθε της συναίσθημα. Έτσι βλέποντας το φόβο και την αμηχανία στο πρόσωπό της. σκέφτηκε << πως έτσι είναι πάντα στην αρχή μια ασυνήθιστης σχέσης η γυναίκα να δείχνει συναισθήματα  ταραχής μα με τον καιρό τα ξεπερνά για να τα αντικαταστήσει  με τα συναισθήματα της αισιοδοξίας και σιγουριάς >>.

Έτσι για να της αποδιώξει τους φόβους και να νιώσει ασφάλεια και καλύτερα, της είπε χωρίς ν’ αφήσει ούτε ένα λεπτό τα μάτια του από πάνω της :

-- Όπως βλέπεις, όλα είναι έτοιμα ! Θα πιούμε το ποτό μας όμως πρώτα και μετά θα αγοράσεις τα κοσμήματα !

Χαμηλόφωνα ύστερα από την παύση, πρόσθεσε :

-- Και μετά…

 Σταμάτησε λες και η φωνή του πνίγηκε μέσα στο λαρύγγι του.

            -- Και μετά; του ‘κανε μ’ έκπληξη η κυρά Ιζαμπώ και φοβισμένη χαμήλωσε τη φωνή.                                                                            

-- Μετά θα πάμε για φαγητό και ύπνο ! Όπως κάνουν τα καλά παιδιά !

Μια παράξενη γλυκιά θέρμη διαπέρασε το κορμί της σαν άκουσε τα λόγια του κι ένιωσε υπέροχα. Κι αφού έκανε ότι μπορούσε για να το κρύψει και να φανεί σοβαρή, του είπε δείχνοντας μια ψεύτικη και ψυχρή όψη :

-- Ας αφήσουμε τα χωρατά, άνθρωπέ μου, κι ας σοβαρευτούμε !  Ούτε το όνομά σου δεν ξέρω ακόμη και μου ζητάς να κάνουμε τόσα πράγματα!  Θα αγοράσω τα κοσμήματα και θα φύγω ! Αυτό πρέπει να κάνω! Τι λες κι εσύ ; Αυτό δεν είναι το σωστό ;

Το γκαρσόνι που ήρθε τους διέκοψε. Ο ξένος χωρίς να της ζητήσει τη γνώμη  παρήγγειλε δυο κοκτέιλ και του χαμογέλασε.

Στη σιωπή που ακολούθησε η κυρά Ιζαμπώ κοίταξε τριγύρω της κι ανήσυχη προσπάθησε να γνωρίσει έστω και έναν από τους παρευρισκομένους.                          

Δε γνώρισε κανέναν αλλά ο φόβος της, την έκανε να μουρμουρίσει:

-- Δε βλέπω κανέναν γνωστό της πλατείας, αλλά κάτι μου λέει πως κάποιος θα ξεφυτρώσει από ώρα σε ώρα ! Και τότε θα δεις ρεζίλι που θα γίνω !

-- Δε νομίζω ! της αποκρίθηκε  ο ξένος κι έδειξε πως το είπε έτσι αβίαστα για να την καθησυχάσει.

-- Δε νομίζεις, ε;

---Είναι σίγουρο πως δεν είναι κανένας !

-- Πως το ξέρεις ;

-- Εγώ τους κάλεσα !

--Και τι μ’ αυτό ;

--Επέλεξα από την πλατεία μόνο εσένα !

-- Α! ωραία ! έκανε ξεθαρρεμένη τότε η κυρά Ιζαμπώ και σήκωσε το κεφάλι της που το ‘χε σχεδόν ακουμπήσει στο τραπέζι.

Ήρθε το γκαρσόνι με τα δυο ποτά, τα άφησε πάνω στο τραπέζι κι έφυγε μ’  ένα μικρό μειδίαμα στα χείλη.

Πήρε το ένα ποτήρι  στο μακρύ και καλοσμιλεμένο χέρι του ο ξένος και της το πρόσφερε. Σήκωσε ύστερα και το δικό του κι αφού τα τσούγκρισαν, της είπε χαμηλόφωνα σαν ήσυχο παιδάκι :

-- Στην υγειά σου !

-- Στην υγειά σου ! αντιφώνησε και η κυρά Ιζαμπώ με χαϊδιάρικη φωνή κι έφερε το ποτήρι στα χείλη.

Ήπιαν από μια γουλιά κι άφησαν τα ποτήρια στο τραπέζι. Οι φωνές ολοτρόγυρα συνεχίζονταν, το απαλό φως τους ευχαριστούσε και η μουσική έπαιζε χαρούμενη.

-- Θεέ μου, τι όμορφα είναι ! αναφώνησε για μια στιγμή η κυρά Ιζαμπώ κι έδειξε να αναστενάζει ευχαριστημένη.

Αυτή η αισιόδοξη έκφραση άρεσε στον ξένο. Τα πράματα πήγαιναν πολύ καλύτερα απ’ ότι φανταζόταν.

-- Αισθάνεσαι άνετα ; τη ρώτησε και τα μάτια του θαρρείς και μεγάλωσαν.

-- Ναι ! του ‘κανε η κυρά Ιζαμπώ και σήκωσε το ποτήρι. Το πένθος και ο πόνος βλέπεις….

Σιώπησε χωρίς να ολοκληρώσει τη φράση.

-- Τι κάνει ο πόνος ; της έκανε τότε ο ξένος  και περίμενε να τη συνεχίσει.

-- Να, το πένθος λέω και ο πόνος δε μ’ αφήνουν να χαρώ λίγο τη ζωή !

--Ο άνθρωπος δεν πρέπει να ξεχνά το αρχέγονο χτήνος που έχει μέσα του και του προσφέρει τόσες και τόσες παρορμήσεις, γιατί τότε θα τρελαθεί ! Η καταπίεση τον αρρωσταίνει, τον συντρίβει και τον κάνει λιώμα ψυχικά και σωματικά.

Το ‘ξερε καλά αυτό η κυρά Ιζαμπώ. Έλα όμως που η καταπίεση άρχιζε από το συχωρεμένο κι έφτανε ως τα σήμερα. Αυτός μετρούσε τα λεφτά και ηδονιζόταν. Εκείνη; Ζούσε αποτραβηγμένη από τις χαρές σαν να ήταν  μια άρρωστη γριά.

Ωστόσο ζούσε μαζί του, κοιμόταν μαζί του κι όλα τα έκαναν μαζί!   Μιλούσαν κι έλεγαν ανώφελα πράγματα κι ανιαρά. Αποφάσιζαν για κάτι και ήταν τόσο βιαστικό. Κοιτούσαν κάτι και το ‘βλεπαν μίζερο και φτωχό. Τίποτα μαζί του, δεν της ήταν ευχάριστο ! Κι όμως έπρεπε να τον έχει δίπλα της.

Συλλογιζόταν πολλές φορές τη μίζερη ζωή που ‘κανε,  σαν ζούσε και της ερχόταν κλάματα στα μάτια ! Και τι μ’ αυτό; Διορθωνόταν τίποτα ; Ύστερα τα ίδια και τα ίδια !

Ένας μεσόκοπος άντρας, στάθηκε πάνω από τα κεφάλια τους και τους χαιρέτησε.

Το λόγο πήρε αμέσως ο ξένος για να πει :

-- Ο συνεργάτης μου ! Αυτός έχει τα κοσμήματα και κάνει τις επιδείξεις. Αυτός πουλά κι εγώ κλείνω τους πελάτες που αγοράζουν !

 

Άπλωσε το χέρι του εκείνος τη χαιρέτησε με επαγγελματική αβρότητα και της είπε :

-- Σε περιμένω ! Σε μια τόσο όμορφη κυρία ταιριάζουν μόνο τα όμορφα πράματα ! Τα έχουμε !

Τους άφησε ύστερα με μια δουλική υπόκλιση και τράβηξε για τις βιτρίνες των κοσμημάτων.

Η εταιρεία απάτης ήταν καλά στημένη. Και οι δυο απατεώνες έπαιζαν καλά το παιχνίδι τους.

Τα άδεια ποτήρια αντικαταστάθηκαν από τα γεμάτα. Η ατμόσφαιρα σήκωνε το ποτό και η καρδιά φτερούγιζε ευχαριστημένη. Και οι δυο τους έδειχναν να περνάνε καλά και να απολαμβάνουν αυτό που έκαναν.

Η κυρά Ιζαμπώ με όλη της την καλή διάθεση να δείχνει ήρεμη  φαινόταν που και που ανήσυχη.  Έσκυβε το κεφάλι και μιλούσε χαμηλόφωνα, ρίχνοντας ολοτρόγυρα ερευνητικές ματιές. Αυτό είχε ενοχλήσει τον ξένο που έδειξε να μην του αρέσει έτσι που αναγκάστηκε να  επισπεύσει την εφαρμογή του σχεδίου του.

Άδειασαν ακόμη ένα ποτήρι όταν της έκανε νόημα να σηκωθεί. Χωρίς αντίσταση εκείνη σηκώθηκε και τον πήρε από πίσω. Έδειχνε να της αρέσουν όλα αυτά τα απρόοπτα και τα ασυνήθιστα.

Σταμάτησαν μπροστά στους πάγκους με τα εκθεμένα κοσμήματα. Στα μάτια της κυρά Ιζαμπώς όλα αυτά τα όμορφα κι ακριβά μπιζού φάνταζαν υπέροχα. Δε χόρταινα να τα κοιτάζει κι όλο έβγαζε επιφωνήματα θαυμασμού σαν τα άγγιζε με τα χέρια της ή τα δοκίμαζε. Σκουλαρίκια, δαχτυλίδια, μενταγιόν, καρφίτσες σκορπούσαν ανείπωτη ομορφιά κι ερέθιζαν τις αισθήσεις, αυξάνοντας την επιθυμία της απόκτησής τους.

-- Αυτό θα αγοράσω ! αναφώνησε με έπαρση στη φωνή η κυρά Ιζαμπώ κι έπιασε στα χέρια της ένα φανταχτερό δαχτυλίδι.

Το δοκίμασε και το ‘δειξε στον ξένο. Εκείνος είπε τα καλύτερα λόγια.

Ευτυχισμένη η κυρά Ιζαμπώ, το έβαλε στην τσάντα της.

-- Χρειάζομαι κι ένα ρολόι ! είπε στον ξένο και κίνησε για τη βιτρίνα τους.

-- Θα πάρω κι αυτό το ρολόι ! του ψιθύρισε πάλι και το έπιασε στα χέρια της. Άρχισε να το κοιτάζει με προσοχή και να το θαυμάζει αφάνταστα.

-- Α ! και μένα μου αρέσει ! της έκανε ο ξένος μα θαυμασμό κι έσκυψε να το δει καλύτερα, ακουμπώντας σχεδόν το κεφάλι του στον ώμο της.

Τραβήχτηκε κάπως διακριτικά η κυρά Ιζαμπώ και συνέχισε να ψηλαφίζει το ρολόι.  Σε λίγο σαν το έβαλε στην τσάντα της, έδειχνε πολύ ευτυχισμένη.

Τραβώντας σε λίγο για το τραπέζι, είπε  με κάποια έκπληξη στον άντρα :

-- Δεν πλήρωσα όμως ;

-- Μην ανησυχείς ! της έκανε όλο καλοσύνη αυτός. Θα σε φωνάξουν σε λίγο να δώσεις τα στοιχεία σου στο λογιστήριο !

Κάποια στιγμή που η κυρά Ιζαμπώ αφηρημένη κοιτούσε τα κοσμήματα ο ξένος ξέφυγε από δίπλα της, πλησίασε τη βιτρίνα με τα βραχιόλια και της αγόρασε ένα !  << Τόσα θα μου δώσει, σκέφτηκε, να μην της χαρίσω κι εγώ κάτι ! >> κι αφού το ‘βαλε στην τσέπη του πήγε πάλι κοντά της.

Έτσι όρθιος ακόμη τώρα της έδωσε το κουτάκι. Εκείνη κατακόκκινη από τη συγκίνηση κάθισε κι άρχισε να το ανοίγει.

Η έκπληξή της σαν το άνοιξε και είδε από μέσα το αστραφτερό κάσμημα δεν περιγράφεται. << Αχ ! τι υπέροχο στολίδι ! >> ξεφώνισε κι άστραψε ολάκερη από χαρά.

Και σαν το φόρεσε, φώναξε τρισευτυχισμένη :

 --Αυτό δεν το περίμενα !

Και σαν να μετάνιωσε που το δέχτηκε, μουρμούρισε με απογοήτευση:

-- Γιατί όμως μου το προσφέρεις ;

Δεν υπήρχε γιατί. Το φόρεσε στο αριστερό της χέρι και το καμάρωσε για πολλή ώρα. Ένα χάρμα ομορφιάς αχτιδοβολούσε και χέρι και βραχιόλι μαζί έδιναν ένα αριστουργηματικό στολίδι.

 -- Είναι τέλειο ! ξεφώνισε κι ο άντρας και πρόσθεσε : Είναι όμορφο σαν το χέρι σου  μαζί με τη λευκότητά του φτιάχνουν ένα απίθανο σύνολο !

Της άρεσε η φιλοφρόνηση γιατί της ικανοποίησε τη φιλαρέσκεια και γέλασε. Το ‘νιωθε και η ίδια πως όσο περνούσε η ώρα δεν έφερνε καμιά αντίδραση σε όσα της έλεγε ο ξένος.

Αφού έβγαλε το βραχιόλι και το κοίταξε πολλές φορές, το ‘κλεισε μ’ ένα αίσθημα χαράς πάλι στο κουτάκι του. Το ‘βαλε ύστερα στην τσάντα της και σιώπησε ενώ μια απροσδόκητη ζωντάνια απλώθηκε σε ολάκερο το πρόσωπό της.                                              

-- Και τώρα τι άλλο θέλεις, καλή μου κυρία ; τη ρώτησε ο άντρας με μια παράξενη έκφραση που τη φόβισε.

-- Να φύγω. Δε θέλω να με δει κανείς !

Η φωνή της παραπονιάρικη απλώθηκε τριγύρω.

-- Σουτ ! Σουτ ! της έκανε  γλυκά εκείνος. Πού θα πας μόνη μες στη νύχτα ; Το σκοτάδι είναι πυκνό !

Έσπρωξε ύστερα αθόρυβα το τραπέζι και σηκώθηκε. Περπάτησε ως το παράθυρο κι εκεί σταμάτησε. Κοίταξε λίγο έξω και σαν επέστρεψε της είπε :

-- Δεν έχει φεγγάρι, είναι πίσσα. Θα μείνεις εδώ και θα φύγεις το πρωί.

Φοβήθηκε η κυρά Ιζαμπώ μ’ αυτό που άκουσε αλλά και ανατρίχιασε στην ιδέα πως θα κοιμόταν  σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου για πρώτη φορά στη ζωή της. Ερεθίστηκε βέβαια στο έπακρο σαν σκέφτηκε τον εαυτό της μόνο πάνω στο κρεβάτι αλλά η σεμνοτυφία της την έσπρωξε να πει :

-- Να κοιμηθώ εγώ σε ξενοδοχείο; Μια χήρα γυναίκα ; Αυτό δε γίνεται !

--Γι’  αυτό είναι τα ξενοδοχεία να κοιμάται ο κόσμος, καλή μου ! ακούστηκε ήρεμη η φωνή του ξένου που ‘δειξε να κατανοεί το φόβο της.

<< Πως έμπλεξα έτσι, Θεέ μου ! >> συλλογίστηκε η κυρά Ιζαμπώ και της φάνηκε πως κάτι βαρύ πλάκωσε τα στήθια της.

-- Μισώ τα ξενύχτια έξω από το σπίτι μου, του έκανε με επίπληξη και μαζεύτηκε στη θέση της.

Όλα αυτά του ξένου του φαίνονταν ανοησίες. Από τη στιγμή που η γυναίκα είπε έρχομαι όλα ήταν προδιαγραμμένα. Ήθελε σίγουρα να μείνει, γιατί ποια δε θα ‘θελε ένα ταξίδι στο πυρετικό ρίγος ενός πόθου που ήδη είχε αρχίσει να γεννιέται μέσα της;

-- Το πρωί θα πας ! επανέλαβε ο ξένος με τη φωνή του υψωμένη κι έφερε το ποτήρι στα χείλη του.

Ερεθισμένη εκείνη από την επιμονή του, άρχισε να σκέφτεται κιόλας το αναπαυτικό κρεβάτι που την περίμενε.

Από το βάθος της ψυχής της η ηδονή που ξεκινούσε έφερνε και την αγωνία.

-- Πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό, της; έκανε ο άντρας κι έδειξε ενοχλημένος Γιατί κάνεις έτσι; Πού βλέπεις το κακό;

-- Είναι κακό ! ξεφώνισε η κυρά Ιζαμπώ. Προτιμώ το σπίτι μου!

-- Μα, γιατί;

-- Γιατί, δεν είμαι ερωμένη σου !

Η ασυγκράτητη ορμή στα λόγια της, ξένισε τον άντρα που μη έχοντας τι άλλο να κάνει γέλασε για να της πει με βλέμμα που ήταν γεμάτο πείσμα και φλόγωση :

-- Η νοσηρή φαντασία σου δεν έχει όρια ! Μόνη σου θα κοιμηθείς !

Παράξενο ακούστηκε τούτο στ’  αυτιά της όσο και δεν το πίστεψε. Θα την άφηνε να κοιμηθεί μόνη της ; Και η ίδια πως θα το άντεχε μόνη σε μια μουγκή κάμαρη με τον άντρα πυρακτωμένο δίπλα της σε μιαν άλλη;

-- Είπα κι εγώ ! του ψιθύρισε δήθεν με ανακούφιση και βυθίστηκε στις σκέψεις της.

Απόμεινε για λίγο άλαλη να τον κοιτάζει. Πολύ θα ήθελε εκείνη τη στιγμή να τον φιλήσει.

Χαμογέλασε ο άντρας και αυτό της άρεσε. Ένιωσε το βλέμμα του πάνω της και την έπιασε πανικός.

<< Θα με περνά για καμιά του δρόμου ! Πως μπορεί και με κοιτάζει έτσι ; >> σκέφτηκε.

Ένιωθε μια πρωτόγνωρη ταραχή ! Κάτι σαν φόβο μαζί με ευτυχία. Λαχταρούσε πολλά απ’  τον άντρα αυτό αλλά και τον φοβόταν.

Με τρεμάμενη φωνή του είπε :

-- Αρκετά κάθισα ! Πρέπει να φύγω ! Είναι εύκολο κρυφτώ το βράδυ στο καλντερίμι απ’  τα μάτια των ανθρώπων παρά τη μέρα.

Ο άντρας τη φαντάστηκε μέσα στο σκοτάδι έρημη και μόνη.

-- Τι λες ; της έκανε σαν να τη φοβέρισε.

-- Να τελειώνουμε πια, να κοιμηθείς κι εσύ             και να πάω     κι     εγώ 

στον προορισμό μου.                       

          Μια ωχράδα απλώθηκε στα μάτια της που την έκανε λυπημένη.

          Ο άντρας το παρατήρησε και της είπε για να την καθησυχάσει :

          -- Θα μείνεις ! Έτσι πρέπει !

          -- Δε θέλω ! ακούστηκε ξέψυχη η φωνή της κυρά Ιζαμπώς.

          --Γιατί ;

          -- Φοβάμαι !

          -- Και γιατί ήρθες ;

          << Θεέ μου ! Γιατί ; Γιατί, ήρθα ; >> σκέφτηκε  και τα ‘βαλε με τον εαυτό της. Ωστόσο μέσα στην τρομάρα της βρήκε μια δικαιολογία για να του πει :

          -- Για τα κοσμήματα της κόρης μου ήρθα ! Αυτής είναι ! Εγώ είμαι χήρα δεν τα φοράω ! Θα τα κρατήσω για εκείνη.

          Είπε αυτά ξέροντας πως γελιόταν. Ο  μεγάλος πόθος να την κατακτήσουν  ήταν αυτό που την έσπρωξε ως εδώ. Ήθελε να νιώσει την τρέλα μιας στιγμής που τόσο της είχε λήψει σαν ζούσε με το συχωρεμένο.

          Εκείνος λες και τα ‘χε καταλάβει όλα, έκανε ακόμη μια προσπάθεια να της  ατονήσει τη θέληση και να την κάνει του χεριού του. Κάρφωσε τα μάτια του πάνω της σαν τρελός και την κοίταξε σαν τη λεία που αρπάζει κάποιος από τους άλλους. Ύστερα της είπε :

          --Είσαι πλούσια κι όμορφη ! Η μιζέρια δε σου ταιριάζει. Ξέρω τι θέλεις ! Γι’  αυτό μείνε !

          Αυτό το << μείνε >> όπως βγήκε καθαρότατο απ’ τα χείλη του την άγγιξε ως τα κατάβαθα της ψυχής της.  Ήταν σαν μια εξομολόγηση που της έλεγε πως την είχε ανάγκη. Όμως η επιθυμία να φύγει την ξανάπιασε πάλι.   

          -- Δεν έχω δουλειά να μείνω άλλο ! του ξεφώνισε. Νιώθω κτήνος όσο μένω. Τούτος ο άντρας ήταν ένας ανίκητος πειρασμός και το ‘ξερε καλά.  Έπρεπε να φύγει από κοντά του το γρηγορότερο.

          -- Ως εδώ ήταν η δίψα σου για την έξοδο ; τη ρώτησε με απαλή φωνή και την έφαγε πάλι με τα έξυπνα μάτια του.

          Είχαν μια μουσικότητα τα λόγια του που της άρεσαν. Αυτό την έκανε να μετανιώσει για την απόφαση που πήρε να φύγει. Την ίδια στιγμή ήρθε και στάθηκε πάνω από τα κεφάλια τους ο συνεργάτης του. Ζήτησε συγνώμη και του έδωσε ένα σφραγισμένο κίτρινο φάκελο. Κοίταξε ύστερα με θαυμασμό την κυρά          Ιζαμπώ και είπε :

          -- Είναι τα χαρτιά με τις δόσεις της αγοράς, της κυρίας. Να τα υπογράψει και να κρατήσει το αντίγραφο.

          Σαν έφυγε  έκανε με αίσθημα ικανοποίησης η κυρά Ιζαμπώ :

          -- Με δόσεις λοιπόν; Πολύ καλά ! Το κεφάλαιο έτσι δε θα μου φύγει όλο !

          --Α ! έτσι κάνουμε πάντα με τους πελάτες μας, της απάντησε κι έδειξε ενδιαφέρον να της μιλήσει για την εταιρεία.

          Κι αφού άγγιξε το φάκελο με τα δάχτυλά του, συνέχισε :

          -- Για  να διευκολύνουμε τον κόσμο να κάνει τις αγορές του, έχουμε τις δόσεις. Κάθε ποσό διαιρείται με το δώδεκα, τόσες είναι οι δόσεις το χρόνο και το μέρισμα πληρώνεται κάθε πρώτη του μήνα. Σε περιπτώσεις αδυναμίας της αποπληρωμής κι αφού ο αγοραστής είναι φερέγγυος του δίνουμε πίστωση χρόνου κι έστι μπορεί να πληρώσει και δυο δόσεις μαζί. Κι αυτά τα κάνουμε για να δώσουμε κίνητρα ώστε να μπορούν να αγοράζουν κι όσοι δεν έχουν ρευστοποιημένα κεφάλαια.

          Η κυρά Ιζαμπώ έδειχνε να μην ακούει. Ένιωθε ναθεται σε αναμμένα κάρβουνα.

          --Τι κάθομαι ακόμη ! σιγοψιθύρισε κι ακούμπησε τα χέρια της κοντά στο φάκελο.

          --Η εταιρεία μας λειτουργεί άψογα και προστατεύει τους πελάτες μας από τυχόν παραλείψεις. Δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, υπάλληλοι δουλεύουν νύχτα μέρα και εγγυώνται τις νόμιμες συναλλαγές μας. Κανείς δε φοβάται την αγορά των προιόντων μας καθώς η ποιότητά τους είναι εξασφαλισμένη.

          Το ρολόι ψηλά στον τοίχο έδειχνε μεσάνυχτα. Σε λίγο οι δώδεκα χαμηλόφωνοι χτύποι του θα το βεβαίωναν. Η κυρά Ιζαμπώ έκανε μια κίνηση να σηκωθεί αλλά ο ξένος τη σταμάτησε, αγγίζοντας με το χέρι του το μπράτσο της.

          -- Δεν είναι ώρα αυτή για να βρεθείς μόνη σου στο καλντερίμι ; της έκανε και σηκώθηκε.

          Της έδειξε στο βάθος το εστιατόριο του ξενοδοχείου και της πρότεινε να πάνε να φάνε. Ένα καλό δείπνο με λίγο κόκκινο κρασί θα τους ηρεμούσε ύστερα από τις φορτισμένες συναισθηματικές εξάρσεις που ένιωσαν, κι αυτό το γνώριζε καλά ο ξένος.

          Δεν του ‘φερε αντίσταση, παρά κίνησε μαζί του για τη μεγάλη σάλα του εντυπωσιακού εστιατορίου. Κάθησαν στη δυτική γωνία που είχε και παράθυρο που κοίταζε προς τη θάλασσα. Παρήγγγειλαν μοσχέρι κοκκινιστό, σαλάτα λάχανο, φέτα τυρί και κόκκινο κρασί βαρελίσιο.          

          Σαν ήρθε το φαγητό, έπεσαν με μεγάλη όρεξη και το χάρηκαν. Όταν απόφαγαν, παρήγγειλαν φρούτο και καφέ. Αφού τα απόλαυσαν κι αυτά μετά έπιασαν την κουβέντα.    

          -- Όλα  καλά ; τη ρώτησε ο ξένος με αβρότητα και γέλασε με χάρη.

          -- Θαυμάσια ! του αποκρίθηκε και η κυρά Ιζαμπώ κι έφερε τα μάτια της ολοτρόγυρα.

          Έτρωγαν άλλες τρεις παρέες. Οι πιο πολλοί είχαν αποσυρθεί στα δωμάτιά τους κι αυτό έκανε την ατμόσφαιρα ευχάριστη αφού ήταν απαλλαγμένη από φωνές και ψιθύρους.

          Με το συχωρεμένο σπάνια έτρωγαν μαζί έξω.   Στην αρχή σαν ήταν νέοι τη ζήλευε κι απέφευγε να εμφανίζονται μαζί δημόσια. Όσες φορές έτυχε να φάνε  ήταν  απόροια κάποιων κοινωνικών εκδηλώσεων. Με το πέρασμα των χρόνων το ‘κοψε εντελώς και μόνο στη χάση και στη βρέξη έπιναν κανένα ποτήρι μαζί. Έτσι μπορούμε να πούμε πως ένιωθε ευχάριστα απόψε αν και μέσα της έδειχνε πολύ αναστατωμένη.

          Η θαυμάσια όμως αυτή ατμόσφαιρα είχε και τις  εναγώνιες  εσωτερικές της κρίσεις. Έτσι σε λίγο ένα προαίσθημα που της γεννήθηκε της  έλεγε  πως κάτι ανεπανόρτωτο κακό θα την έβρισκε. Γι’ αυτό ένιωσε μια απροσδόκητη ταραχή  και αισθάνθηκε πως δεν ήταν καλά.

          << Γιατρό χρειάζομαι >> σκέφτηκε  και προσπάθησε να αντισταθεί στην έσωτερική της διέγερση.

          Ωστόσο σε λίγο συνήλθε και κοίταξε κατάματα τον ξένο με μια απόγνωση  ζωγραφισμένη στο βλέμμα της.    Πάλι από το μυαλό της πέρασαν μαύρες σκέψεις. Ναι, δεν είχε πέσει έξω, όσο τον κοιτούσε προσεκτικά ενώ εκείνος σιγομιλούσε με την παρέα που ήταν κοντά του, διέβλεπε μια ύπουλη μοχθηρία στα μάτια του που όμοια της δεν είχε σε άνθρωπο. Ωστόσο μέχρι τώρα δεν της είχε φερθεί άσχημα. ΄Ηταν ευγενής, γαλαντόμος και υπερβολικά φιλικός.

          << Ιδέα μου είναι όλες αυτές οι κακές σκέψεις για τον άνθρω πο>> μονολόγησε και προσπάθησε να φαίνεται άνετη και φυσιολογική.

          Ο άντρας  σαν σταμάτησε την κουβέντα με τους διπλανούς, του, απόμεινε σιωπηλός, θωρώντας με ενδιαφέρον τη φλόγα του κεριού που έτρεμε στο μικρό γυάλινο λυχναράκι και ήταν έτοιμη να σβήσει. Σε λίγο έτσι θα έσβηνε και θα τελείωνε και η περίεργη αυτή σχέση μεταξύ τους.

          Γρήγορα όμως αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει. Την αγκάλιασε με το θερμό βλέμμα του και της είπε :

          -- Αν αισθάνεσαι υπέροχα καθόμαστα ακόμη. Αν νιώθεις κουρασμένη μπορούμε να πηγαίνουμε. Τα δωμάτια είναι έτοιμα και μας περιμένουν.    

          Άρχιζαν τα δύσκολα. Κι αυτό το κατάλαβε η κυρά Ιζαμπώ γιατί αμέσως ένας δυνατός πονοκέφαλος της έσφιξε τα μελίγγια και της έφερε ζάλη. Έτσι με το κεφάλι σφιγμένο από τον πόνο δεν απάντησε  αλλά αφού περίμενε λίγο για να συνέλθει.        

          Κι έτσι έγινε. Σαν ένιωσε καλύτερα, έβγαλε τις λέξεις με το ζόρι απ’ τα χείλη της.

          -- Α, είναι και ο ύπνος ! Είναι κι αυτό κάτι που θέλουμε δε θέλουμε πρέπει να πειθαρχήσουμε !

Έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι της κοντά στα μελίγγια κι αφού τα στήριξε πάνω στο τραπέζι, πρόσθεσε :

         

 

          -- Και είναι τόσο όμορφα εδώ ! Γιατί να κλειστούμε στα δωμάτια από τώρα ;

          Στέναξε με ευχαρίστηση. Ωστόσο έψαξε για τα πράγματά της με χέρια και με μάτια.

          Ο ξένος έδειχνε ανήσυχος. Έβλεπε πως  κάθε καθυστέρηση ήταν σε βάρος όλης της επιχείρησης. Η ώρα ήταν μία μετά τα μεσάνυχτα και η ανάγκη για να τελειώνει το γρηγορότερο τον πίεζε. Έπιασε το φάκελο και τον έβαλε στη μασχάλη. Ύστερα  σηκώθηκε  και της είπε με ύφος υπεροπτικό :

          -- Τα δωμάτια είναι στον πάνω όροφο. Πρέπει ν’ ανέβουμε. Προτιμώ από τη σκάλα να γυμναστούμε κιόλας.    

           Ξεκίνησε κι έριξε μια εξεταστική ματιά σαν να της έλεγε, έλα. Τι να ‘κανε και η κυρά Ιζαμπώ τον ακολούθησε με αργά βήματα κι ανόρεχτη. Σε κάποια στιγμή αυτός βράδυνε το βήμα του και τον έφτασε. Έτσι περπάτησαν δίπλα δίπλα ως το πρώτο σκαλί.

          Μετά   ιπποτικά της έδειξε ν’  ανεβεί πρώτη. Αυτή το έκανε κι ακολούθησε κι αυτός.

          Σε λίγο περπατούσαν και πάλι δίπλα δίπλα στο διάδρομο. Τα λιγοστά  φώτα και η απόλυτη σιωπή της δημιουργούσαν μια αίσθηση φόβου.

          Στον  αριθμό διακόσια δεκατρία ο άντρας σταμάτησε. Το ίδιο έκανε και η κυρά Ιζαμπώ. Έβγαλε αμέσως ένα κλειδί από την τσέπη του και το έβαλε στην κλειδαριά. Το ‘στριψε δυο φορές αριστερά και ξεκλείδωσε. Ύστερα έσπρωξε την πόρτα κι έκανε της κυρά Ιζαμπώς με ευγένια :

          -- Πέρασε ωραία μου κυρία !

          Η κυρά Ιζαμπώ δίστασε κι έμεινε ακίνητη. Ήθελε να βεβαιωθεί πρώτα που θα κοιμόταν ο άντρας.

          -- Εσύ που θα κοιμηθείς ; του ‘κανε καχύποπτη και κοίταξε την απέναντι πόρτα.

          -- Όχι, εκεί ! της αποκρίθηκε αυτός και άνοιξε διάπλατα την πόρτα τώρα. Εδώ κι εγώ θα κοιμηθώ μαζί σου !

          Η κυρά Ιζαμπώ χλώμιασε. Και μαζί με το θόρυβο που άφησε το τρένο του σταθμού σμπαράλιασε μια και καλή. Κι αμέσως της πέρασε απ’  το μυαλό να τον σφίξει στην αγκαλιά της για να μην πέσει κάτω.

          Ο ξένος μπήκε μέσα και την περίμενε. Ακολούθησε κι αυτή μιας και χρειαζόταν την ασφάλεια του χώρου. Έξω στην πόλη το ρολόι χτύπησε δύο μετά τα μεσάνυχτα.

Πάτησε το διακόπτη ο ξένος και το δωμάτιο πλημμύρισε στο φως. Τα πράγματα φωτίστηκαν και φάνηκαν να πλέουν στα μάτια τους.

          Άφησε το φάκελο πάνω στο μικρό κομοδίνο ο ξένος και σαν να ελευθερώθηκε από ένα δυσάρεστο βάρος, κάθισε στην άκρη του διθέσιου καναπέ κι έκανε νεύμα  να κάνει το ίδιο και η κυρά Ιζαμπώ.

          Εκείνη σαν να την τρυπούσαν πύρινες βελόνες σε ολάκερο το σώμα της. περπατούσε όσο αργά μπορούσε λες και δεν ήθελε να φτάσει ποτέ στο βάθος του δωματίου. Κάποια στιγμή όμως έφτασε στη μέση. Εκεί σταμάτησε. Η θωριά τότε του άντρα έπεσε πάνω της :

          -- Έλα κάθισε ! της ψιθύρισε και της έδειξε την άδεια θέση δίπλα του.      

          Τι να ‘κανε ; Το ‘χε και η ίδια δει πως είχε φτάσει να έχει μπρος της το γκρεμό και πίσω της το ρέμα ! Κάθησαν. Τα μάτια της ήταν φοβισμένα και τον κοιτούσαν με μια κτηνώδικη χαρά. Της φαινόταν πως είχε μπει σ’ έναν φούρνο και καιγόταν.

          Σε λίγο η φωνή του άντρα σαν θρόισμα ανέμου έφτασε στ’ αυτιά της :

          -- Κάθε γυναίκα επιθυμεί να κυλιστεί στο κρεβάτι μ’ έναν  άντρα εκτός από τον δικό της !

          Η ασυνήθιστη σκληρότητα που έδειξε της έκανε εντύπωση και την έβαλε σε σκέψεις.  Τον άκουσε όμως χωρίς ν’ αντιδράσει. Τυραννιόταν φριχτά. Δεν ήξερε όμως ακόμη αν τον ήθελε ή όχι. Τον κοίταξε σαν άγνωστο όπως της ήταν. Η θωριά του όμορφου κορμιού του τη μαγνήτισε. Τα φλογισμένα του μάτια την αναστάτωσαν και η αντρική του έλξη όσο περνούσε η ώρα την ερέθιζε σε βαθμό τρέλας. Σε κάποια στιγμή σαν αυτός την πλησίασε ανατρίχιασε. Της φάνηκε πως θα την έσφιγγε στην αγκαλιά του κι ετοιμάστηκε να του δοθεί. Τίποτα όμως δεν έγινε. Ούτε αυτός την αγκάλιασε ούτε κι αυτή έπεσε με πάθος πάνω του.

          -- Θέλεις, αγάπη μου, να ξαπλώσουμε ;

          Η φωνή του πολύ τρυφερή την πυρπόλησε κυριολεκτικά. Και μαζί με ένα μακρόσυρτο στεναγμό που ξέφυγε απ’ τα σπλάχνα του κι έδειξε τον πόθο του, την έκανε να χάσει τον κόσμο γύρω της.

          Ήταν αλήθεια; την είπε, αγάπη μου; Ω ! τι λέξη μαγική που ποτέ της δεν την είχε ακούσει. Ο κυρ Λαέρτης μόνο << γυναίκα μου >> της έλεγε. Κοίταξε την κάμαρα ολοτρόγυρα και της φάνηκε πως η λέξη αυτή  την πυρπόλησε και οι φλόγες της έφταναν ως πάνω στο ταβάνι. Ένιωσε να ζεσταίνεται. Κι αμέσως έβγαλε τη ζακέτα της και την πέταξε άτσαλα και νευρικά σε μια καρέκλα.  Έδειχνε να απαλλάσεται απ’ τη λογική και να τα αφήνει όλα στο χορό του ενστίχτου.

       -- Δε μου απάντησες σ’ αυτό που σε ρώτησα ; ακούστηκε πάλι η φωνή του άντρα που την ξαναπλησίασε κάνοντας μια κίνηση να την αγγίξει.

          <<Ναι,>> δε γελιόταν <<ο άντρας την ήθελε πολύ.>> Γι’ αυτό την κάλεσε. Περηφανεύτηκε μέσα της γι’ αυτό και σκέφτηκε πως κι αυτή ήρθε << για να αγαπηθεί >>. Το ‘θελε πολύ να την αγαπήσουν και να φτάσει ως την τρέλα. Όσο γι’ αυτή θα τον αγαπούσε με τον καιρό. Προς το παρόν ένιωθε ένα παράξενο μεθύσι γι’ αυτόν κι ένας πάθος ακατανίκητο που την ικανοποιούσαν.

          Ένα, δυο, τρία δευτερόλεπτα δεν άντεξε άλλο. Σηκώθηκε και με το τρομερό πάθος του ζώου μέσα της πήγε και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ο άντρας την ακολούθησε και στάθηκε πάνω της. Αυτή άρχισε να ξεντύνεται και να ετοιμάζεται να κολυμπήσει στην ηδονή που θα ερχόταν.

          Και τότε σαν έμεινε ολόγυμνη ο άντρας έπεσε  πάνω της. Το κορμί της τον δέχτηκε με μια κραυγή υστερίας. Και μαζί με την άγρια ανάσα που ακούστηκε απ’ ολάκερο το είναι της, του δόθηκε μέσα σε μια πρωτόγονη  συνουσία ελεύθερη από ταμπού και ντροπές.

          Κι όση ώρα το κορμί της τιναζόταν δυο και τρεις φορές από το πάθος του οργασμού κι ένιωθε στη ραχοκοκαλιά της τη γλυκιά ηδονή, αυτή έσφιγγε τον άντρα όπως το άγριο ζώο το θύμα του για να μην το χάσει ! 

           Σαν τελείωσαν, ο άντρας τραβήχτηκε από πάνω της κι έπεσε τα ανάσκελα. Ύστερα σφράγισε τα μάτια του και ξεκουραζόταν κάνοντας τον κοιμισμένο.

          Η κυρά Ιζαμπώ αισθανόταν τόσο υπέροχα κι ένιωθε ακόμη τις αισθήσεις της να την κεντρίζουν. Και μόνο μετά από πολλή ώρα πέρασε απ’ το όνειρο, στην πραγματικότητα.

          Σαν το ρολόι χτύπησε τρεις, κουνήθηκε ξαφνιασμένη. Στο λιγοστό φως που άφηνε το μικρό πορτατίφ η σκια απ’ το χέρι του άντρα που το άπλωσε στο κομοδίνο να πάρει κάτι, την παραξένεψε και σήκωσε το κεφάλι να δει.

          -- Τι παίρνεις ; τον ρώτησε σαν τον είδε να κρατά στο χέρι του ένα γραμμένο χαρτί.

          -- Το συμβόλαιο  για την αγορά σου ! της έκανε σαστισμένος και το ακούμπησε πάνω στο γόνατό του.

          -- Τέτοια ώρα, τι το θέλεις; του ‘κανε, δείχνοντας παραξενεμένη.

          -- Ξέχασες να υπογράψεις ! Και το πρωί φεύγω αχάραγο. Δε θέλω να σε ξυπνήσω.

          Δείχνοντάς της ύστερα το σημείο που έπρεπε να υπογράψει την παρακίνησε, λέγοντάς της παρακαλεστικά :

          -- Να, εδώ ! Βάλε την υπογραφή σου να τελειώνουμε !

          -- Μα τέτοια ώρα ! γκρίνιαξε η κυρά ιζαμπώ

          --Αφού πρέπει ! Τι να κάνω ;

          -- Το πρωί δεν μπορούσαμε ;

          -- Να πάρε το στυλό ! Ένα τσικ και τελείωσες !

          Πήρε το στυλό κι ετοιμάστηκε να υπογράψει. Ωστόσο κάτι δεν της άρεσε και μουρμούρισε:

          -- Τις νύχτες τις δουλειές τις βλέπει η μέρα και γελάει !

          Ωστόσο ανασηκώθηκε και βρίσκοντας το σημείο που έπρεπε, υπόγραψε. Απόμεινε ύστερα να κοιτάζει με καχυποψία το χαρτί κι έδειχνε ανήσυχη.

          Για τον ξένο είχαν πάει όλα πρίμα. Το εμπορικό της κυρά Ιζαμπώς είχε μεταβιβαστεί σ’ αυτόν εν μια νυκτί !  Κι όλα ήταν νόμιμα! Καθώς οι απατεώνες που συνέπραξαν ήξεραν καλά από κομπίνες.      

          -- Τώρα είμαστε εντάξει ! της ψιθύρισε και της έδωσε το αντίγραφο.

          Έβαλε το άλλο στο φάκελο και τον έκρυψε βιαστικά στο συρτάρι του κομοδίνου. Ύστερα έσκυψε πάνω της και τη φίλησε.

          Μετά από αυτό κοιμήθηκαν. Το πρωί σαν ξύπνησε η κυρά Ιζαμπώ βρήκε τη θέση του άδεια !

 

 

 

                                         * * *

 

 

 

 

          Μετά από τρεις μέρες ένας μεσόκοπος άντρας μπήκε στο εμπορικό και της έδωσε ένα χαρτί. Ήταν κλητήρας κι ερχόταν από την εισαγγελία της πόλης. Της είπε πως μέσα σε εφτά μέρες έπρεπε να εγκαταλείψει το μαγαζί για να το παραλάβει ο νέος ιδιοκτήτης του ! Κι αυτός ήταν ο ξένος άντρας που είχε κοιμηθεί μαζί του ! Της υπενθύμισε πως τη μεταβίβαση την είχε κάνει αυτή η  ίδια !

          Τα κατάλαβε όλα ! Σ’ εκείνη την πρόστυχη βραδιά τα’ χασε όλα ! Ψυχή, κορμί και μαγαζί !

          Έφερε τον άντρα στο μυαλό της και τον σιχάθηκε. Η αηδία που ένιωσε γι΄αυτόν την έκανε να νιώσει ταραχή. Ζύγωσε ύστερα στην πόρτα και με μια απίστευτη ταχύτητα βγήκε έξω κι άρχισε να τρέχει σαν δαιμονισμένη προς το κάστρο.

          Σαν πέρασε την πόρτα του, έφτασε στο μικρό μπαλκονάκι του και σταμάτησε. Η έμμονη ιδέα που της καρφώθηκε στο μαγαζί να ριχτεί από τούτον εδώ τον εξώστη στα βράχια και να σκοτωθεί, τη βασάνιζε ακόμη. Έτσι επιστράτευσε όλο της το θάρρος και πήδησε στο κενό. Το τέλος της ήταν οδυνηρό όπως και η ζωή της.

          << Φριχτό θάνατο, είχε η έρημη >> ψιθύρισαν οι άνθρωποι της πλατείας σαν έμαθαν το φοβερό μαντάτο κι άρχισαν να μαζεύονται έξω από το κλειστό εμπορικό της  για να  ακολουθήσουν το ξόδι της.

 

 

                                     

 

                                                * * *

 

 

          Tα δυο  χρόνια της Κατερίνας μακριά από τους γονείς της, της είχαν στοιχήσει. Όλο την περίμεναν να γυρίσει κι όλο έβλεπαν το σπίτι άδειο και την απουσία της μέρα με τη μέρα  να γίνεται όνειρο απατηλό. Έτσι η στενοχώρια σαν το σαράκι τους έτρωγε τα σωθικά τους και η ζωή για τους δυο δυστυχισμένους γονείς είχε γίνει πλέον Κόλαση.Και περισσότερο για την κυρά Βασιλική που σαν γυναίκα ήταν ευαίσθητη και κλονιζόταν η υγεία της. Κι αυτό της το τόνισε καλά ο γιατρός Μποσινάκης και της υπέδειξε να σταματήσει να στενοχωριέται. Αλλά μπορούσε να το κάνει αυτό; Γι’ αυτό ένα πρωί βρέθηκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι με ζαλάδες και υψηλό πυρετό. Κι όσο ο γιατρός Μποσινάκης να έρθει από την κάτω πόλη και να τη δει η κυρά Βασιλική είχε πεθάνει!                               

          Θλίψη και πάλι στη μικρή πλατεία με πολλά ερωτηματικά για τους πολλούς θανάτους που την έβρισκαν και που δεν έλεγαν να την αφήσουν ήσυχη.

          Έτσι ο κυρ Θάνος μόνος κι έρημος πια δεν είχε και πολλή όρεξη για δουλειά και ούτε κέφι για χαρά και διασκέδαση. Έτσι ζούσε λιτά με μόνο σύντροφο πια τον καημό της Κατερίνας.

          Κι όσο κανένα νέο με τις μέρες που περνούσαν δεν έφτανε στ’  αυτιά του γι’ αυτήν, τόσο και η στενοχώρια του μεγάλωνε και γινόταν ασήκωτος βραχνάς στα στήθη του.

          Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές που περνούσε, έβρισκε αποκούμπι στον ταβερνιάρη που σαν έπιναν  τα ποτηράκια τους, τα ‘λεγαν και ξέδιναν.

          Κι εκεί κάποτε πάνω στην κουβέντα τους, ο ταβερνιάρης όλο έκσταση και πάθος σαν του ιστορούσε τον καημό του για την Κατερίνα, του είπε :

          -- Γιατί δε φτιάχνεις  το πορτραίτο της ; Έτσι θα την έχεις μες στο σπίτι σου και κοντά σου ! Κάτι είναι κι αυτό !

          Στο σπίτι το καλοσκέφτηκε και το βρήκε καλό. << Αυτό θα κάνω>> συλλογίστηκε και πλημμύρησε από χαρά.

          Έτσι την άλλη μέρα κάλεσε στο σπίτι του το ζωγράφο της πόλης. Στο μικρό σαλονάκι που κάθισαν οι δυο φωτογραφίες της μάνας και της κόρης, στόλιζαν τον τοίχο και θύμιζαν παλιές περασμένες στιγμές.

          -- Τις έχω και τις δυο χαμένες, του είπε συγκινημένος ο κυρ Θάνος και του τις έδειξε. Τη μια τη γυναίκα μου την έχω θαμμένη λίγο πιο πέρα στο νεκροταφείο και την άλλη την κόρη μου την έχω χαμένη και ζει μακριά μου, στην Αθήνα !

          Με πληγώνει αυτό, με στενοχωρεί και πολύ θα ήθελα να γυρίσει πίσω ! Δεν το κάνει όμως κι εγώ μαραζώνω από τον καημό μου ! Μαραζώνω και πονώ και η κάθε μέρα μου χωρίς την παρουσία της μου γίνεται κόλαση.

          Σταμάτησε λίγο για να συνεχίσει με περισσότερο πόνο :

          -- Σκέφτηκα έτσι να φτιάξεις το πορτραίτο της κόρης μου για να το βλέπω όλη μέρα ! Να ‘μαι συνέχεια μαζί της και να νιώθω το βλέμμα της να με κοιτάζει ! Να της μιλώ και να θαρρώ πως μου μιλά κι αυτή ! Να της χαμογελώ και να νομίζω πως κάνει κι αυτή το ίδιο !

          Ο ζωγράφος τον άκουσε με προσοχή αλλά και του κέντρισε το ενδιαφέρον να μάθει πιο πολλά για την ηρωίδα που θα της φιλοτεχνούσε το πορτραίτο. Γι’ αυτό άνοιξε ένα διάλογο μαζί του για να αποκομίσει όσο πιο πολλά ερεθίσματα μπορούσε.

          -- Έφυγε, είπες η κόρη σου; τον ρώτησε με έκπληξη, για να τον βάλει στην κουβέντα. Πολύ τραγικό ακούγεται ! Γιατί όμως;

          -- Τι να πω; Τίποτα δεν της έλειπε.

          -- Μήπως την καταπιέζατε;

          -- Όχι !

          -- Είχε θες να πεις ελευθερία;

          -- Είχε !

          -- Έκανε τότε ότι ήθελε;

          -- Όχι πάντα ! Τις πιο πολλές φορές έκανε ότι θέλαμε εμείς ! 

          -- Άρα εσείς αποφασίζατε γι’ αυτή ;

          -- Κάπως έτσι…

          -- Ξεσηκώθηκε το κορίτσι τότε κι έφυγε. Τι να ‘κανε;

          -- Φταίμε εμείς, ε ;

          -- Φταίτε !

          Εδώ σήκωσε τα μάτια του ο κυρ Θάνος και κοίταξε για πολλή ώρα αμίλητος τη φωτογραφία της Κατερίνας. Και σαν να μην έδωσε σημασία στα λόγια του ζωγράφου, του είπε με ένταση στη φωνή του :

          -- Δεν φταίμε εμείς ! Δεν μας άκουγε καθόλου και πάντα ήθελε να περνά το δικό της. Ήταν εγωίστρια και ασυμβίβαστη.

          -- Της μιλούσατε ποτέ για τα λάθη της;

          Κούνησε το κεφάλι του ο κυρ Θάνος κι αναστέναξε. Δεν απάντησε γιατί θυμήθηκε τα δικά του λάθη και θόλωσε το μυαλό του. Και καθώς είχε απέναντί του έναν άνθρωπο ακέραιο και φίλο σκέφτηκε να του εξομολογηθεί ένα από τα πολλά του λάθη για να ξαλαφρώσει.  Κι αμέσως αβίαστα του είπε ύστερα από λίγο :

          -- Λάθη κάναμε και οι τρεις μας και κανείς δε μιλούσε γι’ αυτά !

          -- Για λέγε…

          -- Να, εγώ πρώτος και καλύτερος έκανα λάθη που κανένας δεν τα ξέρει και σε κανέναν δεν τα ‘χω πει. Και να που τώρα πρέπει να τα πληρώσω !

          Τα μάτια του πήραν το ωχρό χρώμα της θλίψης και της   ντροπής. Έδειχνε ταραγμένος πολύ.

          -- Στη συνέχεια, άρχισε να λέει, καλώς ή κακώς, είχα τις παρανομίες μου με τις γυναίκες. Το ‘ξεραν αυτό και η γυναίκα μου και η θυγατέρα μου και πάντα βρισκόμαστε στα μαχαίρια σαν μια καινούρια μου κατάκτηση έπεφτε στην αντίληψή τους.  Ωστόσο εγώ με το αγιάτρευτο πάθος μου για τις γυναίκες, συνέχιζα να τις κατακτώ, αδιαφορώντας για την αξιοπρέπειά μου. Ώσπου ένα βράδυ με μια απ’ αυτές, συναντηθήκαμε κάτω από τη μεγάλη ντάπια του κάστρου και ριχτήκαμε αχόρταγα στην ασέλγεια και την ηδονή της σάρκας. Κι εκεί που όλα πήγαιναν πρίμα, είδα δυο σιλουέτες μέσα στο σκοτάδι να ακουμπούν στον κορμό ενός πεύκου και να κάνουν τα ίδια με εμάς ! Κόλλησα από περιέργεια τα μάτια μου πάνω τους να τις γνωρίσω ώσπου τα κατάφερα !  Οι δυο εραστές, ντρέπομαι που το λέω, ήταν η κόρη μου η Κατερίνα και ο  συχωρεμένος ο Αντώνης !

          Τι να ‘κανα τότε; Η μισή ντροπή δική μας και η μισή δική τους ! Έξαλλος έπιασα τη γυναίκα από χέρι και την τράβηξα να φύγουμε. Και τότε διέκρινα με το συγχυσμένο βλέμμα μου την κόρη μου να με κοιτάζει με μίσος και περιφρόνηση ! Με είχε αναγνωρίσει δυστυχώς ! Έτσι στο σπίτι περίμενα την αντίδρασή της με κομμένη την ανάσα. Και πράγματι σαν ήρθε η σκηνή που διαδραματίστηκε ανάμεσά μας ήταν φριχρτή.

          Σταμάτησε κι έδειχνε συντετριμμένος. Ωστόσο η σβηστή φωνή του ακούστηκε πάλι που έλεγε :

          -- Μετά από αυτό το λάθος μου τι να σου κάνει το κορίτσι, έφυγε!

          Ο ζωγράφος σαν τον είδε σ’ αυτή την άθλια κατάσταση τον λυπήθηκε. Έτσι προσπάθησε να βρει κάτι να του πει, αλλά σαν άργησε ο κυρ Θάνος, συνέχισε :

          -- Τι να πω; Μας εκδικήθηκε απ’ ότι φαίνεται για τα λάθη μας ! Και περισσότερο μένα ! Έτσι κόλλησε πάνω στον Αντωνάκη της μ’ ένα τρελό πάθος που μόνο η ψυχολογία των συμπεριφορών θα μπορούσε να το δικαιολογήσει. Κι όσο της έλεγα πως αυτό το παιδί δεν κάνει για σένα γιατί είναι άρρωστο και εθισμένο στα ναρκωτικά, τόσο αυτή δενόταν μαζί του και τον αποζητούσε σαν τρελή.

          Σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα μάτια του και πρόσθεσε :

          -- Μας το χρωστούσε φαίνεται για όσα καλά της κάναμε ! Ας είναι ! Εγώ πάντως την αγαπώ και την περιμένω να γυρίσει !

          -- Μιλήσατε ποτέ γι’ αυτό που είδε στο κάστρο με τη γυναίκα, μαζί σου; τον ρώτησε επίμονα τώρα ο ζωγράφος και του διέκοψε τη μικρή φλυαρία του.

          Η απάντηση του ήρθε αμέσως.

          -- Ποτέ !

          -- Γιατί;

          -- Ντρεπόμουν και φοβόμουν μαζί ! Μια τέτοια κουβέντα με το παιδί σου είναι ανίερο !

          --Δεν ένιωσες ποτέ την ανάγκη να ξεκαθαρίσεις μια και καλή τη θέση σου μαζί της γι’ αυτό το αμαρτωλό που έκανες και να της ζητήσεις συγνώμη;

          -- Ένιωσα και τι μ’ αυτό ; Πάντα όμως φοβόμουν την αντίδρασή της.

          -- Μπορεί και να σε συγχωρούσε ! Το ‘χες σκεφτεί αυτό;

          -- Δε θα με συγχωρούσε, το ‘ξερα καλά ! Ήταν σκληρή και ούτε θα με ανεχόταν να της μιλήσω.

          -- Η γυναίκα σου τι ρόλο έπαιξε σ’ αυτό;

          -- Κανέναν ! Ποτέ δεν έμαθε τη σχέση μου με τη γυναίκα αυτή που μας είδε η Κατερίνα.

          -- Και στη φύλαξε λες η Κατερίνα για τη μεγάλη σου αμαρτία;

          -- Ναι ! Και πριν φύγει ακόμη με σκότωνε σιγά –σιγά με όσα έκανε με τον Αντώνη. Τα έκανε θαρρείς λες και ήθελε να με πληγώνει.

          -- Δεν τον ήθελες τον Αντώνη;

          -- Όχι ! Δεν ήταν γι’ αυτή.

          -- Κι εσύ πως αντιδρούσες;

          -- Σχιζοφρενικά ! Η κατάσταση πλέον μεταξύ μας είχε ξεφύγει και η σοβαρότητα είχε καταντήσει γελοία ! Δεν ακουγόμουν ότι και να έλεγα.

-- Τον αγαπούσε όμως;

-- Πολύ !

--Τότε ότι έκανε το έκανε γιατί το ‘θελε η ίδια κι όχι για να σε εκδικηθεί; Το πάθος βλέπεις γι’ αυτό το παιδί την είχε διαλύσει.        

-- Τι να πω. Μπορεί και να είναι έτσι

          Σιώπησαν για λίγο και κοιτάχτηκαν. Στην ησυχία που απλώθηκε μπόρεσε ο κυρ Θάνος και σκέφτηκε << πως το πάθος της, έφερε την εκδίκηση και αυτή με τη σειρά της, ποιος ξέρει μπορεί και να έφερνε και την καταστροφή της >>.

          -- Κι εσύ γιατί δεν τον ήθελες αυτόν που αγαπούσε;

          Η ανακριτική φωνή του ζωγράφου τον ξάφνιασε και τον δυσκόλεψε να βρει τη σωστή απάντηση. Ωστόσο όμως τη βρήκε και του την είπε χωρίς πολλές περιστροφές.

          -- Δεν της άξιζε. Ο Αντώνης ήταν ένας αμαρτωλός νέος και τίποτα άλλο. Ο θάνατος ήταν ζήτημα χρόνου γι’ αυτόν και η Κατερίνα το ‘ξερε. Όμως τον ακολουθούσε.

          -- Τι έκανε για να ‘ναι κοντά στο θάνατο;

          -- Κάπνιζε χασίσι !

          -- Και η Κατερίνα;

          -- Όχι ! Αυτή είχε άλλα πάθη.

          -- Σαν τι;

          -- Πήγαινε με άντρες, ξενυχτούσε, έπινε…

          -- Κι όλα αυτά μπρος στα μάτια τα δικά σου και της γυναίκας σου;

          -- Ναι !

          -- Ακραίες ψυχολογικές και παθολογικές συμπεριφορές που όμως έχουν την αιτιολογία τους όπως θα μας έλεγε κι ένας καλός ψυχολόγος.

          -- Ακραίες, δυστυχώς και να που οδηγηθήκαμε όλοι, στην καταστροφή !

          Οι απαντήσεις έβγαιναν από το στόμα του κυρ Θάνου αβίαστα. Έτσι όσο περνούσε η ώρα καταλάβαινε πως το ξαλάφρωμα που ‘νιωθε του ‘κανε καλό.

          Ο ζωγράφος βοηθούσε κι αυτός σ’ αυτό. Γιατί απ’ ότι έδειχνε δεν έλεγε να σταματήσει τις ερωτήσεις.

          Μετά από μια μικρή παύση τον ξαναρώτησε:

          -- Τώρα πού είναι η κόρη σου;         

          -- Έφυγε απ’ το σπίτι και ζει στην Αθήνα.

          -- Μόνη;

          -- Ναι !

          -- Και τι κάνει εκεί;

          -- Ένας Θεός ξέρει…

          -- Δηλαδή;  

          -- Θα ‘χει πέσει στην αμαρτία υποθέτω. Τι άλλο να κάνει:

          -- Υποθέτεις;

          -- Ναι ! Δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο που να είναι καλό !

          -- Γιατί το λες αυτό;

          -- Γιατί ο κόρακας πάει εκεί που είναι μαθημένος, στο ψοφίμι! Δεν πάει αλλού!

          << Η δυστυχία του πατέρα σε όλη της τη φρίκη >> σκέφτηκε ο ζωγράφος που ωστόσο δεν αρκούνταν σ’ αυτά που του είχε πει ως τώρα αλλά ζητούσε κι άλλα. Γι΄ αυτό συνέχισε την ανακριτική του διάθεση με κάθε μεγαλοπρέπεια.

          -- Κι αν έχει αλλάξει προς το καλύτερο; τον ρώτησε με κάποια επιφύλαξη και περίμενε με ανυπομονηία την απάντηση.

          Κούνησε το κεφάλι ο κυρ Θάνος σαν να του έλεγε πως αυτό δεν ήταν δυνατόν να γίνει. Και ύστερα από λίγο με αίσθημα αγωνίας του αποκρίθηκε :

          -- Έχω τις πληροφορίες μου πως τίποτα δεν πάει καλά στην κόρη μου. Έχει πουλήσει την ψυχή της στο διάβολο και το κορμί της στην αμαρτία ! Αυτό έχει κάνει.

          -- Πώς το ξέρεις;

          -- Δε σου είπα; Οι φήμες πάνε κι έρχονται.

          -- Και λένε αυτό που μου είπες;

          -- Ακριβώς !

          -- Κι αν είναι ψέματα όλα αυτά ;

          -- Δεν είναι ! Καπνός χωρίς φωτιά βλέπεις δε βγαίνει !

          <<Αυτός ξέρει καλύτερα από μένα >> σκέφτηκε ο ζωγράφος σαν είδε την επιμονή του και σιώπησε. Ο κυρ Θάνος όμως έδειχνε πως ήθελε να πει κι άλλα γι’ αυτό συμπλήρωσε :

          -- Όλη αυτή η κατάσταση που σου διηγήθηκα μ’ έκανε να σε φέρω εδώ ! Είναι παιδί μου και το πονώ. Να το φέρω πίσω το ξερω δεν μπορώ, γι’  αυτό είπα να φτιάξω το πορτραίτο του και να το βλέπω ! Έτσι θα έχω την ψαιδεύσθηση πως δε μου λείπει !

          Ο ζωγράφος τον άκουσε με κάποια δόση δυσπιστίας. Και τον ρώτησε :

          -- Μήπως όμως πονέσεις περισσότερο μ’ αυτό που κάνεις; Το ‘χεις σκεφτεί;

          Έσφιξε τα χείλη του εκείνος.

          -- Το ‘χω ! του αποκρίθηκε διστακτικά.

          -- Τότε γιατί θες το πορτραίτο ;

          -- Νομίζω πως έτσι θα είναι πιο γλυκός ο πόνος !

          Έβγαλε ένα κρύο χαμόγελο ύστερα και σηκώνοντας το κεφάλι κοίταξε στον τοίχο που κρεμόταν η φωτογραφία της Κατερίνας.  Αφού κόλλησε τα μάτια του για πολλή ώρα σιγοψιθύρισε με φωνή που έτρεμε:

          -- Να, από κει θα το αντιγράψεις. Μου αρέσει αυτή η φωτογραφία της γιατί εχει μέσα της συναίσθημα και δείχνει μια τάση για μετάνοια !

          Στράφηκε και ο ζωγράφος και κοίταξε κι αυτός τη φωτογραφία. Ύστερα μέσα σε ένταση και συγκίνηση του είπε :

          -- Έχει κι ένα φόβο η έκφρασή της που σε τρομάζει ! Γιατί άραγε;

          Ο κυρ Θάνος δε μίλησε, παρά άφησε δυο δάκρυα να κυλήσουν από τα μάτια του.

          Τα είδε ο ζωγράφος και σκέφτηκε να μετριάσει τη συγκίνηση. Έτσι ο λόγος του έγινε πιο ρεαλισιτκός για να του πει :

          -- Τα συναισθήματα γα την Τέχνη είναι αυτοσκοπός. Θα δεις το πορτραίτο και θα κρίνεις.

          Ο κυρ Θάνος δεν τον άκουσε διόλου. Τον βασάνιζε κάτι και πάλευε να το ξεδιαλύνει. Σαν το κατάφερε, του είπε με μια δόσης ταραχής στα λόγια του :

          -- Το θέλω να’χει ζωντάνια το πορτραίτο ! Να τη δείχνει όπως ήταν ! Μη μου το στολίσεις με ψευτιές γιατί θα το πετάξω !

          Χαμογέλασε περιπαιχτικά  ζωγράφος και του αποκρίθηκε με όση πειστικότητα μπορούσε :        

          -- Η Τέχνη δεν κοροιδεύει κυρ Θάνο ! Αν το κάνει καμιά φορά Δε φταίει αυτή αλλά ο δημιουργό της !

          Έσφιξε τα χείλη του ο κυρ Θάνος και μουρμούρισε :

          -- Έχω δει και εκτρώματα ! Γι’ αυτό το λέω !

          Απόρησε ο ζωγράφος. Ήξερε από Τέχνη ο κυρ Θάνος; Από πού κι ως πού ; Και πριν τον ρωτήσει για τις γνώσεις του γύρω από την Τέχνη, τον πρόλαβε ο κυρ Θάνος για να του πει :

          -- Εγώ δεν ξέρω από Τέχνη, αλλά με βοηθά το λαικό αίσθημά μου, που μου λέει όσες φορές βλέπω έργα Τέχνης  πιο είναι καλό και πιο κακό. Γι΄ αυτό σου λέω, πως αν δω το πορτραίτο της κόρης μου τελειωμένο θα καταλάβω αν είναι εκφρασμένο σωστά.       

Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά ο ζωγράφος, δείχνοντάς του πως συμφωνούσε μαζί του και πρόσθεσε ;

          -- Έτσι είναι ! Το λαικό αίσθημα είναι ο καλύτερος αποδέκτης για την Τέχνη. Συμφωνώ μαζί σου και θα το δεις στο τέλος πως θα αφήσω την κρίση σου να αξιολογήσει το πορτραίτο της κόρης σου !

Το ρολόι στην Αγία Τριάδα χτύπησε δώδεκα μεσημέρι. Σαν το άκουσε ο ζωγράφος φάνηκε πως κάτι θυμήθηκε. Κι αφού σηκώθηκε είπε στον κυρ Θάνο :      

-- Φεύγω, Έχω μια σοβαρή συνάντηση στο εργαστήριό μου. Έλα σε μια βδομάδα από σήμερα να δεις τη δουλειά μου στο πορτραίτο της κόρης σου.

Ξεκρέμασε τη φωτογραφία της Κατερίνας και σαν την έβαλε στην τσάντα του, χαιρέτησε με ευγένεια τον κυρ Θάνο και βγαίνοντας από την πόρτα, χάθηκε στο καλντερίμι που οδηγούσε στην πλατεία της αμαρτίας.       

 

 

 

       

 

                                      * * *                           

 

 

 

 

 

 

Σαν πέρασε η βδομάδα ζωγράφος και κυρ Θάνος βρέθηκαν μαζί στο εργαστήριο του πρώτου να κοιτάζουν και να κουβεντιάζουν δίπλα στο μισοτελειωμένο πορτραίτο της Κατερίνας. Ένθουσιασμένος ο κυρ Θάνος από την καλή δουλειά που είχε κάνει ως τώρα ο ζωγράφος, του είπε συγκινημένος, ενώ δεν έλεγε να ξεκολλήσει τα μάτια του πάνω από τα έργο :

-- Να λοιπόν που η Τέχνη κάνει θαύματα ! Ποιος την περίμενε μια τέτοια ομοιότητα;

-- Θα δεις στο τέλος και κάτι πολύ σημαντικό που δεν το βλέπεις τώρα, του είπε με ενθουσιασμό ύστερα απ’ αυτό ο καλλιτέχνης και τον κοίταξε με τα λαμπερά του μάτια.

-- Κάτι πολύ σημαντικό ; έκανε με έκπληξη ο κυρ Θάνος και φάνηκε να απορεί πολύ.

-- Πολύ σημαντικό ! Ναι !

-- Και δεν μπορώ να το δω τώρα;

-- Μπορείς μόνο με εσωτερικότητα και φαντασία !

-- Με βοηθάς λίγο…      

--Είναι κάτι που πρέπει να έχουν τα καλά έργα Τέχνης !

Δεν πολυσκέφτηκε για να το βρεί ο κυρ Θάνος και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Το λαικό στοιχείο που έκρυβε μέσα του, του φανέρωσε αμέσως εκείνο που υπαινισόταν ο καλλιτέχνης  και χαρούμενος για τη μαντική του ικανότητα, ψέλλισε με ενθουσιασμό :

--Ψυχή ! Να τι πρέπει να ‘χει ένα έργο Τέχνης.        

--Ψυχή, βέβαια ! αναφώνησε και ο ζωγράφος και φάνηκε ενθουσιασμένος.                                                                           

-- Να ‘χει ψυχή και να ‘ναι ζωντανό ! Να του μιλάς και να σου μιλάει, να του γελάς και να σου γελάει !

          -- Σαν δε δείχνει ζωντανό…

-- Είναι για πέταμα !

-- Και καλύτερα να μη φτιάχνεται.

-- Να μη φτιάχνεται !

          Στη μικρή σιωπή που ακολούθησε ο ζωγράφος μπόρεσε να συγκεντρώσει τη σκέψη του και να πει :

          -- Πρώτα υπάρχει η ιδέα του έργου, ύστερα το ίδιο το έργο και μετά ακολουθεί η δημιουργία του από τον καλλιτέχνη. Όσο πιστά προς την ιδέα πλησιάζει η δημιουργία τόσο και το έργο είναι πλήρες και αληθινό.

Σταμάτησε το βλέμμα του στο πορτραίτο και πρόσθεσε :

-- Ο καλλιτέχνης έρχεται τρίτος στη δημιουργία ενός έργου. Αυτό κάνει την πιστότητα του έργου να απέχει κατά πολύ από την ιδέα !

-- Άρα  το έργο που φτιάχνει ο καλλιτέχνης δεν είναι όμοιο με το έργο της ιδέας ;

Τον κοίταξε παράξενα ο ζωγράφος για να συμπληρώσει :

-- Εδώ δε μιλάμε για ομοιότητα αλλά για ταύτιση έργου και ιδέας.

-- Άρα δεν είναι αληθινό;

-- Δε θα το έλεγα έτσι αλλά διαφορετικά. Πως στην Τέχνη, ιδέα, έργο και μίμηση δεν μπορεί να είναι το ίδιο πράγμα !

-- Τότε η Τέχνη είναι ελλειπής ! του ‘κανε  με υψωμένη φωνή ο κυρ Θάνος σαν να ήθελε να του δείξει την αντίδρασή του σ’ αυτά που έλεγε.

-- Φαίνεται αλλά δεν είναι ! Το νόημα που κρύβει μέσα της και η επαναστατικότητά της την κάνουν αιώνια και διαχρονική! Επομένως αληθινή, θεία και ιερή !

Εδώ ο κυρ Θάνος σιώπησε και δεν είπε τίποτα. Ο ζωγράφος είχε βάλει τα πράγματα στη θέση τους. ‘Ηταν υπηρέτης της Τέχνης και γνώριζε πολύ καλύτερα τις ιδιοτροπίες της. Ωστόσο το σαράκι της αμφιβολίας για την αποτελεσματικότητά της να εκφράσει τέλεια τα συναισθήματα, τον έβαλε να ρωτήσει :

-- Εμένα καλλιτέχνη μου, με ενδιαφέρει το πορτραίτο της κόρης μου να είναι το ίδιο με τη θυγατέρα μου; Αυτό μπορεί να το κάνεις εσύ και η Τέχνη σου;

          -- Ναι και θα το δεις στο τέλος ! του αποκρίθηκε ήρεμα εκείνος και πρόσθεσε: Με όσα σου είπα δε μειώνεται η Τέχνη. Αντίθετα υψώνεται !

Απ’ το ανοιχτό παράθυρο οι φωνές που μπήκαν τους έβγαλαν από τη ρότα της κουβέντας τους. Αυτό έκανε το ζωγράφο να σηκωθεί και να πλησιάσει το πορτραίτο. Άπλωσε ύστερα το χέρι του κι αφού το άγγιξε ελαφρά, είπε στον κυρ Θάνο :

-- Σε λίγες μέρες το τελειώνω. Θα του προσθέσω ακόμη  αρκετή λαμπεράδα και θα σου το παραδώσω. Όπως βλέπεις κι εσύ που έχεις και το λαικό κριτήριο μέσα σου, ότι είχα να του δώσω του το έδωσα ! Από εδώ και πέρα μόνο του και απροστάτευτο θα υπερασπιστεί την Τέχνη !        Έριξε μια ερευνητική ματιά γύρω του και σαν είδε τα χρώματα, μουρμούρισε σκύβοντας πάνω τους : 

-- Να και τώρα θα το κάνω αυτό. Μια και με πήρες το κατόπι και το θέλεις τόσο πολύ το πορτραίτο της κόρης σου ας στο τελειώσω και νωρίτερα. Σε βλέπω που καίγεσαι τι να κάνω !

Κι αμέσως με γρήγορες κινήσεις άρχισε να βουτά τα πινέλα του στις μπογιές και να ζωγραφίζει. Έτσι απορροφημένος στη δουλειά του ξέχασε τον κυρ Θάνο που τον παρακολοθούσε αμίλητος.

-- Ε, τότε να πηγαίνω κι εγώ ! ακούστηκε ύστερα από πολλή ώρα η φωνή του κυρ Θάνου και σηκώθηκε.

Κι αφού έφτασε ως την πόρτα και σταμάτησε λίγο για να ρίξει μια τελευταία ματιά στο πορτραίτο η φωνή του ζωγράφου σαν μελωδία έπεσε στ’ αυτιά του για να του πει :

-- Όπως είπαμε, έλα σε δυο μέρες να το πάρεις. Κοντός ψαλμός αλληλούια  που λέμε !

          -- Εντάξει ! του ‘κανε χαρούμενος εκείνος και βγαίνοντας από την πόρτα έφυγε αθόρυβα.

 

 

 

 

 

 

                                       = = =

 

 

 

                                       

          Από τότε που ο κυρ Θάνος έφερε το πορτραίτο της κόρης του και το ‘βαλε στο σπίτι, η πλατεία τον έχασε. Το μόνο που έκανε πια σαν έκλεινε το φούρνο ήταν να κλείνεται με τις ώρες μέσα και να χάνεται σε ατέλειωτες συζητήσεις μαζί του.Έτσι διέρευσε η φήμη πως δεν ήταν καλά και πως κάτι σοβαρό του συνέβαινε.

Για το πορτραίτο που είχε στο σπίτι του και την άρρωστη σχέση μαζί του κανείς δε γνώριζε τίποτα.

Ώσπου μια μέρα η κυρά Παναγιώτα η γυναίκα του συχωρεμένου του ζαχαροπλάστη αποφάσισε να τον επισκεφτεί και να μάθει τι του συνέβαινε. Έτσι του χτύπησε την πόρτα και περίμενε την απόκρισή του. Σαν όμως δεν ήρθε, κοίταξε από το ανοιχτό παράθυρο μέσα. Και τότε έκπληκτη τον αντίκρυσε νεκρό μπρος από το πορτραίτο της   κόρης του.Έντρομη έτρεξε τότε και το ανακοίνωσε στους ανθρώπους της πλατείας.

<< Η στενοχώρια και ο καημός του για την  κόρη του, τον  έφαγαν >> ήταν το συμπέρασμα που έβγαλαν οι άνθρωποι της πλατείας κι ετοιμάστηκαν να τον αποχαιρετήσουν στην τελευταία του κατοικία.

 

 

 

 

                            

                                      * * *

 

 

 

 

 

Η πλατεία δεν τον χωρούσε πια τον Άρη. Ένα χρόνο μετά την επιστροφή του από το μοναστήρι, όλα του φαίνονταν μαύρα. Ο θάνατος του πατέρα του και της Λενιώς, η δουλειά που δεν του άρεσε και η γκρίνια της μάνας του με τα κουτσομπολιά του κόσμου του είχαν γίνει θηλιά στο λαιμό του και θαρρούσε πως θα τον έπνιγε. Γι’ αυτό μια μέρα του γεννήθηκε η ιδέα στο μυαλό να φύγει, να πουλήσει ότι είχε και δεν είχε και να πήγαινε αλλού να ζήσει και να βρει την ησυχία του.

          Έτσι ένα πρωί έβαλε πωλητήριο και πουλούσε το μαγαζί, το σπίτι, το χτήμα στον Αι Δημήτρη και το νεόχτιστο στην κάτω πόλη. Μόνο το σπίτι στην παραλία το άφησε καλού κακού μήπως και το χρειαζόταν καμιά φορά. Τη μάνα του την κατέβασε σ’ ένα μικρό καμαράκι στην πίσω μεριά του μαγαζιού και περίμενε τον αγοραστή που δεν άργησε να φανεί.

          Και δεν ήταν άλλος από τον ανιψιό του Μάκη του καφετζή. Ο ίδιος δεν είχε κάνει ακόμη λεφτά με το καφενείο που δούλευε, αλλά ο πατέρας του στην Αμερική είχε δολάρια με τη σέσουλα. Σαν πληροφορήθηκε την πώληση από το γιο του, του ‘στειλε τα λεφτά και τα αγόρασε όλα. Ο Άρης σαν πήρε τα λεφτά, έβαλε στη βαλίτσα του τα λίγα πράγματά του κι ένα κρύο πρωινό του χειμώνα με το κεφάλι σκυφτό και την ελπίδα  στην καρδιά για καλύτερες μέρες, κίνησε για την Αθήνα.

          Στην πλατεία Βικτωρίας ο συχωρεμένος ο πατέρας του βαστούσε ένα μικρό υπόγειο για αποθήκη. Σ’ αυτό βολεύτηκε όπως- όπως ο  και ξεκίνησε με όνειρα για το μέλλον. Στην αρχή δεν ήξερε τι να κάνει, αλλά σαν σκέφτηκε πως το εμπόριο έχει λεφτά και το ήξερε καλά αυτό, αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με αυτό και μάλιστα με το χονδρικό. Έτσι άρχισε να κλείνει δουλειές με εταιρείες, ν’ αγοράζει τα είδη της μπακαλικής τους και να τα μοσχοπουλάει στους μικρεμπόρους και στα μαγαζιά. Σε λίγους μήνες είχε πάρει την πάνω βόλτα και πήγαινε μέρα με τα ημέρα όλο και καλύτερα. << Αφουγκράστηκα την καρδιά μου και την άκουσα, γι’ αυτό πάω καλά >>  ψιθύριζε κάθε τόσο σαν έβλεπε τις τσέπες του να γεμίζουν λεφτά και τη δουλειά του να πηγαίνει καλά.

          Έτσι ανεβασμένος τώρα σε ψηλό σκαμνί έβλεπε από ‘κει τον κόσμο με το δικό του μάτι. Και σιγά-σιγά ένιωσε την ανάγκη να γνωρίσει αυτόν τον κόσμο καλύτερα. Να πιει από το δυνατό κρασί που εύκολα το βρίσκεις στα μαγαζιά της ηδονής του, να χορτάσεις τις απολαύσεις που απλόχερα σκορπά γύρω του και να μπει στα πλούσια σαλόνια του που μόνο στα όνειρά του μέχρι τώρα τα έβλεπε. Γι’ αυτό σαν έκλεινε την αποθήκη, έλεγε περιπαιχτικά από μέσα του : << Όλα τριγύρω μου είναι όμορφα, τι κάθομαι εδώ μέσα ; >> και κλειδώνοντας την πόρτα πίσω του, έφευγε. Πήγαινε σε όποιο μαγαζί της νύχτας έβρισκε μπροστά του κι αφού έπινε και κάπνιζε μέχρι το πρωί πήγαινε στο σπίτι και έπεφτε για ύπνο. Ξυπνούσε το μεσημέρι κι αφού τελείωνε μερικές δουλειές, το βράδυ πάλι έπιανε τραπέζι σε κάποιο νυχτερινό κέντρο. Έτσι η ζωή του είχε γίνει ένα με το ποτό και το ξενύχτι. Ώσπου ένα βράδυ σ ‘ένα  τέτοιο μαγαζί γνώρισε τη Λόλα που του έφερε την καταστροφή.

          Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν καθισμένος στο τραπέζι μόνος του, έπινε και κάπνιζε. Τότε από το βάθος του μαγαζιού ξεπρόβαλε μια γυναίκα και ήρθε ίσα στο τραπέζι του. Εκεί σαν κάθισε, τον κοίταξε με λαγνεία και του ‘πιασε το χέρι. Σύροντας ύστερα ως πάνω το διάφανο φουστάνι της  να φανούν οι όμορφες γάμπες της, έπιασε κουβέντα μαζί του, κάνοντάς του μια ερώτηση με την τρυφερή φωνή της:

          --- Στην αμαρτία κι εσύ, νεαρέ μου ! Νωρίς - νωρίς βλέπω ήρθες να τη συναντήσεις !

          Ξαφνιάστηκε ο Άρης κι έδειξε να τα έχασε. Μπόρεσε όμως και θάρρεψε σε λίγο για να της πει :

          --- Μ’ αρέσει ! Έχει ελκυστικό πρόσωπο και με τραβάει !

Του έβαλε αυτή τότε το χέρι της στο μάγουλό του κι αφού τον χάιδεψε, του έκανε κοιτάζοντάς τον με σαγηνευτικό βλέμμα :

          --- Δεν τη φοβάσαι;

          Θιγμένος φανερά ο Άρης, της είπε με τη φωνή του οξυμένη :

          --- Γιατί να τη φοβηθώ ;

          --- Γατί, σκοτώνει ! Γι’ αυτό !

          --- Πώς σκοτώνει ; Δε μου λες ; τη ρώτησε κι εκείνος και γέλασε με σαρκασμό.

          Τίναξε πίσω το κεφάλι της η Λόλα, ξεδιπλώθηκαν σαν κατάμαυρες κορδέλες τα μακριά μαλλιά της και του είπε :

          --- Ξεκόβεις από τα καθαρά νερά, τ’ αφήνεις, έρχεσαι εδώ κάθε βράδυ, μαθαίνεις στο βούρκο και στη λάσπη και σαν τα συνηθίσεις δε λες να τα παρατήσεις με τίποτα ! Έτσι σαν πιεις το πρώτο ποτηράκι, έρχεται μετά το άλλο, ύστερα το παρά άλλο  και στο τέλος  ξαπλώνεις κάτω τύφλα στο μεθύσι. Αν δε θα σε σκοτώσει αυτό, τι θα σε σκοτώσει τότε;

          Γέλασε ο Άρης με αυτό που του είπε και το θεώρησε ωραίο αστείο. Παίρνοντας ύστερα σοβαρό ύφος, της απάντησε :

          --- Τα δαμάζω τα πάθη μου, νεράιδα μου και δε φοβάμαι την αμαρτία μη με σκοτώσει ! Όσο και να πιω ο νους μου δε βρίσκεται σε σύγχυση και ξέρει να ξεχωρίζει το κακό από το καλό. Έτσι σαν δω πως το παρακάνω, σταματάω !

          Κούνησε το κεφάλι της αυτή και τον κοίταξε κατάματα με τα μεγάλα της μάτια. Σαν τα πρόσεξε ο Άρης τον εντυπωσίασαν και εκείνη η λαμπεράδα τους τον συνεπήρε. Έτσι πλησίασε κοντά της, την έπιασε από το χέρι και της είπε :

          --- Τα μάτια σου ! Αχ ! αυτά τα μάτια σου, φωτιές μου άναψαν !

          Σήκωσε τότε η Λόλα το ποτήρι της κι αφού το τσούγκρισε με το δικό του, του είπε γελώντας :

          --- Στη γνωριμία μας !

          Άδειασαν κι άλλα ποτήρια ως το πρωί που σηκώθηκε ο Άρης από το τραπέζι και γύρισε στο σπίτι του. Είπαν πολλά και διάφορα όση ώρα έμειναν μαζί και συμφώνησαν να συνεχίσουν να απολαμβάνουν τη συντροφιά τους, αφού φάνηκε πως τόσο πολύ την είχαν ανάγκη και οι δυο τους.

          Έτσι από τότε σαν βράδιαζε κι άφηνε τη δουλειά του ο Άρης, έτρεχε σαν τον αγέρα και πήγαινε στο μαγαζί για να τη συναντήσει. Χοχλάκιζε το αίμα του, χτυπούσε άταχτα η καρδιά του, θόλωνε το μυαλό του και δεν έβλεπε την ώρα που θα τον έφερνε κοντά της. Ώσπου φάνηκε πια πως η  ψυχή του είχε γίνει  θάλασσα φουρτουνιασμένη και δύσκολα θα ησύχαζε.

          Η Λόλα το είχε καταλάβει  πως την ήθελε τόσο πολύ κι αποφάσισε να τον τρελάνει. Έτσι ένα βράδυ που η καρδιά του και το πάθος του για το κορμί της τον αναστάτωσαν και ήθελε πολύ να την κάνει δική του, δέχτηκε να συναντηθούν στο μικρό υπόγειο να πιουν και να κουβεντιάσουν. Και σε μια στιγμή που η Λόλα έσκυψε πάνω του, άπλωσε τα χέρια του την αγκάλιασε για να απλωθεί έτσι σε λίγο στα δυο κορμιά μια χλιαρή στην αρχή ζεστασιά και ύστερα μια λάβα ηφαιστείου που τα κατάκαιε ολόκληρα.

          Έτσι όσο περνούσε η ώρα από εφήμερα ανθρωπάκια γίνονταν ουράνιοι άγγελοι που σάλπιζαν στους αιθέρες τη λύτρωση της σάρκας μέσα από την ακατάλυτη   δύναμη του έρωτα.

          Και σε λίγο σαν ήρθε ο λυτρωτικός σπασμός και οι σάρκες τους χόρτασαν η μια την άλλη, απόμειναν για πολλή ώρα αγκαλιασμένοι να κοιτάζοναι μ’ έναν αισθησιασμό που έδειχνε πως ήταν πολύ ευτυχισμένοι.

          Ήπιαν ύστερα από ένα ποτήρι και είπαν πάλι πολλά και διάφορα. Για μια στιγμή όμως η Λόλα σαν κοίταξε ολοτρόγυρα το μικρό και μίζερο φτωχό σπίτι, φάνηκε να δυστρόπησε κι αφού έσμιξε τα φρύδια της, τον ρώτησε με  οξύτητα στη φωνή της για να τον υποτιμήσει :

          --- Εδώ μένεις, Άρη σ’ αυτό το παλιόσπιτο ; Θα πέσει και θα σε πλακώσει καμιά μέρα !

          Ξαφνιάστηκε εκείνος  και της έκανε με την περιέργεια ζωγραφισμένη στα μάτια του ;

           --- Πού να πάω ; Καλά είμαι εδώ !

          --- Άλλο το ψηλό σκαμνί κι άλλο το χαμηλό ! του έκανε  η Λόλα και συνέχισε. Άλλο η κόλαση κι άλλο ο παράδεισος! Δεν είναι τα ίδια. Το καλό σπίτι έχει ανέσεις, είναι μεγάλο με ευρύχωρους χώρους και όμορφα έπιπλα και βασιλεύει μέσα του η χαρά η πολυτέλεια και η ευτυχία.  Δε θα το’ χεις δοκιμάσει γι’ αυτό δείχνεις να μην ξέρεις. Έτσι ζεις εδώ μέσα σαν ερημίτης και δε ψάχνεις για κάτι καλύτερο !

          Η φαντασία του Άρη άρχισε να δουλεύει και σαν έφερε μπρος του όλη αυτή την πολυτέλεια ενός τέτοιου σπιτιού, ένιωσε ένα αίσθημα υπεροχής να τον διαπερνά σύγκορμα κι αφού έβγαλε ένα γλυκό αναστεναγμό, της έκανε :

          --- Δεν το έχω δοκιμάσει, αλλά και δεν το ‘χω σκεφτεί καν ! Αλλά για να το λες εσύ, έτσι θα ‘ναι !

          Γέλασαν τα χείλη Λόλας σαν κατάλαβε πως δεν ήθελε και πολύ να φτάσει εκεί που αυτή ήθελε. Έτσι τον ρώτησε με ανάρια φωνή :

          --- Και γιατί δεν αγοράζεις, ένα ;

          Το μεθυσμένο μυαλό του Άρη, διαολίστηκε.

          --- Ν’ αγοράσω ! της έκανε κι έδειξε ατολμία. Αλλά πρέπει να το σκεφτώ καλά πρώτα.

          Σαν σιώπησαν λίγο, έφερε τα μάτια του ολοτρόγυρα στην αποθήκη και την κοιτούσε. Είχε δίκιο η Λόλα. Δεν ήταν σπίτι αυτό αλλά τέσσερις τοίχοι γεμάτοι υγρασία, ξεθωριασμένοι και γεμάτοι ρωγμές από το χρόνο. Κούνησε το κεφάλι του  και φάνηκε να συμφωνεί μαζί της.

          --- Τι το κοιτάς ! του  ‘κανε εκείνη. Δεν είναι σπίτι αυτό για σένα! Εσύ θες ένα καλό σπίτι, ένα σπίτι πολυτελείας !

          --- Δεν μπορώ να κάνω τέτοιες αγορές, δεν έχω χρόνο και με κουράζουν! της ψιθύρισε  κι έδειξε πως η ψυχή του πολύ το επιθυμούσε ένα τέτοιο σπίτι.

          --- Άφησέ τα όλα σε μένα ! του είπε χαμογελαστή εκείνη και σηκώθηκε. Σκέψου το καλά, πάρε και τα λεφτά μαζί κι έλα από το μαγαζί να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες. Το σπίτι το ‘χω βρει  κιόλας, πουλιέται ένα εδώ πιο κάτω κοντά στην πλατεία και δεν πρέπει να το χάσεις !

          Άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω. Ο Άρης πίσω της έσμιξε τα φρύδια και φέρνοντας το ποτήρι στα χείλη του, μουρμούρισε : << Τι θέλω δηλαδή να πέσει και να με πλακώσει το παλιόσπιτο ! Καλά μου λέει να φύγω από εδώ μέσα ! >> και αδειάζοντας το ποτήρι άρχισε να σκέφτεται σιωπηλός.

         

 

 

 

 

                                                     * * *       

 

 

 

 

 

          Το σπίτι το αγόρασε η Λόλα, το έγραψε στο όνομά της αφού τον ξεγέλασε και με την καρδιά της πυρωμένο σίδερο να του τα φάει όλα, συνέχισε να του ζητά τούτο και το άλλο. Έτσι το άρρωστο μυαλό του Άρη δεν έβλεπε την καταστροφή που τον περίμενε και του ετοίμαζε η Λόλα και ξανοίχτηκε πολύ. Όλα του τα λεφτά του πήγαιναν στο μαγαζί που δούλευε η Λόλα, στο ντύσιμό της, στις διασκεδάσεις της και στα ταξίδια της.

            Έτσι στο τέλος του έκτου μήνα από τότε που γνωρίστηκαν, την έχασε. Από τη στενοχώρια του ο Άρης, έγινε πετσί και κόκαλο και αρρώστησε. Γύρισε πάλι στο υπόγειο και συνέχισε το εμπόριο αλλά τώρα χωρίς κότσια.  Όσα έβγαζε τα έτρωγε γιατί ήταν λίγα για να τον πλακώσει και πάλι η μιζέρια και η φτώχεια. Και για να ξεχνά την οικονομική του κατάρρευση τριγύριζε στους δρόμους, στις πλατείες και στα κακόφημα μαγαζιά της νύχτας. Έπινε εκεί μέσα και κάπνιζε και με το ξενύχτι που έκανε μέρα με τη μέρα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.

          Ένα τέτοιο βράδυ, τον έριξε η απελπισία στη << Μέδουσα >>. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι και παρήγγειλε το ποτό του. Σαν του το έφεραν άρχισε να το πίνει με τη σάρκα του σχεδόν νεκρή και την ψυχή του πουλημένη στο διάβολο. Οπότε νιώθει ένα σκούντημα στον ώμο και μετά βλέπει μια γυναίκα μ’ ένα αφράτο χέρι να του αγγίζει το μάγουλο. Στράφηκε τότε να τη δει καλύτερα και μέσα στους καπνούς και τα χρώματα διέκρινε τα  κατάμαυρα μαλλιά της και τα βαμμένα κόκκινα χείλη της. Κι ως να σκεφτεί πια μπορούσε να ήταν η βραχνή φωνή της ακούστηκε να του λέει :           --- Άρη ; εσύ εδώ ; Η Κατερίνα είμαι ! Δε με γνώρισες ;    

         Ξαφνιάστηκε  και σαν τη γνώρισε της είπε  συγκινημένος :

         ---  Σε γνώρισα Κατερίνα αλλά που να   φανταστώ  πως    δουλεύεις,   εδώ !        και τραβώντας την από το χέρι, την έβαλε να καθίσει δίπλα του.

          Είπαν πολλά και διάφορα. Στο τέλος, τη ρώτησε σαν την είδε απελπισμένη :

          --- Δεν περνάς καλά, Κατερίνα; Θαρρώ πως μια θάλασσα φουρτουνιασμένη είναι η ψυχή σου ! Πολλά πρέπει να σε βασανίζουν !

          Τον κοίταξε και γέλασε με σαρκασμό. Και αγγίζοντας τον στο χέρι, του ψιθύρισε με πόνο :

          --- Από τότε που έχασα τον Αντώνη δεν μπορώ να συνέλθω! Και το χειρότερο είναι πως κυλιέμαι όλη τη νύχτα μες στη λάσπη !

          Και με τα μάτια υγρά και στυλωμένα πάνω του, πρόσθεσε με φωνή που έσβηνε από τα αναφιλητά :

          --- Το φως των άστρων έχει σβήσει για μένα, Άρη ! Δυστυχώς τη ζωή μου την πούλησα στο διάβολο από πολύ μικρή, θα το θυμάσαι !

          Σιώπησε εκείνος, δεν της μίλησε παρά τη θωρούσε με μάτια χαμένα. Ώσπου και πάλι η φωνή της ακούστηκε για να τον ρωτήσει :

          --- Κι εσένα Άρη δε σε βλέπω και πολύ καλά ! Δε μου τα είπες όλα που σε βασανίζουν ! Και στην Αθήνα γιατί ήρθες ;

          Άνοιξε το στόμα του και της τα είπε όλα. Τον άκουγε η Κατερίνα κι έκλαιγε ασταμάτητα. Κι όταν τελείωσε και τον είδε κι αυτόν γυμνό του είπε ψιθυριστά στο αυτί μέσα σε αναφιλητά :

          --- Είμαστε δυο κουρέλια, Άρη !

          Χαμήλωσε εκείνος τα μάτια, σαν μικρό παιδί και παίρνοντας το ποτήρι στα χέρια του το ‘φερε στα χείλη και το άδειασε μονορούφι.

           

 

                                               

                  

         

 

 

 

         

 

           

 

 

 

                  

 

 

 

 

 

         

 

 

                                                Θ

 

 

         

 

          Μετά από χρόνια ένας μεσήλικας άντρας με γκρίζα μαλλιά, ανέβαινε το μοναστήρι που είχε θαφτεί η Λενιώ. Που και που σταματούσε, κοιτούσε κάτω τον κάμπο που ήταν καταπράσινος και συνέχιζε. Περπατούσε αργά και θαρρούσες πως τα πόδια του δύσκολα τα μετακινούσε. Σαν έφτασε έξω από την πόρτα του μοναστηριού,  σταμάτησε, έριξε μια φοβισμένη ματιά μέσα και αφού φάνηκε να διστάζει να μπει  στο τέλος πέρασε την πόρτα και βρέθηκε στο προαύλιο του μοναστηριού.

          Έδειχνε να ξέρει το μέρος και χωρίς καμιά δυσκολία έφτασε έξω από το υφαντήριο. Εκεί σταμάτησε, κοίταξε μέσα από το μικρό παράθυρο και συνέχισε πάλι το δρόμο του.

          Σε λίγο άφησε το στενό δρομάκι του υφαντουργείου, έκανε δεξιά και πήρε το δρόμο που οδηγούσε στο νεκροταφείο. Εκεί ανάμεσα στους λιγοστούς τάφους, βρήκε αυτόν που ήθελε κι αφού έσκυψε και διάβασε την επιγραφή πάνω στην ταφόπετρα, γονάτισε και προσκύνησε. Ύστερα με δάκρυα στα μάτια άφησε σε μια γωνιά λίγα αγριολούλουδα και σαν απόμεινε για λίγο σκεπτικός, έφυγε πηγαίνοντας για το κελί της ηγουμένης.

          Η ηγουμένη Φιλοθέη γερασμένη, ένα μικρό σάψαλο πάνω στην καρέκλα τον κοίταξε παράξενα σαν ο απρόσκλητος τούτος επισκέπτης που κάθισε απέναντί της, της θύμιζε κάποιον. Κι όπως δεν έβλεπε καλά μέσα από τα χοντρά γυαλιά της, τον θωρούσε αμίλητη και προσπαθούσε να τον γνωρίσει.

          --- Δε με γνωρίζεις, ηγουμένη Φιλοθέη ; της έκανε βάζοντας τόνο στη φωνή του ο επισκέπτης για να ψιθυρίσει : Μετά από τόσα χρόνια…

          Η γριά ηγουμένη, φλογίστηκε σαν άκουσε τα λόγια του κι έδειξε να απορεί ακόμη πιο πολύ γι’ αυτό του είπε κλαψουρίζοντας :

          --- Βοήθησέ με να θυμηθώ ! Ποιος είσαι ;

          ---Πάνε πολλά χρόνια που συναντηθήκαμε ηγουμένη…συμπλήρωσε ο μεσήλικας άντρας και φάνηκε να έχασε τα λόγια του.

           --- Τέλος πάντων θα μου πεις ποιος είσαι και τι θέλεις από μένα ; του είπε με υψωμένη τη φωνή η ηγουμένη και τρεμόπαιξε τα μάτια της.

          --- Πού να με γνωρίσεις έτσι που έγινα ! μουρμούρισε ο άντρας  με συναίσθημα ντροπής για να προσθέσει :

          --- Ο Άρης είμαι ! Ο άντρας της Λενιώς  που είναι θαμμένη εδώ στο μοναστήρι!

          --- Ύστερα από τόσο χρόνια ! έκανε με τη σειρά της η ηγουμένη και φάνηκε να ταράχτηκε.

          Και κοιτάζοντάς τον με οίκτο, τον ρώτησε χαμηλόφωνα :

          --- Και τι ζητάς τώρα ;

          --- Να ξεθάψω τα κόκαλα της συχωρεμένης και να τα θάψω στο χώμα που γεννήθηκε ! Δε θα ησυχάσω αν δεν το κάνω αυτό ! Μια φωνή από μέσα μου συνέχεια με πνίγει και μου φωνάζει : << Κάνε το ! Κάνε το! >>  Ποιος ξέρει μπορεί να είναι και η φωνή της Λενιώς !

          Δε μίλησε η γερόντισσα και κοίταξε έξω από το παράθυρο προς τη μέρος που ήταν το νεκροταφείο. Απόμεινε για λίγο ακούνητη σαν να ονειρευόταν και ύστερα αφού στράφηκε στον Άρη, του είπε μ’ ένα τρανταχτό κούνημα του κεφαλιού της προς τα κάτω :

          --- Ναι, θα γίνει το θέλημά σου ! Το ξέρω θες να την έχεις κοντά σου ! Πήγαινε ν’ ανάψεις ένα κεράκι στο μοναστήρι και όσο να γυρίσεις το κουτί με τα κόκαλα της συχωρεμένης θα είναι έτοιμο !

          Κι απλώνοντας τα δυο αδύνατα χέρια της που είχαν γίνει σαν κουτσουράκια πάνω στο τραπέζι να στηριχθεί, ετοιμάστηκε να σηκωθεί.

 

 

 

                                                ***

 

         

 

 

 

          Το βράδυ ο Άρης κατέβηκε από το τραίνο, έσφιξε στην αγκαλιά του το σιδερένιο κουτί με τα κόκαλα της Λενιώς και άρχισε σιγά-σιγά να ανηφορίζει για την πλατεία. Περπατούσε στον έρημο δρόμο κι ο φόβος του μεγάλωνε μην τον δει κανείς και τον γνωρίσει. Για καλή του όμως τύχει η νύχτα ήταν έρημη  και ψυχή δεν υπήρχε πουθενά.

          Μεσάνυχτα πάτησε το πόδι του στο καλντερίμι που οδηγούσε στην πλατεία. Γύρω του παντού ερημιά, τα σπίτια κλειστά κι αμπαρωμένα και τα στενοσόκακα άδεια. Στη μέση του καλντεριμιού ένα σκυλί τον πλησίασε, κούνησε νωχελικά την ουρά του και μ’ ένα φιλικό γάβγισμα τον άφησε για να συνεχίσει το δρόμο του. << Φτάνω, όπου να ΄ναι >> μουρμούρισε κι ετοιμάστηκε να περάσει μέσα από το πρώτα σπίτια της πλατείας.

          Φτεροκόπησε η καρδιά του σαν άρχισε να κάνει τα πρώτα βήματα πάνω της. Κι όταν αντίκρισε το σπίτι και το μαγαζί του φθαρμένα από το χρόνο, κόντεψε να του έρθει κόλπος. Συγκινημένος πλέον και με κάθε προφύλαξη   προχώρησε για το σπίτι του παπά Αλέξη,.

          Έξω από την ταβέρνα του κυρ Παύλου που είχε απομείνει ένα ερείπιο, βρήκε ένα ξύλινο παγκάκι και κάθισε να ξεκουραστεί και να πάρει μια ανάσα. Αγνάντεψε από εκεί όσο μπορούσε την κάτω πόλη που έφεγγε μέσα στα λιγοστά φώτα και σαν έφερε ύστερα τα μάτια του ολοτρόγυρα στην πλατεία κατόρθωσε μέσα στη σιωπή της νύχτας να τη δει καλύτερα. << Αλλαγμένα μου φαίνονται όλα, ψιθύρισε, φαίνεται ο χρόνος που πέρασε πάνω της, άφησε τα κακά του σημάδια >> και σηκώθηκε με το κουτί πάντα να το σφίγγει πάνω του για το σπίτι του παπά Αλέξη.

          Ανέβηκε το καλντερίμι που περνούσε έξω από την Αγία Τριάδα και σαν προσπέρασε την εξώπορτά της τράβηξε ίσα για το σπίτι του παπά.

          Σαν έφτασε έξω από την πόρτα, κοίταξε τριγύρω μήπως ήταν κανείς και σαν βεβαιώθηκε πως τα πάντα τα έσκιαζε η σιωπή, χτύπησε την πόρτα. Ο παπά Αλέξης που ξεφύλλιζε ένα προσευχητάριο εκείνη τη στιγμή, άκουσε το χτύπημα και σύροντας τα πόδια του έφτασε στην πόρτα, τράβηξε το σύρτη και σαν πρόβαλε το κεφάλι του, ρώτησε με σβησμένη φωνή :

          --- Ποιος είναι ;

          Ο Άρης κόλλησε σχεδόν πάνω του και σπρώχνοντάς τον, τον παρέσυρε μέσα στο σπίτι και κλείνοντας ο ίδιος την πόρτα πίσω του, είπε στον παπά Αλέξη, φοβισμένα :

          --- Θα σου πω, παππούλη, ποιος είμαι και τι θέλω !  Δε θέλω όμως να μάθεις κανείς τίποτα πως ήρθα εδώ. Κάθισε να κουβεντιάσουμε !

          Κάθισαν. Ο παπά Αλέξης συνέχιζε να τον κοιτάζει με απορία.

          --- Ο γιος του Φραγκολιά, ο Άρης είμαι ! του ‘κανε φωναχτά κι έβαλε το κουτί στο τραπέζι. Ύστερα από τόσα χρόνια που να με γνωρίσεις… Αλλάξαμε βλέπεις …

          --- Ο Άρης ! ψιθύρισε ο γέροντας και σηκώθηκε. Που να σε γνωρίσω !

          Έπεσε στην αγκαλιά του, τον ασπάστηκε και συγκινημένος αποτραβήχτηκε από κοντά του.

          Σαν κάθισε τον κοίταξε αμίλητος και συλλογιζόταν << Αυτός είναι; >>  κι αναρωτιόταν αν αυτός ο μεσήλικας ήταν το παλικάρι εκείνο που σαν είχε τα νιάτα του και περνούσε από την πλατεία, γυρνούσαν όλοι το κεφάλι τους για να τον θαυμάσουν. Και τώρα κοίταξε πως έγινε ! Ποιος ξέρει τι βάσανα περνάει ο άνθρωπος εκεί στην ξενιτιά που βρίσκεται.

          --- Μεσάνυχτα μου χτυπάς την πόρτα, γιατί; Θες βοήθεια ; τον ρώτησε ο παπά Αλέξης και το μάτι του έπεσε στο σιδερένιο κουτί που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι.

          --- Θέλω, παππούλη ! ακούστηκε φοβισμένη φωνή του Άρη.

          --- Σ’ ακούω, παιδί μου ! Τι θέλεις ; του αποκρίθηκε κι ο παπά Αλέξης κι ετοιμάστηκε να τον ακούσει.

          --- Σ’ αυτό το κουτί έχω τα κόκαλα της Λενιώς, της γυναίκας μου, θα τη θυμάσαι, θαρρώ, που κλείστηκε στο μοναστήρι και με άφησε έρημο και μόνο. Δεν άντεξε εκεί τη μοναξιά και μια μέρα σκοτώθηκε πέφτοντας από τα βράχια που υψώνονταν απέναντι στο δάσος. Την έθαψαν εκεί στο νεκροταφείο του μοναστηριού και σαν πήγα κάποτε να ρωτήσω για την τύχη της μου έδειξαν τον τάφο της και σαν τον προσκύνησα μου ήρθε η σκέψη να πάρω κάποια μέρα τα κόκαλά της και να τα   φέρω να τα θάψω εδώ στον τόπο που γεννήθηκε ! Κι αυτό κάνω τώρα !

          Και σαν του έδειξε το κουτί, πρόσθεσε :

          --- Να, σ’ αυτό το κουτί τα έχω !

          Τρεμόπαιξε τα θολά του μάτια ο παπά Αλέξης και δείχνοντας να θυμήθηκε πολλά από όσα του είπε ο Άρης, του είπε :

          --- Μέσες άκρες τα θυμάμαι αυτά που μου διηγήθηκες αν κι έχουν περάσει τόσα χρόνια κι ο χρόνος τα σβήνει από το μυαλό μας. Όπως και να έχουν όμως τα πράγματα καθήκον μου είναι για την ψυχή της συχωρεμένης να κάνω αυτό που μου λες. Αύριο κιόλας τα κόκαλά της θα αναπαύονται στο κοιμητήρι του Αι- Δημήτρη που επιθυμείς!

          Τον κοίταξε με ικανοποίηση ο Άρης και του ξανάπε ικετευτικά :

          --- Θέλω και κάτι άλλο, παππούλη.

          --- Σαν τι, τέκνο μου;

          ---Θέλω να μη μάθει κανείς τίποτα, γι’ αυτό που έκανα !

          Κούνησε το κεφάλι του ο παπά Αλέξης,, έσμιξε τα φρύδια και του ψιθύρισε :

          ---Το ξέρω, σε κυνηγάει κι εσένα η αμαρτία της πλατείας όπως όλους μας !  Θα το ‘χω κι αυτό έννοια μου! Μη  σε νοιάζει !

         

 

 

                                                ***

         

 

             Αχάραγο πήγαν στο εκκλησάκι του Αη- Δημήτρη που ήταν και το νεκροταφείο. Εκεί ο παπα – Αλέξης του συνέστησε να βάλει το κουτί με τα κόκαλα της Λενιώς πάνα σ’ ένα μικρό τραπεζάκι ενώ ο ίδιος άρχισε να ψέλνει τρισάγιο για την ψυχή της συχωρεμένης.  Σαν τελείωσε ασπάστηκε τον Άρη με θλίψη και του ψιθύρισε με στοργή και συμπόνια : << Αιωνία της η μνήμη, αδεδφέ και ο Θεός να συχωρέσει όλα τα κρίματά της >>.

             Στην είσοδο της εκκλησίας ο Άρης σταμάτησε και κοίταξε με πόνο το μικρό κοιμητήρι.  Άφησε ένα μικρό αναστεναγμό και με μάτια δακρυσμένα ετοιμάστηκε να βγεί έξω. Εκείνη τη στιγμή τον πλησίασε ο παπα- Αλέξης για να του πει τα τελευταία λόγια της παρηγοριάς:  

              --- Άφησέτα όλα  πάνω μου, Άρη ! Τα κόκαλα θα τα ταχτοποιήσω στο οστεοφυλάκιο και με την πρώτη ευκαιρία θα ενδιαφερθώ να γίνει και ο τάφος >> και μ’ ένα αγγελικό άγγιγμα με το βλέμμα του, τον αποχαιρέτησε.  

             Στο βάθος η ανατολή άρχιζε να χαράζει.

 

 

                                       

                                                      ===

 

 

 

 

            Σε μερικές μέρες στο νεκροταφείο ανάμεσα στους λαϊκούς τάφους ξεχώριζε κι ένας φρεσκοφτιαγμένος για την απλότητα της πλάκας του. Τα πρώτα μούσκλια  και τα αγριόχορτα άρχιζαν να τον σκεπάζουν ενώ η μικρή ιτιά που πάνω της σκαρφάλωνε ο κισσός, έριχνε την αδρή σκια της.

             Η μακρόστενη ταφόπετρα, τόσο, όσο έφτανε για να σκεπάσει άνθρωπο, έγραφε με μικρά καλλιγραφικά γράμματα : << Λενιώ Μανούσου.  Ετών 25. Ι944 – 1969 >>.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

           

           

 

 

 

 

           

 

 

 

 

 

 

 

  

           

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου