Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Ο αντάρτης

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
            Κάθε φορά που μυρίζω το άρωμα των χρυσανθέμων και ζυγώνει η επέτειος του  << ΟΧΙ >>  δεν μπορώ να μη θυμηθώ το συμμαθητή μου το Στρατή. Χλωμός, πετσί και κόκαλο, άπλυτος, αχτένιστος, καθόταν δίπλα μου ντυμένος το ίδιο ρούχο όλο το χρόνο, πάνω ένα λιωμένο γκρι πουλόβερ και κάτω ένα κοντό μπαλωμένο παντελόνι.
           Μυαλό κοφτερό και ζωγράφος καλός. Πριν αρχίσει το μάθημα, άνοιγε το πρόχειρο και κοιτούσε την πρώτη σελίδα. Είχε ζωγραφίσει έναν αντάρτη, έναν άνδρα ανεβασμένο στο βουνό, αρματωμένο με φυσεκλίκια κι από κάτω γραμμένο τον ανατριχιαστικό παιάνα: << Μάνα μου, γλυκιά Ελλάδα, ο αντάρτης του ΕΛΑΣ, θα  σ’ ανάψει τη λαμπάδα της τιμής, της λευτεριάς >>. 
           Όταν τον ρώτησα ποιος είναι, έδειξε να πληγώθηκε λες και τον πάτησε ναζιστική μπότα. Ύστερα σαν να τον αγκάλιασαν αρχάγγελοι φτερωτοί, μου ψιθύρισε:
<< ο πατέρας μου! πολέμησε στο βουνό τους φασίστες και από αγωνιστής της εθνικής αντίστασης, βρέθηκε στη φυλακή. Μέσα εκεί λιώνει τώρα. Είναι ίδιος, ολόιδιος, άκουρος, αξούριστος και γενναίος όπως ήταν όταν πολεμούσε. Μόνο οι σειρές με τα φυσεκλίκια στο στήθος του λείπουν >>.
          Μια χρονιά πριν την 28η Οκτωβρίου, ήρθε με τη φαντή σάκα του κεντημένη στην όψη της τη λέξη << ΛΕΥΤΕΡΙΑ >>.  Την έβαλε πάνω στο θρανίο και νόμισα πως θα την στεφάνωνε με κλωνάρια δάφνης και μυρτιάς.  Το μάτι του δακρυσμένο, το χέρι του να χαϊδεύει τη γραμμένη λεξούλα. 
          Είδα έναν ήλιο ηλιάτορα, με φώτισε, τον ρώτησα: << Εσύ την κέντησες; >>  << Όχι,  η αδερφή μου! >>  << Γιατί; >>   << Γιατί ο πατέρας μου βγήκε από τη φυλακή, λευτερώθηκε, και θα ‘ρθει στην παρέλαση να με δει! >>
           Τον φαντάστηκα στην εξέδρα με τους άλλους αγωνιστές, τους δωσίλογους κάτω, ένα τσούρμο με τους επίσημους γραβατάκηδες και τους λιπαρούς αξιότιμους. Το μέλλον του θρεμμένο, τη ζωή του κάτω από στέγη, πατριώτη με βούλα κι όχι διωγμένο ληστή.
           Στο καφενείο μετά, πατέρας, αντάρτης και ελευθερωτής, μας μίλησε για τους  κοπετούς και τους σφαγιασθέντες, για τους γενειοφόρους αγγέλους που έφεραν τη λευτεριά, για κείνους που δεν ανέβηκαν στα βουνά να τραγουδήσουν όπως ο Τυρταίος.  << Μαϊμού όμως η λευτεριά >> κατέληξε. << Κοιτάτε πως με κατάντησε! Έρεψα στη φυλακή, συναγωνιστές μου εξορίστηκαν, πολλοί άφησαν τα κόκαλά τους στα βουνά, άλλοι σαπίζουνε μέσα στα κελιά. Γλίτωσα! Έτυχε και γλίτωσα! Τώρα με μια γερόντισσα καρδιά πώς να ζήσω; Εσείς όμως  πρέπει  να μείνετε ορθοί και να ζήσετε!  Θα φέξουν καλύτερες μέρες! Το αίμα που χύθηκε δε θα πάει χαμένο. Κρασί και νάμα θα γίνει της  θείας Κοινωνίας και θα μας αναστήσει >>.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου