Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Ω! αφράστου ομορφιάς Άνοιξη! Αινούμε και
προσκυνούμε τα κάλλη σου, από το κόκκινο τριαντάφυλλο της καρδιάς σου, το μύρο
του ρουφάμε. Χειλάκια αγγελικά παντού τραγουδούν, ματσάκια κρίνοι στις χούφτες
μας στεγνώνουν την άφατη λύπη μας. Λύπη από τη Μεγάλη μας Σαρακοστή που μας
ταίζει με αέρα και γηρασμένες υποσχέσεις. Υποσχέσεις από πυλωρούς του Άδη μας,
υποψήφιους Ηρώδες και Αττίλες που ψαλμωδούντες μελιφθόγγως την ψήφο μας ζητάνε
να τραφούν και πάλι στο πρυτανείο της βουλής.
<< Η ζωή πως θνήσκεις; πώς και
τάφω οικείς; >> το ξεχάσαμε; Γι’ αυτό του έαρος αρχομένου ας κρυφτούμε,
ας γίνουμε άφαντοι και να μη δώσουμε σημείο ζωής. Να κρύψουμε τις τηλεοράσεις
στις αποθήκες, ο ραδιοαρβύλιος λόγος τους
να μην ακουστεί σε ώτα δυστυχισμένων και μόνοι χωρίς τα δαφνόφυλλα της
δικής τους δόξας να ζήσουμε αναπνέοντας το θυμάρι του βουνού. Αλλά και τι να
μας πουν; Πως αυτοί είναι οι γάτοι και μεις οι αρουραίοι που μας τρώνε το φαί;
Ή πως στις κολόνες της ΔΕΗ είναι κρεμασμένα τα κηδειόχαρτα της θανής μας; Ακόμη
πως η οικονομική μας έγερση δε θα γίνει ώσπου να μας σκεπάζει το χώμα;
Ας πέσει μαύρο
λοιπόν στα χαζοκούτια κι ας υπερυψώσουμε την ψυχή μας στην εξοχή. Κι εκεί να
δούμε το διάφανο και το γαλανό του ουρανού. Τα χρώματα των λουλουδιών στο
πρωινό ξύπνημα της μέρας και στο ηλιόγερμα τις φεγγοβόλες φλόγες με τις
πινελιές τους στον ορίζοντα. Τα ξεφτισμένα μετάξια που αφήνουν τα ρείκια,
τους κίτρινους κλώνους της ασφάκας που κυματίζουν σαν
καλαματιανά μαντήλια, τις πλεξούδες των απαλοδιπλωμένων σπάρτων που
συντροφεύουν τα γυμνούλια μπρατσάκια των σπαραγγιών, τις αέρινες πτυχές της
δάφνης, τα κόκκινα στεφάνια της παπαρούνας, τα ολότρεμα φυλλαράκια στο δέρμα
του ριθιού.
Ν’ ακούσουμε το
αστείρευτο κελάηδισμα του κότσυφα, το εωθινό του αηδονιού, το κλάμα του γκιώνη,
να δούμε στους μυστικούς ίσκιους της λυγαριάς τους ερωτικούς ασπασμούς της
καρδερίνας, στο ανοιχτό χείλος της φωλιάς τους απαλούς φτερουγισμούςτης
σταρήθρας. Να θαυμάσουμε με μάτι ασκητικό τον ιππέα σαλίγκαρο στο φύλλο χλόης,
τη φιδογραμμή του δρομέα όφι να την
ψαύσουμε με τις πατούσες μας, τις ταλαντεύσεις να μετρήσουμε της χρυσής
μελισσούλας που ρουφάει ανέγνοια το νέκταρ από το κυπελάκι του μυρωμένου
στήμονα.
Και όπως η φύση θα μας
ξελιγώνει από το εκχυόμενο άρωμά της και θα μας φορά το χρωματιστό της διάδημα,
εμείς θα ξεχνάμε τα μνημόνια και θα γράφουμε αυτά και τους δανειστές τους στους
<< δίδυμους >> του οσχέου μας. Σε βάθος δυσθεώρητο θα ευχόμαστε να
τσακιστούν και η μετάγουσα γέφυρα που θα
τους οδηγήσει στην κόλαση τάχιστα να στηθεί.
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου