Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Όμορφη και φέτος. Ολόξανθη και ηλιοκαμένη. Ο μπάτης σου στέλνει το διάφανο φύσημα, η όστρια γέρνει πάνω σου τον ίσκιο των γλάρων της αθώας σου θάλασσας. Εδώ το βρεμένο βότσαλο, εκεί οι λευκοί αφροί. Στο βάθος ο γέροντας άνεμος, νότια του σπάρου η πλατιά ουρά. Τις νύχτες το μελί φεγγάρι σου λουσμένο στα νερά.
Τοπική αυτοδιοίκηση, Εξωραϊστικός Σύλλογος, εραστές του ωραίου, φιλόπονοι καταστηματάρχες της ταβέρνας του << Αχινού >> και του << Γρηγόρη >>, φτωχοί ψαράδες, σκυφτοί εργάτες, βασανισμένοι κοντά στα φύκια και στα όστρακα, ανέσυραν από την τσέπη τους και τον τελευταίο όβολό τους και σε προίκισαν με την ομορφιά που αφήνουν τα δειλινά σου χαμόγελα.
Όλα τα παλιά σου τσάβαλα στην καρότσα τα φόρτωσαν και τα πέταξαν. Σ’ έκαναν ν’ αστράφτεις βάζοντας στη θέση τους, τα καινούρια προικιά σου: καθαρή αμμουδιά, ομπρέλες χρωματιστές, κάδους αστραφτερούς, στύλους βαμμένους, ντους με καθαρό νερό που ρέει στα γυμνά κορμιά σαν φλοίσβος από φιλί.
Χαίρονται οι λουόμενοι στην πρώρα των αφρών σου, τα πασπατεμένα με την αρμύρα σου κορμιά τους στην χαρακιά της άμμου σου καταθέτουνε. Στου φύλλου το πράσινο, το καπελάκι της εκκλησίας ασπρίζει, στους ελαιώνες σου η αγριάδα σαλεύει με το μάραθο, στους κήπους σου μια μεγανθής αγράμπελη στεφάνια με λευκούς ανθούς φτιάχνει. Στ’ αγνάντιο σου ράχες δελφινιών, κόκκινες ψαρόβαρκες, φρεσκοβαμμένα καίκια γλιστράνε στην ειρήνη του κόλπου σου. Στην πλώρη τους κορίτσια γυμνά, τρελά από τα παιχνίδια του Ζέφυρου σφυρίζουν την κοχύλα τους.
Και ο ανασασμός της θάλασσάς σου ολονυχτίς και ολημερίς, όλο το καλοκαίρι δε θα σταματάει. Κι όσο δεν θα ‘ρχονται δυνατές μπόρες και κακά χαλάζια στα νερά σου θα χανόμαστε. Άλλοι για αχινούς, άλλοι για πεταλίδες, κάποιοι για φρεσκοπλυμένα χορταράκια. Γλάροι λευκοί, καλλίφωνοι, τραγουδιστές και τενόροι του << ε για μόλα, ε για λέσα >> στους πηχτούς μαστούς των νερών σου θα κρυβόμαστε.
Ύστερα τ’ ανάποδα λάμδα και τα κυματιστά ωμέγα στη ράχη του γαλάζιου πελάγου σου θα διαβάζουμε. Θα παραγγέλνουμε καινούρια σειρά ούζων, το φρέσκο σου γαύρο θα γευόμαστε, τσουρουφλισμένοι από κορμάκια, φίνα και ζεστά, θα τραγουδάμε πρίμο σεκόντο: << Γύρω – γύρω η θάλασσα γυαλί, μα η σκέψη μου έγινε πουλί, λάμπει ο ήλιος τώρα από ψηλά, στο μυαλό μου έρχονται πολλά… >>
ΚΕΙΜΕΝΟΔΙΦΙΚΗ ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΠΕΛΟΥΖΟΥ
ΣΤΟ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
“ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ” ΤΟΥ ΠΑΝ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ.
Δειλινό του Έρωτα θα ονομάτιζα το χρονογράφημά σου “ΑΓΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ” αγαπητέ μου Παν. Απόσταγμα από ρόδα θαλασσινά που ευωδιάζουν την ψυχή μας.
Στο ουράνιο φόντο, ζωγραφίζεις τους μαιάνδρους των ονείρων σου και μας παίρνεις από το χέρι να συνταξιδέψουμε σ’ αυτό το όμορφο-απάνεμο λιμανάκι της Αγίας Κυριακής, για να μας πλοηγήσεις στα ουράνια βραδινά και να εισπνεύσουμε την αρωματική δροσιά της γητεύτρας θάλασσας. Γαληνεμένος, μας πλημμυρίζεις με τα συναισθήματά σου που μοιάζουν με πολύχρωμα πουλιά που ομορφαίνουν το ακρογιάλι με τους τρυφερούς του κυματισμούς. Στα αθώα φτερουγίσματά σου με τα ανοιχτά παράθυρα των κοριτσιών, που μοιάζουν με τις λεύκες που λυγίζουν από το θαλασσινό αεράκι, ερωτεύονται στα άγια βήματα της νύχτας οι περιπατητές επισκέπτες της και όπως το νιο κυπαρίσσι λυγίζουν από τα λόγια της αγάπης στην ξανθή βυθισμένη άμμο όταν τα στήθη φλέγονται κι οι παλάμες ανοιγμένες μοιάζουν με την εύθραυστη βροχή . Πλημμυρίζεις την όραση με θραύσματα ωραιότητας του βυθού και της στεριάς, και με τη γλώσσα του πυρός και την άυλη φωνή σου, μας σεργιανίζεις στην ομορφιά που σφύζει από ήλιο, θαλασσινή αλμύρα και τις ανταύγειες από τα φρεσκοβαμμένα καΐκια και τις ψαρόβαρκες που γλιστρούν στα γαλάζια νερά της.
Γλυκιά η ζωή όταν ανατέλλει το φεγγάρι και σέρνεις τα μάτια σου στο ουράνιο στερέωμα κι η ψυχή σου αγγίζει το θάμπος του. Μας καίνε τα χρώματα κι οι φωνές, η σιωπή της θάλασσας και ο ψίθυρος του Μπάτη που μοιάζει με θεία μουσική την ώρα που το φωτεινό δείλι, έχει πάρει όλες τις αποχρώσεις.
Με τη λύρα σου μας ταξίδεψες γητευτή μου στην κλίμακα με τους αγγέλους και τη λάμψη της ζωής για να τραγουδήσουμε μαζί σου τον έρωτα που ανασταίνεται τα όμορφα καλοκαίρια δίπλα στο κύμα, στα σεληνιακά βράχια της, και τις πανέμορφες ταβέρνες της που φλυαρεί η καρδιά μας και το ουζάκι αδελφώνει τις καρδιές μας.
Μελώδαε γητευτή μου Παναγιώτη και στάλαζε στους κήπους της καρδιά μας την ομορφιά της υπαίθριας ολόξανθης κόρης για να ποτιστούν τα σπλάχνα μας ευχάριστα.