Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Προτιμούσε
το καφέ Αρχαίο γιατί πίστευε πως η
περίσσια διακόσμηση της αίθουσας, του
πήγαινε. Στην αρχή πέρασε μια μικρή
επώδυνη δοκιμασία μέχρι να αφομοιώσει
το αλληλέγγυο της αρχαίας και της
σύγχρονης διακοσμητικής τέχνης, αλλά
η σιγουριά του πως κάτι καλό κουβαλούσαν
και οι δυο πολιτισμοί, τον έκανε να
αγαπήσει το χώρο και να απολαμβάνει τον
πρωινό του καφέ.
Έτσι
κάπου δέκα χρόνια τώρα, περνούσε την
κομψή ξύλινη πόρτα του κι έπιανε θέση
στον κίτρινο καναπέ με το οβάλ τραπέζι.
Εκεί έπινε για δυο περίπου ώρες τον
καφέ του, διαβάζοντας την αγαπημένη του
εφημερίδα << Ο τύπος των ήλων >>
και ξεφύλλιζε στο τέλος της ανάγνωσης
κάποια λογοτεχνικά βιβλία που τα έφερνε
μαζί του.
Ιδιαίτερους
φίλους δεν είχε και οι παρέες του ήταν
επιλεγμένες. Έτσι χωρίς να αισθάνεται
ταπεινωμένος ζούσε με τη μοναξιά του,
αντλώντας από το απύθμενο βάθος της την
ομορφιά και τη λάμψη των έργων του.
Γι’
άλλη μια φορά, δυστυχώς και σήμερα,
ανακάλυψε το παλιό και χρόνιο πρόβλημα
των εφημερίδων, την επανάληψη! Τα ίδια
και τα ίδια με μια μόνιμη διαφήμιση των
ανθρώπων της χλιδής και τη σιγή ιχθύος
για την καταπάτηση των δικαιωμάτων του
λαού. Έτσι την έκλεισε και έφερε μπροστά
του το ογκώδες βιβλίο με τον τίτλο <<
Η θεραπεία του Σοπενάουερ >> του
IRVIN
YALOM.
Αφού το κράτησε απαλά στα δυο του χέρια
και θαύμασε το θάμπος και την ομορφιά
του εξωφύλλου του, άρχισε να το φυλλομετρά
με μάτια που αναριγούσαν αγωνία κι
έπαρση.
Δεν
ήξερε το γιατί αλλά όταν έπαιρνε στα
χέρια του ένα βιβλίο με δυνατό ρεύμα
σκέψης, πάντα ένιωθε δέος! << Η δύναμη
του κάθε καλού βιβλίου μου δίνει χαρά
γιατί με φέρνει κοντά στον πλησίον >>
εξομολογιόταν στους φίλους του.
Η
γυναίκα που μπήκε εκείνη τη στιγμή μέσα
κι έψαχνε τραπέζι να καθίσει τον διέκοψε
από την πνευματική του σχέση με το
βιβλίο. Και χωρίς και ο ίδιος να το
καταλάβει την κοίταξε κι έδειξε
ξαφνιασμένος. Εντυπωσιασμένος αμέσως
από τη φροντισμένη εμφάνισή της, κράτησε
το βλέμμα του πιο πολύ απ’ ότι έπρεπε
πάνω της, θαυμάζοντας το σώμα της που
έμοιαζε σαν μοντέλο μέσα στη ζεστασιά
της λευκής φούστας από ακριβό άκαμπτο
ύφασμα και στο μαύρο δερμάτινο μπουφάν
που έπεφτε τέλεια στους συμμετρικούς
ώμους της. Τα καστανά κοντά και ίσα
μαλλιά της, της έδιναν γοητευτική όψη
κι όσο για το πρόσωπό της, ω! θεία τύχη,
εξέπεμπε μια έντονη θηλυκότητα και
λάμψη.
<<
Θα θεωρηθώ αγενής έτσι που την κοιτάζω
>> σκέφτηκε ο συγγραφέας κι έριξε
πάλι τα μάτια του στο βιβλίο, τραβώντας
τα απρόθυμα από το ερέθισμα. Η γυναίκα
στάθηκε στο διπλανό τραπέζι λίγο και
κάθισε απέναντί του. ύστερα ανοίγοντας
τη δερμάτινη τσάντα της έβγαλε τα τσιγάρα
με τον αναπτήρα και τα ακούμπησε μπροστά
της. Η ματιά της πήρε το σκυμμένο άντρα
στο βιβλίο, εντυπωσιάστηκε από τη
μοναχική του διάθεση κι ένιωσε μια μικρή
ενδόμυχη δόνηση έτσι γνώριμος που της
φάνηκε. Κι απρόσμενα η δόνηση έγινε
συμπάθεια για τον άντρα που καθόταν
απέναντί της και η μια ματιά έφερε την
άλλη για να γίνουν συνεχείς και τρυφερές.
<<
Τον έχω δει πολλές φορές και φαίνεται
να ‘ναι άνθρωπος της τέχνης >> σκέφτηκε
κι ένιωσε ερεθισμένη σαν κοριτσάκι. Κι
αφού χαμογέλασε αόριστα ετοιμάστηκε
ν’ ανάψει τσιγάρο.
Ο
άντρας εκείνη τη στιγμή σήκωσε το κεφάλι
του απ’ το βιβλίο και την κοίταξε με
μάτια που έλαμπαν. Και υπακούοντας στο
ένστικτό του που του ‘λεγε πως η γυναίκα
αυτή σαν καλλιεργημένη που ήξερε πως
ήταν, είχε τρόπους, τη ρώτησε σίγουρος
πως δεν θα τη προσέβαλε:
<<
Έχω την εντύπωση πως σας έχω δει πολλές
φορές στην πόλη μας! Και είμαι βέβαιος
πως είσαστε άνθρωπος του καλού κόσμου!
Γιατί όμως δεν έτυχε να συναντηθούμε;
>>
Η
κολακεία την ενεθάρρυνε που ένιωσε ένα
ευχάριστο αίσθημα δύναμης κι απελευθέρωσης.
Έτσι γοητευμένη από τα πρώτα κιόλας
λόγια του, του απάντησε με μια γλυκιά
ικανοποίησης για το θάρρος που πήρε να
μιλήσει μαζί του:
<<
Αχ, να ξέρατε πόσες φορές κι εγώ όταν
σας έβλεπα, αναρωτιόμουν, ποιος είσαστε,
δε θα το πιστέψετε! >>
Ο
συγγραφέας οξυδερκής όπως ήταν επωφελήθηκε
από τα αυθόρμητα λόγια της για να της
αποκριθεί ευθέως κι ενθουσιασμένος:
<<
Υπάρχει πολύ υλικό, βλέπω ανάμεσά μας
για να το συζητήσουμε. Δεν έρχεσθε στο
τραπέζι μου; >>
Αυτή
θαύμασε τη συμπεριφορά του και ωθούμενη
από τη λυσσασμένη περιέργειά της να
μιλήσει μαζί του, τον άκουσε και πήγε
στο τραπέζι του.
<<
Αφού το ζητάτε και ο ένας θαυμάζει τον
άλλον είμαι σίγουρη πως θα πούμε
ενδιαφέροντα πράγματα και θα φτάσουμε
και σ’ αυτό που ξέρω πως θέλεις να με
κατακτήσεις, όπως θέλω κι εγώ! >> του
ψιθύρισε και τον κοίταξε βαθιά στα
μάτια.
Ο
άντρας έκανε πως δεν την άκουσε και
είπε, χαμηλόφωνα:
<<
Έρχομαι εδώ χρόνια, πίνω, καπνίζω, συζητώ
και φυλλομετρώ βιβλία και εφημερίδες.
Τι άλλο να κάνω; Οι φωνές της αίθουσας
και τα γέλια των θαμώνων φτιάχνουν ένα
κλίμα γιορτινό και χαρούμενο που μου
ταιριάζει πολύ! Έξω δεν μου αρέσει! >>
<<
Θέλετε να πείτε δεν σου αρέσουν οι
άνθρωποι; >>
<<
Ναι. Είναι αδιάφοροι, εγωιστές και
κακομαθημένοι. Κάνουν βόλτες στην
πλατεία και χορεύουν τα βράδια στις
ταβέρνες. Όλα τα παίρνουν επιπόλαια
Δεν τους νοιάζει το πνεύμα, δεν διαβάζουν
βιβλία και αγνοούν τους ανθρώπους σαν
κι εμένα! >>
<<
Σαν κι εσάς; >>
<<
Ναι, σαν και μένα! >>
<<
Είσαστε διάσημος; >>
<<
Όχι! >>
<<
Τότε; >>
<<
Είμαι συγγραφέας! >>
Στο
άκουσμα της λέξης η γυναίκα χαμογέλασε.
Κι αφού σιώπησαν για λίγο του είπε
έκπληκτη και γοητευμένη:
<<
Είσαστε ένας άνθρωπος που γράφει βιβλία
και ξεχωρίζει από τον κόσμο! Τι υπέροχο!
>>
Ο
άντρας έδειξε δυσαρεστημένος για τον
πανηγυρικό της αυθορμητισμό και με
απαλή φωνή της είπε:
<<
Αν το θεωρείς υπέροχο πως η πρόοδος του
καλλιτέχνη είναι μια διαρκής αυτοθυσία
μια διαρκής απόσβεση της προσωπικότητάς
του συμφωνώ. >>
<<
Δε θεωρώ μόνο αυτό >>
<<
Τότε, τι άλλο; >>
<<
Πως είσαστε ένας δημιουργός και πως με
την τέχνη σας έχετε σκοπό να κάνετε τον
κόσμο ν’ ανησυχεί! >>
<<
Ωστόσο, νιώθω εγκαταλειμμένος! Κανείς
δε με γνωρίζει κι ελάχιστοι μου δίνουν
σημασία. Στην αδρανή ύπαρξή τους,
ενδιαφέρονται περισσότερο για τους
τοκογλύφους και τους συκοφάντες, παρά
για το άρωμα που αφήνουν οι σελίδες των
βιβλίων μου. Το τελευταίο μου μυθιστόρημα
<< Στην αυλή των αρχιερέων >> πούλησε
μόνο τρία αντίτυπα ενώ οι κριτικές γι’
αυτό βιβλίο ήταν σκοτεινές και κακόγουστες.
Δυστυχώς οι άνθρωποι αισθάνονται μια
ζωηρή ευχαρίστηση να αγνοούν, να
περιφρονούν και να πληγώνουν. Αν σε
δουν να λάμπεις σαν χρυσός κάνουν ότι
μπορούν για να σε περιβάλλουν με σκουριά.
Αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων του
πνεύματος να εισπράττουν την περιφρόνηση
και να ζουν στη μοναξιά >>.
<<
Είσθε απογοητευμένος; >>
<<
Θα το ‘λεγα δυσαρεστημένος. Αυτή η
έλλειψη ευαισθησίας των ανθρώπων σε
πνευματικά θέματα ουσίας μ’ εκνευρίζει
>>.
<<
Θέλετε να πείτε για τους ανύπαρκτους
δεσμούς τους με τον έρωτα του βιβλίου
και την εκτίμηση του συγγραφέα; >>
<<
Έστω. Δε σας τρομάζει αυτό; Ν’ αγνοούν
αυτή την παράξενη ζεστασιά που αισθάνομαι
εγώ γι’ αυτούς κι εκείνοι να μου δείχνουν
τη σκληρή καρδιά τους; >>
<<
Μα, αυτό συμβαίνει πάντα. Οι άνθρωποι
να αγνοούνται μεταξύ τους. Γιατί σου
κάνει εντύπωση; >>
<<
Ναι, αλλά εγώ γιατί γνωρίζω τόσα πολλά
πράγματα γι’ αυτούς; >>
Η
γυναίκα δεν μπορούσε να παραδεχτεί αυτό
που άκουσε. Και του είπε:
<<
Υπερβάλετε! >>
<<
Δεν υπερβάλω! Ενδιαφέρομαι για τον
άνθρωπο ενώ αυτοί δεν ενδιαφέρονται.
Θέλετε ένα παράδειγμα; >>
<<
Πως δε θέλω! >>
<<
Ας πάρουμε παράδειγμα για σένα και
συγγνώμη για τον ενικό. Από τότε που σε
είδα έμαθα πολλά πράγματα που σε
αφορούν! Ενώ εσύ; >>
<<
Μάθατε, τι; >>
<<
Πως εκδίδεις το περιοδικό << Γνώση
>>, είσαι μέλος του Συλλόγου Γυναικών
>> και γράφεις τακτικά άρθρα πολιτισμού
σε περιοδικά. Έχεις ακόμη έντονη παρουσία
στα δρώμενα της πόλης και οι φιλελεύθερες
ιδέες σου είναι μια ισχυρή γροθιά
ενάντια στη συντήρηση >>.
Έδειξε
ιδιαίτερα χαρούμενη.
<<
Εγώ όμως δεν ξέρω τίποτα για σένα >>
του είπε στον ενικό πια κι αυτή. << Τι
δυσάρεστα νιώθω! Κι όμως ζούμε στην ίδια
πόλη για πολλά χρόνια. Δεν φαίνεται
αστείο και υποκριτικό; >.>
<<
Ότι και να είναι, είναι δικό μας λάθος!
Η θέληση τα ορίζει όλα! >>
Έβαλε
και τα δυο του χέρια πάνω στο βιβλίο και
ετοιμάστηκε να σηκωθεί.
<<
Δυστυχώς δεν μπορώ να καθίσω άλλο, το
μυθιστόρημα που γράφω με περιμένει! >>
Κοίταξε
το ρολόι στον τοίχο και άρχισε να μαζεύει
τα πράγματά του. Η γυναίκα διαμαρτυρήθηκε,
λέγοντάς του:
<<
Κι εγώ που νόμιζα πως θα καθόσουν ακόμη…
>>
<<
… για να συνεχίσουμε την κουβέντα! >>
συμπλήρωσε την φράση της και την αγκάλιασε
τρυφερά με το βλέμμα του.
<<
Τότε θα έρθω μαζί σου για τη συνέχεια
>> του ψιθύρισε επιτακτικά και
σηκώθηκε.
<<
Ε! Αφού τόσο το θέλεις, πάμε! >> της
είπε στοργικά και την έπιασε από τη μέση
πριν κάνουν τα πρώτα βήματα.
= = =
Στο
σπίτι κάθισαν στο διθέσιο καναπέ ο
άντρας στη μια άκρη και η γυναίκα στην
άλλη. Για το συγγραφέα ο χώρος ήταν
γνώριμος για τη γυναίκα που πρώτη φορά
τον έβλεπε της έκανε ιδιαίτερη εντύπωση.
Έτσι άρχισε να τον κοιτάζει αχόρταγα
και να τον εξετάζει σπιθαμή προς σπιθαμή.
Έκπληξη της έκανε η τεράστια βιβλιοθήκη
που στόλιζε τρεις τοίχους του σαλονιού
και ήταν φορτωμένη από παλιά και
καινούργια βιβλία. Δε χόρταινε να τα
κοιτά και να διαβάζει τους καλογραμμένους
και πολύχρωμους τίτλους στις ράχες
τους. Κι ένιωθε ωραία που άνθρωποι νέοι
και γέροντες με άσπρες γενειάδες είχαν
αφήσει στις σελίδες τους, τους πνευματικούς
τους λειμώνες.
Ο
άντρας την είδε να χάνεται στην ομορφιά
των βιβλίων και την άφησε για λίγο μόνη
να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην αδάμαστη
γοητεία τους. Έφυγε και γύρισε σε λίγο
με δυο γεμάτα ποτήρια κι αφού της πρόσφερε
το ένα, της είπε με την αισθησιακή του
φωνή:
<<
Μετά από το ποτό και την κουβέντα θα σου
διαβάσω μια ωραία παράγραφο από το
μυθιστόρημα που γράφω >>.
Αυτή
τρελή από χαρά για την τιμή που της έκανε
να την βάλει στα άδυτα της σκέψης του,
χαμογέλασε, του έγνεψε << ναι >>
και του ψιθύρισε κάτι που έμοιαζε σαν
φωτοβολίδα:
<<
Ελπίζω να κάνει και μια ωραία ατμόσφαιρα!
>>
Αποκαμωμένοι
από την κουβέντα η ώρα έφτασε πέντε το
απόγευμα. Τότε ο συγγραφέας άνοιξε τα
χειρόγραφά του κι αφού τα ξεφύλλισε και
στάθηκε σε μια σελίδα, άρχισε να τη
διαβάζει:
<<Η
γυναίκα αντιστάθηκε λίγο στην αρχή αλλά
όταν ο άντρας την τράβηξε πάνω του,
παραδόθηκε μέσα σε μια υπέροχη γαλήνη.
Κι έτσι όπως την έριξε με τόση τρυφερότητα
στο κρεβάτι, εκείνη έλιωνε αφάνταστα
ενώ η υπέρτατη θέλησή της να την κάνει
δική του έγινε τόσο απέραντη που της
φάνηκε για μια στιγμή πως οι φλέβες της
καίγονταν και μια χαλαρή και γλυκιά
ηδονή διαπέρασε το σώμα της. Κι όσο το
υπέροχο χάδι του άγγιζε κάθε τόσο και
λιγάκι τις καμπύλες και τις ευαίσθητες
καυτές ζώνες του κορμιού της άλλο τόσο
και ο ερωτικός πόθος τής πλήρους
εξουθένωσης μαζί του γινόταν πιο
ορμητικός. Ώσπου οι ζεστοί γλουτοί της
άνοιξαν και το ζεστό κορμί του άντρα
μπήκε μέσα της, κάνοντάς την να νιώσει
το είναι της να χάνεται στη φλόγα του
πάθους και να υποτάσσεται μ’ ένα ρίγος
στη γλύκα του άγριου και πρωτόγονου
ενστίχτου >>.
Θαύμασε
τη ρωμαλέα ομορφιά της για άλλη μια φορά
σαν τελείωσε το διάβασμα και της είπε:
<<
Και τώρα σ’ αφήνω στην κρίση σου, να
κάνεις το σχόλιό σου, σ’ αυτό που άκουσες
>>
Έβγαλε
μια φωνή σαν γλυκό τραγούδι και του
απάντησε:
<<
Το ‘νιωσα σαν βέλος που μου τρύπησε την
καρδιά και μ’ έκανε ανυπεράσπιστη και
μένα! >>
Σύρθηκε
κοντά του με μια αδυσώπητη έλξη και τον
αγκάλιασε. Ύστερα τον τράβηξε με μια
αισθησιακή κραυγή πάνω της κι άρχισε
να ξεντύνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου