ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Άνω θρώσκω, ίσον άνθρωπος κατά το έτυμον. Άρα έχω μυαλό, ξεχωρίζω την πέτρα από το μέταλλο, τη φωτιά από τη στάχτη,, τα καλό από το κακό, το σκουπίδι στο πιάτο από το εκλεκτό κυνήγι.
Και δε θέλω να πιάνομαι κορόιδο από τη δημοτική αρχή, να μου γεμίζει τίγκα στο σκουπίδι τη λιακάδα μου, το σεληνόφως μου, το πεζοδρόμιο και την αυλή μου. Είναι άκρως επαχθές να βλέπω τον κάδο στη γειτονιά μου, φορτωμένο σκουπίδι, να νιώθω ζωντόβολο, να αναπνέω τη μπόχα και να εκβάλω το περιεχόμενο του στομάχου μου. Πικρόχολος ύστερα να κατεβάζω γαμοσταυρούς και να εξακοντίζω οικείες ύβρεις στα λατρεμένα τέκνα της καθαριότητας.
Οι κάδοι τρώνε με βουλιμία, είναι αναίσθητες κοιλιές, επιρρεπείς να βαραίνουν και όχι να ξαλαφρώνουν. Το πλεόνασμά τους το ξερνάνε, ένα ερεθισμένο απευθυσμένο σαν του γαϊδάρου φτιάχνουν και το αποβάλουν. Και πάνω στο σωρό του πετάς εσύ ο γκιαούρης τις σκουπιδαρούδες σακούλες σου, ο γείτονας τα γατοκέφαλα, ο περαστικός το άδειο κουτί της μπύρας.