Μιχάλης Κατσαρός. Πρίγκιπας της Κυπαρισσίας και ποιητής του << αντισταθείτε >>
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Την πνοή του ‘δωσε ο περασμένος
αιώνας, λύρα αγαθή τον στεφάνωσε επαναστάτη, να γράφει όρθρους του μέλλοντος
τον έταξε το αιώνιο φύσημα της ποίησης. Αποκηρυγμένος από γκεσταπίτες
ανθέλληνες, τους λαμπτήρες άναβε κρυφά
να φωτίσει μια πριονισμένη εποχή, το κακό που φιλούσε νεκρά σώματα να διώξει.
Γκρίζος, άνυδρος ο ουρανός της πατρίδας του, τους χρησμούς του έσβηνε με υγρά
φτερά, στις πέτρες που χάραζε τους στίχους του, μαινόμενοι Σαδδουκαίοι έφτυναν
το ανορθόδοξο χαμόγελο της ποιητικής του τρέλας.
Η φυτεμένη δόξα μέσα του, τους
αγνόησε. Τον στόλισαν τροκιστή, προδότη, ολίγιστο, Εαμίτη κόκκινο. Με το ξερό κλαδάκι της ελιάς στεφανωμένος,
έμεινε ποιητής, τον χιτώνα ενεδύθη μιας άφθαρτης αξίας, την αρετή του
αντιεξουσιαστή με την τραχιά του γλώσσα μάθαινε στους κατάπτυστους και στους μικρονοϊκούς. << Μπορούσα βέβαια να βρίσκομαι πρώτος
ανάμεσα στους οπλισμένους Δωριείς
ντυμένος την περιλάλητη αμφίεσή τους … >> έγραφε, όμως δεν το ‘κανε αλλά παρέμεινε με τα κουρέλια
του όπως τον γέννησε η Γαλλική επανάσταση, ο αγώνας των νέγρων, ο γονατισμένος
λαός.
Κι ο ίδιος ήταν γονατισμένος. Όχι
για να προσκυνάει αλλά για να σηκώνεται από την αδυσώπητη πενία του. Πενία
όμως επιβλητική, άγια, ζωογόνα. Το
τριμμένο του ρούχο, το στραβοπατημένο παπούτσι, γίνονταν πορφυρός μανδύας,
αυτοκρατορικό σανδάλι. Ο λόγος του ανθηρός, δηκτικός, πικρός, στομφώδης,
αινιγματικός μα ποτέ κούφιος, άδειος, στείρος. Λόγος δουλεμένος στα σχολεία της
επικράτειάς του, λόγος που είχε τις ρίζες του στο στενόχωρο ισόγειο στον Κηφισό
που ζούσε. Τον δούλευε στην αυλή του,
συντροφιά με τον Αρμάνδο, ένα σκαντζόχοιρο, ένα ζωάκι πριγκιπάκο κοντά σ’ ένα
πρίγκιπα ποιητή της Ανδαλουσίας και της Κυπαρισσίας.
Σκοτεινός συνωμότης απέφευγε τα
σαλόνια, σύχναζε σε μελαγχολικούς χώρους, περπατούσε σε μοναχικούς δρόμους, τα
βλέμματά του έριχνε στους σακάτες και
στις πόρνες με τα νάυλον αδιάβροχα. Σε τραπεζάκια σάπια από το χρόνο ανασκάλευε
τις μνήμες, σε κίτρινες επιγραφές γύρευε ν’ ανακαλύψει τις ανοιχτές πληγές στης
κοινωνίας το μέτωπο.
Κι έμεινε ερημίτης. Ερημίτης της ιδέας που
δεν γερνά. Από το Οροπέδιο της σκήτης του, διαλαλεί: << όλη η εξουσία στα Σοβιέτ. Γι’ αυτό κι εσύ,
αστέ Έλληνα ποιητή Λειβαδίτη θα φωνάξεις κάποια μέρα μαζί μου: Κάτω οι τυραννίες της γης! >> Κι έμεινε κοσμικός.
Στα μέρη όμως και στα στέκια που γη της
επαγγελίας χρυσαφίζεται από τη σκόνη. Μαζί με τους εργάτες ν’ αδειάζει την
κανάτα με το κόκκινο κρασί, μαζί τους να μοιράζεται τη διανομή της σκέψη τους. << Οίνος κάτοπτρον νου >> όπως
έλεγαν και οι αρχαίοι μας. << Νος
ει νους εν έννοια νια εν νόσω >> συμπλήρωνε και ο πρίγκιπας. <<
Άντε εβίβα! >> έψελνε η ομήγυρη και άναβε το κέφι.
Έζησε στην εποχή με τους χαφιέδες,
τους ασφαλίτες, τους προδότες να μυρίζουν το αίμα που έτρεχε από τις πληγές
ενός αιμάσσοντα λαού. Κι αυτός όταν δε βασανιζόταν, περπατούσε, στην Ασφάλεια,
στο ΕΑΤ- ΕΣΑ, έξω από τη βιασμένη πόρτα του Πολυτεχνείου, στα
ερείπια μαζί με την ανάπηρη ελευθερία, στους χώρους που σκοτώναν τα ατίθασα άλογα. Εκεί
που οι άνεμοι της εξουσίας στραγγαλίζουν τους κληρονόμους που διαβάζουν τις κίτρινες σελίδες του και τα προδομένα θούριά
του, όπως το παρακάτω:
Θα
σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα αδιάφορος/
δεν
έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω/.
Οι
φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν το τέλος μου/
ανάμεσα
σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεώνες/.
Θα
περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος/
χαμογελώντας
με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες/.
Πίσω
απ’ το χάρτινο κήπο σας/
πίσω
απ’ το χάρτινο πρόσωπό σας/
εγώ
θα ξαφνιάζω τα πλήθη/
ο
άνεμος δικός μου/
μάταιοι
θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες/
μάταιοι
λόγοι/.
Μην
αμελήσετε/.
Πάρτε
μαζί σας νερό/.
Το
μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία/. [ Από το βιβλίο του Μιχάλη
Κατσαρού << Κατά Σαδδουκαίων >>.
Ο
ποιητής γεννήθηκε στην Κυπαρισσία το Ι919. Το 1934 ήρθε στην Αθήνα για να μπει
πρότακτος σε ηλικία 17 ετών στην Ελληνική Αεροπορία. Στη διάρκεια της
Γερμανικής κατοχής πήρε μέρος σε πολλές μάχες μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ,
του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Αντίστασης. Υπέστη άγρια βασανιστήρια από τη
Γερμανική Γκεστάπο και στις φυλακές Χατζηκώστα. Παρών και στα Δεκεμβριανά όπου
γνωρίστηκε με το Μίκη Θεοδωράκη για να αναπτυχθεί μεταξύ τους φιλία με ισχυρούς
δεσμούς. Το 1945 έγινε μέλος του Κ.Κ.Ε και η
εφημερίδα Ριζοσπάστης δημοσίευσε προς τιμή του το ποίημα του << Σήμερα έγινα σύντροφος >>.
Έγραψε πολλές συλλογές και πεζά, η δε έκδοσή του << Κατά Σαδδουκαίων
>> προκάλεσε έντονες συζητήσεις
στους κόλπους της Αριστεράς. Πολλοί στίχοι του απαγγέλλονται ενώ συχνά τους
βλέπουμε γραμμένους και στους τοίχους, όπως αυτοί: << Πάρτε μαζί σας
νερό. Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία >>, << Ελευθερία πάλι ανάπηρη σου τάζουν
>>, << Κάτω το βάθος/ τόσα
πέλματα βαριά. Ακούω νάρχεται καινούριο βήμα >>, << Ή θα
εξακολουθούμε να γονατίζουμε/ όπως αυτός ο δραπέτης/ ή θα σηκώσουμε άλλο πύργο
ατίθασο, απέναντί τους >>.
Το 1950 το κράτος είχε πλήρη γύμνια,
ανύπαρκτο πολιτικό σύστημα, ελευθερία έκφρασης φιμωμένη, η δημοσιογραφία
σφιγμένη στο λαιμό με τη θηλιά του νόμου 509 που μια << ύποπτη >>
λέξη αρκούσε να σε στείλει με συνοπτικές διαδικασίες να περάσει τα κάγκελα της
φυλακής. Τότε δημοσιεύτηκε και <<
Η διαθήκη μου >> του ποιητή στο Δημοκρατικό Τύπο, έντυπο του Κ.Κ.Ε.
Δημοσιεύτηκε όμως κουτσουρεμένη κι αυτό
για να προστατευθεί η εφημερίδα όπως έλεγε στην απάντησή της στο επόμενο
φύλλο. Έτσι φράσεις όπως, αντισταθείτε στην κρατική εκπαίδευση, στα εργοστάσια
πολεμικών υλών, στον πρόεδρο του Εφετείου, παραλήφθηκαν. Ο ποιητής θύμωσε και
απάντησε στην ίδια εφημερίδα με το << Υστερόγραφο >>. Έλεγε: << Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί
– καθώς διαβάστηκε- ήταν ένα ζεστό άλογο/ ακέραιο – πριν διαβαστεί-/ όχι οι
κληρονόμοι που περίμεναν/ αλλά οι σφετεριστές καταπάτησαν τις εντολές της//. Η
διαθήκη μου για σένα – και για σε- χρόνια καταχωνιασμένη σε χρονοντούλαπα/ από
γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους//. Άλλαξαν φράσεις σημαντικές/ - είχαν την
εξουσία-/ με τρόπο εξαφανίσανε την αντίσταση/ σ’ ότι τους αφορούσε//. Σας
έκλεψαν τα μέρη με τους ποταμούς/ τη νέα βουή στα δάση/ τον άνεμο τον σκότωσαν/
- τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα -/ ποιος είναι αυτός που πνίγει//. Και συ
λοιπόν στέκεσαι έτσι βουβός/ με τόσες παρατήσεις/ από φωνή, από τροφή, από
άλογο, από σπίτι/ στέκεσαι απαίσια βουβός σαν πεθαμένος//. Δεν θα μιλάς λοιπόν
ποτέ;/ Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν//.
Η
εφημερίδα με δελφικό χρησμό δικαιολογήθηκε με εκτενέστερο κείμενο που μέσες
άκρες ήθελε να πει: << Με το νόμο 509 δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Η αγία
λογοκρισία ενεργούσα σωστά, κατακρήμνισε τον ποιητή στον Καιάδα για να σωθεί η
ίδια! >>
Ιδιόρρυθμη η ποίησή του, μπερδεύει τους φιλολόγους με τη γραφή του
αλλά και τους αναγνώστες. Φράσεις όπως,
<< ο εκσυγχρονιστής >>, είναι << άνωθεν χρώματος >>,
και βλέπει γράμματα << χρωματιστά >> ή τα ελληνικά του Σημίτη
προσδιορίζονται με τη φράση << φορλόεν μάι ντόιτς >> που μοιάζει με
γερμανικά, αλλά δε σημαίνει τίποτα, απαντούν σε ποιήματά η πεζά του. Στη συνέντευξη στο Νικό Ζερβονικολάκη
και στην ερώτησή του, << Γύρω μας υπάρχει λυρισμός σήμερα; >> είπε:
<< Λυρισμός είναι κατά κάποιο τρόπο μια οδήγηση. Την ονόμασαν λυρική
ποίηση επειδή ήταν φωτεινή και έκανε ήχους. Το << λυ >> στο λυρισμό
προέρχεται από το λυχνάρι που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες για να πούνε φως. Στο
Β΄ παγκόσμιο πόλεμο αυτή η έκφραση του λυρισμού είχε μετατραπεί στο… Λιλί
Μαρλέν! >> Για τον πολιτισμό είχε πει: << Εμήνυσα στον πρώην
υπουργό πολιτισμού, μέσω της << Εξόρμησης >> τότε, του έστειλα ένα
σημείωμα και είπα ότι σήμερα ο πολιτισμός δεν υπάρχει, γιατί υπάρχει ποτοαπαγόρευση
>>.
Κλείνουνε
με τα εμβληματικό του ποίημα << Όταν… >> και ένα απόσπασμα από τη
<< Διαθήκη μου >>.
Όταν
ακούω να μιλούν για τον καιρό/ όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο/ όταν ακούω
σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση να πλημμυρίζει τα σαλόνια/ όταν ακούω να
υποψιάζομαι τις ιδέες μου να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα/ όταν ακούω σε να
μιλάς/ εγώ πάντα σωπαίνω //.
Όταν ακούω
κάποτε στα βέβαια αυτιά μου/ ήχους παράξενους/ ψιθύρους μακρινούς/ όταν ακούω
σάλπιγγες και θούρια/ λόγους ατελείωτους, ύμνους και κρότους/ όταν ακούω να
μιλάνε για την ελευθερία/ για νόμους, ευαγγέλια και μια ζωή σε τάξη/ όταν ακούω
να γελούν/ εγώ πάντα σωπαίνω//.
Μα κάποτε
που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη/ κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες
φλυαρίες/ κι όλοι θα προσμένουνε σίγουρα
τη φωνή/ θ’ ανοίξω το στόμα μου/ θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράκτες/ θα φύγουν
τα οπλοστάσια στις βρώμικες αυλές/ οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους/ ούτε
υποταγή στην τρομερή εξουσία//. Πάλι σας δίνω όραμα.
{…}
Αντισταθείτε πάλι σ΄ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι/ στον πρόεδρο του
Εφετείου/ αντισταθείτε στις μουσικές, τα τύμπανα και τις παράτες/ σ΄ όλα τ’
ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε/ πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι/ σ’ όλους
που γράφουν λόγους για την εποχή/ δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα/ στις
κολακείες, τις ευχές, τις τόσες υποκλίσεις/ από γραφιάδες και δειλούς για το
σοφό αρχηγό τους […}
ellinikoxronografima.blogspot.gr panant1947@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου