Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Νέος, μακριά από το ραγισμένο πατρικό
κεραμίδι, βρέθηκα σε χωριό σφιλιασμένο στους βράχους και πνιγμένο στο
γαϊδουράγκαθο. Είχα χάσει τον ουρανό, οι
άνεμοι ούρλιαζαν μέσα στα θάμνα, οι μέρες μου απλώνονταν μπροστά μου σαν
κιτρινισμένα χαρτιά.
Με κράτησαν κοντά
του οι καρδούλες των μαθητών μου. Όλες τους
ζυμαράκι ζητούσαν κάποιον να τις πλάσει.
Κι εγώ μπορούσα να το κάνω δαρμένος στον ανεμοστρόβιλο του βιβλίου. Πώς να τις
αφήσω; Φιλιώθηκα με την ερημιά, έμεινα και
νανουρισμένος από το τραγούδι τους εν μέσω των ανθούντων ψυχών τους, τις
νοιαζόμουνα για τρία χρόνια.