ΔΙΗΓΗΜΑ
Του Παν. Αντωνόπουλου
Σαν έμπαινε τ’ Αϊ – Λιός και νιώθαμε τη γεύση της χαράς και τη λαμπρότητα της πανηγύρεως, τρέχαμε στην εκκλησιά ν’ ανάψουμε κερί του αγίου και σαν άρχοντες διαλεχτοί περιβεβλημένοι από τη δόξα μας, ακούγαμε μ’ ευλάβεια τους ήχους των Σεραφείμ που ακούγονταν στο ψαλτήρι, λιχνίζοντας στον αγέρα τις πίκρες μας τις παιδικές.
Εκεί μας περίμεναν τα κορίτσια γεμάτα φλόγα και καυτές ματιές. Τα κοιτάζαμε και τους γνέφαμε κρυφά από τους μεγάλους, ψιθυρίζοντας ντροπαλά: << Στερνότερα θα σας δούμε κοντά στους πάγκους με τους πραματευτάδες. Ακούστε τώρα το τροπάρι του αγίου και σαν τελειώσει ο παπά – Καλλίνικος τη λειτουργία βγείτε έξω! >>
Μας άκουγε ο νεωκόρος και μας ψιθύριζε θυμωμένος:
--- Σουτ!
--- Τα αθεόφοβα! Θα πάρουν σβάρνα την εκκλησία έτσι που κάνουν! ψιθύριζε η Ξανθίππη η παπαδιά και μας μάλωνε κουνώντας απειλητικά το χέρι της.
Έβγαινε στην Ωραία Πύλη κι ο παπά – Καλλίνικος ενδεδυμένος στα πολύχρωμα άμφιά του και σαν μας κοιτούσε τρεμοπαίζοντας τα μάτια του, έλεγε ψέλνοντας:
--- Είπεν ο Κύργιος τους εαυτόν μαθητάς. Η αμπέλος η αληθινή και ο πάτερ μου ο γεωργός εστί …
Γελούσαμε από μέσα μας με τα ασθενή αρχαιοελληνικά του και σαν έφευγε από την Ωραία Πύλη ψιθυρίζαμε με το κεφάλι σκυμμένο:
--- Πότε θα τελειώσει η λειτουργία; Βαρεθήκαμε άλλο εδώ μέσα τα τόσα Κύριε ελέησον!
--- Δεμένους δε σας έχω! Όποτε θέλετε φύγετε! μας αποκρινόταν από το ιερό ο πάτερ Καλλίνικος και άρχιζε το τροπάριο.
Όταν το τελείωνε άκουγε τη φασαρία μας και μας ξανάλεγε πειραγμένος:
--- Αν, δε σας αρέσει, βγείτε έξω! Εγώ θα τα πω, όπως πρέπει του αγίου!
Στο σκόλασμα οι μεγάλοι κερνιόνταν ούζο και λουκούμια στο προαύλιο της εκκλησίας και το ‘ριχναν στο χορό και στο τραγούδι. Εμείς τα τσιορομπίλια πηγαίναμε στο καρότσι του μπάρμπα – Λιά και θαυμάζαμε τις πραμάτειες του. Μας έβλεπε αυτός και μας έλεγε γελώντας:
--- Τραβηχτείτε από τον πάγκο ρε μαγάρες του κερατά! Δε βλέπετε που τα ‘χω ακόμα σκόρπια! Περιμένετε να τα βγάλω από τα κουτιά και μετά ψωνίστε! Κι όσο εγώ τα ταχτοποιώ πηγαίνετε να φέρετε λεφτά! Ο τζάμπας πέθανε!
Ο πάγκος του είχε ότι ήθελες. Πήλινα αηδονάκια που έβγαζαν λαλιά, σουγιάδες κολοκοτρωναίικους, καραμούζες, μαϊμούδες, λάστιχα για σφενδόνες, καθρεφτάκια, χτένες, βραχιόλια, εικονίτσες, τσίγκινα αυτοκινητάκια, πλαστικά πιστολάκια, σπαθιά, σφυρίχτρες, κιθάρες, φυσαρμόνικες, πίπιζες, κουτσούνια, κορδέλες, τόπια, κορδόνια, γυαλιά, ζωστήρες κι ότι άλλο ζητούσε η ψυχή του φτωχού.
--- Περάστε κόσμε! φώναζε. Τζάμπα πουλάμε σήμερα! Όλα στη φτήνια! Όλα μισοτιμής!
Ο πάγκος ήταν σκληρός προμηθευτής κι εμείς φτωχοί τραπεζίτες. Ότι παίρναμε το παίρναμε από της στέρησής το ντορβά. Όσοι δεν είχαμε μία, χαζεύαμε, ψαχουλεύοντας το φορτωμένο πάγκο.
Ο μπάρμπα- Λιάς μας έπλεκε στεφάνι από θαλερά λόγια και μας έλεγε:
--- Πτωχεύσατε, ε! Φάγατε τα λεφτά σας στα παστέλια και τώρα που λεφτά για σφυρίχτρα! Πάρτε τη βερεσέ και μεθαύριο όταν γίνετε νοικοκυραίοι με πληρώνετε! Ματώνει η φτώχεια το ξέρω και δε σαλαγιέται εύκολα!
Μια φορά που η αδικία στυλώθηκε μέσα μας τον κλέψαμε. Ξαφρίσαμε τα πήλινα αηδονάκια του από τον πάγκο και χαθήκαμε στον ίσκιο του δεντρόκηπου με τις βραγιές. Αυτός μας είδε, βεβαιώθηκε για την κλοπή και μας φώναξε με θρήνο στη φωνή:
--- Αυτό είναι το ευχαριστώ σας συμμορίτες! Θα φωνάξω του χωροφύλακα να σας πάει μέσα! Κι αν δεν το κάνει θα φυσήξω τον κακό λεβάντε μου να σας κάψει!
Τον αγνοήσαμε και κρυφτήκαμε στην πηγή με τα πλατάνια. Γεμίσαμε τα αηδονάκια νερό, τα φυσούσαμε με το στόμα και εκβάλανε ήχους μελωδικούς. Τους άκουσαν τα κορίτσια, μαγεύτηκαν και μας τριγύρισαν όπως οι όρνιθες τους κοκόρους. Εμείς κελαηδούσαμε, οι καημοί μας ξεψυχούσαν, οι πόνοι μας γίνονταν τραγούδια και το βούρκωμα στα σπλάχνα μάς έδερνε όπως το κύμα δέρνει το ακρογιάλι.
Οι τρυφερούλες υπάρξεις βρήκαν την ευκαιρία να παίξουν μαζί μας. Κι όπως έλαμπαν σαν διάφανες νεράιδες μέσα στα καινούρια φουστάνια τους μας είπαν ανεμίζοντας τα χρυσομέταξα μαλλιά τους:
--- Πού τα βρήκατε τα πουλιά, γαμπρούληδες;
--- Τα αγοράσαμε από τον μπάρμπα – Λιά!
--- Με τι λεφτά;
--- Απ’ αυτά που έχουμε! Δεν σας αρέσουν; Και με την παιδική αφέλεια και τα μυαλά μας πλανεμένα τις στρώσαμε στα κοντά και τις πήραμε στο κυνήγι.
--- Μας αρέσουν! Μας αρέσουν! μας απάντησαν ενώ έτρεχαν προσθέτοντας με αισθησιακό σαρκασμό: Μας αρέσουν αλλά είναι μικρά! Και ούτε είναι ζωντανά!
--- Ελάτε να τα δείτε! τους είπαμε και τις αγκαλιάσαμε. Τις ρίξαμε κάτω στο χόρτο και τις φιλούσαμε στα ροδόφυλλα τρυφερά χειλάκια τους. Αυτές αντιστάθηκαν, πήραν ντροπαλές τα καμένα φιλιά και σηκώθηκαν με ανθισμένους αναστεναγμούς. Σιωπηλοί εμείς τις κοιτούσαμε που έφευγαν και σωπαίναμε μεθυσμένοι από του έρωτα το ανθάκι που μυρίσαμε.
= = =
Ο τροχός του χρόνου σαν περάσαμε την εφηβεία μας έφερε στην τύρβη της πόλης. Τ’ Αϊ – Λιός όμως μας έβρισκε κάθε χρόνο στο ξωκλήσι να τα πίνουμε και να μιλάμε για παλιά λυπημένα τραγούδια. Στην ίδια θέση και ο μπάρμπα – Λιάς ο πανηγυρτζής, γραφική φιγούρα μας καλωσόριζε. Χαιρόμαστε κι όλο στάλαζε μέσα μας σαν φαρμάκι ο λυγμός του παλιού αμνημόνευτου χρόνου. Χρόνια πολλά όμως ύστερα έλειπε. Στη θέση του ένα μικρό φορτηγό φορτωμένο κουρδιστά ρομποτάκια καρτερούσε τον κόσμο να τ’ αγοράσει.
Από την παρέα μας ο διπλανός μου ψέλλισε με φωνή ακάθεκτη από ορμή:
--- Να, το ευχαριστώ μας για τον μπάρμπα – Λιά! Αφήσαμε αυτό το διακονιάρη έμπορα να βρομίζει την παράδοση! Τι πουλάει; Σκουριά! Εχθροί είναι αυτές οι μηχανές κι όχι Χριστοί που ήταν τα πήλινα αηδονάκια του!
Είχε δίκιο. Η ασχήμια τους λέρωνε το όμορφο πρόσωπο του παλιού φευγάτου καιρού. Το πνιχτό μονότονο τραγούδι της μηχανής γινόταν κομμάτια γυαλιού στ’ αυτιά μας. Το σίδερο σύγκρυο αναφτέριασμα τρόμου.
--- Πού είναι ο μπάρμπα – Λιάς με τα αηδονάκια του! φώναξε ο τρίτος της συντροφιάς όλο καημό και πόνο. Και στη βουή που ξεπετιόταν και χαλούσε τον κόσμο, έστειλε με σπουδή λόγο περιφρονητικό και μούντζα σφοντύλι.
Και ύστερα σηκώθηκε και χωρίς να βιάζεται έφτασε μπροστά στα ρομποτάκια. Έβγαλε από την τσέπη του ένα πήλινο αηδόνι και το ‘βαλε στο στόμα. Το φύσηξε και άρχισε να λαλεί ήχο γλυκό, μελωδικό. Ηλιοτρόπια, μετάξινες ψυχές και στεναγμοί έστησαν χορό. Και ο μπάρμπα – Λιάς στήθηκε μπροστά μας σαν οσιομάρτυρας. Τα ρομποτάκια λύθηκαν σε λυγμούς, τα ψηλά δέντρα τον χαιρέτισαν λυγίζοντας τις κορφές.
Ο έμπορας σταμάτησε το κούρντισμα και κοίταζε βουβός. Στηρίχθηκε στο φορτηγό με του αητού το βλέμμα. Ύστερα ο μαίστρος έφερε ψαλμωδίες γλυκές. Μαζί έφερε κι ένα Δόξα σοι που έβγαινε από το πήλινο αηδονάκι.
--- Λαλιά κι αυτή! Ύμνος χερουβικός! Νότα τού Μπαχ! Από πια ορχήστρα άραγε να παίζεται, είπε με ποιητικό οίστρο ένας γέροντας και έστρεψε λυπημένος το βλέμμα στον ουρανό.
--- Από το πάγκο του μπάρμπα – Λιά! είπα εγώ κι ένιωσα ζεστασιά στα σωθικά μου.
--- Ζει;
--- Ζει και βασιλεύει! Δεν ακούτε το τραγούδι του; Αχ και να μπορούσαν οι θύμησες να του δώσουν ζωή!
Ο έμπορας κοίταξε για λίγο τον άνθρωπο με το πήλινο αηδονάκι στο στόμα κι έδειξε φοβισμένος. Αμέσως πλησίασε τα ρομποτάκια και σκύβοντας άρχισε να τα μαζεύει και να τα ρίχνει στα κουτιά. Τα φόρτωσε στο φορτηγό και μπήκε μέσα. Η μηχανή τού αυτοκινήτου μούγκρισε, τα λάστιχα έτριξαν και το όχημα κινήθηκε μπροστά σαν αφηνιασμένο τέρας. Πίσω του η οργή και η πίκρα του έμπορα σήκωσαν έναν άγριο πουνέντε που μας μπάτσισε άγρια. Τρεμούλιασε η ψυχούλα μας μήπως κάνει θρύψαλα το πήλινο αηδόνάκι. Όχι, ευτυχώς! Καμία πληγούλα δεν του ‘κανε. Και συνέχιζε να κελαηδά το εωθινό του τραγούδι με της αγάπης το σκοπό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου