Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Ο πρίγκιπας Ζαπίτο
υπερηφανευόταν πως ήταν νέος, γερός και πλούσιος. Πως αρρώστια και θάνατος
δύσκολα θα τον άγγιζαν. Απολάμβανε το βίο του ζώντας στον τεράστιο πύργο του,
εθισμένος σε πλούσια συμπόσια, νύχτιες κατανυκτικές οινοποσίες και ερωτικές
τρυφηλές περιπτύξεις.
Το χόμπι του ήταν το
ψάρεμα. Η προετοιμασία τελετουργική και η οργάνωση αρίστη. Η είσοδος στη
θάλασσα στη χάση του φεγγαριού και η ακολουθία του ως το λιμανάκι από τους
ωραίους και κρατερούς νέους του στενού του περιβάλλοντος. Στο σκαρί μέσα πάντα
μόνος του μύριζε την αρμύρα και έχαιρε, υποβιβαζόταν σε καπετάνιο και το
γλεντούσε, αρπαζόταν από τον άνεμο και τις ράχες των δελφινιών κι απόβαλλε την
τρικυμισμένη ματιά του γαλαζοαίματου.
Στις παρέες με τους πρίγκιπες κι
ευγενείς γινόταν δυσάρεστος. Τους απόφευγε και συζητούσε μαζί τους ελάχιστα. Κι
όταν εξ ανάγκης όφειλε να εκφέρει λόγο, εγκώμιο έπλεκε στο θάνατο που τον
ξεχνούσε. << Άλλους τους θερίζει
με το δρεπάνι του και σ’ εμένα πρύμνη
κρούει και μ’ αποφεύγει >> έλεγε
φλυαρώντας εστεμμένος
κομπορρημοσύνη και αλαζονεία.
Ζούσε με την
ψευδαίσθηση πως ήταν ημίθεος, άτρωτος και ευνοημένος της μοίρας. Πίστευε πως το
κακό φλερτάρει με τους άλλους, ο ίδιος πανούργος και ισχυρός του ξέφευγε. Κι αν
τον άγγιζε ξίφος θα σμίλευε την αχτίδα της νιότης του και θα το εξαφάνιζε.
Χιονιές δεν τον ηύραν,
θύελλες σαρκοβόρες δεν τον έδειραν. Μοναχογιός χόρταινε τον ύπνο στο φύλλωμα
της μεγαλειότατης αγκάλης των σπορέων γονέων. Είκοσι πέντε Μαΐων και ιός δεν του
είχε μολύνει τα αιμοπετάλια. Το γήρας το αγνοούσε, θρόμβος δεν έγινε ποτέ το
αίμα του πάνω από το φέρετρο νεκρού. Το μυοκάρδιό του σε ρυθμό, το κορμί του ζεστό,
παγωνιά στους μυς του δεν νέκρωσε τα κύτταρα στη θέα του μπαζούκας του εχθρού στη
μάχη και στο μαχαίρι του αδελφού σε εμφύλιο.
Στο νεκροταφείο
ενταφιασμένοι οι προγονοί του, τη δόξα του κάτω από το υγρό χώμα εκκόλαπταν. Τον
τόπο του τον θεωρούσε τόπο προσκυνήματος να ελαφρύνει την ψυχή του και να του πουρλακάει κάθε μεταφυσικό του
φόβο. Του άρεσε η λευκότης των σταυρών, το ανέσπερο φως των κεριών, οι σωροί
από τους πλαστικούς ανθώνες στις πλάκες
των τάφων.
Οι εγχάρακτες επιγραφές τής μέρας τής
γέννησης και του θανάτου των νεκρών, του ‘φερναν γαλήνη. Διασκέδαζε να τις
διαβάζει, σκέψεις επινοούσε τρελές, με
οράματα τρελά διακατεχόταν ξαφνικά. Αδιανόητο για τη μεγαλοσύνη του να σκεφτεί πως
εν μέλλοντι θα κοιμόταν κι αυτός κάτω από μια ταφόπλακα. Πως θα ήταν πολίτης
της νεκρόπολης και γραμμένος στα μητρώα των νεκρών της.
Γέλιο του έφερνε
αυτή η ορμή της σκέψης των άλλων για το θάνατο. Ύστερα φανταζόταν τις
ταφόπλακες να κομματιάζονται, και με τα
βόλια τους που εσύριζαν να σκορπίζονται σε ύψος και σε μήκος. Τους σταυρούς να συντρίβονται σ’ ένα σύννεφο
σκόνης οδεύοντας προς τον ουρανό με ήχο βροντερό.
Ο νους του πάντα
γύρω από τα αισιόδοξα. Δόξαζε τα ευχάριστα γεγονότα, τους έπλεκε εγκώμια,
ύμνους διθυραμβικούς. Το αίσθημα ηδονής γι’ αυτά μεγάλωνε, ο φόβος του για τις
μέλλουσες συμφορές του εξανεμίζονταν. Εγωιστής πια. αισιόδοξος, εσωστρεφής κι
άτεγκτος, έχασε φίλους, κέρδισε εχθρούς κι άδειασε τα σωθικά του από
συναισθήματα.
Οι εχθροί του
προσεύχονταν για τη συμφορά του. Συμπότες τον περιγελούσαν, συζητητές τον
λοιδορούσαν. Στις γιορτές και τις συνάξεις τον επέκριναν. Πότες φανατικοί
ύψωναν τα ποτήρια κι εύχονταν το θάνατό του. Σεβαστοί αυλοκόλακες τον
περιφρονούσαν. Άνθρωποι ευεργεθέντες τον
μισούσαν. Πίσω του τον διέβαλαν, τον ρουφιάνευαν και
ύφαιναν τον ιστό της καταστροφής του. Πονηροί και ξετσίπωτοι της αυλής τον
συκοφαντούσαν, ανίκανο τον φώναζαν, ελεεινό τον προσφωνούσαν, μικρόψυχο, ποταπό
και αρουραίο βρώμικο τον θεωρούσαν.
Πριν φύγει για το
ψάρεμα, αποχαιρετούσε φίλους και προσωπικό με χορούς, μουσική και δείπνο. Είχε
μια αίθουσα διακοσμήσει γι’ αυτή τη γιορτή. Εκεί διασκέδαζαν όλη νύχτα,
τρώγοντας τον αγλέουρα και πίνοντας του σκασμού.
Το ψάρεμα γινόταν
στη χάση του φεγγαριού. Η γιορτή οριζόταν για την παραμονή της αναχώρησής του.
Ώρα εισόδου για τους καλεσμένους ήταν η δεκάτη νυχτερινή. Κάθε καθυστέρηση του
καλεσμένου τον απέκλειε από το δείπνο. Κλείνοντας οι πόρτες, το υπηρετικό
προσωπικό άρχιζε το σερβίρισμα, ένας οινοχόος τους γέμιζε τα ποτήρια κρασί και
η ορχήστρα έπαιζε ελαφρά μουσική.
Τα καλοκαίρια ο
πρίγκιπας δεν ψάρευε. Το απόφευγε γιατί η ζέστη και τα μελτέμια τον δοκίμαζαν.
Προτιμούσε το φθινόπωρο και την άνοιξη. Με την πρώτη χάση του φεγγαριού, το
αποφάσιζε. Οργάνωνε τη γιορτή και το πρωί ξεκινούσε.
Έτσι κι απόψε ο
πρίγκιπας Ζαπίτο πιστός στις συνήθειες του, έδινε το χορό του εν όψει της
αυριανής του αναχώρησης για το ημερήσιο ταξίδι του. Οι καλεσμένοι προσήλθαν
πιστοί στην ώρα τους κι έπεσαν στο φαγητό. Πρωτοστατούσαν οι συναγρίδες, τα
λυθρίνια, οι ροφοί και η αχινόσουπα σπεσιαλιτέ του πρίγκιπα, και πολλές
σαλάτες. Έφαγαν και διασκέδασαν μέχρι τα ξημερώματα. Το φαγοπότι άγριο, το ποτό
πολύ, το κέφι τρικούβερτο. Οι μεθυσμένοι
κοιμήθηκαν στις καρέκλες, οι ξύπνοι το ‘ριξαν στο τραγούδι και το χορό. Λίγο
πριν χαράξει ο πρίγκιπας τύφλα στο μεθύσι σηκώθηκε, πλησίασε την μπαλκονόπορτα
και την άνοιξε. Στη δύση φάνηκε η θάλασσα που έστειλε όλη τη λάμψη και την
αρμύρα της να μπει μέσα. Ο έναστρος ουρανός ακόμη λαμπύριζε, οι χρυσοκόκκινες
αποχρώσεις της ανατολής έφεγγαν και οι πρώτες φωνές των πουλιών σκόρπιζαν τις νότες τους στο γλυκοχάραμα που
ερχόταν.
Βγήκε έξω και περπάτησε στο ξύλινο
μπαλκόνι. Κοίταξε τη θάλασσα και τη θαύμασε. Ήταν ήσυχη και γαλήνια με τους
γλάρους να βουτάνε στα νερά της, τις πρώτες βαρκούλες να χαϊδεύουν τη ράχη της
και τους φλοίσβους της να μουρμουρίζουν στην ακρογιαλιά.
Μπήκε μέσα, μ’ ένα
γέλιο στα χείλη του στο χρώμα του τριαντάφυλλου. Μια λάμψη έκπαγλη στα μάτια
του κι ένα τρεμούλιασμα συγκίνησης στο
όμορφο πρόσωπό του. Με ζωηρή διάθεση στάθηκε κοντά τους και τους είπε με
τραγουδιστή φωνή:
--- Ήγγικεν η ώρα
αγαπητοί μου, που ο ταπεινός πρίγκιπάς
σας θα παλέψει με το υγρό στοιχείο και τους θησαυρούς του! Ευχή μου να ΄χω καλή
επιστροφή μ’ ένα πελώριο ψάρι στο σκαρί
μου!
---
Σκατζάρισε με
το πούσι ακόμη να τον σφίγγει γύρω του σαν μια ζώνη. Κι αυτό για λίγο γιατί μια
λαμπαδούλα ανατολή με τον χιτώνα της το
τύλιξε και το σκόρπισε. Φωτίστηκε η φύση, γέμισε πορφυρές ανταύγειες η θάλασσα.
Τα πάντα έλαμψαν, μια μουσική σύνθεση ακούστηκε, μια θύρα άνοιξε στην ψυχή κι ο
φόβος χάθηκε. Άφωνος με τους χρυσούς κύκλους του ήλιου πότε ζερβά και πότε
δεξιά του, κυλούσαν με τη βάρκα του στο άπειρο κι αυτός γελούσε.
Η μέρα κυλούσε
όμορφη, το δυνατό αεράκι κόπηκε, η βάρκα γλιστρούσε ήσυχη, ο πρίγκιπας με την
πετονιά στο χέρι σκυμμένος κοιτούσε τα νερά που στροβιλίζονταν μέσα στη δίνη της θάλασσας. Κι όλο έλπιζε να
βρει την καλή ψαριά, κι όλο ψάρευε στο μέρος που το ‘λεγε << καλό πηγάδι
>> και κράταγε πολύ ψάρι και κάθε λογής.
Και ήρθε το ηλιοβασίλεμα για να τον
βρει με άδειο παραγάδι. Τους ροφούς να
μην τσιμπούν, την κουπαστή άδεια να δέρνεται από τη ριγοβόλο ορμή του πουνέντε.
Κατηφής κοιτούσε με λύπη το αχανές πέλαγος,
οι σταγόνες του αλατιού στο μέτωπό του στάζαν, το σημάδι της ελπίδας που θα
έφερνε το καλό μαντάτο στο αγκίστρι αργούσε.
Τραβούσε την
πετονιά και όλο ζητούσε να φανεί ο θησαυρός του. Το νερό σχιζόταν, η αγωνία του μεγάλωνε, το
μάτι του όπως πάντα με τη γλυκιά συνήθεια του
έψαχνε το θύμα του στη ράχη του νερού. Κι όσο κι αν καμιά φορά
καταφρονούσε τη δύναμη της θάλασσας τώρα παραδόξως ένιωσε ένα φόβο μέσα του. Κι
αυτό γιατί το μαύρο σημαδάκι κοντά στην πλώρη είχε το σχήμα του υγρού δαίμονα.
Έσκυψε, είδε και φώναξε! <<Ξιφίας! >> Η ουρά του ξάκριζε από τα
νερά, η ράχη του άστραφτε σαν
κεχριμπάρι. Ο πρίγκιπας έσφιξε δάχτυλα και χείλη και σύναξε όλη του τη δύναμη
να νικήσει το θεριό.
Τραβούσε,
αμολούσε, έβριζε θεούς και δαίμονες κρατώντας την πετονιά με το δεξί του χέρι. Με
τ’ άλλο έστριψε τη βάρκα στη στεριά, εκεί στα ξέβαθα θα το ‘χε του χεριού του.
Η θάλασσα μες στα βαθιά γυμνή είναι από μπέσα. Στην άκρη του γιαλού, οι
θαλασσίδες νύμφες είναι πιο πρόσχαρες και φιλικές.
Το ψάρι έδειχνε
άγριες διαθέσεις. Τον δυσκόλευε με βίαιες καταδύσεις και γρήγορες αναδύσεις.
Πολλές φορές κινδύνευε να βρεθεί στα νερά κι άλλες να πληγωθεί στην κουπαστή
της βάρκας. Κρατούσε την πετονιά σφιχτά στο χέρι του, συγκρατούσε τις κινήσεις
του ψαριού, ξεδίπλωνε τη μαεστρία του να τιθασεύσει τα στοιχειά που είχαν
μπλέξει ανάμεσα σ’ αυτόν και το νερό. Έμπειρος, ονειρεύτηκε το ψάρι στο
αγκίστρι ολόκορμο, όμορφο και δυνατό σαν πορολίθι.
Λίγο έξω από το
λιμανάκι του πριγκιπικού πύργου, αναθάρρησε και σκέφτηκε: <<Αν περάσω το
μικρό λαιμό του λιμανιού και μπω μέσα, στο μώλο δένω αμέσως, το ντεραπάρισμα
γλιτώνω και το σκοτώνω με το χοντρό μου σίδερο>>.
Μ’ αυτή τη σκέψη
βρέθηκε έξω από τα νερά του λιμανιού. Και τότε γδούπος δυνατός τράνταξε αυτόν
μαζί με τη βάρκα του. Το νερό άφρισε, κύμα σηκώθηκε κι ένιωσε το χέρι του άδειο!
Είδε το ψάρι να χάνεται πίσω από τη βάρκα, να τρέχει προς το πέλαγο, τον
αφανισμό του να γλιτώσει. Με μιας
αρπάζει το σίδερο και κάτω από το αριστερό του μάτι το χτυπάει. Το ψάρι λες και
τρελάθηκε καταμπροστά πέταξε κι άγγιζε την πλώρη. Ο πρίγκιπας του έχυνε βρισιές
και το περιγελούσε. Αυτό όλο κλωθογύριζε, πετάγματα έκανε τρεμουλιαστά κι
άταχτα σαν μεθυσμένο. Κι όλο ερχόταν κατά πάνω του κι έσπρωχνε το σκαρί και με
ορμή ρουθούνιζε στο θαμπό αέρα. Όπου αναδευόταν άφηνε μια ασπρογάλαζη καταχνιά,
χάραζε σκοτεινόμαυρες σχισμάδες στα νερά, ύψωνε ραχούλες από μικρά αφρισμένα
κύματα.
Ο πρίγκιπας ένιωσε
πλάκωμα στην ψυχή, κινδύνεψε να λιγοθυμήσει. Σκεφτόταν τι έφταιξε, τι πήγε
στραβά και βρέθηκε ξαρμάτωτος στη μέση γης και ουρανού.
Άξαφνα ανατρόμαξε.
Προς το μέρος της δύσης ένα μενεξεδένιο σύννεφο πρόβαλε σαν ίσκιος πελώριος.
Ξάπλωσε στην κουπαστή με σύγκρυο στην ψυχή να προφυλαχτεί. Άκουσε το χτύπημα
στο σκαρί, είδε ένα άλμα αέρινο, μια σπαθωτή ψαρίσια σκιά και γνώρισε το
χαλαστή του. << Ο Θεός βούλεται να
πεθάνω μέσα στο σκαρί μου >> σκέφτηκε και έκανε απεγνωσμένη προσπάθεια να
αποφύγει την πλημμύρα που τον έπνιγε με
αφρούς, γλώσσες νερού και αέρινα ποτάμια.
Ξαπλωμένος
ανάσκελα έμοιαζε με πτώμα. Το πρόσωπό του σούρωσε στο λεπτό, τα μάτια του
θόλωσαν και βουρκωμένος κοιτούσε στη στεριά, να δει το φιλόξενο μέρος του
πύργου του. Έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί, το σίδερο και πάλι ν’ αρπάξει και
να σκοτώσει το θεριό. Ο τίγρης όμως μέσα του λιπόψυχος δεν τον υπάκουσε. Κι όσο
κι αν αντρειεύτηκε έμεινε ξαπλωμένος να ρουχανίζει σαν το ζωντανό που βρήκε
ανηφόρα και με φωνή ταρναριστή να ψιθυρίζει κατάρες και αναθέματα.
Η βάρκα αρμένιζε, η
καταχνιά τον σκέπαζε με την υγρή αχλύ της,
δεξόζερβα στην κουπαστή ένας ανεμοκίνητος παφλασμός του έκοβε την ανάσα.
΄Ήταν από το κήτος που αναδύθηκε
και πλατάγισε κοντά στη βάρκα. Το πλεούμενο δε γλίτωσε από του διαβόλου την
επιβουλή και βυθίστηκε! Ο πρίγκιπας μέσα στο ματωμένο νερό τραβούσε για τον
πάτο! Κατάλαβε το τέλος του και πριν χάσει τον κόσμο, πρόλαβε και αναφώνησε
λίγο έξω από το σκοτεινό βασίλειο του Άδη: <<Δε θέλω να πεθάνω!>>
και βούλιαξε στα κρύα νερά που τον κατέβασαν στην κρύα καρδιά της άμμου.
Ο πρίγκιπας Ζαπίτο,
που πίστευε πως ήταν ακαταμάχητος και ο θάνατος τον ξεχνούσε, έτσι πέθανε! Ήταν
ένας Άδωνης, είκοσι πέντε χρονών με ταπεινό <<πιστεύω>> πως ο
θάνατος δε θα τον έβρισκε ποτέ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου