Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ο επιχειρηματίας Αστέριος ήταν κυνικός, στυγνός και αναίσθητος. Γι’ αυτόν οι ηθικές αξίες έπρεπε να προσπερνιούνται από τα άγρια ένστιχτά του που τα χρησιμοποιούσε για εκμετάλλευση, αναρρίχηση και διατήρηση των παθών του, έτσι που στον κόσμο του ήταν γνωστός ως << δράκουλας των θαλασσών >>.
Συνήθιζε να χτίζει τα ξενοδοχεία του στις καλύτερες παρθένες ακρογιαλιές της πατρίδας του, να καταπατά τις εκτάσεις της ακτής, να υπερυψώνει άκομψα και σατανικά στην όψη κτήρια και να ρυπαίνει με τη διοχέτευση των λυμάτων τα ποτάμια και τις θάλασσες. Η εικόνα αυτή που έφτιαχνε ήταν ένα κομμάτι από την περιγραφή της κόλασης του Dante.
Ο ίδιος ήταν κοντός, άσχημος και αδέξιος. Το κεφάλι του κατέληγε σε κορυφογραμμή, τα μάτια του μικρά, γαλάζια γεμάτα μίσος, η μύτη του πλακουτσή σαν αντίγραφο μικρού αγριόχοιρου της ορεινής Πελοποννήσου. Όταν περπατούσε χοροπηδούσε σαν καγκουρό, κουνιόταν σαν χιμπατζής και κορδωνόταν σαν παγόνι. Όταν μιλούσε θύμιζε παπαγάλο επαναλαμβάνοντας << θα χτίσω >>, << θα καταστρέψω >>, << θα πλουτίσω >>, << θα δοξαστώ όσο ο Κροίσος και θα με φωνάζουν Κροίσο Β΄ >>.
Ο δράκουλας λοιπόν των θαλασσών ήταν κι ένας αμείλικτος εχθρός της χελώνας καρέτα - καρέτα. Όταν σε μια δεξίωση για την προστασία της ρωτήθηκε από ένα φίλο του γιατί τις αιχμαλώτιζε και τις εξαφάνιζε, του ομολόγησε με παρρησία και φαιδρότητα:
--- Εκφράζουν την ελευθερία της περιπλάνησης και την απλότητα της ζωής κι αυτό με κάνει ταύρο μαινόμενο σε υαλοπωλείο!
Και βγάζοντας ένα γέλιο δηλητήριο πρόσθεσε:
--- Δεν έχω τίποτα με τα άκακα διαβολάκια του νερού αλλά μου έχουν γίνει οι Ερινύες μου και με κυνηγούν τις νύχτες στα όνειρά μου. Παρουσιάζονται με εικόνες φρίκης, σφραγίζουν τα μάτια μου και σκορπίζουν τέρατα που τρικλίζουν μες τη νύχτα. Τις βλέπω ν’ αναταράζουν τη θάλασσα και μέσα από κόκκινες γλώσσες ν’ αναδύονται σ΄ ένα γκρίζο και συννεφιασμένο ουρανό και να πετάνε σε σχηματισμούς αεροπλάνων πάνω μου. Κι από εκεί ψηλά να είναι έτοιμες να μου μπήξουν τα μυτερά και σιδερένια νύχια τους στο σώμα μου. Εμένα με κυριεύει ο τρόμος και ο φόβος κατατρώγει το είναι μου. Ώσπου ένα υποκίτρινο γλοιώδες υγρό εκτοξεύεται από τα σάπια δόντια τους και με ραντίζει ανοίγοντάς μου πληγές, Οι πόνοι αβάσταχτοι με συντρίβουν, οι πληγές αιμορραγούσες με οδηγούν στην τρέλα και στην παραφροσύνη, Αποζητώ τότε να ξυπνήσω, να φύγω από τον εναγκαλισμό του φριχτού ονείρου. Αυτό αργεί κι ένα τεράστιο πόδι χελώνας με πατά με δύναμη στο στέρνο, μου κόβει την αναπνοή και με ρίχνει σε κραυγές και βόγκους ατελεύτητους. Όταν ο εφιάλτης μ’ αφήνει ούτε και τότε ησυχάζω, η καταχνιά του ονείρου σε βράχια κοφτερά με τσακίζει.
--- Να πάψεις να τις κυνηγάς να φύγει και τ’ όνειρο!
Τα λόγια του << φωνή βοώντος εν τη ερήμω >>. Ο επιχειρηματίας συνέχισε την καταστροφή της χελώνας, την εξόντωσή της οργάνωσε με άσπλαχνο σχέδιο.
Το σχέδιο ανέγερσης του καινούριου ξενοδοχείου του, πρόβλεπε και την εξόντωσης της χελώνας. Κι αυτή γινόταν σε δυο μέρη. Το πρώτο περιελάμβανε την κατασκευή της υπόγειας λίμνης. Εκεί θα φυλάκιζε τις χελώνες ως την ημέρα της πώλησής τους στην << εταιρεία εκμετάλλευσης θαλασσίων οργανισμών >>. Μια τεράστια μαρμάρινη σκάλα οδηγούσε με δαιδαλώδη αρχιτεκτονική στο υπόγειο του ξενοδοχείου και κατέληγε σε μια αμμουδερή ακτή κατάσπαρτη με βότσαλα, χαλίκια και αστραφτερές πέτρες. Δεξιά της συναντιόταν με μια τεχνική λίμνη, αρκετά μεγάλη για να εξυπηρετήσει το δόλιο σκοπό του εξολοθρευτή. Ήταν περιφραγμένη με μαύρους σιδερένιους πασσάλους, με την κορφή τους σε σχήμα λόγχης. Αδιαπέραστη η περίφραξή της έκανε απροσπέλαστη την είσοδο στα νερά της σε οποιοδήποτε την ορεγόταν. Όλη αυτή η περίφραξη ενισχυόταν και με σύστημα παρακολούθησης από κάμερες. Ένας κεντρικός πίνακας τις κατεύθυνε και τις είχε ενεργοποιημένες αδιαλείπτως. Και παντού ο κρότος των όπλων των φρουρών αποθάρρυνε κάθε επίδοξο θαυμαστή να πλησιάσει.
Ο εξωτερικός χώρος της λίμνης ήταν εκθεσιακός, με ταριχευμένα ψάρια και θαλασσινά είδη. Τα ψάρια κρέμονταν απ’ τα αγκίστρια, τα κεφάλια τους άγγιζαν το χώμα, τα σπλάχνα τους χυμένα έξω, το αίμα ξεραμένο να τα βάφει κόκκινα. Στους σκόρπιους βράχους απλωμένα καβούρια ξέσκιζαν με τις δαγκάνες τους τις σάρκες των οστρακοειδών. Διαμελισμένες ίνες σκορπισμένες σε ρωγμές και σκισματιές, φέτες ψαριών διάσπαρτες σε χλωμές και άνυδρες εκτάσεις.
Στο νότιο τμήμα μέσα σε μια γυάλινη υδρία εφτά καρχαρίες κι άλλα τόσα δελφίνια έδιναν λυσσαλέες μάχες. Οι κομμένες σάρκες τους αιωρούνταν στο νερό, τα αίματα στροβιλίζονταν από τις δίνες των κυμάτων, ρεύματα που αναδύονταν από τις καταδύσεις των κητών ζωγράφιζαν σκιές, όχεντρες, τέρατα και κέρβερους που έσπερναν χολή και φρίκη.
Προσχαρής θησαυρός ως φαίνεται για τον Αστέριο ήταν και οι ξεκαυκαλωμένες χελώνες στην άκρη της ρυπαρής αμμουδιάς. Στις κοιλιές τους βούιζαν οι μύγες, στρατιές σκουληκιών αποσύνθεταν τα σαρκία τους, κύματα σκορπούσαν τα κουρέλια της λιγοθυμιάς στο φύσημα του αέρα.
Η προσέγγιση σε οποιοδήποτε μέρος της λίμνης ήταν αδύνατη. Έπρεπε να περάσεις τρεις σιδερόπορτες φρουρούμενες από οπλισμένους φύλακες για να μπεις. Στην πρώτη είσοδο υπήρχε προχώλ με πλήρες κύκλωμα ανίχνευσης και αναγνώρισης των υπόπτων, στη δεύτερη μικροτσίπ εντοιχισμένα με ακρίβεια αποστολής στοιχείων στο κεντρικό πίνακα παρακολούθησης και στην τρίτη μια ψηφιακή κάμερα φυτεμένη στο διάδρομο ανίχνευε κάθε ύποπτη κίνηση.
Το δεύτερο μέρος του σχεδίου της εξόντωσης της χελώνας περιελάμβανε την περισυλλογή και τη φυλάκισή της στη λίμνη. Για την επικίνδυνη αυτή αποστολή υπήρχαν εφτά ομάδες με έξι μέλη η κάθε μια. Ένας πλούσιος εξοπλισμός εργαλείων τους βοηθούσε να τις μαζέψουν με μια επιχείρηση << σκούπα >> που δεν άφηνε καμιά χελώνα να συνεχίζει τις γυροβολιές της στον κόλπο.
Άρχιζαν μαζεύοντας τ’ αυγά τους. Τις ασέληνες νύχτες πλησίαζαν τις φωλιές τους, έσκαβαν την άμμο και τα αφαιρούσαν. Τα κλείδωναν μέσα σε ατσάλινα κιβώτια και τα έκρυβαν στην άσπλαχνη φοβέρα της μοναξιάς. Στην επιστροφή μάζευαν τις χελώνες. Τις χτυπούσαν με μια σιδερένια τρίαινα στο καύκαλο, τις σταματούσαν και τις αιχμαλώτιζαν στα δίχτυα. Οι χελώνες στο νερό τούς δυσκόλευαν, αλλά βρήκαν τον τρόπο και τις έπιαναν. Μια ομάδα από δύτες τις έστελνε στην ακτή κι εκεί οι οπλισμένοι κυνηγοί τις αιχμαλώτιζαν. Πολλές φορές έφταναν στο φρύδι του κύματος εξαντλημένες, σχεδόν λιπόθυμες. Φώλιαζαν να κοιμηθούνε, το σύγνεφο της μπόρας να περάσει, τη χαρά τους και πάλι να βρουν στο φως της μέρας που ξημέρωνε. Που τέτοια τύχη! Η μήνη των ανθρώπων ήσυχες δεν τις άφηνε, παραφόρως ευθυμούντες στις φυλακές της άγριας λίμνης του υπογείου τις οδηγούσαν.
Στην υπόγεια λίμνη οι χελώνες έμεναν όσο χρειαζόταν. Το καράβι της << εταιρείας >> έριχνε άγκυρα στο χρόνο που το αφεντικό το ζητούσε. Ως τότε οι υδρόβιες καρέτα - καρέτα << καλοπερνούσαν >> και ειδικοί χελωνολόγοι τις διατηρούσαν υγιείς και σε φόρμα.. Τις νεκρές τις αποθήκευαν στην κατάψυξη και σε χώρους απρόσιτους και απομονωμένους.
Ο επιχειρηματίας Αστέριος την παραμονή της παράδοσης της χελώνας στην εταιρεία συνήθιζε να δίνει δεξίωση στην πολυτελέστατη αίθουσα του ξενοδοχείου του προς τιμή των μελών της. Στη γιορτή προσκαλούνταν φίλοι του, άνθρωποι της υψηλή κοινωνίας και μεγιστάνες του πλούτου. Στο τέλος του φαγητού τους οδηγούσε στην υπόγεια λίμνη ως έκπληξη και σαν επίδειξη δύναμης και ισχύος. Θαυμάζοντας τις χελώνες, το μουσείο των ταριχευμένων θαλασσίων ειδών και το πανόραμα της ακτής της λίμνης με τους δεντρόκηπους και τις βραγιές, έφευγαν κατευχαριστημένοι και γεμάτοι καλές σκέψεις για το ονειρικό ταξίδι που τους είχε δώσει μια ανέλπιστη χαρά.
Έτσι κι απόψε ήταν όλα έτοιμα για την παράδοση της χελώνας καρέτα - καρέτα και μόνο η δεξίωση υπολειπόταν. Κι όταν ο Αστέριος έδωσε εντολή να ανοίξουν οι πόρτες της αίθουσας και οι καλεσμένοι να καθίσουν στις θέσεις τους ξεκίνησε κι αυτή. Τότε οι προσκεκλημένοι έκπληκτοι είδαν να τους περιβάλλει μια παράξενη διακόσμηση, μια αρμονία σύνθεσης κακού γούστου και τέχνης, μια μαγεία δαιμονισμένης ομορφιάς, μια πάμφωτη μουντή ατμόσφαιρα που τους οδηγούσε σε σκέψεις αδέσποτες και σε ερημιές με γαρμπήδες ισχυρούς.
Η διακόσμηση άρχιζε από το ταβάνι. Κρεμασμένοι πολυέλαιοι με ρόμβους από κρυστάλλους παιχνίδιζαν σε κόκκινα χρώματα και τριανταφυλλί. Στο κέντρο τους ένα εξογκωμένο οστρακάκι χελώνας, βυθισμένο σε λάσπη δοκίμαζε να αναδυθεί σ΄ ένα χάος θεοσκότεινο. Και σ’ όλο το σύμπλεγμα μια τρίαινα που ήξερε το μυστικό του θανάτου χτυπούσε μια καρδιά στο καίριο σημείο της.
Στους τοίχους βελούδινες κουρτίνες με το μαύρο και το κόκκινο χρώμα τους εντυπωσιακό, τα καφέ κουρτινόξυλα που τις στήριζαν άψογα στολισμένα με κίτρινους σταυρούς, ορατοί ακόμη κι από την είσοδο της αίθουσας. Τα πολύχρωμα διάσπαρτα αστέρια στις κουρτίνες πολλά, οι ασπρόμαυρες νεκροκεφαλές που τα διακοσμούσαν με τονισμένους τους κύκλους των ματιών σκορπούσαν μια ριγοβόλο ορμή στην ψυχή που σε κατέσειε.
Το δάπεδο στρωμένο με πλακάκι και στην επιφάνεια ζωγραφισμένες εικόνες ερπετών. Κυριαρχούσαν οι όφεις, οι σκορπιοί, οι σαύρες και οι μικροί δεινόσαυροι.
Οι καλεσμένοι είδαν, απόρησαν και ανέμεναν. Ο Αστέριος με άσβεστη τη φωτιά στα μάτια έδωσε την εντολή στο υπηρετικό προσωπικό να αρχίσει το σερβίρισμα. Κι αμέσως τα τραπέζια γέμισαν από πολλά φαγητά, πλούσια και νόστιμα. Δυο ψητά γουρουνόπουλα με πατάτες έκαναν την αρχή σερβιρισμένα σε μεγάλους αργυρούς δίσκους και μπήκαν στη μέση του κεντρικού τραπεζιού. Ακολούθησαν δώδεκα γεμιστές πάπιες με ελιές, δώδεκα κοτόπουλα ελεύθερης βοσκής γαρνιρισμένα με φρούτα θαλάσσης, δέκα φραγκόκοτες με σαμπάνια και ποικιλίες ψαριών σε μεγάλες πορσελάνινες γαβάθες. Κατόπιν ήρθαν οι σαλάτες όλες βαλμένες σε διαφανή κρυστάλλινα μπολ διακοσμημένες με μαύρες ελιές θρούμπες και πράσινες Καλαμών. Δυο σαλάτες από μελιτζάνες και σπαράγγια συνήθιζε να τις φτιάχνει ο Αστέριος και ένιωθε περήφανος σαν τις έβλεπε να στοιχίζονται στο τραπέζι μαζί με τις άλλες.
Όταν απόφαγαν ο επιχειρηματίας έκανε νεύμα με το χέρι ν’ αρχίσει η ορχήστρα. Ένα βαλς γλυκό ακούστηκε, τα φώτα χαμήλωσαν κι έμεινε ένα με έντονο φωτισμό στο βάθος της δυτικής πλευράς. Οι φιγούρες των χορευτών στριφογύριζαν, τα βήματά τους αθόρυβα, τα μάτια χαμηλά σαν να θρηνούσαν μια λαχτάρα χαμένη. Προχωρούσε η μουσική κι όλοι έδειχναν να έχουν καρδιά κρύσταλλο και κορμί παγωμένο. Η έκφρασή τους φαινόταν σφιγμένη σαν κάποιο κακό μαντάτο να τους τριβέλιζε. Έτσι σαν η ορχήστρα έπαψε κάθισαν γρήγορα και ανήσυχοι στις θέσεις τους. Κοιτάζονταν με καχυποψία, ψιθύριζαν διάφορα στους διπλανούς τους και σχολίαζαν με ματιές αστραπής την ατμόσφαιρα που έσταζε χολή και φαρμάκι.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε ο Αστέριος και εύθυμος τους είπε με καθαρή φωνή:
--- Και τώρα ας μου επιτρέψετε να σας ξεναγήσω στα άδυτα του ξενοδοχείου μου εκεί που θνητός ποτέ δεν κατεβαίνει αν δεν του το επιτρέψω εγώ! Προπορεύομαι και ακολουθείστε!
Σαν έφτασε ο επιχειρηματίας στην είσοδο της υπόγειας λίμνης σταμάτησε και ξεκλείδωσε την είσοδο. Κατέβηκε στο δεύτερο σκαλί της σιδερένιας σκάλας και περίμενε. Κοίταξε στο νερό, είδε τα πρώτα κεφάλια της καρέτα - καρέτα, χαμογέλασε με ύφος καρδιναλίου κι έκανε νόημα στους καλεσμένους του να κατεβούν και να απλωθούν κοντά στην περίφραξη και να θαυμάσουν τα δόλια υδρόβια. Τότε συνέβη στον επιχειρηματία το δυσάρεστο. Γλίστρησε και βρέθηκε με την πλάτη στα σκαλιά. Ένα σκαλί περίμενε το κεφάλι του και του άνοιξε το δεξί βρεγματικό οστούν κοντά στη λαμδοειδή ραφή με το ινιακό. Το αίμα ανάβρυσε σαν πίδακας και ο Αστέριος αναίσθητος γλίστρησε στη λίμνη που τον κατάπιε σαν ρούφουλας. Οι χελώνες επίσημα και τελετουργικά μαζεύτηκαν γύρω στο σώμα που πνιγόταν. Μια θαλασσίδα νύμφη τις κάλεσε να δουν τη σκιά του ευεργέτη τους πριν κατεβεί νεκρός στον πάτο της κρύας άμμου. Αυτές λες και περίμεναν το θύτη τους έπεσαν πάνω του και τον διαμέλισαν στο λεπτό.
Όταν το έγκλημα συντελέστηκε, τα θαλάσσια τετράποδα γλίστρησαν στις κρύπτες τους. με τα πέλματά τους να χωρίζουν τα νερά με κόκκινες γραμμές.
Έξω από τη λίμνη ο διαμελισμός του Αστέριου, έφερε πανικό και υστερία. Οι καλεσμένοι το ‘βαλαν στα πόδια να φύγουν προς την έξοδο ανεβαίνοντας τη σκάλα. Ο συνωστισμός τους παρέσυρε, τους έριξε στ’ αγκίστρια και τα μέλη τους καρφώθηκαν στα οξέα άκρα τους. Στον ισόγειο χώρο που έφτασαν κακήν κακώς ποδοπατήθηκαν τόσο οικτρά σε μια στενή ατραπό που ακρωτηριάστηκαν. Οι ελάχιστοι αβλαβείς ειρήνευαν τους δυστυχούντας λέγοντας προς αυτούς: << Ο Κύριος εν ημέρα θλίψεως υπερασπίσει υμάς… >>
Ο κυνικός επιχειρηματίας μ’ αυτό τον τρόπο πέθανε. Η ψυχή του πηγαίνοντας σκορπισμένη σαν σύννεφο στον ουρανό δεν ανέβηκε σαν φτερό, ούτε σαν πεταλούδα τρυφερή αλλά σαν μολύβι βαρύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου