ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Προστάτισσα της ζωής μου σ’ έβαλα από
τη νεότητά μου και στην φρουρά της αγκάλης
σου κατέφυγα να γλιτώσω από τα δόντια των πιράνχας σου. << Ολίγιστη είμαι >>
μου είπες << να σε σώσω δεν μπορώ >>, μόνος σου βρες τα μαγεμένα
βότανα να τα κοιμίσεις και να τα εξαφανίσεις >>. Οδοιπόρος κι εγώ τους
δρόμους πήρα, τον έναν άφηνα, τον άλλον άρχιζα, τα βότανα έψαχνα σε χούνες και
ρέματα να βρω.
Σε σχολείο που το ‘δερναν από όλες
τις πάντες αέρηδες σίφουνες, μια δασκαλίτσα, περδικόστηθη, με μάτι λιόμαυρο
όμοιο λαμπήθρα μ’ έμαθε Τούρκους Αληπασάδες να μην προσκυνώ, Έλληνες ψωρίλους
πολιτικούς να μην πιστεύω.
Από στόμα κόκκινο κερασί, με φωνούλα
που πετάριζε σαν λευκή πεταλούδα η φωνή της, τραγουδούσε σε παιδιά της
μετακατοχικής Ελλάδας, τυλωμένα με Αμερικάνικη κονσέρβα: << Εγώ ραγιάς δε
γίνομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω, δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους
Κοτσαμπασήδες, μον καρτερώ την άνοιξη, να ‘ρθουν τα χελιδόνια, να βγουν οι
βλάχες στα βουνά, να βγουν οι
βλαχοπούλες >>.
Στις μέρες της εφηβείας που λεβέντες
Μάηδες, χάιδευαν τις ρόγες των κοριτσιών, ένας άλλος πεπαιδευμένος που στεκόταν
ατάιστος με το στανιό στα πόδια του, θυμάμαι που μας έλεγε: << Όσο γράμμα
κι αν μάθετε, βοϊδάκια ολημερίς θα είσαστε στο αλέτρι του αλλήθωρου αφεντικού. Ένεκα
τούτου, ακονίστε τον μπαλτά! >>
Ώριμος σκαπετώντας από ραχούλα σε
ραχούλα να μάθω γραφή και αριθμητική σε Ελληνόπουλα άγρια σαν σταυραϊτούς, είδα
πολλά κι έμαθα ουκ ολίγα. Ένας αντρίκιος ορεσίβιος που είχε κλειστεί σε κλουβί της φυλακής, γιατί
αρμένιζε στο δικό του ιδεολογικό γαλαξία, με ρητό εκ της σοφίας του μου
υπενθύμιζε: << Ψιλοφάσουλο και μπαζίνα για μας, πικραμένε μου αδερφέ του
βιβλίου, το πιάτο τους φορτωμένο αυτοί. Σε μαύρη καψαλιά εμείς ψάχνουμε το ζοχό
μας, σε περβόλια του παραδείσου αυτοί τρυγάνε τις τρισεύγενες μέρες τους που ‘ναι γεμάτες χυμώδεις καρπούς >>.
Σοφίες μητέρα πατρίδα! Αυτές διδασκόμαστε κι άλλες αδελφές
μούλες και το όφελος μηδέν! Ούτε ρούχο
μας έδωσαν, ούτε βρακί να ντύσουμε τα σκέλη μας. Ούτε και νερό ξάστερο, ούτε
και στην κατσαρόλα μας χορήγησαν κοινωνικό μέρισμα εύγεστου όσπριου να θρέψει
το ριζιμιό του κορμιού μας. Λόγια του ανέμου, άχυρα σκορπισμένα στ’ αλώνι! Και
τώρα άλλοι με μαδημένη σύνταξη σαν την κότα, άλλοι με κουρσεμένα τα κάστρα της
δουλειάς τους από τζιχαντιστές τρομοκράτες πολιτικούς, άλλοι σκορπισμένοι στα
πέρατα της γης, στ’ απόσκια της φτώχειας πλαγιάζουν έτοιμοι να χύσουν τα μυαλά
τους έξω με μια σφαίρα.
Μήπως πρέπει ν’ αφήσουμε τις σοφίες να
περιπατούν επί πτερύγων ανέμων και να δούμε πως θα ανατινάξουμε τη σκλαβιά
μας; Πως θα ανατινάξουμε τα golden boys ( και
girls ), τους αναπληρωτές, τους διευθύνοντες σύμβουλους, τα
μέλη και τα παραμέλη, τους Γαργαλιστούς και του κολλητούς που αποκαλούμενοι
<< σιδηροί λοστοί >> ή << σιδηρές κυρίες >> γίνονται
τετράπαχοι με παπορίσους μισθούς;
Γλυκιά μου μητέρα πατρίδα! Πατρίκιοι και
μη, σκονιάρηδες ή μπεργιαντίνηδες, λασπωμένοι ή μπανιαρισμένοι, με βιολογικό
σωλήνα μας έφτιαξε η φύση. Και οι μεν και οι δε, χαμούρι αρωματικό εκχέουμε.
Όμως για να γίνει αυτό πρέπει να τρώμε!
Αν όχι μια Σαλώμη τσιτσιδιασμένη και αμαρτωλή θα τους πετάξει από την Αρχή και θα τους
γκρεμίσει στο δυσθεόρητο βόρβορο των
ανίερων έργων τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου