Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Μια φορά τη βδομάδα κάθε Σάββατο βράδυ ανταμώναμε στην ταβέρνα << Αρκαδιά >>. Είμαστε οκτώ και στην αρχή της εφηβείας μας αφήσαμε τη σάπια σάρκα του χωριού μας και ήρθαμε στο << κλεινόν άστυ >> του κάμπου να σπουδάσουμε στο Γυμνάσιο και να αφυπνιστούμε εκ της ραστώνης που μας επέβαλλε τόσο η εφηβική αναίδειά μας όσο και η σχολαστική και μίζερη ζωή της απογυμνωμένης επαρχίας. Ακόμη να νιώσουμε το γλυκασμό της γραφής και της σκέψης των Αρχαίων λογίων προγόνων και νεοτέρων, να αποσβέσουμε το << μηδενός επιθυμείν >> και να γευτούμε διάφορους ποιητικούς οίστρους όπως της θυσιασμένης κόρης Ιφιγένειας για χάρη ενός λαφυραγωγού πολέμου εξαιτίας της πληγωμένης αξιοπρέπειας του Μενελάου και της νιότης της Ελένης.
Βρίσκαμε αποκούμπι εκεί και περνούσαμε τη μοναχική ζωή μας μ’ ένα δικό μας τρόπο αιθέριο, ρεμβώδη, σκεπτικικό και γεμάτο ομορφιά. Η έλλειψη του πολιτισμού της διαμελισμένης επαρχίας που ερχόταν σε ισχνή πεζοπόρα χελώνα μας είχε δέσει μεταξύ μας και μας είχε κάνει ισχυρούς ενώ η ευγένεια των συναισθημάτων μας να νιώθουμε σπουδαίοι μας συνόδευε από αλληλεγγύη και αυτοσεβασμό.
Η ταβέρνα << Αρκαδιά << ήταν κρυμμένη στη σκιά πολλών κλασικών κτηρίων στην ανατολική πλευρά της πλατείας της Πάνω Πόλης με μόνη πρόσοψη τη δυτική, όπου η θέα του κόλπου του Ιονίου και της κάτω νέας πόλης, δρούσε ως λήκυθος των συναισθημάτων μας, γλυκαίνοντας τους καημούς και τις αγωνίες μας. Δεξιά της αναδυόταν σαν υπέρλαμπρο άστρο ο ναός της Αγίας Τριάδας, βόρεια το ερειπωμένο κάστρο των Γιγάντων με τις πολεμίστρες του ακόμη ποτισμένες από την ανεξίτηλη μνήμη και πάνω της οι σκορπισμένες ελπίδες των ανθρώπων που έφτιαχναν μουχρωμένα συννεφάκια και έμοιαζαν με διαμελισμένα σκηνικά κάποιου περαστικού θιάσου.
Ήταν στη συντροφιά ο Βασίλης, ο Τάσος, ο Κανέλλος, ο Γιάννης, ο Δημήτρης, ο Γρηγόρης, ο Νίκος κι εγώ. Μια φορά όπως είπαμε τη βδομάδα κάθε σούρουπο Σαββάτου ανταμώναμε και ενίοτε όταν οι περιστάσεις το ανάγκαζαν να κάνουμε τις σχετικές κοπάνες. Τότε πηγαίναμε πρωί γύρω στις έντεκα προς τέρψη του ταβερνιάρη του κυρ – Πέτρου που μας εμπλούτιζε το λιτό μενού μας έτι περισσότερο του κανονικού για να εισπράξει το εγγυημένο αλλά πολύ φτωχό βαλάντιό μας με ιδιαίτερη ικανοποίηση. Από την παρέα φροντίζαμε να μη λείπει ο Γρηγόρης. Γλύκαινε τις ψυχές μας με τη θέα της τράπουλας που την είχε πάντα στην πισωτσέπη του χιλιοφορεμένου τριμμένου του παντελονιού ενώ με τα χύμα τσιγάρα << Καρέλια >> που σταύλιζε στο τσεπάκι του πουκαμισού του μας έκανε αγέρωχους και ευθυτενείς όταν μας χάριζε τα μισαδάκια να τονώσουμε με νικοτίνη το κακοδιαχειρισμένο νευρικό μας σύστημα.
Σ’ αυτή λοιπόν την ταβέρνα που συγκέντρωνε τα βλέμματα των ταπεινών ανταμώναμε, ευελπιστούντες να σκεφτούμε κάτι καλό για να εξαγοράσουμε το μέλλον μας με κάποιες καλές σπουδές, εξασφαλίζοντάς μας μια υψηλή αμοιβή και μια αξιοπρεπή ζωή. Καταστρώναμε σχέδια, κάναμε όνειρα, γκρεμίζαμε κατεστημένα αιώνων κάτω από το βάρος της αρχαίας κληρονομιάς που ξεχείλιζε από το σκουπιδαριό των γνώσεων που παίρναμε καθημερινώς δίπλα σε καθηγητές που έδιναν μεγαλύτερη σημασία στον εκκλησιασμό μας παρά στην αναμόρφωση της διαμελισμένης σε όλους τους τομείς κοινωνίας.
Εκεί συναντούσαμε και τον κύριο Γιώργο, συνταξιούχο καθηγητή φιλόλογο και λατινιστή, πρώην επιθεωρητή και τώρα ήπιο φρενοβλαβή, ταβερνόβιο και επαγγελματία ρήτορα της νύχτας. Έκοβε βόλτες μ’ ένα ποδήλατο στους δρόμους της πόλης, φορώντας ένα ψάθινο καπέλο για όλες τις εποχές εξακοντίζοντας συνεχώς ρητά σταχυολογημένα παρά αρχαίοις ως και αποσπάσματα επιλεγμένα εκ της τραγωδίας και κωμωδίας. Όσοι τον συναντούσαν τον προσφωνούσαν << κύριε Πλάτωνα >>, παρανόμι που τιμητικώς του το αποδίδαμε κι εμείς και το δεχότανε προς μεγάλη του χαρά και υπερηφάνεια.
Ο κύριος << Πλάτων >> περιέργως για τους πολλούς είχε ξεφύγει από τη νορμάλ κατάσταση και εθεωρείτο ψιχαλισμένος. Είχε θα ‘λεγε κανείς δυο πρόσωπα, ένα άσπρο κι ένα μαύρο και παραδόξως στο μαύρο υπόβοσκε μια καλπάζουσα φαντασία με γνώσεις, μύθους, ιστορίες και σκοτεινές συνωμοτικές φαντασιώσεις που όταν τις διάνθιζε και με παλιούς ανεκπλήρωτους ή ανομολόγητους έρωτες δημιουργούσε στους ακροατές ανείπωτες συναισθηματικές καταστάσεις. Αυτός έμαθε κι εμάς να λύσουμε το γόρδιο δεσμό της σιωπής και να ιστορούμε οτιδήποτε φτιαγμένο εκ του μηδενός με αποτέλεσμα να καταλήγουμε στο πνευματικό και στο ρητορικό με θαυμαστή ευκολία και ικανότητα. Ο κύριος Γιώργος εκτός από ιστορίες της αρχαίας Ελλάδας, της βυζαντινής και της νεοτέρας, πλούτιζε το ρεπερτόριό του και με σύγχρονες ιστορίες της πόλης με πραγματικά πρόσωπα με διάθεση ως φαίνεται να τα κουτσομπολέψει για να γίνεται πιο αρεστός και να μας επιβάλλεται επιτακτικά ως παντογνώστης και ασυναγώνιστος παραμυθάς. Εμείς τον ακολουθούσαμε αλλά ποτέ δεν τον ξεπεράσαμε στη διήγηση και ούτε φτάσαμε στο σημείο να είμαστε βλάσφημοι όπως αυτός.
Έτσι λοιπόν ένα βράδυ καλοκαιριάτικο που η ταβέρνα << Αρκαδιά >> ήταν φίσκα άρχισε τις προχωρημένες ιδέες του σε ύφος πομπώδες και δικανικό: << Ο Ηρακλής ενώ ζούσε στην αγκαλιά της φύσης και γευόταν τη δροσερή αύρα του θροίσματος των φύλλων, έδειξε να την εχθρεύεται αφού με τη δύναμή του, κήρυξε πόλεμο εξόντωσης όλων των ζωικών ειδών της. Τα ‘βαλε με τα πουλιά τις Στυμφαλίδες όρνιθες, έπνιξε λέοντες όπως το λιοντάρι της Νεμέας, αποδεκάτισε αγριόχοιρους σαν τον Ερύμανθο κάπρο, απέκοψε τις κεφαλές της Λερναίας Ύδρας και όσο ζούσε έρριπτε κάθε τόσο κάτω νεκρό και από ένα ζώο με τα φαρμακερά βέλη της φαρέτρας του και τη δύναμη των μυών του. Και όλα αυτά που τους αφαιρούσε τη ζωή ήταν προικώα είδη του ζωντανού βασιλείου, ζωντανά στολίδια μιας δημιουργικής επιλογής της φύσης.
Κάποιοι δικαίως θα πουν πως αφού ήταν εχθροί του ανθρώπου, καλώς έπραξε. Και όσο κατέτρωγαν τον ίδιο και κατέστρεφαν τα αμπέλια και τα αραποσίτια του, τέτοιος θάνατος τους ταίριαζε.
Όμως θέλω να εστιαστώ και στο μύθο που τον θέλει ανίκητο, δυνατό και υπεράνθρωπο. Ήταν πράγματι τέτοιος ή κάτω από το μύθο κρύβεται υποβόσκουσα πονηρία και υπέρμετρη φιλοδοξία του ισχυρού όντως ανθρώπου για την ύμνηση του υπερφίαλου εγωισμού του! Και νομίζω πως αυτό είναι! Ο μύθος θεοποιεί, αγιοποιεί, ισχυροποιεί και προσάπτει ακατανίκητο συμβολισμό στο μυθοποιούμενο.
Ο Ηρακλής, είχε μαζί του στο βουνό όπου συγκρούστηκε με το λέοντα το τόξο του. Λογικό η εξόντωσή του να γινόταν με τη χρήση του. Όμως ο φαντασιόπληκτος μυθοπλάστης ρίχνει τους δυο αντιπάλους σε μια πάλη ασυνήθη μέχρι εσχάτων. Και το κάνει αυτό για να αυξήσει το βαθμό ηρωισμού. Άλλο να πνίγεις το λιοντάρι κι άλλο να το σκοτώνεις με τα βέλη. Το πνίξιμο είναι γενναία πράξη, ηρωική. Θέλει σωματική ρώμη, γυμνασμένο κορμί, ανίκητη θέληση. Και τέτοια μόνο οι << ήρωες >> έχουν.
Πάμε τώρα στο Μεγαλέξανδρο. Χωρίς τάση αποδόμησης παγιωμένων ιστορικών αντιλήψεων ευθέως μπορούμε να δεχτούμε πως κι εδώ ο ανθρώπινος μύθος που τον περιέβαλλε δείχνει νοσηρώς, πληθωρικός και υπερβολικός. Οι μύθοι του ίππου Βουκεφάλα, του γόρδιου δεσμού, η δίψα του στην έρημο και άλλοι πολλοί λειτουργούν χάρη στη δύναμη της μυθοπλασίας ως μοχλοί ηρωισμού και θεοποίησής του.
Και αν ο μύθος τον θέλει μέγα μεταξύ των μεγίστων η πραγματικότητα δείχνει μαμμόθρεφτη να το δεχτεί και ποιεί αντίσταση. Διότι πως είναι μέγας ένας όταν σε μια πολιορκία αξιόλογης πόλης που ζήτησε την υποταγή της και αντιστάθηκε, εξοργίστηκε τόσο που διέταξε στο τέλος της νίκης του την ανελέητη σφαγή των κατοίκων της μέχρι ενός! Μηδέ και των παιδιών εξαιρουμένων! Αλλά και οι στρατηγοί του, Παρμενίων, Κλείτος και Φιλώτας δεν σφάχτηκαν από το κοφτερό σπαθί του;
Δυστυχώς η έκλαμψη του μύθου υπερνικά ότι αδύνατο πράττουν οι << ήρωες >> και το αποσιωπά. Έτσι η δεξαμενή γνώσεων των σχολείων έχει ως εκροή την ύμνηση των εκρηκτικών φύσεών των και των ανυπέρβλητων ηρωισμών των! Στα ανομήματά τους υψώνουν βράχους που τα κρύβουν ενώ συντρίβεται πάνω τους η μνήμη που βρυχάται και προσπαθεί να τους διαβεί και να τα φανερώσει.
Έπειτα μυθοποιήθηκε και ο Στάλιν για εκατομμύρια αριστερούς. Αν για κάποιους άλλους είναι μελανωμένη η ιστορία του, γι’ αυτούς είναι ο μέγας ηγέτης του σοσιαλιστικού σταλινισμού. Ξεχνούν φαίνεται πως ήταν Κροίσος, έχων εισόδημα από δέκα μισθούς, ζώντας πολυτελώς και σκανδαλωδώς! Άφησε που έκανε ασύλληπτα εγκλήματα, αδιανόητα. Χιλιάδες στρατιωτικοί σφάχτηκαν, πολυπληθής αριθμός εργατών εκδιώχθηκε, εκατομμύρια αντικαθεστωτικοί σάπισαν στα καταραμένα στρατόπεδα της Σιβηρίας.
Η ισόβια κάθειρξη όμως κυνηγά και τον Κολόμβο! Χλόμιασε κι αυτού ο μύθος του << μεγάλου εξερευνητή >> και η << ημέρα του Κολόμβου >> που ανακάλυψε την Αμερική τον αποπέμπει ως αχρείο. Γιατί;
Διότι αυτός και οι Ισπανοί του μαχαίρωναν Ινδιάνους και τους έκοβαν φέτες τα σώματά τους για να δοκιμάσουν την κοφτερή λεπίδα των σπαθιών τους. Η συμπεριφορά τους ήταν πρωτοφανής, άρρωστη, θηριώδης σαν έρχονταν αντιμέτωποι με ιθαγενείς και τους επιτίθεντο ως σφοδρός ανεμοστρόβιλος να τους εξοντώσουν. Όντες δυστυχώς και χριστιανοί! Αυτό όμως δεν τους συγκρατούσε από τη βία και τη σφαγή. Έτσι αναφέροντας ένα συμβάν για να βεβαιώσουμε του λόγου το ασφαλές, σημειώνουμε πως σε μια βίαιη επιχείρησή τους συνάντησαν δυο παιδιά που βάσταζαν από ένα παπαγάλο στα χέρια. Ε, άστραψαν και βρόντηξαν πάνω τους τουφέκια και σπαθιά, τα σκότωσαν, τα αποκεφάλισαν, τους πήραν τους παπαγάλους και το διασκέδασαν τραγουδώντας.
Η Ισπανιόλα το 1508 μετρούσε μόνο 60.000 ανθρώπους. Το 1494 που πρωτοπάτησαν εκεί οι λευκοί ο πληθυσμός ανερχόταν στα 3.000.000! Η μείωση ήταν εξοργιστική! Εσφάγησαν, αφανίστηκαν και εξοντώθηκαν τόσοι πολλοί! Πλήρες ανήκουστο σχέδιο αφανισμού, κινούμενο από το μυστηριώδες βάθος των άγριων ανθρώπινων ενστίχτων! Η βοή όμως αυτού του φοβερού τυφώνος που έπληξε τους Ινδιάνους ατόνησε με το χρόνο και ελάχιστα έφτασε ως τα ώτα μας. Όμως ο Κολόμβος είναι μέγας εξερευνητής, ο ανακαλύψας την Αμερική!
Ο μύθος εξεπλατίστηκε να ντύνεται με το ένδυμα της ψεύτικης έκλαμψης του << ήρωά >> του φροντίζοντας συνεχώς να τον υψώνει ως τα άστρα. Σε όλα αυτά δε, άκρως εντυπωσιακή είναι και η ασθενής λογική των αυτοχθόνων. Τον περίμεναν με το χαμόγελο στα χείλη, πιστεύοντας πως εκόμιζε κάτι καλό. Ε, λοιπόν, όχι! Δεν τους έφερνε τίποτα παρά την ευλογιά και κανείς τους δε θα ζούσε για πολύ καιρό ακόμη.
Έτσι και εν μέλλοντι η χρυσοκέντητη πολιτική μας αγυρτεία με τους δημόσιους εκφραστές της που δίνουν γη και ύδωρ στους κάθε λογής γκάνγκστερ νομίμω δικαιώματι θα αναγνωριστούν << ήρωες >> σωτήρες της πατρίδας και του παγκόσμιου άγριου καπιταλισμού! >>
Τελείωσε, δέχτηκε το παρατεταμένο χειροκρότημα της παρέας μας και της πέριξ ομήγυρης, δρόσισε τα φρυγμένα χείλη του με μισό ποτήρι κόκκινο κρασί και απόμεινε σιωπηλός να κοιτάζει τον πάτο του ποτηριού. Ύστερα σαν να τον τσίμπησε μύγα τσε – τσε στράφηκε και μου είπε πιάνοντάς με στον ύπνο: <<Η σειρά σου, να μιλήσεις! >>
Έμεινα αποσβολωμένος. Μου ήταν δύσκολο να μιλήσω εκείνη τη στιγμή γιατί ήμουν συγχυσμένος μετά το χωρισμό μου με την Ευδοκία την περασμένη βδομάδα και ήμουν μπερδεμένος. Απόψεις για τη ζωή είχα αλλά δεν ήμουν προετοιμασμένος. << Τι να πω ; >> ρώτησα. << Δεν έχω τίποτα! Να φτιάξω κάτι εκ του μηδενός; >>
Ο κύριος Γιώργος σκοπίμως επέλεξε μένα γιατί ως φαίνεται ήξερε για τη σχέση μου με την Ευδοκία. Εκείνες τις μέρες που τα είχαμε χαλάσει κάτι είχε πάρει τ’ αυτί του αφού τέτοιου είδους νέα σίγουρα αφήνουν να διαρρεύσει το περιεχόμενό τους. Σίγουρος πως θα είχα ανάγκη μιας κάποιας ιερής εξομολόγησης για να ανακουφιστώ πέταξε τη σπόντα για να με ρίξει στο σκοτεινό τούνελ της αφήγησης προς δική του βέβαια τέρψη αλλά και των πέριξ συνδαιτημόνων. Ακόμη ήταν σίγουρος πως η ιστορία μου με την Ευδοκία είχε ενδιαφέρον όσο και πόνο.
Με την Ευδοκία είμαστε συνομήλικοι και πηγαίναμε στην ίδια τάξη την ογδόη. Μέναμε στην ίδια γειτονιά, ήταν τροφαντή, χυμώδης και ενθουσιώδης με μια παθολογική ερωτική προδιάθεση στο βλέμμα της που σε προκαλούσε. Ήταν για μένα η << νύμφη η ανύμφευτη >> και δυστυχώς όσο κι αν το πεθυμούσα να λιπάνω τη μήτρα της όχι μόνο δεν το είχα κατορθώσει αλλά ούτε κι ένα φιλί της δεν είχα γευτεί πάρεξ το οξυγόνο του αέρα που ερχόταν στη μύτη μου από το μυρωδάτο σώμα της μαζί με χρωματιστές καρδούλες για να ξεκαπιστρώσει τα αχαλίνωτα ερωτόνια μου!
Τη συναντούσα στους διαδρόμους του σχολείου, στις βόλτες της πλατείας και στην αίθουσα κι εκεί δεν χόρταινα να μπανίζω τα λευκά της μπούτια όταν με σηκωμένη την σχολική ποδιά παρακολουθούσε το μάθημα και έδειχνε να ψιθυρίζει κάτι σαν στίχους που υμνούσαν την ωραιότητα της παρθενίας της. Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως τα είχε με πολλούς αλλά αποδείξεις δεν υπήρχαν και οι ενδείξεις ήταν αμελητέες. Με το μυαλό μου κολλημένο πάνω της ούτε έδινα σημασία στα κουτσομπολιά ούτε νοιαζόμουν για τα ανεμίδια κάποιων κακόβουλων ζηλωτών που τα σκόρπιζαν από κακία. Για μένα η Ευδοκία ήταν η ανεμώνη με την αιώνια ερωτική ευωδιά.
<< Τι θα κάνεις; Θα την πεις την ιστορία με την Ευδοκία; >> με ξαναρώτησε ο κύριος Γιώργος μ’ ένα μουρμουρητό στη φωνή του που έμοιαζε σαν να με λοιδορούσε. Βρέθηκα σε δεινή θέση αναλογιζόμενος τι θα έλεγα και σε τι περιπέτεια θα έμπαινα. Ακόμη τι μαρτύριο θα περνούσα διηγούμενος όλη εκείνη τη σκοτεινή και θλιβερή ιστορία του χωρισμού μας. Η ομήγυρη υποδέχτηκε με χαχανητά και ενθουσιασμό την επιμονή του. Εγώ βρέθηκα σε σύγχυση αλλά έτσι που κοίταζαν με σοβαρότητα και διακριτική ματιά λύγισα και άρχισα να ψελλίζω:
<< Τα είχα δυο χρόνια με την Ευδοκία. Από τη ματιά που ρίξαμε ο ένας στον άλλο από την πρώτη συνάντησή μας κατάλαβα πως η σχέση μας ήταν καθορισμένη από τη μοίρα. Ο νους μου γίνηκε μια γιγαντιαία πεταλούδα που γύριζε γύρω της και την άγγιζε μέρα νύχτα. Το βάρος της εικόνας της με συγκλόνιζε και η έλξη που ένιωθα γι’ αυτή με πριόνιζε συνεχώς ενώ το ερωτικό πάθος μου προξενούσε φόβο και αγωνία για το μέλλον μας >>.
Ο Βασίλης εδώ σαν σταμάτησα να πάρω ανάσα και με είδε συγκινημένο με κοίταξε με συμπάθεια κι έσκασε ένα αδιόρατο χαμόγελο. Με χτύπησε ελαφρά στην πλάτη σαν να μου είπε, << προχώρα >> κι έδειξε σαν να καταλάβαινε έναν ερωτευμένο άνθρωπο. Εγώ συνειδητοποίησα ότι η χαριτωμένη χειρονομία του είχε κάτι από ζωική δύναμη και συνέχισα:
<< Είχα ακούσει πως κι άλλοι άντρες είχαν γειτονία με τα βλέμματά της και πως αισθάνονταν ερωτευμένοι μαζί της αλλά το φλογερό μου πάθος γι’ αυτή μ’ έκανε να τα θεωρώ κολασμένες σκέψεις και όχι αληθινές πραγματικές ιστορίες. Και όσο εξασφάλιζα την ακτινοβολία της δεν πίστευα τίποτα κι ένιωθα φρικίαση και μόνο με τη σκέψη ότι μπορούσε να με απατήσει. Την προηγούμενη Κυριακή γιορτή του Αγίου Πνεύματος που πανηγύριζε η πόλη κατέβαινα το καλντερίμι από το κάστρο. Ήταν σούρουπο και αφοσιωμένος στην αποστολή μου να πάω στην πλατεία για τη συνηθισμένη βόλτα βημάτιζα ενθουσιωδώς. Στην παζαρόβρυση διασχίζοντας το πλήθος την είδα και την πλησίασα δήθεν τυχαία να της ψιθυρίσω λόγια αιώνιου όρκου όπως το συνήθιζα. Την άγγιξα ανεπαισθήτως για να με προσέξει και να μ’ ακούσει αλλά δυστυχώς αυτή αγρόν ηγόραζεν. Με αγνόησε κι έδειξε σαν να μη με αντιλήφθηκε και πήρε το καλντερίμι που οδηγούσε στο σταυροπάζαρο. Εγώ προσπέρασα και φθάνοντας στην είσοδο της πλατείας έκοψα δεξιά στο άλλο καλντερίμι που περνούσε έξω από το φούρνο του Θανόπουλου και βγήκα στο ίδιο μέρος. Κι εκεί κάνοντας κολασμένες σκέψεις και μαζεύοντας τα συντρίμμια της φαντασίας μου την είδα να φιλιέται στον κήπο ενός χαλάσματος με το μαθηματικό καθηγητή του φροντιστηρίου μας >>.
Στο σημείο αυτό η διήγησή μου σταμάτησε για να σκουπίσω δυο καυτά δάκρυα που κύλησαν στα μάγουλά μου. Ύστερα έσφιξα τα χείλη μου και ευρισκόμενος σε δεινή θέση αναλογιζόμενος τις συνέπειες της διήγησης, άρχισα να τρέμω. Ο κύριος Γιώργος μειδίασε και με πρόσταξε ενθαρρυντικά: << Συνέχισε! Πρέπει να την πας μέχρι το τέλος την ιστορία! >>
<< Βρισκόμουν σε δεινή θέση >> είπα << και για να φύγω από τη φρικτή πραγματικότητα πήρα τους δρόμους της πόλης για να πεθάνω σε κάποιο πεζοδρόμιο ή να με μαζέψει κανένας με συναισθήματα που προπορεύονταν πέραν του κακού και του καλού. Έτσι μεσάνυχτα κατέληξα στο κέντρο του Μαρτσέλου στην παραλία. Ο κύριος Σπύρος έφτιαχνε τα δίκτυα στο βάθος, εγώ κάθισα, πήρα ένα τσιγάρο από το πακέτο που βρήκα μπροστά μου, το άναψα και άρχισα να καπνίζω. Όση ώρα η νικοτίνη με δηλητηρίαζε δεν ξεχνούσα τη δεινή μου θέση και δεν έπαυα να έχω το βλέμμα στυλωμένο έξω στον ορίζοντα της σκοτεινής θάλασσας.
Ο κύριος Σπύρος ήρθε και με υποδέχτηκε με ομοβροντία χαχανητών. << Πώς από ‘δω τέτοια ώρα; Κάτι δεν πάει καλά τι σου συμβαίνει; Ποιο είναι το δράμα το ανυπόφορο στο δρόμο σου που σε τυραννά; >> με ρώτησε και με μια χαριτωμένη χειρονομία μου άγγιξε το μπράτσο και κάθισε.
Μείναμε για λίγο σιωπηλοί και ύστερα του είπα την ιστορία με την Ευδοκία. Όταν τελείωσα του ζήτησα γονυπετής σχεδόν να με συμβουλέψει με τι τρόπο θα καταπραύνω τη στενοχώρια μου. Αυτός με ένιωσε και σαν είδε να εκταμιεύω και λίγα καυτά δάκρυα, σηκώθηκε, πήρε το καλάθι με τα δίκτυα και μου είπε με πατρικό τόνο στη φωνή του που είχε νόημα: << Πάμε να ρίξουμε τα δίκτυα να ξεχάσεις τον ίλιγγο της κατοχής σου από τους ανθρώπους και να γεμίσεις τους πόρους της ψυχής σου με γαλήνη και νηνεμία >>.
Στον αχνό φως της θάλασσας ενωμένοι με τον αέρα, το νερό και τον ουρανό με ρώτησε κοιτάζοντας τον ορίζοντα: << Βλέπεις τίποτα να αιωρείται στο διάστημα; >> << Όχι! >> του απάντησα με δέος και θρονιάστηκα για τα καλά πάνω στον εγωισμό μου. << Εγώ βλέπω φέρετρα εκεί λίγο πριν την άβυσσο που κατεβαίνουν στη θάλασσα. Είναι οι γυναίκες που με πρόδωσαν, οι επιθυμίες μου μέσα γι’ αυτές και τα τούνελ της μοναξιάς μου που μέχρι τώρα έχω περάσει. Καρφί δε μου καίγεται που χάνονται και τι μ’ αυτό, ας διολισθήσουν στην ανυπαρξία γιατί εκεί είναι η θέση τους. Κάνε κι εσύ το ίδιο. Καρφί μη σου καίγεται για την Ευδοκία. Κοίταξε το φέρετρό της και ξέχασέ την ! >>
Η αίσθηση πως το είδα σαν κάτι το ξανεμισμένο να αιωρείται και να χάνεται με ηρέμησε. Η υποψία ότι έλεγε κάτι σαν αλήθεια μ’ έκανε να εντρυφήσω στην αγκαλιά της λογικής. Έτσι από κείνη τη στιγμή χάθηκε για μένα οριστικά η Ευδοκία όπως μέσα σε μια λάμψη χάνεται και σβήνει κάτι που πεθαίνει >>.
<< Η ζωή είναι το ίδιο σοβαρή και γελοία >> ψέλλισε ο κύριος Γιώργος. << Αν μπορείς και ξεφύγεις από τα ένστικτά σου που σου δημιουργούν τους τυράννους που σε βασανίζουν, γλίτωσες, αν όχι, μένεις στο δρόμο της που σημαίνει πως ο πόνος σου θα είναι αδιάκοπος και συνεχής >>.
Τέλειο!!! Κάτι χάνοντας, με μια απλή αλλά γεμάτη σοφία θέση, κερδίζεις την ελευθερία του νου της ψυχής του σώματος!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή