Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Ποτηράκια και παρέα

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
             Ο φίλος εράσμιος και σοφός, με λόγο που άγγιζε τις ουράνιες αψίδες, με την αφήγηση γάργαρη σαν το νερό στον ρύακα, στο πρώτο ποτήρι έπιασε την κουβέντα. Τον άκουγα ευσεβώς να γυμνώνει μιας παλιάς εποχής τα κρυμμένα, ιστορίες με δαφνόφυλλα και θυμάρι του βουνού ντυμένες να φανερώνει.
              Η γλώσσα του ροδάνι, στο ένα ποτήρι μετά το άλλο, το κάλλος της κουβέντας μας να αναμορφώνει. Έλεγε, έλεγε και συγχορεύανε μέσα μας τα παρελθόντα με τα παρόντα, οι μακρινοί πόθοι ΄έρχονταν εγγύς, αδελφωμένες οι νίκες μας με δόξες παλιές μας στόλιζαν.  <<… Και κείνος ο γάτος τι άμωμος, θυμάσαι, πως έξυσε τα πόδια της καθηγήτριας των οικοκυρικών και βγήκε από την αίθουσα φαιδρώς πανηγυρίζων, την τρίχα ανορθωμένη, τα νιάου του και το δαιμόνιο βλέμμα του! Είμαστε νέοι τότε που το κάναμε, αμάραντοι, Μπακούνηδες, της επανάστασης γιοι. Μαθητές Λυκείου με μοχλούς τη νιότη, το θράσος και τη μαγκιά. Ας το κάνουν και σήμερα οι νεολαίοι έτσι μαδημένοι σαν γυμνολαίμηκα κοκόρια! >>

         Κατεβάσαμε κι άλλο ποτήρι, το βάλαμε μπρος μας μ’ άδειο πάτο και το γεμίσαμε. Βλάστησε μέσα μας η χαρά και ήρθε μια Ανάσταση σεπτού μυστηρίου που μας έβαλε για καλά στο όχημα του λόγου. <<… Και κείνο, του είπα εγώ, αχ, το φτωχό πουλί, τον καθηγητή της Μουσικής στην Ακαδημία που τον είχε  σκλαβώσει το πεντάγραμμο και δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς μια νότα << λα >> να λαλήσει, θυμάσαι τι του κάναμε;  Του κρύβαμε τα γυαλιά, τα ‘ψαχνε, δεν τα ‘βρισκε κι έπαιζε τα πλήκτρα στα κουτουρού. Στο τέλος καυχιόταν πως έπαιξε << … τον αμάραντο >> αλλά εμείς  ακούγαμε << το… μαντήλι καλαματιανό! >>
          Ήρθε και τ’ άλλο ποτήρι, η γεύση θεϊκή, η Ανάσταση μέσα μας επέμενε να μας ταξιδεύει στο πανάγιο όχημά της.
          Στο Βοτανικό, τι ήταν κι αυτό;  Το φλεγόμενο κιόσκι, τους δυο άστεγους που βγάλαμε από τα αποκαϊδια, τα εγκαύματά τους, τις φωνές τους και τη σωτηρία τους στο νοσοκομείο που τους πήγαμε! Το θυμήθηκε πρώτος κι εγώ στο φτάσιμο της σκέψης μου εκεί, συμπλήρωσα με τα φτωχά λόγια που βρήκα: << Χορός η ζωή μια κίνηση! >>
           Ήπιαμε πάλι. Το μούτρο του φίλου είχε γίνει κόκκινο σαν το τριαντάφυλλο, τα  μάτια     του  έλαμπαν  σαν  στολίδια  της  άνοιξης.  << Αναστήθηκα!  Ο λόγος μας ψαλμός αναστάσιμος στ’ αυτιά μου, την ψυχή μου μεγάλυνε! >> φώναξε. Έπιασε το τραγούδι: << Ήθελα να ήμουν όμορφος να ήμουν και παλικάρι, να ήμουν και τραγουδιστής, δεν ήθελα άλλη χάρη >>. Πήρα σειρά, άστραψα και βρόντησα: <<Θεέ μεγαλοδύναμε, θέλω να σε ρωτήσω, τα νιάτα που μας έδωσες γιάντα τα παίρνεις πίσω; >>
            Έτσι πήγε δυο ώρες. Με  τον αναστάσιμο λόγο στα χείλη, τους καημούς μας να σβήνουν, το κρυμμένο βόλι να χωνεύεται στα πλευρά. Ξεχάσαμε τους ποντικομούρηδες πολιτικούς, τις αναύχενες κόρσες που τους λιβανίζουν, τους  χωριστράκηδες σφουγγοκωλάριους που τους προσκυνούν, τους ταϊσμένους συμβούλους τους που αμείβονται  για το χαμούρι που αποβάλουν από το σωλήνα τους. Και ορκιστήκαμε να είμαστε μαζί με τους ευσχήμονες και τους καλούς και χώρια από τους πιγκουίνους και τους ψιττακούς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου