Τούτα τα δυο άγρια θηρία τα θυμάμαι ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Ήταν οι φύλακες, κέρβεροι σκύλοι του κράτους, την εποχή της Χάρυβδης εφηβείας μου, ενός κράτους Αρμαγεδδών που για ψύλλου πήδημα σ’ έστελνε στο απόσπασμα του παπά, του δάσκαλου, του μπόγια, του μοίραρχου και του κάθε μουστακαλή ρουφιάνου του.
Ο αγροφύλακας καβάλα στον τεκνοφέσικο κουτσό ντορή του ή πεζός γύριζε στα χωράφια, αμίλητος, αγέλαστος, αξούριστος μ’ όλο το μίσος για τους σκαφτιάδες να θολώνει το μάτι του.
Με το κοντόκανο γκρα κρεμασμένο στον ώμο, όλο μας φοβέριζε κι όλο μας έλεγε πως έπιασε τον ένα παραβάτη και πως τσάκωσε τον άλλο να κόβει ψάνες ή καλαμπόκια από το περιβόλι του γείτονα. Κάρφωνε τους χωρικούς στην ανώτερη διοίκηση για τα φρονήματά τους, μηνύσεις μοίραζε με το παραμικρό στους πεινασμένους φαμελίτες που το άλογό τους έβοσκε στο ξένο χορτάρι με γαμοσταυρούς και παναγίες στόλιζε τις γριές και τους γέρους που άφηναν τ’ αρνιά τους να τρώνε τις κορφάδες από τα αμποδεμένα.
Πεινασμένος όντας να κλέβω σταφύλια μ’ έπιασε ένα καλοκαίρι και με ξεθέωσε στο ξύλο. Μου έσπασε δυο παϊδια, το ρούχο μου έσκισε, με δυο κλωτσιές ύστερα με κύλησε στο ρέμα, γελώντας για την παλικαριά του, χαϊδεύοντας τα ξεθωριασμένα κουμπιά της φθαρμένης και βρώμικης στολής του. Πάντα έβρισκε αφορμή να βασανίζει τον κοσμάκη, πάντα οι άγριοι άθλοι του μας τρόμαζαν και θέλαμε να γκρεμοτσακιστεί σε καμιά ακροποταμιά και ν’ απαλλαγούμε από το τομάρι του.
Ο χωροφύλακας άλλο μπουμπούκι. Εθνικόφρων κόκορας, γαλάζιος και σκράπας, με το μουστάκι στριμμένο, τη στολή λιωμένη και λερή, το μάτι διψασμένο για καβγά, ησυχία δεν έβρισκε αν δε χόρταινε με το γκλοπ και το βούρδουλα στο ξύλο τον κοσμάκη. Τους αντιφρονούντες βασάνιζε με καυτά αβγά στις αμασκάλες, με αγκάθια στα νύχια και πυροβολισμούς εικονικούς τους κλέφτες και τους παραβάτες. << Εν δυο, εν δυο, χωροφύλακας εγώ, την Ελλάδα προστατεύω και τους κλέφτες τους μαζεύω >> τραγουδούσε και έριχνε μια κοντακιά στο κεφάλι του κατάδικου.
Για μας τους έφηβους ήταν ο τρόμος και ο φόβος. Μας αιφνιδίαζε, μας έπαιρνε τις σφενδόνες και μας βασάνιζε γονατιστούς στα χαλίκια. Σε ανύποπτο χρόνο μια Κυριακή μας τσάκωσε με το φίλο μου να σκοτώνουμε συκοπούλια. Μας πήρε τα λάστιχα, τα πουλιά, μας έβρισε αλήτες και μας κοίταζε χαχανίζοντας σφίγγοντας το όπλο του στο χέρι. Ο φίλος μου τα ‘χασε, έγινε ωχρός και κατουρήθηκε πάνω του. << Α, ρε μασκαράδες, άμα σας ξανατσακώσω με το λάστιχο, θα σας ξεθεώσω στο ξύλο! Δρόμο τώρα! >> μας είπε και μας πλάκωσε στις σφαλιάρες.
Σήμερα τον αγροφύλακα τον κάνει άξια η εφορεία, το χωροφύλακα η τράπεζα. Άμα κρύψεις ένα δυο ευρώ ν’ αγοράσεις κάνα κολοκυθάκι σου στέλνει κατασχετικό η σιδηρά κυρία, άμα αργήσεις τη δόση σε φοβερίζει και σε απειλεί πως θα σου γκρεμίσει τον τοίχο του σπιτιού που χρωστάς η άλλη χρυσοθήρα αγία! Τι να πεις; Κράτος ύαινα της τετρανδρίας Κωστάκη, Γιωργάκη, Αντωνάκη και Αλεξάκη! Μαζί με τους λύκους πηδάνε από τις μάντρες του, χαφιέδες, ρουφιάνοι, τοκογλύφοι και κάθε καρυδιάς καρύδι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου