Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

 

    Με την πένα

                                                        Η   παρέα    


                                                       

             Κλειστήκαμε στα τέσσερα ντουβάρια αναγκαστικά, είτε λόγω κορoνοϊού είτε λόγω οικονομικής κρίσης, τη ζωή μας να σώσουμε, χάσαμε όμως την κοινωνικότητα, τη συναναστροφή ως ιδιάζοντα στοιχεία της ανθρώπινης υποστάσεως.  Στα << Πολιτικά >> ο Αριστοτέλης γράφει: <<Ο δε μη δυνάμενος δι’  αυτάρκειαν ούθεν μέρος πόλεως, ώστε ή θηρίον ή θεός >>.  Μεταφραζόμενο σημαίνει: << όποιος δεν είναι ικανός να συμμετάσχει  σε μια κοινότητα ή δεν του χρειάζεται επειδή είναι αυτάρκης, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί μέρος της πόλης και κατά συνέπεια είναι ή άγριο ζώο ή θεός>>.

                Αναγκαστικά έγκλειστοι  ξεκόψαμε από τους φίλους, τέρμα τα μπαρ και τα καφενεία, οι χειραψίες, οι ασπασμοί, οι φιλικές σφαλιάρες στην πλάτη, όλα αυτά σαν φυσικά επακόλουθα, υποκαταστάθηκαν από την ψηφιακή προσομοίωση. Λάικ, κόκκινες καρδούλες, φατσούλες γελαστές ή μη, κι άλλα ιδεογράμματα της κοινωνικής δικτύωσης έφτασαν στο φόρτε τους, έγιναν καλούπια συμπεριφοράς σε κωδικούς από του μακρόθεν.

             Η παρέα τουτέστιν  ή  παρεούλα, αντικαταστάθηκε από την κλεισούρα, σε σημείο που σαν το σκέφτεσαι, σαλτάρεις, πάει να πει. Ενδιαφέρον έχει εδώ η ετυμολογία της λέξης << παρέα >>. Ισπανοεβραϊκός ο όρος, που έρχεται από την << parea >>, Ισπανική λέξη για  το  ανδρόγυνο  από το  επίθετο <<parejo >>  που σημαίνει << όμοιος >>.  Στο συμπόσιο  ο  Πλάτων  λέει:  <<  Όμοιος ομοίω αεί πελάζει >>.

            << Πάρε την παρέα σου κι έλα >> λέμε στο φίλο, <<πρόσεχε μη σε καταστρέψουν οι παρέες >> στο παιδί, << παρεϊτσα >> και << παρεούλα >> οι δόκιμες λέξεις που ξεχειλίζουν τρυφερότητα και ακούγονται καθημερινά. Ακόμη και η πινακίδα << Γεωργίου και Σία >> έχει να πει κάτι για την << παρέα >> και τη << συντροφιά >>. Η συντροφιά βγαίνει από το << σύντροφος >> που είναι ο φίλος, ο συμπαραστάτης, αυτός που συνδέεται πολύ στενά με κάποιον: φιλικά, ερωτικά, συζυγικά, πολιτικά. Στον κομμουνισμό σύντροφος είναι αυτός που έχετε ανατραφεί μαζί κι έχετε φάει ψωμί και αλάτι. Το ετυμολογικό << συντρέφω >>, συν+τρέφω.  Καραμπινάτη λέξη της Αριστεράς, έχει σχέση με το σύντροφο και τα πισώπλατα μαχαιρώματα ή συντροφικά. Δυστυχώς το μαχαίρι δεν είναι μόνο να κόβει το ψωμί αλλά και να σκοτώνει. Πολλά μαχαίρια μπήκαν σε κορμιά σε όλες τις κομματικές και πολιτικές αποχρώσεις.

       Ερήμην κορονοϊού και κρίσης, παρέα, συντροφιά, κοινωνικότητα, πήγαν περίπατο. Μόνος στο σπίτι διαβάζεις βιβλία, βλέπεις ειδήσεις, ταινίες, γκρινιάζεις με τη συμβία και τους λοιπούς, από το σαλόνι πας στο υπνοδωμάτιο με τη φόρμα, τις παντόφλες και τον καφέ στο χέρι. Συνηθισμένος από το έξω, ρίχνεις και καμιά ματιά  από το παράθυρο να δεις τις γαλάζιες λωρίδες του ουρανού κι επιστρέφεις στα ίδια πέρα δώθε, μουρμουρίζοντας και προσευχόμενος  << ο θεός να βάλει το χέρι του >>.

                                                                                                           ΠΑΝ

 

     ellinikoxronografima.blogspot.gr    panant1947@gmail.com

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

 

Χρονογράφημα

 

 

                       Ο  Φλούφλης και η πενταήμερη αποβολή 


 

                                        Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

      Από εφημερίδα της εποχής:  Ιλαροτραγικαί σκηναί συνέβησαν την εσπέραν της Κυριακής εις τινα οικίαν της πόλεως μας, όπου  μαθηταί και μαθήτριαι του ενταύθα Γυμνασίου  διασκεδάζοντες δια  μοντέρνων χορών, << ροκ- εντ-ρολ >> κ.λ.π. αιφνιδιάστηκαν παρά του γυμνασιάρχου των, όστις κατέλαβε και τινάς εξ αυτών καπνίζοντας,

    Ευθύς ως αντίκρισαν τον γυμνασιάρχην των, οι νεαροί και αι νεαραί, πανικοβλήθησαν, ως εγκλωβισθέντες εις φάκαν. Εγνώσθη ότι κατά των μαθητών τούτων θα επιβληθούν βαρύταται κυρώσεις.

     Περίπου τα ίδια είχε κάνει και ο δικός μου γυμνασιάρχης τη δεκαετία του ΄70 που κατέστρωσε ακαριαίως το σχέδιο του να μας κάνει τσακωτούς καπνίζοντες στο ξενοδοχείο. Άλλωστε θεωρούσε εαυτόν και έξοχο ντετέκτιβ πέρα από τα φιλολογικά του καθήκοντα.  Έτσι οσάκις μυριζόταν ύποπτες τις κινήσεις μας, φορούσε στραβά το τραγιασκάκι του και επιτελούσε στο ακέραιο το καθήκον της προστασίας μας.

     Στο ξενοδοχείο  << Χελμός  >> λοιπόν που  καταλύσαμε όλο το τσούρμο του λυκείου, μετά την ολοήμερη περιπλάνησή μας στα ιστορικά μέρη της περιοχής, της Αγίας Λαύρας και του Μεγάλου Σπηλαίου, πιστέψαμε πως θα βρίσκαμε την ησυχία μας από τους φαντομάδες καθηγητές μας, που άλλο δεν έκαναν από το πρωί από το να μας κιαλαρίζουν, που πάμε και τι κάνουμε. Βυθισμένοι άλλοι στον ύπνο κι άλλοι στο πινακ το απολάμβαναν και το διασκέδαζαν. Εγώ με το φίλο μου, ένα σπίρτο στις βρομοδουλειές, το ρίξαμε στο κάπνισμα. Ενώ στην ηλικία μας απαγορευόταν ρητώς από τη σύγκλητο του σχολείου το τσιγάρο, ο φίλος έκανε τον ψόφιο κοριό κι όπου πηγαίναμε με το εκδρομικό φουσάτο, παφ πουφ το αρχινούσε και δεν το σταμάταγε. Έτσι αιφνιδίως βγάζει από τη θήκη των αποσκευών του ένα πακέτο << Άσσο >> και μου προσφέρει ένα. << Ο  << Φλούφλης >> παραφιλάει έξω >> του λέω, εννοώντας  το   γυμνασιάρχη, αν  μπει καήκαμε! Τι θα κάνουμε; >>  << Σιώπα >> μου απαντάει, << φλερτάρει με τις καθηγήτριες και τους  δείχνει την πλαδαρότητα της σαρκός του >>  και κάνοντας ένα τσαφ με το σπίρτο στο κουτί μου δίνει φωτιά.

       Τραβούσαμε ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας, προβάλλοντες κουτοπόνηρες δικαιολογίες τι θα πούμε αν μπουκάροντας μέσα μας έπιανε. Και να όμως που η πόρτα άνοιξε και σαν σίφουνας μπήκε μέσα! Και τότε ποιος είδε το Θεό και δεν το φοβήθηκε!  Μας άρχισε στις φάπες, στο κλοτσοσκούφι και στις βρισιές  με φράσεις ακατονόμαστες και  φωνή χαλασμένου φλάουτου. Γαμψόνυχοι κόρακες οι καθηγητές μας στο συμβούλιο διδασκόντων που μας πέρασε, μαζί του κράζοντας άγρια, ζητούσαν την τιμωρία μας. Μας έστειλαν στην << κρεμάλα >> με πενταήμερη αποβολή για  να << συνετιστούμε και να το κόψουμε το ρημάδι τo σιγαρέτο >> ως μας ανακοίνωσε ο Φλούφλης, υπενθυμίζοντας πως απαραιτήτως πρέπει να παρουσιαστούν και οι κηδεμόνες μας. 

     Ο γεννήτορας στο χωριό, τρεις ώρες ποδαράτο πώς να πας;  Μπακαλόγατος. Κι αν εκείνη τη στιγμή ήταν πάνω απ’ το γκαζοτενεκέ με τις ρέγκες πώς να το πεις;  Πώς να του εξηγήσεις πως κάναμε μια εφηβική τρέλα;

ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

Χρονογράφημα

 

 

 

 

 


                                    Ελλάδα, έρημη  χώρα

 

 

                                             

 

                                         

 

                                         Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

 

 

              Με  το ταμείο μου μείον και  σκονισμένο αέρα γεμάτο φούμαρα από ολίγιστους πολιτικούς το ευ ζην μου σιγοντάριζα έχοντας στο on το παμπάλαιο δέκτη μου. Τρεφόμενος μόνιμα από τη σακούλα που μου διανέμει το κοινωνικό παντοπωλείο της γειτονιάς μου, περίμενα να κόψουν κι ένα << κοντύλι >> για το ισχνό σαρκίο μου που φορεί σχισμένο παπούτσι, ζεσταίνεται με κάρβουνο και χορταίνει με  όσπριο και ληγμένο  γάλα από το ευρωπαϊκό μπακάλικο.  Τζίφος, δεν έγινε τίποτα. Πάλι το ψίχουλο μου πέταξαν, τη μπουκιά μου στεγνωμένη θα κατεβάζω, μια μαριονέτα μαϊμού ανάπτυξη  θα με ξεσφερτσάζει αθροίζοντας τα βερεσέδια μου, ζητώντας να με ρίξει στο Άουσβιτς για σαπούνι.

              Πολύ θα ήθελα, περπατώντας στο στρωμένο χαλί του γραφείου τους να τους πλησιάσω και τη γροθιά μου να χτυπήσω μπροστά τους. Ν’ αναπηδήσει το τασάκι, να χυθούν οι στάχτες, τα χαρτιά τους να σκορπίσουν και όπως θα ‘ναι λαγοί λερωμένοι, στο λαιμό να τους σφίξω με τον τρίχινο λαιμοδέτη. Ύστερα  απροσκύνητος σαν τον Κολοκοτρώνη την καχεκτική τους ψυχή να στολίσω με λόγο μασκοφόρου  εκδικητή:  << Για δέστε πως μας κατάντησαν τα άθλια κόμματά σας, πενήντα πέντε το ψωμί και δέκα το λεμόνι.  Η πείνα μας θερίζει,  στις τσέπες μας δεν υπάρχει δίλεπτο, ζούμε στην κατάψυξη του αρκτικού χειμώνα, έχουμε άδειο το ντεπόζιτο του καλοριφέρ,  καύσιμη ύλη δεν υπάρχει ούτε για δείγμα. Ζούμε με  όσπριο, λίγο ψωμί, νερό και ζοχούς.

            Στο νέο καπετάνιο της  πατρίδας που διέλυσε έτι εις τα ων συνετέθη την αμαρτωλή κολπατζού κοινωνία των προηγουμένων, τούτα τα λιτά να πω: << Ουδείς βεβαίως σήμερα υπάρχει στην Ελλάδα όστις να πιστεύει ότι επί ρόδων κοιμόμαστε, ουδέ πως η κλινοστρωμνή που σεις στρώνετε για το λαό θα είναι στρωμένη με αβρά και πέταλα ανθηρά. Πεινασμένοι γαυγίσαμε τη νίκη σας όπως οι δαιμονιώντες σκύλοι. Απολυμένοι   με μουντζουρωμένα χέρια  σας έφεραν στην εξουσία γιατί θέλουν δουλειά. Πένητες και φτωχοί σας ψήφισαν γιατί τους έλειπε το φάρμακο και  ο γιατρός.   Ξεβρασμένοι με σάπιες πλώρες στην ξενιτιά την υπόσχεσή σας περιμένουν  να επιστρέψουν στα πάτρια, κάτω από την ουράνια χάρη να λάμψουν της πούλιας.

        Αλλά ποια πούλια! Αν ήταν έτσι δε θα αναγκαζόταν ο Παλαμάς να γράψει: << Βοσκοί στη μάντρα της πολιτείας, οι λύκοι! Στα όπλα Ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί. Καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι. Για λόγους άδειους ή για του ολέθρου το έργο βαλτοί >>.

       Έρημη χώρα!

             ellinikoxronografima.blogspot.gr

         

 

                                                  Τ Ο      Χ Ρ Ο Ν Ο Γ Ρ Α Φ Η Μ Α

                                               Τι είναι ο πίθηκος για τον άνθρωπο;


                                               Του    Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

               Στο Παιδαγωγικό σε πίσω καιρούς είχα ένα διευθυντή, ένα βρώμικο ποτάμι που μόνο μια θάλασσα φαρδιά μπορούσε να το δεχτεί χωρίς να λερωθεί από τα δυσώδη λύματά του. Το χαρτί απορίας δε μου είχε έρθει και μου έκανε έξωση από το εστιατόριο της σχολής, έτσι διάβαζα νηστικός, κοιμόμουν νηστικός και στο νοσοκομείο μπαινόβγαινα να γιατρευτώ από την ασιτία μου. Όταν τις ελάχιστες φορές το ισχνό βαλάντιό μου φούσκωνε, τις δραχμές του ξόδευα σ’ ένα υπόγειο τεκέ να τρώω γίγαντες, κολοκύθια βραστά και σούπες από κρεμμύδι.

              Έξι μήνες κράτησε αυτό, μ’ όλη τη λέρα του μισάνθρωπου αυτού να με βρωμίζει. Και δεν τα γράφω αυτά γιατί προτίθεμαι να διαβάλω τον άντρα αυτό. Την αλήθεια καταγράφω. Η εξουσία των διευθυντών είναι τόσο ισχυρή, που καταντά βάναυση σε σημείο που καταρρακώνει το ηθικό των σπουδαστών.  Αφήστε που πίσω από το παραβάν της θέσης του ενίοτε σκάρωνε τρελά κέφια που κατέληγαν σε αμίμητες κασκαρίνες.   Η εκλογή του στη θέση αυτή αποκάλυπτε εύγλωττη επιβεβαίωση πως κάποιος πολιτικός τον διόρισε.  Κι αυτό γιατί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν αυτού πολιτευόταν κι ο ίδιος! Έτσι μετά απ’ αυτά, συνεχίζω για τον κουρσάρο αυτόν της ανώτατης εκπαίδευσης.  Στάθηκα στα πόδια μου, χάρη στο Νίτσε, το μέγα άνθρωπο και αναμορφωτή. Ο Ζαρατούστρα που τον διάβασα και μίλησε μέσα μου  από ‘να παλιό βιβλίο σχισμένο και ραμμένο με σύρμα, μ’ έσωσε. Χαλύβδινη έκανε την ψυχή μου, το σκότος και το μίσος γύρω μου για λύτρωση πηγής και ευχαρίστησης τα έβλεπα!

            Αντιγράφω μια παράγραφο, μια καλή γραφή που ο Ζαρατούστρα λέει, ευαγγελίζοντας τον Υπεράνθρωπο:  << ‘Όλα τα όντα μέχρι τώρα  πλαστουργήσαν κάτι αψηλότερο από τον εαυτό τους και σεις θέλετε να είσαστε του μεγάλου κύματος η φυρονεριά και βρίσκετε καλύτερο να γυρίσετε πίσω κατά το ζώο κι όχι να ξεπεράσετε τον άνθρωπο; Τι είναι ο πίθηκος για τον άνθρωπο; περίγελο, ντροπή λυπητερή. Ολόιδιος πρέπει να γίνει ο άνθρωπος για τον Υπεράνθρωπο:  περίγελο, ντροπή λυπητερή. Διαβείτε το δρόμο, που πάει από το σκουλήκι στον άνθρωπο και περισσεύει μέσα σας πολύ σκουλήκι ακόμη. Παλιά, είσαστε πίθηκοι, και, τώρα ακόμα ο άνθρωπος είναι απ’  τον πίθηκο πιο πίθηκος… >>

     Από τέτοιους πιθήκους είναι γεμάτη η πατρίδα μας! Είναι ο κάθε Μακιαβέλι της εξουσίας, οι μέθυσοι της χλιδής, οι μικρονοϊκοί τεμπελχανάδες της διοίκησης, οι πάσης φύσεως κρατικοί λειτουργοί οι θωπεύοντες τους σπερματοδόχους αδένες τους!  Άλλο δεν ξέρουν από το να μας βασανίζουν και να μας δηλητηριάζουν στάζοντας στον ουρανίσκο μας κώνειο. Είναι οι αιμοβόρες πολιτικές τίγρεις  που κομματιάζουν, τον εργάτη, τον πεινασμένο και τον άρρωστο. Εν ολίγοις αυτοί είναι το κράτος!  Και ο Νίτσε, συνεχίζει: << Κράτος; τι είναι αυτό; Ε, λοιπόν ξεβουλώστε τ’ αυτιά σας: Τώρα θα σας μιλήσω για το θάνατο των λαών. Κράτος είναι το παγερό, από τα πιο παγερά τέρατα. Και τούτο  το ψέμα ξεφεύγει απ’ το στόμα του: << Εγώ το κράτος, είμαι ο λαός >>.

     ellinikoxronografima.blogspot.gr

   

 

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

 

           Χρονογράφημα

                                          Μίνι, κοντά φουστάνια και μακριές φούστες    


    

                                                     Παναγιώτη Αντωνόπουλου

               Κεριά λιωμένα οι πίσω μέρες μας. Η μνήμη οιονεί εικονολήπτρια ανακτά τις στιγμές τους, σιωπηλά τις φανερώνει όταν στη Μονή της Ζωής ασκητεύεις και  ζητάς τη συντροφιά τους.   Σπούδαζα, την πνευματική μου γενναιότητα ν’ αυξήσω, τους νευρώνες μου σε φύτρα γνώσης θαλερής να μεταλλάξω. Στην πόρτα της Σχολής, ένας Νέρωνας διευθυντής, ένας κακιωμένος δικτάτορας  με σταμάτησε και σαν νυχάτος αετός μου ‘κλεισε το δρόμο και με κατέψυξε με λέξεις που τρύπησαν το κόκαλο βαθιά: << Πού πας με φτούνη τη μαλλούρα; Θες κούρεμα, τράβα στον μπαρμπέρη γρήγορα!>>

               Αποχωρούντος πήγα. Είπα στον κουρέα τα καθέκαστα. Εκείνος τσακισμένος απ’ τις ανηφοριές της ζωής, γέλασε και μου ‘πε: << Είναι δικτάτορας, και, το κάνει για προκάλυμμα ηθικής. Τακτική που ακολουθούν και τα δικτατορικά καθεστώτα. Έχεις ακούσει για τον Πάγκαλο; >>

              Ισχνά θυμόμουν κάτι. Νέος ακόμη έσκυβα το κεφάλι στο βιβλίο περισσότερο, ακόναγα το πνεύμα μου σε ουσίας πράγματα, δεν είχα χρόνο να το λιπαρίζω με ανοησίες ανθρώπων.  Ο κουρέας συνέχισε: << Αυτός ο λαλημένος ήθελε οι γυναίκες να έχουν μακριές φούστες! Απαγόρευσε στις γυναίκες να φοράνε κοντά φουστάνια, Ανακοίνωσε << η διάταξις θα τεθεί εις εφαρμογήν και θα ισχύει μόνον δια τον δρόμον και τα δημόσια μέρη. Η εφαρμογή της δε, θα ελέγχεται από ορισμένους αξιωματικούς της αστυνομίας πόλεως και ηθών! >>  Θεωρούσε άσεμνο να φαίνεται και η καλτσοδέτα των γυναικών κι αυτό << επειδή η μόδα αντίκειται εις τας ελληνικάς παραδόσεις και δεν επιτρέπεται πιθηκοειδώς μιμούμενοι τας ξένας μόδας να καταστρέψωμεν τα ωραία μας ελληνικά έθιμα! Ακόμη και το στέγνωμα των εσωρούχων των γυναικών είναι άσεμνον αλλά δυστυχώς κυρίαι και δεσποινίδες επιδεικνύουν όχι μόνον την καλτσοδέτα των αλλά και τα εσώρουχα >>.

         Κουρεμένος πια, δήλωνα παρόντας κάτω από το βλέμμα του διευθυντή, θαυμαστή του Θεόδωρου, απολαυστικού αργότερα να μετρά το μήκος της φούστας στις πιθηκοειδώς μιμούμενες την ξενόφερτη μόδα σπουδάστριες.

       ellinikoxronografima.blogspot.gr                 panant1947@gmail.com

 

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

 

                                 Τ Ο  ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

 

                                     Σκλάβοι, δούλοι και υπηρέτες των ισχυρών


                                          Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

            Με όσα συμβαίνουν στην πατρίδα μας, δύσκολο να είσαι ψύχραιμος, καθότι η νηφαλιότητα προϋποθέτει κρύο αίμα. Οι γλωσσολογικές έριδες λόγω της κρίσης είναι παντού, έχουν γίνει μάστιγες  αθεράπευτα στους Έλληνες. Έτσι από πρωίας μέχρι   νυχτερινής δεν ακούς παρά << είμαστε σκλάβοι, δούλοι και υπηρέτες του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας και της Ευρώπης>>. Ιδιαζόντως να αποκαλύπτω στους αναγνώστες τις καταγωγές των << ηχηρών >> λέξεων θα καταπιαστώ και σήμερα με τη γέννηση του τρίπτυχου, << σκλάβος, δούλος, υπηρέτης >>.

               << Σκλάβος >> έλκει την καταγωγή από το εθνωνύμιο << Σλάβος >>. Κι αυτό από τον 8ον αιώνα που αριθμός Σλάβων αιχμαλωτίστηκε από τους Βυζαντινούς. Κι έχουμε τη συγγένεια, το λατινικό << sclavus >> που έδωσε το γαλλικό <<esclave >> κι αυτό έφερε το αγγλικό <<slave >>. Σκλάβος και δούλος, λέξεις οικείες τοις πάσι αλλά και συνώνυμες. Περιγράφουν το άτομο που έχει στερηθεί την ελευθερία του και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου ανθρώπου. Σκλάβοι και δούλοι εργάζονται σκληρά στο χωράφι, στο στάβλο,  κουβαλούν τις πέτρες για τις πυραμίδες και τα μάρμαρα για τον Παρθενώνα, αφήνουν τα κόκαλά τους στα βάθη των ορυχείων, φροντίζουν να αυξηθεί ο πλούτος του αφεντικού, δουλεύοντας ως μούτσοι στα καράβια του, στα εργοστάσιά του και στις ανήλιαγες τρώγλες των γραφείων και στις φυτείες καφέ και καπνού, πεθαίνοντας από τις αναθυμιάσεις που αφήνουν τα φάρμακα  συντήρησης των καλλιεργειών.

     Δούλος είναι και ο δεσμώτης των παθών του.  Υποταγμένος στο άρμα του αλκοόλ, της χαρτοπαιξίας, της ασωτίας. Δούλος στην αρχαία εποχή ήταν ο γεννημένος από δούλους γονείς. Κι αυτοί που πιάνονταν στη μάχη ήταν δούλοι. Αιχμάλωτοι πολέμου. Ο δούλος ήταν και υπηρέτης ελεύθερου πολίτη. Τον υπηρετούσε με φιλοσοφική απάθεια  και εγκαρτέρηση  μέχρι να τον ελευθερώσει.

     Η προέλευση της λέξης  << υπηρέτης >>  από το [ υπο +ερέτης ] δηλαδή κωπηλάτης. Αναφέρεται στους δούλους που σάπιζαν στα καραβιά να κωπηλατούν  για να κινούνται τα αρχαία πλοία. Τα αλυσοδεμένα χέρια έκαναν χρυσές δουλειές. Μοναδικά μνημεία, παγκόσμια κοσμήματα του πολιτισμού, φτιάχτηκαν από στρατιές εξανδραποδισμένων ανθρώπων. Αυτοί έκαναν τις εξορύξεις  για το ασήμι των Αθηναίων, οι ίδιοι για το χρυσάφι της Αιγύπτου. Τα μέταλλα των Βαβυλωνίων, των Εβραίων, των Ρωμαίων, των Κινέζων των Άγγλων και των Αμερικανών αυτοί τα εξόρυξαν.  

     Η ιστορία έδειξε πως περνούσαν δύσκολα κάτω από την μπότα του άποικου. Γι’ αυτό οι εξεγέρσεις πολλές. Αναφέρουμε μερικές: Εξέγερση του Τσάρλεστον, βρετανικής αποικίας στη βόρεια Αμερική. Επανάσταση των zan, νέγρων, Νοτιονατολική Αφρική. Εξέγερση των Τσερόκι, Ινδιάνων Αμερικής. Επανάσταση του Σπάρτακου.

      ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

 

Έτσι τα βλέπω

 


                          

                            Άσε το Φθινόπωρο γύρω σου να στρώσει τ’  άνθη

                             

 τα στερνά

                                                  

                                                 Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

 

                        Μόνοι. Με τι καρδιά, με τι ψυχή να λησμονήσεις την αφράτη ξανθιά που άφησε ζωγραφισμένες τις καμπύλες της στη μαγική αμμουδιά. Με τι νου που δε λέει να ξεκολλήσει από τους φίλους του καλοκαιριού, να  πορευτείς για τον επερχόμενο χειμώνα. Πώς να  ονειρευτείς με τόσο χάος μέσα σου, με τη ζωή σου δοσμένη σε μια στρίγκλα ερημιά που σου μεταδίδει μεταγγισμένη κάθε στιγμή την ασθματική της αρρώστια.  Με τι καρδιά να μαζέψεις το σκουπίδι που άφησαν οι έποικοι της πόλης. Δε φτάνει  το χλωμό χρώμα της φθοράς που σε βάφει το μουντό φθινόπωρο, πρέπει να σκύψεις να μπεις σε ρυθμό και κόκκινος κατακόκκινος του αιμάτου να ξεβρομίσεις ότι αχνίζον ακάθαρτο  σκόρπισε το ασθενές γονίδιο του Έλληνα στη γη σου.

          Λιγοστεύει η ψυχή σου να βλέπεις αυτά που άφησε πίσω του. Πάνω στην άμμο η σπασμένη ρακέτα, πιο πέρα το πεταμένο πλαστικό ποτήρι, στους σωρούς με τα φύλλα οι άδειες σακούλες, στις παραλίες σκισμένα χαρτομάντιλα, στους κάδους το βιβλίο που το βαρέθηκε.  Κι αφού δεν άφησε σουπερμάρκετ για σουπερμάρκετ άδειο, έφυγε άνιφτος για την πόλη κι εκεί τρέχει στους δρόμους της, ψωνίζει πάλι, λερώνει και ιδρώνει.  Ύστερα θα πέσει στη δουλειά, που χρόνος για καλημέρα με το γείτονα, το φίλο,  την κουβέντα, την ποίηση. Που χρόνος για να μη βαριέται και να μη χασμουριέται να απαγγείλει τον ποιητή: << Άσε το φθινόπωρο γύρω σου να στρώσει τ’  άνθη τα στερνά, μια ζωή πεθαίνει μια πνοή περνά, τάχα σε προσμένει μια άνοιξη ξανά; >>   Ακόμη: << Όλα με ρόδα του φθινόπωρου να στεφανώσω τα μαλλιά σου, αυτά ταιριάζουν ομορφότερα στη χλωμιασμένη ομορφιά σου >>. Κι εκεί με το τσιμέντο στην καρδιά θα συνάξει δυνάμεις για να μας ποδοπατήσει πάλι το ερχόμενο καλοκαίρι. Εμείς εδώ με την ερωτιάρα επαρχία που όσο το φθινόπωρο βηματίζει, βάφεται όπως της καπνίσει. Πότε ξεμυτίζει δακρυσμένη γκρίζα, πότε ντυμένη με ανάλαφρο ροζ νυφικό, πότε χρωματισμένη με κόκκινες φουγγαρίες και πότε στολισμένη με ξεφυλλισμένα χρυσάνθεμα.

        Και μετράμε όσα φθινόπωρα έφυγαν και καρτερούμε τα κρυφά που θα ‘ρθουν.  Στο σύννεφο το βραδινό τραγουδάμε, στην αυγή που ‘ρχεται, ταξιδιάρηδες  στο καράβι της  ζητάμε να μπούμε. Κι όταν αυτή περνάει και μας παίρνει, νανουρισμένοι στους βελουδένιους κάλυκες και στα μεταξωτά άνθη τους, σωπαίνουμε, στους αέρηδες που δε μας σήκωσαν χαμογελάμε.

         Φθινόπωρο χλωμό, ηρωικό, φυλλοβόλο, ετοιμοθάνατο σαν τη ρημαγμένη κοινωνία μας. Δεμένο μαζί μας, αλητάκι με το τρύπιο σκουτί και το γρατσουνισμένο γόνατο. Αλητάκι που ΄χεις φίλους εμάς τους τιποτάκηδες και τους χωμάτινους. Εμάς  που μια μέρα σαν το στερνό το φύλλο θα πέσουμε από κάποιο  κλαδί σου!

     ellinikoxronografima.blogspot.gr       panant1947@gmail.com

             

 

Χρονογράφημα

                


                     
  Όταν ήμουν δάσκαλος

 

                                                        Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

 

                 Στο νου μου ήρθε απρόσμενα η πίσω εποχή. Τότε που με το διοριστήριο στην πισωτσέπη ανέβαινα το βουνό να πάω στο χωριό, να βγάλω το μεροκάματο στο σχολειό του. Από κοτρόνι σε κοτρόνι κι από στουρνάρι σε στουρνάρι, περπατούσα κι όλο περπατούσα και χωριό δεν έβλεπα. Ώσπου το ‘ριξα στο κλέφτικο, ν’ ακούσει το χωριό και να βγει στο ξάγναντο!  << Ανάθεμά τα,  τα βουνά με το ζακόνι πόχουν, το καλοκαίρι κίτρινα και το χειμώνα μαύρα και την πικρή την άνοιξη πολύ ροδαμισμένα. Κανένας δεν τα χάρηκε μες στον απάνω κόσμο, η κλεφτουριά τα χαίρεται και τα μικρά κλεφτόπλα. Πηδάνε, παίζουν και γλεντάν και ρίχνουν στο σημάδι, γυρίζουν και στη σούγλα τους τα παχουλά κριάρια, ποκεί οι Τούρκοι δεν πατάν, φοβούνται τα κλεφτόπλα>>.

                   Το τραγούδι το ‘φερε στο αγνάντιο και παινεμένος  πια ορειβάτης και γραμματοδιδάσκαλος, παρουσιάστηκα στον πρόεδρο. Ο πρόεδρος πρώην χίτης με κοίταξε με μάτι πολιτικής προστασίας, μου ‘φερε λίγο τυρί κι ένα ποτήρι κρασί, μου ‘δειξε στο κάδρο τον Κωνσταντίνο μετά της βασιλίσσης Άννας Μαρίας, το σχολείο μετά και μου ‘πε: << Είναι γεμάτο σκορπιούς, κουκουβάγιες και κοράκια και πρέπει να μάθεις τα παιδιά μας ελληνοχριστιανικά γράμματα μην το ξεχνάς! >>. Κατέβασε ύστερα τις εικόνες του Χίτλερ και του Μουσολίνι, τις έβαλε στην μασχάλη κι έφυγε.

                Έπιασα δουλειά, νεοδιόριστος δάσκαλος, το χωρίο ορεινό και η λόρδα να με κόβει. Πώς να κάνεις μάθημα θεονήστικος; Με σώμα ατάιστο, ψυχή σαν ξεκούρτιστη κιθάρα πώς να τραγουδήσεις με τα παιδιά: << Ένα παλικάρι είκοσι χρονών, άρματα του ζώσαν για τον πόλεμο .. >>

             Ευτυχώς ήταν Νοέμβρης και δεν ήταν όλα στο μηδέν. Το λιοτρίβι δούλευε στο φουλ, το βίντζι κάργαρε  τη μηχανή, αυτή πίεζε τα γεμάτα με χαμούρι τσαντήλια και το λάδι έρρεε χρυσός στο λιμπί. Και όταν η σαραντακέρατη πείνα με σούβλιζε πήγαινα εκεί και χωνόμουν ανάμεσα στους λαδωμένους εργάτες. Προσμπούκιζα δυο τρία λαλαγκόψωμα από το φανάρι τους, έκοβα και μια φέτα ψωμί από το καρβέλι τους, την έκανα καψάλα και την πέτσωνα. Έπινα και  δυο τρεις καταψιές κοκκινέλι από τον μπότη τους και ήμουν πλήρης. Στην αίθουσα πια  αεράτος Αστραπόγιαννος, οξεία δε μου ξέφευγε.

           Επιτελεύτια. Μητριά πατρίδα μου! Όπως με τάιζες τότε έτσι με ταϊζεις και σήμερα. Φτου σου να μη σε ματιάσω! Και μου στέλνεις κουτσουρεμένη και τη σύνταξη μη γεμίσω το πιάτο μου και γίνω υπέρβαρος! Φτου σου! Φτου σου!, να μη σε ματιάσω, πατρίς μου πολυαγαπημένη!

           ellinikoxronografima.blogspot.gr

                                                      

 

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

 

 

                                       Φαγάδες 


 

 

 

                                           Του Παν. Αντωνόπουλου 

 

 

            Τούτες τις φρυγμένες μέρες της ζωής μας, τρεις φίλοι αποφασίσαμε να βαπτιστούμε στη νυχτερινή Σιλωάμ της Πάνω Πόλης. Ταξιδάκι που συνεχίζεται να γίνεται από την πρώτη νεότητα, τότε που ένα Δόξα σοι ανάβρυζε από το πελώριο κιούπι του στέρνου μας. 

           Χέρι με χέρι, βαστάζοντας ο ένας τον άλλο στις ανηφοριές, τραβώντας τον πιο γέρικο δρομέα από το μανίκι στις στροφές, φτάσαμε στο καλαίσθητο μεζεδεπωλείο << Δεξαμενή >>. Μια παρεούλα λαϊκή γύρω από το ξύλινο τραπέζι, έπινε το ξανθό κρασί της, γελούσε, κουβέντιαζε και βροντούσε τον καριοφίλικο λόγο της περνώντας από γενεές δεκατέσσερις  τους κατσαπλιάδες του κυβερνητικού όρνεου.

           Πήραμε μια ανάσα, είπαμε τραγουδιστί : <<Σταυρέ βοήθει >> και ξεκινήσαμε. Λίγα μέτρα και τώρα φτάνουμε στην πλατεία της Αρκαδιάς αλλά δε φτάναμε κι όλο ο δρόμος γλίστραγε κάτω από τα πόδια μας αλλά δε σωνόταν, κι όλο τα γόνατα έτριζαν και τα πέλματα σούρνονταν σαν κουτσές χελώνες.

          Στη στροφή για τον Αι- Δημήτρη ο νεότερος ανέκραξε ψέλνοντας: << Κύριε! Κύριε! Τι βλέπω! >>  Μια κόλαση άρχιζε από λαμαρίνες, στην τύχη σωριασμένες, έμπροσθεν, όπισθεν και πλάγια, δεξιά, αριστερά και μέχρι εκεί που έσβηνε ο κόσμος.

           << Ου, μωρέ, πιάσ’ τονε τον Έλληνα ! >>ψιθύρισε ο πρεσβύτερος και έσκυψε στην τρύπα μιας εξάτμισης. Χολιασμένος φαρμάκι, την άγγιξε, τα χείλη του ξαγριωμένα έτρεμαν, τα μάτια του άσπρισαν σαν νταντελίτσες.

            Από το μετερίζι μιας πόρτας ύστερα μαζεύαμε τις νυχτερινές πινελιές που άφησε ο τραγίσιος  νους του νεοέλληνα.

             Όσο έβλεπε το μάτι μας, ήταν τίγκα στο αυτοκίνητο. Ρόδες στις στροφές, στα πεζοδρόμια, στα φρεάτια, στις εισόδους, σε ιδιωτικούς χώρους και δημόσιους. Τζιπάκια καβάλα στα καλντερίμια, γουρούνες μεγάλου κυβισμού στα σκαλιά, ρεμούλκες και καρότσες στη θέση των αναποδογυρισμένων κάδων. Οι οδηγοί του ναργιλέ, οι καπετάνιοι πασάδες με τις πάλες και οι πιστολάδες της ασφάλτου  τα ΄’δεσαν εκεί με τα λουριά σαν να’ τανε γαϊδάροι.  

          Το σκουπιδαριό των οχημάτων, βρώμισε και το κορμάκι της πλατείας που στ’ απόκρυφά του διολισθαίνοντες οι φαγάδες έπιαναν τραπέζια για το βραδινό καταπέτασμα. Κι όταν ήρθαν τα χοιρινά ξύγκια και τα σπληνάντερα, μασέλες και στομάχια πήραν φωτιά.

          Κι έγινε ένα χλαπάκιασμα, ριζωμένο από πάππου προσπάππου που κοροϊδεύοντας ο ένας τον άλλο έλεγαν: << Αυτός έφαγε τον αγλέουρα >> ή << Αυτός έφαγε τον άμπακα >>.

        Τη δεκαετία του εξήντα στον ίδιο πατρώο τόπο, έτρωγαν οι πατεράδες μας που είχαν την κοιλιά μέσα και το πρόσωπο ματωμένο με ραγάδες. Ήτανε καλοφαγάδες αλλά το δείπνο τους λιτό. Σήμερα τρώνε φαγάδες με φουσκωμένες κοιλιές και πρησμένα μάγουλα. Τότε τα φωσφορικά μάτια της Μαγδούλας που περνούσε δίπλα στα τραπέζια, έκαναν τα πεινασμένα αγριμάκια να σηκώνουν τα κεφάλια και να μυρίζουν τη διαδρομή της. Σήμερα τα κεφάλια μένουν σκυμμένα στα πιάτα. Ούτε  η Τζούλια Ρόμπερτς τα σηκώνει!

                                                        ellinikoxronografima.blogspot.gr

 

Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

 

 

                                              Οι Ντρέδες κατά του Ιμπραήμ

                                                             [Ημερολόγιο του ΄21]


                                                 Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

         Οι Ντρέδες από τα Σουλιμοχώρια στις 22 Απρίλη του 1827 έκαναν τον Ιμπραήμ να νιώσει τι εστί να σε κυνηγούν Έλληνες πολεμιστές ατρόμητοι, με κοφτερά σπαθιά στο χέρι. Ο Ιμπραήμ αφού είχε καταστρέψει τη Μεσσηνία, αποφάσισε εισβολή και στα ορεινά Σουλιμοχώρια. Οι Παπατσωραίοι όμως τον περίμεναν ετοιμοπόλεμοι, οχυρωμένοι έξω από το χωριό Λάπι. Ραδιούργος όπως ήταν έστειλε πριν αρχίσει η μάχη επιστολή που τους υποσχόταν, δώρα, χρήματα και στρατιωτικές προαγωγές αν δέχονταν την υποταγή τους. Στα γρήγορα οι Σουλιμοχωρίτες του απάντησαν: <<Αρχιστράτηγε Ιμβραήμ πασά. Ελάβαμεν την επιστολήν σου και σου αποκρινόμεθα ότι περιφρονούμεν τας περί υποταγής προτάσεις σου,  διότι έχομεν απόφασιν ορκισθέντες να ελευθερώσωμεν την κινδυνεύουσαν πατρίδα μας δια πάσης θυσίας. Λοιπόν θα κάμεις καλά να αποσυρθείς  από το Μωριά, επειδή ματαίως κοπιάζεις. Άκουσον όλα αυτά που σου γράφομεν σήμερον και μη επιμένης, διότι ημείς όλοι θα επιμείνωμεν περισσότερον και η ζημία θα είναι εναντίον σου. Λοιπόν σε περιμένομεν προθύμως δια να πολεμήσωμεν και να μάθης και πάλιν τι είναι Αρκαδίων τουφέκι>>.

       Η μάχη σκληρή, κράτησε σχεδόν όλη την ημέρα, η καταστροφή για τον Ιμπραήμ μεγάλη που αναγκάστηκε  να τραπεί σε φυγή σε απόσταση δυο ώρες μακριά από τα Σουλιμοχώρια. Αν και ηττημένος ο Ιμπραήμ  μετά από δυο μέρες στις 24 Απρίλη συγκρούεται πάλι με τους Ντρέδες. Έσπασε τα μούτρα του αφού και οι γυναίκες από τα γύρω χωριά έπιασαν τα καρυοφίλια και τις πιστόλες και δεν άφησαν Τούρκο για  Τούρκο όρθιο. Η μάχη έγινε στο Ψάρι και αφήνοντάς το ο Ιμπραήμ συνέχισε τα πάρε δώσε με τους Ντρέδες μεταφέροντας τον πόλεμο στον Αετό. Το ημερολόγιο έγραφε 29 Απρίλη του 1827. Δυστυχώς γι’ αυτόν βρήκε το χωριό οχυρωμένο, τους Ντρέδες οπλισμένους και αποφασισμένους κι έπαθε μεγάλη καταστροφή. Στην αρχή οι Ντρέδες υποχώρησαν μέσα στο χωριό όσο η μάχη κρατούσε και όταν ήρθε βοήθεια χτύπησαν με πείσμα τους τουρκοαιγύπτιους που τους έτρεψαν σε φυγή. Σταθμός τους το χωριό Βιδίσοβα όπου και στρατοπέδευσαν.

     Στις 30 Απρίλη 1827 πάλι Τούρκοι και Ντρέδες συναντήθηκαν στο χωριό Λυκουδέσι όπου οι πιστόλες και τα ξίφη πήραν φωτιά μεγάλη.  Η μάχη σφοδρή, οι Ντρέδες ανίκητοι, οι αραπάδες κουρασμένοι και αγύμναστοι εγκατέλειψαν το πεδίο και το έβαλαν στα πόδια.

     Οι Ντρέδες είχαν πολλούς φίλους οπλαρχηγούς, αγωνιστές μεταξύ των οποίων και τον Κολοκοτρώνη. Αυτός  τους αγαπούσε και τους λογάριαζε πολύ.  Και οι ιστορικοί τους υπολόγιζαν, ενώ μερικοί έγραψαν κολακευτικά λόγια γι’ αυτούς. Ο Φωτάκος γράφει: << Ήλθαν και οι Αρκαδιανοί, οι πλέον δυνατοί στρατιώται της Πελοποννήσου, οι  λεγόμενοι Ντρέδες>>. [Απομνημονεύματα]. Ο Κολοκοτρώνης στην πολιορκία του Άργους, λέει: <<Ήρθαν οι Αρκαδιανοί  και ίσωσαν με τα πόδια τα ταμπούρια των Τούρκων>>. [Απομνημονεύματα]. Ο Νίκος Σπηλιάδης: << Ηγούμενοι προ πάντων οι ατρόμητοι Αρκάδιοι, και τόσον προχώρησαν ώστε ήρπαζαν τα τουφέκια των εχθρών από τα στόματα και ήθελον να τους τα επάρωσιν>>. Ο Αγησίλαος Τσέλαλης: <<Οι Ντρέδες ήσαν οι κορυφαίοι εκ των εκλεκτών πολεμιστών του Μοριά>>.[Βιβλίο  ‘’ Πλαπούτας ‘’]. Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης: <<Στέλνω έναν τεσκερέ και μαζεύονται Αρκάδιοι [Ντρέδες]  περίπου από 1600 άνθρωποι - χώρα και χωριά- τέτοιοι αγαθοί πατριώτες είναι αυτείνοι οι μικροί, φιλόπατροι>>. [Απομνημονεύματα]. Κι ένας ξένος, ο γάλλος Πουκεβίλ στο βιβλίο του, γράφει: <<Ιο απέραντο δάσος της Κόκλας, αντηχεί εκ της κλαγγής των όπλων των Σουλιμιωτιών, οι οποίοι ζητούν ελευθερία, πατρίδα, νόμους>>.

     Τον Ιούλιο του 1827 έχουμε τη συνθήκη του Λονδίνου όπου ανοίγει ο δρόμος για ανεξάρτητο ελληνικό κράτος.  Το Σεπτέμβρη του 1827 με << φωτιά και τσεκούρια >> η Μεσσηνία γίνεται στάχτη.  Στις 20  Οκτώβρη 1827 η ναυμαχία του Ναβαρίνου κλονίζει τον Ιμπραήμ και την Τουρκία και σηματοδοτεί την απελευθέρωση της Ελλάδας. Με τον ερχομό τον Ιανουάριο του 1828 του Καποδίστρια ως κυβερνήτη ο Ιμπραήμ απομακρύνεται από το  Μοριά, όμως κάτι τον τρώει και θέλει να τα βάλει και πάλι με τους ηρωικούς Ντρέδες. Αυτοί δεν λένε όχι και στον κάμπο του Δωρίου στη θέση Γουβαλάρια του δίνουν το τελευταίο κτύπημα.  Το ημερολόγιο δείχνει 20 Μάη 1828. Διαλυμένος κι εδώ ο Ιμπραήμ με ότι υπόλοιπο στρατό του είχε μείνει, εγκατέλειψε σιγά- σιγά το Μοριά για να ενταχθεί κουρασμένος πια και εξουθενωμένος στα δικά του μακρινά μέρη, ζώντας με τις πολεμικές του αναμνήσεις.

   ellinikoxronografima.blogspot.gr   [Συνεχίζεται]

Πηγές:  Φωτάκος, Στρίγκος, Β. Κρεμμυδάς, Σπ. Μελάς, Σπ. Τρικούπης, Πασπαλιάρης, Σκαρίμπας, Τ. Βουρνάς, Μακρυγιάννης, Θ. Κολοκοτρώνης, Δ. Φωτιάδης, Κασομούλης.

 

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

 

                       Παναγιώτης  Αντωνόπουλος

Διήγημα

                               Μια νύχτα με πανσέληνο   


 

           Όταν το ρολόι της πόλης χτύπησε μία πρωινή, ο άντρας στο μπαρ που καθόταν στο μαύρο δερμάτινο καναπέ κι έπινε το τρίτο του ποτό, έδειξε να ξαφνιάζεται. Ύστερα  έστρεψε το θυμώδες πρόσωπό του προς την πόρτα και την κοίταξε για λίγο επίμονα με το κοφτερό του βλέμμα. Σαν βεβαιώθηκε πως έμενε εφτασφράγιστη, επέστρεψε πάλι στη ζοφερή και πνιγηρή ατμόσφαιρα της αίθουσας. Ερχόταν τακτικά εδώ κι ένα μήνα από τότε που αποφάσισε να μείνει στη στεριά και να σταματήσει τα ταξίδια. Η θάλασσα τον είχε κουράσει αφήνοντάς του πολλά κουσούρια και κυρίως ψυχικές διαταραχές, επίμονους εφιάλτες και άκρατο εθισμό στον αλκοολισμό. 

Ωστόσο παρέμενε ο ζιγκολό για τις ωραίες και αφελείς γυναίκες που πλήρωναν την ικανότητα της μυθοπλασίας του να τις τέρπει και να τις πιάνει στα δίχτυα του, με το αζημίωτο.  Του άρεσε στα λιμάνια που ξεμπάρκαρε να τις πλησιάζει στα μπαρ και στα μπορντέλα και ν’ ανοίγει μαζί τους ατέλειωτη κουβέντα. Αραχτός ύστερα στην καρέκλα, σαν τις έβαζε στη φωτιά του λόγου του, κάπνιζε το χοντρό του πούρο και καμάρωνε για τη μαστοριά του, να τις ανάβει και να τις αναστατώνει!  Τα επόμενα βήματα ήταν τα γνωστά ! Ποτήρια γεμάτα με σαμπάνια, καπνοί από ακριβά τσιγάρα και άγριος έρωτας μέχρι το πρωί!

Εδώ στο << Ντόλτσε >> που ερχόταν κάθε βράδυ και τα έπινε το ήθελε πολύ να γνωρίσει καμιά και να δεθεί μαζί της. Κι αυτό γιατί του’ χε λείψει πολύ το κορμί και η συντροφιά της γυναίκας!  Κι αν τις πρώτες μέρες η παρουσία των θαμώνων που τους γνώριζε όλους αλλά και του ήταν άγνωστοι, και, το ποτό που το αγαπούσε πολύ, τον συντρόφευαν και του κοίμιζαν τα ένστιχτα, όσο περνούσε όμως ο καιρός ένιωθε τις λανθάνουσες επιθυμίες του να τον σφίγγουν και να τον πνίγουν!

Έτσι αφού έμεινε σαστισμένος από την ακινησία που ‘δειχνε η είσοδος της πόρτας, άπλωσε ύστερα από λίγο αμήχανα το χέρι του στο ποτήρι κι αφού το ‘πιασε το ‘φερε στα χείλη. Αφού το άδειασε μονορούφι, έστρεψε τα εκφραστικά και λαμπερά του μάτια, έξω, κοιτάζοντας μέσα από την τζαμαρία τη νυχτερινή ομορφιά της πόλης. Η μαγεία κάτω από το χρυσαφένιο φως της πανσέληνου ήταν ονειρώδης. Η διάχυσή του σε σπίτια και δέντρα απειρόχρωμη με μια ανεξίτηλη στιλπνότητα που θύμιζε πίνακα του Γκόγια.

Παραδόξως όμως αυτή η νυχτερινή παραδεισένια εικόνα του προξένησε φόβο. Και ενστικτωδώς έφερε το δεξί του χέρι στο μέρος της καρδιάς κι άγγιξε το περίστροφο.  Αμέσως μια αίσθηση ασφάλειας τον κυρίεψε και μια παράφορη ηρεμία τον γαλήνεψε. Έτσι μπόρεσε και είδε ψύχραιμα την είσοδο της κομψής γυναίκας με το μαύρο ταγιέρ που μπήκε μέσα και κάθισε στο διπλανό τραπέζι.

Στον άντρα που την κοίταξε με ανακριτικό βλέμμα, του ‘κανε εντύπωση το άριστο συνταίριασμα σώματος και ρούχων. Και χωρίς ενδοιασμό σκέφτηκε << πως δε θα ήταν και καμιά αγία, ούτε και η ζωή της θα ήταν ασκητική, αφού ερχόταν εδώ μέσα στην Κόλαση, αλλά κάποια με βατώδη δρόμο που της άρεσαν οι προστυχιές που άφηνε πάνω της το κορμί του άντρα! >> Σκέψη που την έκανε  για κάθε γυναίκα που σύχναζε σε τέτοια κακόφημα μπαρ και που πάντα τον δικαίωνε. Έτσι αποφάσισε σαν το αρπακτικό πουλί που ορμά στο θύμα του να κάνει κι αυτός το ίδιο! Κι αμέσως με μια αστραπιαία κίνηση στράφηκε και είπε στη γυναίκα:

 << Επιτρέψτε μου, το πρώτο σας ποτό να είναι από μένα! Το ζητά η ευγένειά μου! >>  

Η γυναίκα τον κοίταξε μ’ ένα χαμόγελο που ‘σταζε μέλι! Ύστερα αφού τον έφαγε με τα μάτια από τα πόδια μέχρι το κεφάλι, του αποκρίθηκε, τρυφερά:

 << Μου είσαι άγνωστος, πώς να το δεχτώ;>>

Ο άντρας συνέχισε να την πολιορκεί ασφυκτικά με τα γοητευτικά του μάτια και μόνο σαν η γυναίκα έκανε μια κίνηση να βγάλει τα τσιγάρα  από τη μαύρη δερμάτινη τσάντα της, της είπε με μια μουσικότητα στη φωνή του:

<<Δεν είναι άσεμνο και κακό να δεχτείς το κέρασμά μου! Το θεωρώ υπέροχο και ανθρώπινο να πιούμε μαζί!>>

Τα λόγια του είχαν κάτι το επιτακτικό και της αφόπλισαν τις όποιες αμφιβολίες της. Και τότε χωρίς δισταγμό σηκώθηκε και με μια χορευτική κίνηση βρέθηκε να κάθεται κοντά του.

Ο  άντρας ένιωσε πολύ ευτυχής. Προσπάθησε να το κρύψει αλλά δεν μπόρεσε. Έτσι χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση εξεδήλωσε τα ευχάριστα συναισθήματά του, λέγοντάς  της,   χαμηλόφωνα και γλυκά:

  << Είσαι ευπρεπής! Είσαι ένα κομμάτι χρυσός που λάμπει!>>

Στην  αρχή ο καθωσπρεπισμός ήταν ψεύτικος. Σαν όμως τα γεμάτα ποτήρια επαναλήφθηκαν πολλές φορές, το χτήνος που ζούσε μέσα τους, άρχισε να μιλάει ελεύθερα. Έτσι είπαν πολλά και διάφορα, Άλλα ενδιαφέροντα κι άλλα φθηνά. Ώσπου ο άντρας της αποκάλυψε την ιδιότητα του ναυτικού. 

<< Ώστε είσαι, ναυτικός;>> του έκανε με έκπληξη η γυναίκα και κρέμασε στα σαρκώδη χείλη της το τσιγάρο, έτοιμη να το ανάψει. Εκείνος της έγνεψε <<ναι>> κι έπιασε σφιχτά το ποτήρι του.

<<Τότε θα ΄χεις γνωρίσει πολλές γυναίκες;>> τον ρώτησε με χαμηλή κι απαλή φωνή κι άναψε το τσιγάρο.

          <<Έχω, αλλά δε μου λέει, τίποτα αυτό!>> της έκανε αδιάφορα κι απόμεινε για λίγο σιωπηλός και σκεφτικός. Και σε λίγο με μια ρομαντική κίνηση, ακούμπησε τα δάχτυλά του στο μπράτσο της και την άγγιξε με την ίδια τρυφερότητα που δείχνει ο μουσικός στα πλήκτρα του πιάνου του.

         << Γιατί; >> τον ρώτησε με περιέργεια και τον κοίταξε με κυνικότητα σαν να τον μισούσε που ψευδόταν.

       << Γιατί, θέλω να τις ξεχάσω λίγο πριν γίνω εραστής σου!>> της σιγοψιθύρισε  και της έσφιξε το μπράτσο.

          Στη μικρή σιωπή που ακολούθησε η γυναίκα ετοιμάστηκε ν’ ανοίξει τις πύλες της καρδιάς και του κορμιού της και να τον βάλει μέσα. Για τον άντρα η είσοδος ήταν ζήτημα χρόνου. Ήδη το γλυκό του τραγούδι που της είχε πει και την είχε μαγέψει, κάνοντάς την να τον ποθήσει αυτό το σκοπό είχε.

          << Θα γίνεις εραστής μου, αλλά τους κανόνες του παιχνιδιού θέλω να τους ορίσω εγώ!>> του ‘κανε η γυναίκα, τονίζοντας την εγωιστική της διάθεση.

          Ρόδισε το πρόσωπο του άντρα και χαμογέλασε. << Με τύλιξε  με ατόφιο χρυσάφι, έτσι που μου μίλησε >> σκέφτηκε και αυθόρμητα άφησε να φύγει από τα χείλη του ένα άτονο << εντάξει>>.

<< Η κάμαρά μου, στο σπίτι, είναι άδεια και με πληγώνει η μοναξιά. Έτσι το αγκάθι της  κάθε βράδυ αγγίζει το κορμί και την καρδιά μου και μου τα τρυπάει. Υποφέρω! Χάρισέ μου, σε παρακαλώ μια όμορφη βραδιά να βγάλω έστω και για λίγο τη ζωή μου από τα συντρίμμια >>.

Η χαρούμενη μουσική που έπαιζε εκείνη τη  στιγμή, έδρασε σαν ηρεμιστικό στην ψυχή του άντρα που τον έκανε να προσέξει ακόμη πιο πολύ τη γυναίκα. Έτσι πριν της απαντήσει, την κοίταξε πιο επίμονα, πράγμα που δεν είχε κάνει ως εκείνη την ώρα για να την βρει αρκετά θηλυπρεπή και του γούστου του.    

Τα μαλλιά της μαύρα και σγουρά, τα χείλη της κόκκινα σαν του ροδιού το χρώμα και τα μάτια της λαμπερά κι ονειροπόλα. << Είναι κι αυτή η λευκή της επιδερμίδα που με αναστατώνει και δεν μπορώ να αντισταθώ >> μονολόγησε και σύρθηκε κοντά της. Εκεί αφού την κοίταξε κατάματα, τη ρώτησε:

 << Ποιοι είναι οι κανόνες του παιχνιδιού; Δε μου τους λες;>>

<< Το σπίτι μου,  είναι μια μονοκατοικία στα Ανατολικά και στην άκρη της πόλης με κήπο και περίφραξη. Δύσκολα θα μας αντιληφθεί ανθρώπινο μάτι και η είσοδός μας θα είναι ασφαλής. Σαν μπούμε μέσα και κλειδώσουμε την πόρτα θα σερβιριστούμε ένα δυνατό ποτό και θα το πιούμε καθισμένοι στον καναπέ του σαλονιού, ο ένας απέναντι στον άλλο. Το πικάπ ύστερα θα μας παίξει μια ρομαντική χαβανέζικη μουσική κι εμείς θα σηκωθούμε και θα χορέψουμε σαν να είμαστε σε πάρτι.  Έτσι ξετρελαμένη απ’  τα στριφογυρίσματα που θα κάνει το κορμί μου σπρωγμένο απ ΄τα απαλά και τρυφερά σου χέρια, θα σε παρασύρω στο τέλος σε μια γλυκιά κι ερωτική κουβέντα >>.

<< Είναι σαφείς οι κανόνες σου και δε συγχωρούν απόκλιση >> της ψιθύρισε ο άντρας και της ζήτησε να συνεχίσει.

<< Κι αφού σε πάω και καθίσουμε στην άκρη του κρεβατιού, λόγο το λόγο, κουβέντα την κουβέντα, θα ξυπνήσουμε τα άγρια ένστιχτά μας και με τη φωτιά τους που θα ‘ναι έτοιμη να μας κάψει τα κορμιά, θα ξαπλώσουμε σαν γνώριμοι από παλιά να ονειρευτούμε! >>

<< Και μετά; >>

<< Μετά σαν το μελένιο φεγγάρι θα κρέμεται στον σκουρόχρωμο ουρανό, θ’  αρχίσεις να με γδύνεις με επιδεξιότητα, χωρίς να μ’  αγγίζεις, ρούχο το ρούχο, σπιθαμή προς σπιθαμή, όπως ακριβώς να ξεφλουδίζεις κρεμμύδι!  Κι αφού το κάνεις τότε, θα πάρεις αυτό που θέλεις! Την ασύλληπτη ευχαρίστηση του κορμιού μου!>>

 

 

 

 

 

                             *  *  *

 

 

 

Το ρολόι της πόλης χτύπησε πέντε το πρωί σαν περπατούσαν αγκαζέ στον κεντρικό δρόμο  με τον πλούσιο φωτισμό που θα τους οδηγούσε στο σπίτι της γυναίκας. Στη νυχτερινή σιωπή ακούγονταν μόνο ο μονότονος και άχρωμος ήχος  που άφηναν πάνω στη σκληρή άσφαλτο τα βήματά τους. Στον ουρανό η σελήνη δεν είχε ακόμη τελειώσει το ταξίδι της και το συνέχιζε καθισμένη μεγαλόπρεπα στο μαργαριταρένιο άρμα της. Σαν έφτασαν κάτω από τους πέντε ευκαλύπτους, η γυναίκα έκανε μια χαριτωμένη γκριμάτσα σαν κοίταξε το μικρό δασάκι που απλωνόταν μπροστά τους και του είπε:

<< Εδώ στρίβουμε! Λίγο πιο πέρα είναι το σπίτι μου >> και τραβώντας τον με μια μεγαλόπρεπη κίνηση τον πήρε μαζί της στο χωματόδρομο. 

Περπάτησαν άλλα δυο λεπτά κι έφτασαν στην εξώπορτα. Ο λιγοστός φωτισμός τους προφύλαξε αρκετά έτσι που η είσοδός τους έγινε απαρατήρητη. Διάβηκαν ύστερα το λιθόστρωτο διάδρομο ανάμεσα από τις πυκνές και φροντισμένες πορτοκαλιές και σταμάτησαν κάτω απ’ το βορινό ξύλινο χαγιάτι. Η θέα του όμορφου κατάλευκου σπιτιού που φάνηκε σαν πίνακας ζωγραφικής μπροστά τους, έκανε τον άντρα να βγάλει ένα  έντονο επιφώνημα θαυμασμού. Ύστερα αγκάλιασε τη γυναίκα και την έσφιξε τρυφερά πάνω του. Κι εκείνη τότε κούρνιασε για λίγο στην αγκαλιά του όπως το κυνηγημένο πουλί στη φωλιά του κι ανάσαινε γρήγορα, δείχνοντας φοβισμένη. Ανάγειρε σε λίγο το κεφάλι της προς τα αριστερά και κοίταξε το παράθυρο της κάμαράς της. Έβγαλε το κλειδί από την τσάντα, ξεκλείδωσε και γλίστρησαν μέσα.

 Στο κρεβάτι μετά  έκανε όπως του είπε. Την έγδυσε επιδέξια σαν να καθάρισε κρεμμύδι και μέσα σε ασύλληπτη ηδονή την έκανε  δική του.

ellinikoxronografima.blogspot.gr