Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Φουκαράς ο έρημος.
Με δυο ευσχήμονες υιούς και μια θυγατέρα περδικούλα πλουμιστή. Με συμβία
αποκλεισμένη στο Δερβένι της κουζίνας. Ο ίδιος μεροδούλι στον κήπο του γείτονα
να κόβει χόρτο, εργάτης στους δρόμους της πόλης να βουλώνει με την τσάπα τις
γράνες, μπαρμπέρης να κουρεύει το ποίμνιο του βοσκού.
Τα χρέη βουνό σαν
την Γκιώνα, το κατσαρόλι άδειο, οι παίδες να γράφουν στην χαρτοπετσέτα τη γραφή
τους, αυτός να ρουφάει σέρτικο και να ντουμανιάζει η χαμοκέλα.
Ώσπου ο εργάτης της
εταιρείας σκαρφαλωμένος σαν γάτος στο φράχτη, του ‘κοψε το ρεύμα. Φεύγοντας του άφησε ζόρια και μέρες σκληρές
σαν το καύκαλο της χελώνας. Οι πληγές του όχι δέκα αλλά στο τετράγωνο. Πώς να
στήσει κατσαρόλι με το μάτι της κουζίνας τυφλό; Να ζεσταθεί με το σύρμα της
ηλεκτρικής σόμπας απυράκτωτο; Να φωτιστεί με λάμπες σβηστές; Να διασκεδάσει τη
βραδινή ανάπαυλα βλέποντας στη γεραιά τι- βί τον Τούρκο Σουλεϊμάν;
Ο φωτισμός τις
πρώτες μέρες με κερί δωρισμένο από τον πάγκο της Αγίας Φωτεινής. Ύστερα με
λάμπα πετρελαίου, το γυαλί έχον ραγισμένο και το φιτίλι πετσάκι ξερό. Το καύσιμο στη ζούλα απ ‘το ρεζερβουάρ του γεωργικού ανελκυστήρα του αδερφού.
Σάρακας το κρύο
τους παγώνει. Το ξύλο ακριβό, κούτσουρο
στα τζάκι δεν καίγεται. Ο άντρας ζεσταίνεται με μια τρύπια χλαίνη του στρατού,
η συμβία διπλωμένη με κουβέρτα καμηλό,
οι παίδες ντυμένοι με σκουτιά της
γειτονιάς.
Τούτες τις μέρες
της κατάψυξης ευτυχώς που ο ήλιος σκάει μάτι και ζεσταίνει. Όταν όμως ο
μπαμπαλής χειμώνας ασπρίσει Τετράζι και Ταύγετο και σκεπάσει με την άσπρη του
ταφόπλακα τα χαμηλά, τι θα γίνουν οι έρημοι; Τα χεράκια τους που θα τρέμουν πιο
μαραφέτι Στουρναρίσιο θα τα σταματήσει;
Κι αν έρθει ένας
Μάρτης μπατίρης από άνθη και χελιδόνες
κι ανοίξει τη στρόφιγγα μ’ όλη του την ψύξη, πώς το προζυμάκι τους θα μπορέσει
να πλάσσει τη ζωή τους γαλακτερή; Θα ζήσουν; Θα πεθάνουν όπως η γριούλα του
παραμυθιού, χωμένοι στο λεβέτι; Αυτή είπε << πριτς >> στον κακό
Μάρτη κι αυτός την εκδικήθηκε. Τούτοι οι άγιοι Αντώνιοι σε ποιον είπαν <<
πριτς >> και τους κόβουν φετούλες
την καρδιά;
Κι όσο τούτοι
σφίγγονται ο ένας πάνω στον άλλο να ζεσταθούν οι Αρλεκίνοι που μας κυβερνούν το
χαβά τους. Φόρους κι άλλους φόρους, και το κυνήγι της φτώχειας όνειρο απατηλό. Κι
όσο ζεσταθούν τούτοι οι τρωγλοδύτες της χαμοκέλας άλλο τόσο θα ζεσταθούν και οι
καταψυγμένοι Έλληνες.
ellinikoxronografima.
blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου