Του Παν. Αντωνόπουλου
Όταν πήρα από τα χέρια της την Αντιγόνη του Σοφοκλή, ταράχτηκα. Ένας φωτεινός ήλιος ήταν το πρόσωπό της, από μέταλλο φεγγαριού ο λαιμός της, ρόδο ολάνθιστο τα δυο της χείλη. Φορούσε ένα φουστάνι λινό, κόκκινα πασουμάκια και είχε τα σγουρά της τα μαλλιά στολισμένα με μικρές- μικρές ιωνικές πλεξούδες. Πρόσχαρη, με μάτια πράσινα, ζωηρά, που φεγγοβολούσαν σαν δυο φλόγες από φως. Τα δόντια της λευκά στεφανωμένα με το χαμόγελου του δειλινού. Τα στήθη της δυο ξεπεταρούδια που ράμφιζαν τη σιωπή. Ντροπαλή και γλυκιά. Κοπέλα που θα τη ζήλευε το αγιόκλημα για την τρυφερότητά της, η ζωή για την ιεροτελεστία που έτρωγε το πικρό ψωμί της. Ψυχούλα που οι νύχτες της γίνονταν κορδελίτσες ωχρές και τις έπνιγαν τα όνειρα.
Κλειστήκαμε μαζί στης αγάπης το κλουβί. Η λύπη μας γινόταν χαρά κι ο ένας γέμιζε την αγκαλιά του άλλου με άνθη που είχαν τη γεύση του φιλιού.
--- Πηγούλα! της φώναζα κι ερχόταν και κούρνιαζε στην αγκαλιά μου σαν φοβισμένο πουλί. Μήπως θέλεις να διαβάσουμε;
--- Ουφ! Δεν τη θέλω άλλο την Αντιγόνη εδώ μου κάθεται! έλεγε κι έδειχνε το μέρος των σπλάχνων της. Να διαβάσουμε Αγαμέμνονα θες;
Το κορμί της χόρευε λάγνο χορό σαν πήγαινε να φέρει το βιβλίο. Όταν ερχόταν και γέμιζε ήλιο το δωμάτιο, αρχινούσε:
--- Τι γαρ γυναικί τούτου φέγγος ήδιον δρακείν, από στρατείας άνδρα σώσαντο θεού πύλας ανοίξαι;
Ύστερα χάιδευε τα μυρωμένα μαλλιά της και μου έλεγε με τα μάτια της μεγαλωμένα:
--- Μετάφρασ’ το!
Εγώ την κοιτούσα σαν αιώνια χαρά και ψιθύριζα:
--- Υπάρχει φως γλυκύτερο για τη γυναίκα να δει ζωντανό να γυρίζει τον άντρα της με του Θεού τη χάρη;
Την άνοιξη ερχόταν στον κήπο μου. Οι πορτοκαλιές λεύκαζαν με λουλούδια τον έρωτά μας. Ακουμπούσαμε στα κλαδιά τους κι εκείνα γέρνανε τους κλώνους τους και της έραναν το μικρό της κόρφο με τρυφερά άνθη. Αυτή έβαζε το χέρι της, γέμιζε τη χούφτα της και μου την έδινε να μυρίσω. Εγώ γελούσα. Ύστερα κουνούσα τα κλαδιά και τη γέμιζα με πέταλα στα μαλλιά, στους ώμους και στη ζεστή της αγκαλιά. Αυτή χιονισμένη, γλυκά με κοιτούσε. Τα τίναζε κι εκείνα γλιστρώντας πάνω της έπαιρναν την όψη μικρών σταυρών.
--- Ω! χαρά μου! της φώναζα έτσι που ΄χεις φύλακες αγγέλους τόσους σταυρούς, τίποτα μη φοβάσαι!
--- Τι να μου κάνουν, οι σταυροί! ψιθύριζε, αυτοί είναι για να με σταυρώνουν! Το φως σου εγώ θέλω!
Μια φορά με πλησίασε λιχνίζοντας τον αέρα τής χούφτας της στα μάγουλά μου και μου είπε:
--- Θέλω κάτι να σου εξομολογηθώ! και ωχρίασε σαν τρέμουσα συμφορά.
--- Τι, καρδούλα μου; τη ρώτησα, μ’ ένα πηχτό αναστεναγμό.
--- Θέλω να σου πω, για τις συμφορές μου, και τα πράσινα μάτια της έβγαλαν μια θαμπή σκοτεινιά σαν μισοσβησμένο ασημοκάντηλο.
--- Αφού, τόσο το θέλεις! λέγε, ψυχούλα μου! της αποκρίθηκα κι έπιασα τρυφερά τα κρυσταλλιασμένα χέρια της.
Έβγαλε ένα σιγανό αναφιλητό κι άρχισε:
--- Πατέρα δεν έχω. Ζω με τη μάνα μου κι έχω τον αδερφό μου στη φυλακή. Πέρσι ήρθε ένα γράμμα με γραφή που έλεγε: Ο υιός σας, αντάρτης του βουνού, συνεπλάκη με τις δυνάμεις του εθνικού στρατού, στα υψώματα του Γράμμου και ετραυματίσθη σοβαρώς εις το δεξιό άνω άκρον. Νοσηλεύεται στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Πράξατε τα δέοντα. Εκ του Γενικού επιτελείου στρατού.
Στα βρόχια της ψυχής μας σπάραξε όλη η ζωή τού αδερφού μου κι πιάσαμε το θρήνο. Καμία άβυσσος της σοφίας δεν μας εξηγούσε πως το νοικοκυρόπουλό μας, ο Άδωνής μας, κυλίστηκε στο χώμα και η θεϊκή του ομορφιά, ποδοπατήθηκε από τα αδέρφια του, της ίδιας πατρίδας. Και κλαίγαμε και σπαράζαμε, θρηνώντας, όι! όι! Ήλιε μας, όι! όι! φωτεινέ μας Απόλλωνα!
Και γύρισε - γύρισε ο τροχός του καιρού. Και μάθαμε πως θα μας έρθει φέτος.Έρχεται! Έρχεται! Ο Λευτεράκης μας! φωνάξαμε κι απλώσαμε τα χέρια μας σαν κλωνιά κι ασπαστήκαμε η μία την άλλη. Το Μεγαλοβδόμαδο, μας παράγγειλε που έρχεται να τον περιμένουμε. Ένα κακό όνειρο ήταν όλα που πέρασε! Ένα ταξίδι μέσα από τις Συμπληγάδες, μία γεύση λεπίδας από τη φοβερή κόλαση του Δάντη. Η λήθη τώρα θα τα σκεπάσει και η μυρσίνη θα του ραίνει από εδώ και μπρος το ιππήλατο άρμα της ζωής του.
Όταν τελείωσε, ο αέρας πήρε τα λόγια της και τα ‘κανε φτερό. Ύστερα κάτι φύσηξε σαν φίδι και η Πηγούλα, κιτρίνισε, σπάραξε και λύγισε σαν νεκρό λουλούδι στη γη. Τι έπαθες, καλή μου; της ψέλλισα κι έσκυψα πάνω της. Δε μιλούσε πια. Με κοιτούσε άφωνη, χαμένα. Τα χεράκια της έτρεμαν κι ένας ψίθυρος σαν πνοούλα ανέμου άνοιγε τα μαραμένα χείλη της.
Την πήγα σπίτι της. Στην πόρτα η μάνα της μόλις μας είδε κιτρίνισε σαν φύλλο και πήγε να πέσει. Τη βάλαμε στο κρεβάτι. Το δέρμα της ήταν άσπρο με τη μοίρα γύρω από τα φοβισμένα μάτια της να παίζει άσχημο παιχνίδι ενώ τα βουτηγμένα στο φως μαλλάκια της είχαν πάρει την όψη του φωτοστέφανου. Η ζεστασιά του σπιτιού έδιωξε την παγωνιά στο κορμάκι της και το ανάδεψε σαν ανεμώνη πληγωμένη από τον άνεμο. Ένα σπουργίτι περαστικό, πέταξε έξω από το παράθυρο και τη φώτισε με τη λαμπρότητα της πουπουλένιας του αμφίεσης. Ω! πόσο έμοιαζε της παναγίτσας εκείνη τη στιγμή! Μου ‘ρθε να σκύψω και να την προσκυνήσω! Τα συννεφάκια όμως στα μάτια τής μάνας της μου φάνηκαν στοίβες ψυχρές του αέρα και δεν το έκανα.
--- Πώς το ‘παθε; με ρώτησε και της χάιδεψε τα ανοιγμένα μάτια της, που έπαιζαν με το μπλε χρώμα τ΄ ουρανού και το πράσινο τής άνοιξης που έμπαιναν απ’ το ανοιχτό παράθυρο.
--- Μου ‘λεγε για το κακό που βρήκε τον αδερφό της πάνω στο βουνό, και για τον ερχομό του το Πάσχα! Κι εκεί έπεσε!
--- Σπαράζει το δόλιο και τρέμει σαν πουλί που ξεψυχά στην παγωνιά, σαν θυμάται το βελούδο τής νιότης και της ζωής του. Αδερφός της είναι. Έρημα και τα δυο! Ποιος να ξέρει την αλήθεια την πικρή για ό,τι του συμβαίνει; Έχει ραγισμένη καρδούλα η Πηγούλα μου! Οι γιατροί δεν μπορούν να τη γιατρέψουν! Όταν η χορδή της χαϊδεύεται από την κόψη του πόνου, την πιάνει! Έτσι θα ψυχομαχεί ώσπου να γίνει λευκή περιστέρα η ψυχή της και να πετάξει κοντά στο Θεό!
Έμεινα άλαλος. Η αύρα που φυσούσε μέσα μου, έγινε κρύος βοριάς. Μια γλυκιά ανατολή που πάντα έβλεπα πήρε την όψη της άγριας δύσης. Στάθηκα πάνω από το κεφάλι της, χάιδεψα τα στάχυα των μαλλιών της και την άγγιξα στο μέτωπο, ενώ δακρυσμένος της ψιθύριζα στίχους ανθολογημένους της στιγμής.
Συνήλθε κι έφυγα. Στο δρόμο προσευχόμουν στο Χριστό που θα ανασταινόταν, ν’ ακούσω το τραγούδι της και πάλι.
= = =
Και ήρθε η Μεγάλη Παρασκευή κλαίουσα. Τα κορίτσια με τις κρυφές συλλαβές στα χείλη στόλιζαν τον επιτάφιο και βύθιζαν το στυφνό τους χαμόγελο στο λόγο των ψαλμών που χυνόταν σαν ευωδιά. Οι μοιρολογήτρες θρηνούσαν γλυκά: Ω. γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου, τέκνον, που έδυ σου το κάλλος; Ο όμορφος Άδωνης κάτω από τους ανθούς, ήλιος φαιδρός, απάστραπτε ωσάν Λόγος. Ο πόνος του στα ρόδα μέσα δοξαζόταν από τις ξανθιές στρατιές των αγγέλων. Οι αναπνοές τής άνοιξης που έμπαιναν από την πόρτα, αναφτέρωναν το νου των πιστών στης Ανάστασης το θαύμα που θα ερχόταν.
Η Πηγή με τη μάνα της στο δεξί ψαλτήρι κοιτούσαν τις πληγές του Χριστού που έλαμπαν σαν ανεμώνες ματωμένες. Στο Άγιο Βήμα η φωνή του ιερέα θρηνούσε ψάλλοντας, … τον εν τω Σταυρώ τας χείρας εκτείναντα και συντρίψαντα το κράτος του εχθρού.
Έσκυψα και προσάναψα το κερί μου από το δικό της. Κι ως με είδε, ένα μούρμουρο έφυγε απ’ τα γλυκά της χείλη: Μάτια μου, εδώ είσαι! >> ψιθύρισε και σκυφτή μ’ αγκάλιαζε με τη φλόγα των ματιών της.
Ο θρήνος βαστούσε. Ένας λεβέντης τότε. λάμπισμπα των κοριτσιών και της νιότης, διάβηκε τη θύρα της εκκλησίας και στάθηκε ορθός με το δεξί του χέρι ξύλινο, μπροστά στον νεκρό Άδωνη. Είχε το σώμα τού Απόλλωνα, την όψη τού χορευτή και στα μάτια του το ζωοποιό πνεύμα της αγνότητας. Φορούσε στρατιωτική στολή και τα χείλη του έμοιαζαν με ζωγραφιστό τραγούδι Σειρήνας.
Τούτο που έγινε κι αν είναι αληθινό. Το σκούξιμο της μάνας, φως άστραψε λαμπερό. Ω! χαρά της μπροστά στον απονεκρώντα Χριστό! Χίμηξε και σκυφτή αγκάλιασε το γιο της μ’ ένα ξέσπασμα θρηνητικό.Γιε μου, Λευτέρη μου! και τον χιλιοφιλούσε. Πίσω της η Πηγή, έτρεμε σαν ξερό φυλλαράκι. Όμως σ’ του χειμώνα της την καρδιά ένα ρόδο βλάστησε και μπήγοντας τη φωνή: Λευτέρη μου, αδερφέ! έσμιξε κι αυτή μαζί τους και κρεμάστηκε σαν ανθός στο ζηλευτό του στήθος. Ύστερα μέσα στο θάμπος του φωτός σπαράζοντας και οι τρεις βγήκαν έξω.
= = =
Την Ανάσταση η Πηγή έλειπε από την εκκλησία. Εμένα μ’ έζωσαν τα φίδια της κόλασης. Όλη τη νύχτα μετά το αναστάσιμο τραπέζι, έμεινα άυπνος ενώ φανταζόμουν συνεχώς πως άπλωνα το χέρι, σπιθαμή- σπιθαμή, να πιάσω την Πηγή, κι όλο την έχανα. Το μεσημέρι της Λαμπρής, έβαλα στην πετσέτα δυο κουλούρια και δυο κόκκινα αυγά κι έτρεξα στο σπίτι της. Στην αυλή της ένα πλήθος κόσμου ήταν μαζεμένο, σταλμένο από το σύννεφο τής συμφοράς, με τις καρδιές τους σαν φύλλα κίτρινα και την ψυχή τους να τη σκιάζει η μαυρίλα. Μπήκα μέσα. Είδα την Πηγούλα μέσα στο φέρετρο νεκρή και γύρω της οι μοιρολογίστρες τραγουδούσαν το κάλλος της που έδυσε. Γονάτισα. Ασπάστηκα το ωχρό της πρόσωπο που φωτιζόταν απ’ το αγιοκέρι και της ψέλλισα : Χριστός Ανέστη! Έμεινε ασάλευτη. Οι μόσχοι της δεν υπήρχαν πια. << Πας, πέθανες, Πηγούλα! Κι εγώ που ήρθα να σου διηγηθώ τ’ όνειρο που είδα για σένα, σε ποιον θα το πω, τώρα! Αχ, και να ήταν ψέμα ο θάνατός σου σαν μια περαστική μαυρίλα! >> πρόσθεσα κι άρχισα μέσα σε λυγμούς να της διηγούμαι τ’ όνειρο:
Σε λιβάδι είμαστε, χλωρό κι ανθισμένο. Εγώ, εσύ κι ο αδερφός σου ο γενναίος. Μ’ άνθη σ’ έρανε η φύση και έπαιζαν μουσική οι κλώνοι με του αγέρα την πνοή. Χαρούμενη ήσουν πολύ. Τι και του αδερφού σου τα χέρια ήταν και τα δυο γερά. Νερό κρύο έπιανε από τη πηγή και με τις χούφτες του σε πότιζε. Εγώ κρίνα σου μάζευα λευκά και στεφάνι σου έφτιαχνα γεμάτο κρυφή χαρά. Κι όταν βιάστηκες να πας σε ανθισμένη μυγδαλιά σε γέμισε με άνθη, στο κεφάλι, στους ώμους και στην αγκαλιά. Αχ, τι βιάστηκες να γίνεις νυφούλα τόσο νωρίς; σε ρώτησα και σε φίλησα γλυκά. Εσύ μια αχτίδα τόση δα έγινες με μιας που σαν νυμφίος ολόφωτος ανένηψα εκ του σκότους μου της φθοράς.;.
Στα τελευταία λόγια, αναλύθηκα σε λυγμούς. Αγνή μου, Πηγούλα! φώναξα και αγκάλιασα το άψυχο μυροφόρο σώμα της. Φρίττουσιν οι νόες μπροστά στο κάλλος σου, που έδυ! Μικρή μου καταλάμπουσα αστραπή, στο καλό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου