Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Περνούν οι καιροί και σκέφτομαι τα περασμένα. Τότε που τσέπωσα το διοριστήριο και σκαπέτησα πέντε ώρες ποδαράτο στην κορφή του βουνού να βγάλω το μεροκάματο. Το χωριό άγριο, γεμάτο βοωδή δικέρατα, χίτισσες αφαλαρίδες και άφραγκους σκαφτιάδες που φορούσαν το ίδιο τρύπιο παπούτσι και το μπαλωμένο παντελόνι όλο το χρόνο.
Πριν φτάσω βρήκα το χείμαρρο φουσκωμένο, τα πέριξ κρυμμένα στην ομίχλη και στην αφάνα, τ’ όνομά μου σκαλισμένο σ’ ένα βράχο να διαδηλώνει και να μου φωνάζει να γυρίσω πίσω. Ρίχτηκα στο νερό, το νερό μέχρι το στήθος, την ψυχή μου έκανα σημαία και βγήκα απέναντι. Γλιτωμένος μπήκα στο χωριό, η ανάσα μου συνήλθε, στο σπίτι ύστερα του πρόεδρου έστεκα καλά. μπορούσα να μιλήσω και να δοκιμάσω τας σώας φρένας μου, απαγγέλλοντας : << Προστάτιν σε της ζωής επίσταμαι και φρουράν ασφαλεστάτην, Παρθένε… >>
Ο πρόεδρος πρώην χίτης με κοίταζε με μάτι πολιτικής προστασίας. Μου ‘φερε δυο σπυριά λαχανόρυζο κι ένα ποτήρι κρασί, μου ‘δειξε στο κάδρο το βασιλέα Κωνσταντίνο μετά της βασιλίσσης Άννας Μαρίας, το σχολείο μετά και μου ‘πε: <<Είναι γεμάτο σκορπιούς, κουκουβάγιες και κοράκια και πρέπει να σπουδάσεις τα παιδιά μας εκεί μέσα, να μην το ξεχάσεις >>. Ύστερα κατέβασε το κάδρο του Χίτλερ και του Μουσολίνι, τα ‘βαλε παραμάσχαλα κι έφυγε.
Έπιασα δουλειά, νεοδιόριστος δάσκαλος, το χωρίον ορεινόν και η λόρδα να με κόβει. Πώς να κάνεις μάθημα θεονήστικος; Με σώμα ατάιστο, ψυχή σαν ξεκούρτιστη κιθάρα, πώς να τραγουδήσεις με τα παιδιά: << Ένα παλικάρι είκοσι χρονών, άρματα του ζώσαν για τον πόλεμο… >>
Ευτυχώς που ήταν Δεκέμβρης και δεν ήταν όλα στο μείον. Το λιτρουβειό έμενε μέρα νύχτα μ’ άγρυπνο μάτι, τα λιθάρια του δίδασκαν τρίφωνο τραγούδι, ο καραβοκύρης Παβαρότι στο << μάινα, βίρα >> δουλεύοντας το βίντζι.
Σαραντακέρατη η πείνα με σούβλιζε. Πήγαινα, χωνόμουν ανάμεσα στους λαδωμένους εργάτες, άνοιγα το μπότη τους, έπινα, έκοβα μια φέτα ψωμί απ’ το καρβέλι τους, την έκανα καψάλα και την έτρωγα. Κοντά σ’ αυτούς τους λιτρουβειαραίους χόρταινα, την πέτσωνα κι έμπαινα στην τάξη αεράτος Αστραπόγιαννος. Χόρτασα πατριωτική φασολάδα, ελιές, κρεμμύδι, σαρδέλα παστή, ρέγκα ψητή. Στα μεγάλα στάματα ο νοικοκύρης το γλένταγε σερβίροντας κατσίκι βραστό. Ο προύχοντας μουνούχι, ο παπάς μπακαλιάρο σκορδαλιά.
Επιτελεύτια. Τα θυμήθηκα αυτά σαν είδα στη χαζοκούτα μια διαδήλωση της << καλής κοινωνίας >> των Αθηνών. Διέκρινα κομμωτηριασμένες, μακιγιαρισμένες, σικάτους και αρωματισμένους με υψωμένες τις δαχτυλιδοφορτωμένες γροθίτσες τους να τσιρίζουν υστερικά Ευρώπη! Ευρώπη! Ευρώπη σημαίνει χρήμα, πακέτα επιδοτήσεων, << προγράμματα >> για τους κομματικούς ατσίδες.
Μητριά πατρίδα μου! Φτου σου να μη σε ματιάσω! Και μένα μου στέλνεις κουτσουρεμένη τη σύνταξη, στο πιάτο μου βάζεις ψωμί και καυκαλήθρα! Φτου σου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου