Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
<<Ο χειμώνας
περίλαμπρος, απλώνεται εδώ χάμου, σαν ένα σώμα που ξεχειλίζει από άστρα,
σα μια λάμπα που φωτίζει ολοσκότεινους
δρόμους όπου γυαλίζουν
αποτυπώματα παγωμένα. Όλα κρυστάλλινα λαμποκοπούν, όλα περίστροφα
φτερουγίζουν, κι απομένει πάνω στους ώμους μας ένας μανδύας με χιόνι κι
απομένει πάνω στα χείλη μας μια λάμψη φιλντισένια >>, ποίημα του Τάκη
Βαρβιτσιώτη, στίχοι της δικής του ιδιοφυίας και
ποιητικής αναλαμπής που στέκεται περισσότερο στην ομορφιά κι όχι στο
άγριο πρόσωπο του χειμώνα.
Εμείς όμως πρέπει να
ορειβατήσουμε σε κρημνώδη Κιλιμάντζαρα να μαζέψουμε ξύλα για να τον νικήσουμε.
Κι αυτό γιατί είναι άγριος σαν Πολύφημος και αρκτικός μουστακαλής κρυαρίτης που κατεβαίνει στα
χαμηλά, να παγώσει, να κοκαλώσει και να θάψει
όσους τους λείπει το καυσόξυλο και το κάρβουνο. Τους στρώνει στα κοντά
όπου τους βρει στο σπίτι ή στους δρόμους, νύφες χιονιού τους αμολά, άγριους
βοριάδες, μάζες ψυχρές, χαλάζι και μπουρίνια και ύστερα μ’ ένα κερί τους
θυμιατίζει.
Τρία χρόνια τη βγάζω με μια
ξυλόσομπα, που έχει σάπια μπουριά και τρύπια πόρτα. Το ξύλο μαζεμένο από το
ρέμα, λίγο και βιομηχανικό είναι για πέταμα. Η καύση είναι ατελής, το σπίτι
ντουμανιάζει, και ένας Βεζούβιος συθέμελα το τραντάζει. Οι οσμώσεις του μαύρου
καπνού μας πνίγουν, το τοξικό νέφος μας φέρνει βήχα, η δύσπνοια μετά φράζει τα
πνευμόνια, εκείνα αιμορραγούν και φτύνουμε αίμα. Φέτος δε θα την ανάψω, τα
‘φαγε τα ψωμιά της, έγινε χάρβαλο και δυστυχώς σέντσι δεν περισσεύει να την αλλάξω. Έχει γίνει πιο θηρίο απ’ ότι ήταν, δε
δαμάζεται και φοβάμαι να κάτσουμε κοντά της.
Οι φλόγες που βγαίνουν από τις τρύπες φτάνουν στο ταβάνι, τρίζουν,
βογκάνε, σφυρίζουν, με σπίθες μας στραβώνουν, εκείνη χορεύει, φεύγει από τη
θέση της, μια βόμβα μολότωφ γίνεται έτοιμη να εκραγεί. Ένα μπαμ να κάνει κι
ένας μας δε θα μείνει! Κι αν είναι και τα εγγόνια κοντά άντε να βρεις δάκρυα να
κλάψεις.
<< Χιόνισε και κάναμε μιαν άσπρη
στοίβα τόση! Τέτοιο χιόνι πούπουλο, Θεέ μου να μη λιώσει! >> μας διάβαζε
ο δάσκαλος και πεταγόμαστε έξω από το
μάθημα σαν φελλοί από μπουκάλι για να παίξουμε χιονοπόλεμο. Τώρα βλέπουμε χιόνι και παγώνουμε, κοκκινίζει
η μύτη μας, τρέμουμε και βγάζουμε από την αποθήκη τη χλαίνη του στρατού να
ζεσταθούμε. Και με το φαιδρό κλείνω το
χειμωνιάτικο χρονογράφημα, προς τέρψη των γερόντων: << Ήρθε το
καλοκαιράκι στρίβει ο γέρος το μουστάκι, μα σαν έρθει ο χειμώνας πάει ο γέρος
βλαστημώντας >>.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου