Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Κόλαση!

Γράφει ο Παν. Αντωνόπουλος
Κυριακή, καθισμένη  σε αγκάθι σκληρό, ζωσμένη απ’ τους τριβόλους του Γκίκα κι εγώ ραγισμένο ανθρωπάκι, το σχήμα μου εναποθέτω κάτω από της καφετέριας την τέντα τον πικρό μου καφέ να πιω με τους δύστυχους συναθροισμένους. Μέγας ο αριθμός τους, αργοί και γέροντες, όλοι κοντά στο θάνατο,  λένε ιστορίες από τις μάχες τους κοντά σε κάποιον Αρταφέρνη, διηγούνται ατελείς έρωτες, θυμούνται μέρες που φτερούγιζαν σαν αετοί στη στράτα, σκουπίδια τώρα σ’ ανάπηρη καρέκλα, ούτε το πινέλο με την μπογιά να γράψουν << ελευθερία >> δεν μπορούν να σηκώσουν.
             Προστρέχω σ’ του αλκοόλ τη μέθη. Παραγγέλνω ούζο, το πίνω και αναπολώ περασμένων στιγμών την  απόλαυση, φουντώσεις από Φραγκοσυριανές καυτές, το βάσανο να ζεις μέσα στις βρισιές, το νεκρό μεροκάματο, κάθε σκυφτό ανθρωπάκο  που του λείπει το ψωμί.
             Από το μεγάφωνο ξεχύνεται μουσικός αλαλαγμός, όμοιος μ’ εκείνον που έβγαινε από τα στόματα των στρατιωτών του Αττίλα. Σε σφίγγει, σου τρυπά τ’  αυτιά, σε πιάνει ντελίριο, μαδιέσαι σαν όρνιθα στα δόντια της αλεπούς.  << Εγώ είμαι για σένα, εσύ είσαι για μένα, δεν ζω χωρίς εσένα, ούτε εσύ χωρίς εμένα, κόλαση η ζωή χωρίς εμένα, κόλαση η ζωή χωρίς εσένα! Κόλασηηηηηη! >>
               << Κερατάδες! >> βρίζω. << Το σκουπίδι μπόλικο το κυλάτε στην πατρίδα >> και ρίχνω γροθιά στο τραπέζι. Το ούζο χύθηκε, το ποτήρι έπεσε κάτω κι έγινε θρύψαλα. Ο αγρυπνισμένος καταστηματάρχης ήρθε ταχύπους, με ρώτησε τι μ’ έπιασε στα καλά καθούμενα και έσφιξε το χέρι στην καρέκλα. Του είπα να μ’ αφήσει ήσυχο και να ξεκουμπιστεί. Ύστερα στο μυαλό μου μια αρμονία γλυκολάλησε, οι στίχοι του Άκη Αλκαίου σε μουσική Νότη Μαυρουδή, έδιωξαν με το σκήπτρο τους, τους λύκους στίχους του αμανέ: << Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό, στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο κι εγώ σε ζητάω σαν πρωινό τσιγάρο και σαν καφέ πικρό και σαν καφέ πικρό >>.
          Ο σαματάς στο μεγάφωνο συνεχίζεται. Ψελλίζω τη δεύτερη στροφή του Αλκαίου: << Άδειοι οι δρόμοι δε φάνηκε ψυχή και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη Δύση και ‘γω σε γυρεύω σαν μοιραία λύση και σαν Ανατολή και σαν Ανατολή >>.
           Στο τρίτο ούζο σηκώθηκα. Ένας φίλος με λυπήθηκε, με τράβηξε από το χέρι, μ΄ έφερε στην παραλία, εκεί στο βάθος της θάλασσας να δούμε τις ράχες των δελφινιών. Πίσω άλλος αμανές, έκραζε: << Στάσου μου έχεις ανάψει μια φωτιά, στάσου, στάσου, σε θέλω ζωντανό, στάσου να μη σε δω νεκρό, στάσουουου! >>
                               ellinikoxronografima. blogspot.gr

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου