Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

 

Έτσι τα βλέπω

 


                          

                            Άσε το Φθινόπωρο γύρω σου να στρώσει τ’  άνθη

                             

 τα στερνά

                                                  

                                                 Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

 

 

 

                        Μόνοι. Με τι καρδιά, με τι ψυχή να λησμονήσεις την αφράτη ξανθιά που άφησε ζωγραφισμένες τις καμπύλες της στη μαγική αμμουδιά. Με τι νου που δε λέει να ξεκολλήσει από τους φίλους του καλοκαιριού, να  πορευτείς για τον επερχόμενο χειμώνα. Πώς να  ονειρευτείς με τόσο χάος μέσα σου, με τη ζωή σου δοσμένη σε μια στρίγκλα ερημιά που σου μεταδίδει μεταγγισμένη κάθε στιγμή την ασθματική της αρρώστια.  Με τι καρδιά να μαζέψεις το σκουπίδι που άφησαν οι έποικοι της πόλης. Δε φτάνει  το χλωμό χρώμα της φθοράς που σε βάφει το μουντό φθινόπωρο, πρέπει να σκύψεις να μπεις σε ρυθμό και κόκκινος κατακόκκινος του αιμάτου να ξεβρομίσεις ότι αχνίζον ακάθαρτο  σκόρπισε το ασθενές γονίδιο του Έλληνα στη γη σου.

          Λιγοστεύει η ψυχή σου να βλέπεις αυτά που άφησε πίσω του. Πάνω στην άμμο η σπασμένη ρακέτα, πιο πέρα το πεταμένο πλαστικό ποτήρι, στους σωρούς με τα φύλλα οι άδειες σακούλες, στις παραλίες σκισμένα χαρτομάντιλα, στους κάδους το βιβλίο που το βαρέθηκε.  Κι αφού δεν άφησε σουπερμάρκετ για σουπερμάρκετ άδειο, έφυγε άνιφτος για την πόλη κι εκεί τρέχει στους δρόμους της, ψωνίζει πάλι, λερώνει και ιδρώνει.  Ύστερα θα πέσει στη δουλειά, που χρόνος για καλημέρα με το γείτονα, το φίλο,  την κουβέντα, την ποίηση. Που χρόνος για να μη βαριέται και να μη χασμουριέται να απαγγείλει τον ποιητή: << Άσε το φθινόπωρο γύρω σου να στρώσει τ’  άνθη τα στερνά, μια ζωή πεθαίνει μια πνοή περνά, τάχα σε προσμένει μια άνοιξη ξανά; >>   Ακόμη: << Όλα με ρόδα του φθινόπωρου να στεφανώσω τα μαλλιά σου, αυτά ταιριάζουν ομορφότερα στη χλωμιασμένη ομορφιά σου >>. Κι εκεί με το τσιμέντο στην καρδιά θα συνάξει δυνάμεις για να μας ποδοπατήσει πάλι το ερχόμενο καλοκαίρι. Εμείς εδώ με την ερωτιάρα επαρχία που όσο το φθινόπωρο βηματίζει, βάφεται όπως της καπνίσει. Πότε ξεμυτίζει δακρυσμένη γκρίζα, πότε ντυμένη με ανάλαφρο ροζ νυφικό, πότε χρωματισμένη με κόκκινες φουγγαρίες και πότε στολισμένη με ξεφυλλισμένα χρυσάνθεμα.

        Και μετράμε όσα φθινόπωρα έφυγαν και καρτερούμε τα κρυφά που θα ‘ρθουν.  Στο σύννεφο το βραδινό τραγουδάμε, στην αυγή που ‘ρχεται, ταξιδιάρηδες  στο καράβι της  ζητάμε να μπούμε. Κι όταν αυτή περνάει και μας παίρνει, νανουρισμένοι στους βελουδένιους κάλυκες και στα μεταξωτά άνθη τους, σωπαίνουμε, στους αέρηδες που δε μας σήκωσαν χαμογελάμε.

         Φθινόπωρο χλωμό, ηρωικό, φυλλοβόλο, ετοιμοθάνατο σαν τη ρημαγμένη κοινωνία μας. Δεμένο μαζί μας, αλητάκι με το τρύπιο σκουτί και το γρατσουνισμένο γόνατο. Αλητάκι που ΄χεις φίλους εμάς τους τιποτάκηδες και τους χωμάτινους. Εμάς  που μια μέρα σαν το στερνό το φύλλο θα πέσουμε από κάποιο  κλαδί σου!

     ellinikoxronografima.blogspot.gr       panant1947@gmail.com

             

 

Χρονογράφημα

                


                     
  Όταν ήμουν δάσκαλος

 

                                                        Παναγιώτη Αντωνόπουλου

 

 

                 Στο νου μου ήρθε απρόσμενα η πίσω εποχή. Τότε που με το διοριστήριο στην πισωτσέπη ανέβαινα το βουνό να πάω στο χωριό, να βγάλω το μεροκάματο στο σχολειό του. Από κοτρόνι σε κοτρόνι κι από στουρνάρι σε στουρνάρι, περπατούσα κι όλο περπατούσα και χωριό δεν έβλεπα. Ώσπου το ‘ριξα στο κλέφτικο, ν’ ακούσει το χωριό και να βγει στο ξάγναντο!  << Ανάθεμά τα,  τα βουνά με το ζακόνι πόχουν, το καλοκαίρι κίτρινα και το χειμώνα μαύρα και την πικρή την άνοιξη πολύ ροδαμισμένα. Κανένας δεν τα χάρηκε μες στον απάνω κόσμο, η κλεφτουριά τα χαίρεται και τα μικρά κλεφτόπλα. Πηδάνε, παίζουν και γλεντάν και ρίχνουν στο σημάδι, γυρίζουν και στη σούγλα τους τα παχουλά κριάρια, ποκεί οι Τούρκοι δεν πατάν, φοβούνται τα κλεφτόπλα>>.

                   Το τραγούδι το ‘φερε στο αγνάντιο και παινεμένος  πια ορειβάτης και γραμματοδιδάσκαλος, παρουσιάστηκα στον πρόεδρο. Ο πρόεδρος πρώην χίτης με κοίταξε με μάτι πολιτικής προστασίας, μου ‘φερε λίγο τυρί κι ένα ποτήρι κρασί, μου ‘δειξε στο κάδρο τον Κωνσταντίνο μετά της βασιλίσσης Άννας Μαρίας, το σχολείο μετά και μου ‘πε: << Είναι γεμάτο σκορπιούς, κουκουβάγιες και κοράκια και πρέπει να μάθεις τα παιδιά μας ελληνοχριστιανικά γράμματα μην το ξεχνάς! >>. Κατέβασε ύστερα τις εικόνες του Χίτλερ και του Μουσολίνι, τις έβαλε στην μασχάλη κι έφυγε.

                Έπιασα δουλειά, νεοδιόριστος δάσκαλος, το χωρίο ορεινό και η λόρδα να με κόβει. Πώς να κάνεις μάθημα θεονήστικος; Με σώμα ατάιστο, ψυχή σαν ξεκούρτιστη κιθάρα πώς να τραγουδήσεις με τα παιδιά: << Ένα παλικάρι είκοσι χρονών, άρματα του ζώσαν για τον πόλεμο .. >>

             Ευτυχώς ήταν Νοέμβρης και δεν ήταν όλα στο μηδέν. Το λιοτρίβι δούλευε στο φουλ, το βίντζι κάργαρε  τη μηχανή, αυτή πίεζε τα γεμάτα με χαμούρι τσαντήλια και το λάδι έρρεε χρυσός στο λιμπί. Και όταν η σαραντακέρατη πείνα με σούβλιζε πήγαινα εκεί και χωνόμουν ανάμεσα στους λαδωμένους εργάτες. Προσμπούκιζα δυο τρία λαλαγκόψωμα από το φανάρι τους, έκοβα και μια φέτα ψωμί από το καρβέλι τους, την έκανα καψάλα και την πέτσωνα. Έπινα και  δυο τρεις καταψιές κοκκινέλι από τον μπότη τους και ήμουν πλήρης. Στην αίθουσα πια  αεράτος Αστραπόγιαννος, οξεία δε μου ξέφευγε.

           Επιτελεύτια. Μητριά πατρίδα μου! Όπως με τάιζες τότε έτσι με ταϊζεις και σήμερα. Φτου σου να μη σε ματιάσω! Και μου στέλνεις κουτσουρεμένη και τη σύνταξη μη γεμίσω το πιάτο μου και γίνω υπέρβαρος! Φτου σου! Φτου σου!, να μη σε ματιάσω, πατρίς μου πολυαγαπημένη!

           ellinikoxronografima.blogspot.gr

                                                      

 

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

 

 

                                       Φαγάδες 


 

 

 

                                           Του Παν. Αντωνόπουλου 

 

 

            Τούτες τις φρυγμένες μέρες της ζωής μας, τρεις φίλοι αποφασίσαμε να βαπτιστούμε στη νυχτερινή Σιλωάμ της Πάνω Πόλης. Ταξιδάκι που συνεχίζεται να γίνεται από την πρώτη νεότητα, τότε που ένα Δόξα σοι ανάβρυζε από το πελώριο κιούπι του στέρνου μας. 

           Χέρι με χέρι, βαστάζοντας ο ένας τον άλλο στις ανηφοριές, τραβώντας τον πιο γέρικο δρομέα από το μανίκι στις στροφές, φτάσαμε στο καλαίσθητο μεζεδεπωλείο << Δεξαμενή >>. Μια παρεούλα λαϊκή γύρω από το ξύλινο τραπέζι, έπινε το ξανθό κρασί της, γελούσε, κουβέντιαζε και βροντούσε τον καριοφίλικο λόγο της περνώντας από γενεές δεκατέσσερις  τους κατσαπλιάδες του κυβερνητικού όρνεου.

           Πήραμε μια ανάσα, είπαμε τραγουδιστί : <<Σταυρέ βοήθει >> και ξεκινήσαμε. Λίγα μέτρα και τώρα φτάνουμε στην πλατεία της Αρκαδιάς αλλά δε φτάναμε κι όλο ο δρόμος γλίστραγε κάτω από τα πόδια μας αλλά δε σωνόταν, κι όλο τα γόνατα έτριζαν και τα πέλματα σούρνονταν σαν κουτσές χελώνες.

          Στη στροφή για τον Αι- Δημήτρη ο νεότερος ανέκραξε ψέλνοντας: << Κύριε! Κύριε! Τι βλέπω! >>  Μια κόλαση άρχιζε από λαμαρίνες, στην τύχη σωριασμένες, έμπροσθεν, όπισθεν και πλάγια, δεξιά, αριστερά και μέχρι εκεί που έσβηνε ο κόσμος.

           << Ου, μωρέ, πιάσ’ τονε τον Έλληνα ! >>ψιθύρισε ο πρεσβύτερος και έσκυψε στην τρύπα μιας εξάτμισης. Χολιασμένος φαρμάκι, την άγγιξε, τα χείλη του ξαγριωμένα έτρεμαν, τα μάτια του άσπρισαν σαν νταντελίτσες.

            Από το μετερίζι μιας πόρτας ύστερα μαζεύαμε τις νυχτερινές πινελιές που άφησε ο τραγίσιος  νους του νεοέλληνα.

             Όσο έβλεπε το μάτι μας, ήταν τίγκα στο αυτοκίνητο. Ρόδες στις στροφές, στα πεζοδρόμια, στα φρεάτια, στις εισόδους, σε ιδιωτικούς χώρους και δημόσιους. Τζιπάκια καβάλα στα καλντερίμια, γουρούνες μεγάλου κυβισμού στα σκαλιά, ρεμούλκες και καρότσες στη θέση των αναποδογυρισμένων κάδων. Οι οδηγοί του ναργιλέ, οι καπετάνιοι πασάδες με τις πάλες και οι πιστολάδες της ασφάλτου  τα ΄’δεσαν εκεί με τα λουριά σαν να’ τανε γαϊδάροι.  

          Το σκουπιδαριό των οχημάτων, βρώμισε και το κορμάκι της πλατείας που στ’ απόκρυφά του διολισθαίνοντες οι φαγάδες έπιαναν τραπέζια για το βραδινό καταπέτασμα. Κι όταν ήρθαν τα χοιρινά ξύγκια και τα σπληνάντερα, μασέλες και στομάχια πήραν φωτιά.

          Κι έγινε ένα χλαπάκιασμα, ριζωμένο από πάππου προσπάππου που κοροϊδεύοντας ο ένας τον άλλο έλεγαν: << Αυτός έφαγε τον αγλέουρα >> ή << Αυτός έφαγε τον άμπακα >>.

        Τη δεκαετία του εξήντα στον ίδιο πατρώο τόπο, έτρωγαν οι πατεράδες μας που είχαν την κοιλιά μέσα και το πρόσωπο ματωμένο με ραγάδες. Ήτανε καλοφαγάδες αλλά το δείπνο τους λιτό. Σήμερα τρώνε φαγάδες με φουσκωμένες κοιλιές και πρησμένα μάγουλα. Τότε τα φωσφορικά μάτια της Μαγδούλας που περνούσε δίπλα στα τραπέζια, έκαναν τα πεινασμένα αγριμάκια να σηκώνουν τα κεφάλια και να μυρίζουν τη διαδρομή της. Σήμερα τα κεφάλια μένουν σκυμμένα στα πιάτα. Ούτε  η Τζούλια Ρόμπερτς τα σηκώνει!

                                                        ellinikoxronografima.blogspot.gr