Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Είπα ν’ αλλάξω δρόμο,
το μάτι μου να φύγει απ’ τα ερείπια της
γειτονιάς μου, στα πηχτά μαστάρια των νεφών που χαϊδεύουν ανέγνοια τη θάλασσα
να τα ρίξω. Και βρέθηκα να περπατάω σε ξερόφυλλα και πευκοβελόνες, σε κίτρινες
κορφές χορταριών, σε κοτσάνια κοκαλιάρικα σαν χέρια. Μετά ούτε φύλλο δε σάλευε,
ούτε στη θηλή του πεσμένου κλώνου μερμήγκι δε θήλαζε. Δρόμος ξεδιπλωνόταν φαρδύς, ασφαλτοστρωμένος, ντυμένος στα πορφυρά ενδύματα του πλούτου, γεμάτος
πολυτελή φαγάδικα. Φωνές, γέλια, ξεφαντώματα, τραπέζια τίγκα στο πιάτο και της
κουζίνας τις μοσχοβολιές, ρεψίματα και
στομαχόπονοι που έφερνε των πινακίων το άδειασμα.
Πουθενά δεν είδα πιάτο γεμάτο με χοντροκομμένο τραχανά. Αλλά ψαρούκλες ψητές, αστακομακαρονάδες, γαρίδες
ζελέ, χταπόδια σιγοβρασμένα στον ατμό, κρουτόν καβουρδισμένα σε παρθένο ελαιόλαδο
Τριφυλίας. Και ο οίνος να ρέει Δούναβης. Η τιμή του αγγιγμένη μόνο από
Κροίσους, το όνομά του βαπτισμένο σε κολυμπήθρα ξένη, ασημένια. Λευκό, κόκκινο,
ροζέ, ζηρό, γλυκό, ημίγλυκο, Baroio- Ιταλίας, meriot- Γαλλίας, Zinfandel-
Καλιφόρνιας, Liebfraumich- Γερμανίας, Chardonhox- Ελλάδας. Σ’ όσους είχαν περιδρομιάσει, σερβίριζαν
γλυκό, περγαμόντο, καρπούζι, τριαντάφυλλο, κυδωνόπαστο, γλυκό με άνθη λεμονιάς,
φράπα, μαρμελάδες κορόμηλο, σβίγγους, κουλουράκια, ντόνατς, παραγεμισμένους εργολάβους.
Βλέποντας τους
ψαροφάγους να τρώνε τον άμπακα, μου
‘τρεχαν τα σάλια, ο καταπίτης μου έλιωσε, το στομάχι μου άρχισε να παίζει
ταμπούρλο. Το ‘βαλα στα πόδια, έγινα Λούης και σάλταρα για της γειτονιάς μου το
δρόμο, που ‘χει τα ρείθρα του φυτεμένα
με δυόσμους και βασιλικούς και οι φτωχοί ένοικοί του φουμέρνουν
τσιγάρο και πίνουν μπίρα. Τύκλα στο μαύρο σύννεφο του καπνού, πνιγμένο
από τον ατμό του λαδιού της τηγανισμένης πατάτας βρήκα το ταβερνάκι. Πέριξ στα
τραπέζια, εργάτες, απολυμένοι άνεργοι, βασανισμένοι της φάμπρικας και της γης,
φρυγμένοι από τα χαράτσια, βουτούσαν την μπουκιά τους στο λάδι της πατάτας, έγλειφαν
τα πιάτα με το τζατζίκι και την πικάντικη τυροκαυτερή. Το ‘να καρτούτσο έφερνε τ’ άλλο, η τηγανιτή πατάτα έφτανε παποριές, το κολοκύθι, η πιπεριά, όλη η εποχιακή
συγκομιδή περνούσε απ’ το τραπέζι.
Κι
έτσι θα τρώει η φτώχεια. Αιώνες τρώει έτσι, τώρα θ’ αλλάξει; Ποιος θα της
αλλάξει το μενού; Ο Γ (κ) ύπας
Χαρδούβελης, ο Μπενι (ζέλος) ο εύσαρκος ή ο Μεσσήνιος
Σαμάρειος μονάρχης; Ούτοι δε θα
το κάνουν. Κι αφού δε θα το κάνουν να ξέρουν ούτοι, αργά ή γρήγορα βοώντες σε
βάθος δυσθεώρητο θα κατακρημνισθούν.
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου