Σάββατο 10 Μαΐου 2025

 

                             ΤΟ    Χ Ρ Ο Ν Ο Γ Ρ Α Φ Η Μ Α

 

                                     Οι καημένοι οι δημόσιοι


                   

                                       Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

                

              Κυψέλη το δημόσιο. Τροφοδοτεί τα χαρτένια όνειρα των νέων, επουλώνει πληγές της φτώχειας τους όταν περάσουν το κατώφλι του, θαμπίζουν οι νύχτες τους από το αστεράκι της μονιμότητας που τους φωτίζει, σπιθίζουν οι αυγές τους από το γλίσχρο μισθό που τους φιλοδωρεί.  Δουλεύουν και τους ραντίζει η ανάβρα της ευτυχίας, ντύνονται με την εθνική στολή του φυλακισμένου στο κάτεργο της εξουσίας, λιώνουν και σαπίζουν τριανταπέντε χρόνια δεμένοι με λουριά στις φάκες του δημοσίου υπόκοσμου.  

             Σ’ αυτό το μαγαζάκι φώλιασα κι εγώ για λίγο διαζευγμένος με την κιμωλία. Είδα κυρίες υπάλληλους με φτερά στο καπέλο, δράκους γραφιάδες να έχουν γραμμένο ανεξίτηλη στο στήθος την υποταγή στο κίβδηλο κόμμα, χαμερπείς  γραμματείς  να ξεσκονίζουν τα παπούτσια των προϊσταμένων.  Είδα και χαλβάδες, διοικητικά όργανα, τρόπος του λέγειν, με τούρκικα φέσια στο κεφάλι να υπογράφουν ύποπτες συμφωνίες, να γίνονται οσφυοκάμπτες μπροστά σε πολιτικούς, να χώνονται σαν γαιοσκώληκες  από γραφείο σε γραφείο, να κάνουν κλήσεις πονηρές σε ύποπτους χώρους. Είδα  βρικόλακες, λείψανα φριχτά με κάρα αδειανή και μάτι θολό οχιάς, λιμασμένους λύκους παντού σε κάθε γωνιά  Όλη τη λύσσα τους την ξερνούσαν σ’ ανθρώπους και χαρτιά, σε αποφάσεις οργής και διατάξεις βουτηγμένες στο μελάνι με το απόστημα της διαφθοράς.

          Νωρίτερα μαθητής στο γυμνάσιο, δημόσια υπηρεσία κι αυτό, συνάντησα πολλά ευτράπελα.  Αναφέρω ένα σχεδιασμένο υπό του εκλεκτού φιλολόγου μου. Αφού με ρήμαξε πρώτα στις σφαλιάρες για την οχληρή μου συμπεριφορά εντός της αιθούσης μου επέβαλε μια άσκηση για τιμωρία: << Είμ’ Οδυσσεύς Λαερτιάδης, ος πάσι δόλοισιν ανθρώποισι μέλω, και  μευ κλέος ουρανόν ίκει … >> μου είπε.  <<Θέλω ερμηνεία! >>  Του την είπα φαρσί. Άνοιξε τον κατάλογο, μου’ βαλε δέκα και μ’ έστειλε από τότε να βυζάξω το γάλα της στέρφας ζωής που με περίμενε. Πού το βρήκε το δέκα ο ταγματασφαλίτης και μου το κούρνιασε; Με εκείνο το δέκα η ζωή μου έμελλε να γίνει συντρίμμια.

             Ήξερε πως είχα μεγαλώσει με κούμαρο, την τύλωνα με καβούρια και το καρβέλι στο σακούλι που μου ερχόταν από τη Μουριατάδα, κόλλαγε στον κατήφορο στους Μύλους  τις μέρες της νεροποντής. Ακόμη είχε μυριστεί ο αρουραίος τούτος του δημοσίου πως είχα σταυρό βαρύ, μυαλό ξυράφι και μέλλον ευοίωνο. Φοβήθηκε ο ολίγιστος μη γίνω αστεράκι και φωτίσω την ξεζωμένη κοινωνία και με ξέκανε!  Ο ξεπεσμένος δημόσιος δερβίσης! Όπου ήθελε έβαζε το είκοσι και όπου γούσταρε το δέκα και το εφτά. Αλαλούμ στην παιδεία τότε, αλαλούμ και σήμερα. Οι ταγοί του υπουργείου τα ξέρουν αλλά ο κόσμος των παραισθήσεων που ζουν τα ξεπερνά χωρίς τριβές. Στο ίδιο μήκος κύματος εκπέμπουν και τα παχύδερμα των εκάστοτε κυβερνήσεων που στελεχώνουν το Μαξίμου.  Από το κεφάλι βρωμάει το ψάρι. Όταν στελεχώνεις με ημέτερους ανίκανους τις υπηρεσίες είναι απολύτως αναμενόμενο να ασθενεί και η διοίκηση.

                                            

 

                      ellinikoxronografima.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου