ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Σε πίσω καιρούς, είχα διοριστεί σε χωριό θαμμένο στα βουνά, στις πέτρες και στα γαϊδουράγκαθα. Το σχολείο ερείπιο, οι τοίχοι του αυλακωμένοι από τις σχισματιές, τα κουφώματα σάπια, η οροφή Νιαγάρας να με μουσκεύει από ποδός μέχρι κεφαλής.
Τις περισσότερες μέρες νηστικός, τις Κυριακές με τάιζε μια φετούλα πρόσφορο ο παπα- Γιώργης, στις μεγάλες γιορτές ο πρόεδρος μου ‘στελνε πεσκέσι σούπα την ουρά του προβάτου. Όταν δεν είχα μάθημα έπιανα κοτσύφια με θηλιές, τον τσοπάνο βοηθούσα να βρει τα χαμένα κατσίκια στα πουρνάρια, στη στρούγκα μαζί του αρμέγαμε το κοπάδι όταν το γυρνούσε από τη βοσκή.
Νότια του χωριού δάσος από κουμαριές άφηνε λελυμένες τις κόμες των κλαδιών τους θροϊζουσες στη λύρα του Ζέφυρου. Μου άρεσαν τα ωοειδή και λογχοειδή βραχύμισχα φύλλα τους, τα μεμβρανώδη και στίλβοντα με το πριονωτό στα χείλη και τις επισκεπτόμουν να βρω το θρίαμβο του παράδεισου στον κόρφο τους. Όταν η λόρδα μ’ έκοβε, έτρωγα κούμαρα, την πέτσωνα απ’ την ψίχα και το χυμό τους και για μια ολόκληρη περίοδο από Οκτώβρη μέχρι Γενάρη η μπάκα μου ήταν χορτάτη.
Στις εκλογές του Νοέμβρη ο τοπικός υποψήφιος βουλευτής ήρθε για ψηφαλάκια. Έβγαινα από το χαρέμι των κουμαριών με φουσκωμένες τσέπες όταν η μαύρη λιμουζίνα του σκουπίστηκε στο ντρίλι σακάκι μου και σταμάτησε. Ο υποψήφιος μιλημένος από τον πρόεδρο που καθόταν δίπλα του, μου είπε με λεξούλες κεκοσμημένες από την τύρβη της πόλης: <<Δάσκαλε, κοτσυφάκι! Τόσο κούμαρο γιατί; Finito la μάσα και την τυλώνεις με τόσο καρπό; >>
Στο σχολείο που ήρθε ζήτησε να δει τη φωλίτσα μου, που εγώ το κοτσύφι ζεσταινόμουν τις κρύες νύχτες του χειμώνα και να του καταγράψω τις ανάγκες μου. << Κατόπιν ενεργειών μου θα ικανοποιηθούν όλες >> μου είπε και μου ‘δωσε χαρτί και μολύβι να τις καταγράψω.
<< Θέλω καινούργιο, καμπινέ >>, άρχισα << γιατί αφοδεύω σε τούρκικο, λουτρό γιοκ, εξυπηρετούμαι στο πλυσταριό της παπαδιάς, βαπτιζόμενος σε σκάφη και ξεσκορτσιάζομαι χωρίς σαπούνι γιατί το απολειφάδι έλειωσε. Η σόμπα μου γερασμένη και γριά δε με θερμαίνει, το κρύο πολικός φονιάς μου σκουριάζει αρθρώσεις και σπόνδυλους. Το νοικοκυριό μου λασπότοπος, οι μουλωχτοί αρουραίοι μου παίρνουν την μπουκιά απ’ το στόμα. Ο πολιτισμός υπάρχει μόνο στην κακαράτζα της γίδας κι εγώ που θέλω να ‘χω το κεφάλι μου γεματούτσικο δεν έχω βιβλίο να διαβάσω… >>
Με διέκοψε. << Μη με χασομεράς άλλο, δάσκαλε… >> μου είπε κι έφυγε. Στο σπίτι του πρόεδρου, φαμελικώς και με τους κομματάρχες του είχαν στρώσει τραπέζι να περιδρομιάσουν λαγό στιφάδο. Εγώ πορεύτηκα στην κουζίνα μου, έβαλα την ποδιά και τηγάνισα ένα σάπιο χάνο που με είχε φιλέψει ο γερο - Σβόλιας ο ψαράς. Από τότε όρκο έκανα, στο Θεό των Πεινασμένων, το χέρι σύρριζα να μου κοπεί, αν σε κάλπη το μολέψω να αναδείξει με την ψήφο του για αφέντες μου, μικρονοϊκά μαλάκια γαστερόποδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου