Είπα ν’ αλλάξω δρόμο, το μάτι μου να φύγει απ’ τα ερείπια της γειτονιάς μου, στα πηχτά μαστάρια των νεφών που χαϊδεύουν ανέγνοια τη θάλασσα να τα ρίξω. Και βρέθηκα να περπατάω σε ξερόφυλλα και πευκοβελόνες, σε κίτρινες κορφές χορταριών, σε κοτσάνια κοκαλιάρικα σαν χέρια. Μετά ούτε φύλλο δε σάλευε, ούτε στη θηλή του πεσμένου κλώνου μερμήγκι δε θήλαζε. Δρόμος ξεδιπλωνόταν φαρδύς, ασφαλτοστρωμένος, ντυμένος στα πορφυρά ενδύματα του πλούτου, γεμάτος σνακ και φαγάδικα. Φωνές, γέλια, ξεφαντώματα, τραπέζια τίγκα στο πιάτο και το φαί, ρεψίματα και στομαχόπονοι που έφερνε των πινακίων το άδειασμα.
Μηδέ είδα πουθενά πιάτο γεμάτο με χοντροκομμένο τραχανά. Αλλά ψαρούκλες ψητές, αστακοσαλάτες, γαρίδες ζελέ, χταπόδια σιγοβρασμένα στον ατμό, κρουτόν καβουρδισμένα σε παρθένο ελαιόλαδο Τριφυλίας. Και ο οίνος να ρέει Δούναβης.
Η τιμή του αγγιγμένη μόνο από Κροίσους, το ονόματά του βαπτισμένο σε κολυμπήθρες, γαλβανιζέ, ξένες. Λευκό, κόκκινο, ροζέ, ζηρό, γλυκό, ημίγλυκο, Baroio- Ιταλίας, meriot- Γαλλίας, Zinfandel- Καλιφόρνιας, Liebfraumich- Γερμανίας, Chardonhox- Ελλάδας. Σ’ όσους είχαν περιδρομιάσει, σερβίριζαν γλυκό, περγαμόντο, καρπούζι, τριαντάφυλλο, κυδωνόπαστο, γλυκό με άνθη λεμονιάς, φράπα, μαρμελάδες κορόμηλο, σβίγγους, κουλουράκια, ντόνατς, εργολάβους γεμισμένους με αμυγαδαλόψυχα.
Η τιμή του αγγιγμένη μόνο από Κροίσους, το ονόματά του βαπτισμένο σε κολυμπήθρες, γαλβανιζέ, ξένες. Λευκό, κόκκινο, ροζέ, ζηρό, γλυκό, ημίγλυκο, Baroio- Ιταλίας, meriot- Γαλλίας, Zinfandel- Καλιφόρνιας, Liebfraumich- Γερμανίας, Chardonhox- Ελλάδας. Σ’ όσους είχαν περιδρομιάσει, σερβίριζαν γλυκό, περγαμόντο, καρπούζι, τριαντάφυλλο, κυδωνόπαστο, γλυκό με άνθη λεμονιάς, φράπα, μαρμελάδες κορόμηλο, σβίγγους, κουλουράκια, ντόνατς, εργολάβους γεμισμένους με αμυγαδαλόψυχα.
Βλέποντας να τρώνε τον άμπακα οι ψαροφάγοι, μου ‘τρεχαν τα σάλια, ο καταπίτης μου έλιωσε, το στομάχι μου άρχισε να παίζει ταμπούρλο. Το ‘βαλα στα πόδια, έγινα Λούης και σάλταρα για της γειτονιάς μου το δρόμο, που ‘χει τα ρείθρα του φυτεμένα με δυόσμους και βασιλικούς και οι φτωχοί ένοικοί του φουμέρνουν τσιγάρο και πίνουν μπίρα. Τίκλα στο μαύρο σύννεφο του καπνού, πνιγμένο στην κνίσα της τηγανισμένης πατάτας βρήκα το ταβερνάκι. Πέριξ στα τραπέζια, εργάτες, απολυμένοι άνεργοι, βασανισμένοι της φάμπρικας και της γης, φρυγμένοι από τα χαράτσια, βουτούσαν την μπουκιά τους στο λάδι της πατάτας, τα πιάτα με το τζατζίκι έγλειφαν. Το ‘να καρτούτσο έφερνε τ’ άλλο, η τηγανιτή πατάτα έφτανε παποριές, το κολοκύθι, η πιπεριά, όλη η εποχιακή συγκομιδή περνούσε απ’ το τραπέζι.
Κι έτσι θα τρώει η φτώχεια. Αιώνες τρώει έτσι, τώρα θ’ αλλάξει; Ποιος θα της αλλάξει το μενού; Ο Κούλης, η Φωφώ, ο Μεσσήνιος Βασίλης, ή ο αριστερός που εβαπτίσθη δεξιός Αλέξιος ο Α΄ ; Ποτέ δε θα το κάνουν. Κι αφού δε θα το κάνουν να ξέρουν πως αργά ή γρήγορα βοώντες σε βάθος δυσθεώρητο θα κατακρημνισθούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου