Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Νυχτερέμι έγινε η Μεσσηνία! Από τα
σύθαμπα και αποκαρωμένοι από την υπνηλία εξαθλιωμένοι γείτονές μας παίρνουν τους δρόμους. Όχι για να πάνε να
καθαρίσουν τ’ αγριάγκαθα στο χωράφι
τους, ούτε να πάρουν το κινέζικο μεροκάματο στη φάμπρικα του σπόγγου
επιχειρηματία για να μπαλώσουν μ’ αυτό τη μισότριβη βράκα τους. Ούτε να αγοράσουν
κάνα κομμάτι γουρνοπέτσι να μασήσει το δόντι της φαγανιάρας φαμίλιας τους.
Τα χωράφια τους τα εγκατέλειψαν με
τόσο φονικό φόρο που πληρώνουν, τη φάμπρικα την άφησαν γκρεμισμένο γιαπί σαν
έσκασε η φούσκα του πλαστικού μάνεϊ του εργοδότη κουραμπιέ. Την πόρτα του χασάπικου δεν την περνάνε με τίποτα. Ο
χασάπης το φυλάει από τους φιόγκους με τις άδειες τσέπες και τους παίρνει
φαλάγγι με το χοντρό του ραβδί.
Έτσι ζητιανεύουν καθημερινά,
Κυριακές, αργίες και σχόλες. Στα σπιτομάγαζα, στους φούρνους, στα Κ.Τ.Ε.Λ, στις
λαϊκές, στις αυλές της εκκλησίας, στα στέκια του συναγμένου λαού. Ξαπλωμένοι, όρθιοι ή περιπατητές απλώνουν το
χέρι, και ζητούν τα ψίχουλά μας.
<< Ελεήστε με, Χριστιανοί!
Να συχωρεθούν τα αποθαμένα σας! Τον οβολό σας να πάρω γαλατάκι του μωρού,
σκάλτσες του γέρου για το χειμώνα, το λερό και σκισμένο φουστανάκι της εγγόνας
μου να τ’ αλλάξω με καινούριο και καθαρό! >>
Ακούς τη φωνή ξαπλωμένος στην
καρέκλα σου. Ρουφάς τον εσπρέσσο και χαίρεσαι που εσύ, χαυνίζεσαι ακόμη ράθυμος
και δεν κάνεις τα ίδια. Η τσέπη τής αλατζωτής έστω πουκαμίσας σου έχει λίγα
ξεθωριασμένα ευρώ και τη βγάζεις ακόμη. Μετά όταν μασηθούν από τα Στουρνάρια
χαράτσια τι μέλλει γενέσθαι;
Όμως συλλογιέσαι πως κι εσύ
σκούληκας στην ίδια λάσπη είσαι. Κι αν τώρα μασάς λίγο πασατέμπο αύριο θα μασάς
χωρίς να έχεις τίποτα στα δόντια σου μόνο από συνήθεια.
Και όπως βλέπεις το αδύνατο γεροντάκι
με την τρύπια σκούφα στο κεφάλι, τη γόπα στα χείλη και το μπαστούνι στο ένα
χέρι, τσουκ, τσουκ, τσουκ να σε πλησιάζει, του δίνεις το κέρμα και το μυαλό σου
πάει στους μπέηδες. Σ’ αυτούς που με τη
γραμματαλλαγή τους με τα ευρωπαϊκά δαμάλια αποφάσισαν να κάνουν την πατρίδα μας
στάβλο μοσχαριών και μας βοσκούς τους.
<< Θα μας γδάρουν ως το κόκαλο!
>> λες. Κι όλο θα μεγαλώνουν τα τσιφλίκια τους. Κι όλο εμείς τα ζωντόβολα
θα τους δίνουμε τα πούπουλά μας σαν μας ξεπουπουλιάζουν να φτιάχνουν μαλακά
στρώματα.
Κι όλο θα καρτεράμε τη λευτεριά από
τη φτώχεια κι όλο απένταροι θα μένουμε! Απένταροι και ζητιάνοι!
ellinikoxronografima,blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου