Σπούδαζα σε μια εποχή μαύρη χωρίς μεγαλεία. Στην πατρίδα χούντα, η βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου εφτασφράγιστη, οι λύκοι της ασφάλειας μ’ ανοιχτό το στόμα γύρω μας, καθηγητές που έσκαγαν πλάκα με τα σκελετωμένα σώματά μας που τα είχε φάει μια πείνα Μέδουσα.
Το ρευστό εσαεί ψαλιδισμένο, ο πατέρας άρρωστος από κακιά νόσο στο νοσοκομείο, η μητέρα να πλένει γριούλες για τον επιούσιο, οι καημοί μου να ξεψυχούν σ’ ένα σκοτάδι απελπισίας και θανάτου. Όμως δεν το ‘βαζα κάτω. Ξημεροβραδιαζόμουν στο βιβλίο, έμενα άυπνος, στερούμουν τη ντολτσεβίτα, ήθελα να πετύχω το στόχο μου και να χριστώ πτυχιούχος με λαμπρό το πνευματικό μου έαρ.
Μετά το πέρας των διαγωνισμών του Φεβρουαρίου αποφάσισα να αποχρωματιστώ από την επαρχία μ’ ένα ταξιδάκι στην Αθήνα. Να σαρώσω με το αγέρι της νιότης μου θησαυρούς στους δρόμους της και να γευτώ την ξανθή ρετσίνα της με φίλους και χαρμόσυνους συμπότες.
Ένας νόμος του Δράκοντα, μου ‘βαζε το μαχαίρι στο λαιμό. Το φοιτητικό δεν ίσχυε για Αθήνα, έπρεπε να πληρωθεί ολόκληρο. Πού λεφτά;
Ο σοσιαλιστής υπάλληλος του ΚΤΕΛ καλός, φίνος. << Το μισό πλήρωσε! >> μου λέει << τι πάει να πει δεν πας στον τόπο γέννησης, ποιος θα το πάρει χαμπάρι. Κι αν το πάρει τι θα σε κατεβάσει; >>
Μεσάνυχτα περάσαμε τον Ισθμό. Εκεί κοντά στις δώδεκα και τέταρτο ο οδηγός, έκοψε, έπιασε δεξιά, σταμάτησε και τράβηξε χειρόφρενο. Η πόρτα άνοιξε, ο σατανάς ελεγκτής πέρασε μέσα, σαν πειναλέος γάτος μας κοίταζε και νιαούριζε: << Τα εισιτήρια σας παρακαλώ! Τα εισιτήριά σας! Έλεγχος! >>
Ήρθε και η σειρά μου. Είδε εισιτήριο, κάτι ψυλλιάστηκε, << την ταυτότητά σου! >> μου λέει. Διασταυρώνει στοιχεία, τα μάτια του σάλεψαν σαν βόες, τα χείλη του έσταξαν φυσαλίδες σάλιου και μου φθόγγισε σε γλώσσα αργό: << Μισό; Από πού κι ως πού; Εγεννήθης εν Μουριατάδα Μεσσηνίας, αυτό λέει η ταυτότητα, και δεν πας εκεί αλλά εν Αθήναις! Άρα δε δικαιούσαι μισό, φοιτητικό! Ή πληρώνεις τη διαφορά ή σε κατεβάζω τώρα! Αποφάσισε! >>
Πήγα να διαμαρτυρηθώ. Δε μ’ άφησε, μου ‘φραξε το στόμα. << Είσαι κλέφτης και λωποδύτης! >> ούρλιαξε. << Πας να κλέψεις το ΚΤΕΛ, να φαλιρίσεις την επιχείρηση! >>
<< Δεν έχω μία! >> του φωνάζω, << είμαι σπουδαστής, φτωχός, έχω να φάω τρεις μέρες, πριν λαλήσει ο πετεινός σηκώνομαι και διαβάζω με άδειο στομάχι, έλεος! >>
Αγρίεψε. Κλότσησε το κιβώτιο ταχυτήτων, μ’ άρπαξε απ’ το σβέρκο και με τίναξε έξω. << Στο διάβολο, μπολσεβίκο! Τι το θεωρείς το κράτος άσυλο κλεφτών!>> και έκλεισε την πόρτα.
Μόνος πια στην ερημιά! Κάτω σ’ ένα σκοτεινό ουρανό, με τσέπες άδειες, και με την παλάμη μου ανοιχτή προς το << βουλευτήριο >>. Που είναι το ίδιο όπως τότε. Λίμνη πύου που πλέουν λείψανα ματωμένα.
Τζάμπα αεροπλάνα Embraer και Gulfstream για τους Καίσαρες της Βουλής και του πλούτου, στο ματωμένο το λαό μουντζούρηδες και σαπιοκάραβα, με εισιτήρια στα ύψη!
Αχ ρε Πανο εχεις τη συγκίνηση στη τζεπη της γραφίδας σου ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΘοδωρος Γαλανοπουλος