ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Την πολυάμαρτη ψυχή μου είπα να αποκαθάρω όχι στο ναό του παντοκράτορα αλλά σε μέρη που οι συνάνθρωποί μας φορούν σχισμένο χιτώνα, το άχραντό τους σώμα λιώνει από την αρρώστια, τρώνε το τρίμμα που τους δίνει ο γείτονας και πίνουν το αίμα τους σταγόνα - σταγόνα για να ζήσουν.
Ό ένας κατάκοιτος, βουλόμενος και σκεπτόμενος αλλά ανήμπορος. Η αρρώστια του ανίατη, βρέχεται και λερώνεται πάνω του, το χάρο παρακαλεί να τον πάρει στον κήπο των ασφοδελών και κλαίει. Μέσα στο γερασμένο σώμα η ψυχή του άθλια και θλιβερή, πίσω της η φριχτή γραμμούλα της μικραίνει, μπροστά της ο Γολγοθάς ορθώνεται ώσπου να σβήσει το κερί.
Στο σπίτι δίπλα από την πόρτα μου, χρόνους πολλούς ένας κρυμμένος δαίμονας κρατάει μια αιωνόβια στη ζωή, ριγμένη στο σκοτάδι. Έχει γίνει χούφταλο, με τα μάτια κόκκινα, το κεφάλι βαρύ, την γκρίνια σαν τους εκατόγχειρες να την πνίγει, το σώμα της ένα φουσκωτό έτοιμο να σκάσει για να λυτρωθεί. Όλη μέρα ψάλλει την επωδό: << ω! κακό που με βρήκε μεγάλο! >> κι ο θρήνος χαρακιές της κόβει τα στήθια.
Στην κάτω γειτονιά του θανάτου και της φθοράς σε μια χαμοκέλα, μια γλυκιά ανεμώνη η Ανθούλα ζει τη θλιμμένη της ζωή. Το φύτρο της βλάστησε σε τραχιά κύτταρα και γεννήθηκε κωφάλαλη. Είναι ένα παιδί κι έχει μια ψυχή, τύραννο χλωμό. Πώς να ζήσει; Εδώ φυγή εκεί πληγή ποιος νοιάζεται το σταυρό της να σηκώσει;
Απότομα σ’ αρπάζει τούτος ο Γολγοθάς και από μακάριος καταλείπεις το ρούχο σου και γυμνός συναντάς το δράκο. Δράκο άρπαγα, δράκο αρρώστια, δράκο λιμό, δράκο ωδίνη, δράκο πολιτικό που με το καλάσνικοφ στο χέρι σε πυροβολεί να παραδοθείς.
Και αρχίζει ο Γολγοθάς σου. Ζεις στη μυλόπετρα. Η ζωή σου λιώμα, χαμούρι, ένας ρύακας με σκούληκες. Ο βοριάς αλητάκι, σε θάφτει και η γειτονιά σε ψάχνει. Χτικιάρικο το φως γύρω σου κι εσύ στραβωμένος από τα πολλά χαράτσια δε βλέπεις, παραπατείς και πέφτεις. Και ανεβαίνεις, το βουνό ρουφώντας ξινή φτώχεια και βλαστημάς που γεννήθηκες δίπους και άφτερος. Στην κορφή ο σταυρός σε περιμένει.
Ο πολιτικοί σε βλέπουν και γελούν. Γολγοθά δεν έχουν αυτοί. Αυτοί είναι αδαμαντοδόντηδες, φτιάχνουν τους Γολγοθάδες και τους σταυρούς μας. Αυτοί οι πορφυρογέννητοι κι εμείς οι λασπιτζήδες.
Αλί από το λαό, που στο Γολγοθά του ραγίζει λίθο το κλάμα του και στον πόνο του χορεύουν τα ντουβάρια του σπιτιού. Που δεν μπορεί μ’ ένα πήδο ν’ αρπαχτεί από το χρήμα το κρατικό, το τριμμένο του ιμάτιο ν’ αλλάξει μ’ ένα τρίχινο ζεστό. Να ζεσταθεί με καύσιμη ύλη, τα ξηροκάρπια να ξεφορτωθεί, να πετάξει από πάνω του τα σακούλια και από ζήτουλας αφέντης να γενεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου