ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Γεννήθηκα φτωχός, σε σπίτι που έμπαζε από παντού με τον πατέρα να φέρνει τέσσερα σακιά στάρι στο σπίτι κι ένα τενεκέ λάδι που του ‘δινε ο αφενταγάς που δούλευε στο λιτρουβιό του. Μ’ αυτά και με λίγο κουκί τη βγάζαμε τη χρονιά.
Μεγάλωσα σαν αδέσποτο σκυλί, γράμματα έμαθα πηγαίνοντας τρεις φορές τη βδομάδα σε σχολείο κάτεργο, τις άλλες βόσκοντας τις κατσίκες και τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο να πάρω κουράγιο και να πολεμήσω την κατακτήτρια φτώχια, που μ’ είχε ρίξει πεινασμένο σε Άουσβιτς, με ρούχο σχισμένο και τρύπιο παπούτσι.
Στην πόλη μετά οι καθηγητές με μεταποιημένα σακάκια μ’ έμαθαν περισσότερα γράμματα, γείτονες εθνικόφρονες με << κάρφωναν >> γιατί άκουγα Θεοδωράκη, παπάδες με αφόρισαν γιατί διάβαζα στο κάστρο κυρα – ποίηση και ζηλιάρηδες λελέδες με έβριζαν γιατί συναντούσα στην Παζαρόβρυση την αγαπημένη μου και της κοιτούσα το βαθύ μπλε στα μάτια της.
Η πόλη χωρισμένη στην Πάνω και την Κάτω. Στην Πάνω οι φτωχοί, οι τσαλακωμένοι, στην Κάτω οι ατσαλάκωτοι με τον πλούτο και τη γραβάτα. Σε μέρες ερωτικές, σεργιάνιζα στην Κάτω. Ήθελα να ξεφύγω από την Πάνω με τους ποντίκαρους και τους ασβούς της, να ξεμπουρδουκλωθώ από τα αγριόβατα και να βρεθώ στην Κάτω που είχε άπειρους θηλυκούς πειρασμούς, μυρωδιές από αρώματα, Διόνυσους και Φαέθοντες στους δρόμους και τα μαγαζιά της.
Ξεχαρβαλωμένος και γδαρμένος από τη φτώχεια, στεκόμουν έξω από τα ζαχαροπλαστεία της, κοίταζα τα γλυκά, το τομάρι μου όσο κι όσο πουλούσα να αγοράσω ένα γαλακτομπούρεκο στη βιτρίνα του Ζερβή. Μέσα τεμπελχανάδες υπάλληλοι φλυαρούσαν, πλούσιες χοντρές μαμάδες τάιζαν τους μπέμπηδες, παππούδες με μύτες κόκκινες, διάβαζαν << Ακρόπολη >> και << Καθημερινή >>. Εγώ άφραγκος, χωρίς σέντσι στην πισωτσέπη, μ’ ένα πονίδι στην καρδιά κοιτούσα το γαλακτομπούρεκο και μου ‘τρεχαν τα σάλια. Όλοι τους χαχάνιζαν κι εγώ απέξω με το ξεσολιασμένο παπούτσι, το τρύπιο παντελόνι και το κουρεμένο κεφάλι να το λιμπίζομαι. Σκέφτηκα να γίνω Γερμανός, ένας ματωμένος εξολοθρευτής των Ες Ες, να μπω μέσα και να το αρπάξω. Λύγισα όμως δεν το ‘κανα, το ‘βαλα στα πόδια για να μου κάτσει από τότε στο λαιμό.
Μετά δουλειά, οικογένεια, παιδιά, το ψωμί στερημένο, το ντύμα φτωχό, το ξέχασα το γαλακτομπούρεκο. Τώρα με το σώμα έμπυο από το χρόνο το θυμήθηκα. Το θυμήθηκα για να το φάω, την αφέντρα στέρηση κείνης της εποχής να εκδικηθώ. Συνταξιούχος όμως, με γλίσχρο μισθό και χρεωμένος, δεν μπορώ. Μια σκύλα χρεοκοπία μου ‘χει κάνει απόπατο την τσέπη και μόνο βόθρου ζουμί κρατεί. Πώς να βγάλει ευρώ;
Και μένω απέξω από τη βιτρίνα αηδιασμένος να το κοιτάζω. Κι όπως μου τρέχουν τα σάλια, τ’ αφήνω και σπίτι τρέχω με Κολοκοτρωναίικη ψυχή. Πιάνω το γκρα μου και το ρίχνω στη σκοποβολή. Μ’ αυτόν στο μέλλον σκέφτομαι πόλεμο ν’ αρχίσω με το αφεντοφαγάδικο φακλαναριό που μου άρπαξε, το ρούχο μου, το σέντσι μου και το ψωμί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου