Νίκου Καζαντζάκη: ''Ο Χριστός ξανασταυρώνεται'' |
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Την ασκεψία, τον κυνισμό, τον αμοραλισμό, τη μικρόνοια και την πελατειακή σχέση των κυβερνώντων τα πλήρωσα νέος εύελπις όταν διορίστηκα γραμματοδιδάσκαλος σε χωριό λασπότοπο και σκαπετημένο στην κορφή του βουνού.
<< Συγκοινωνία δεν υπάρχει, κόφτο με τα πόδια τώρα που είναι ο καιρός καλός γιατί αν βρέξει και φουσκώσει ο χείμαρρος θ’ αποκλειστείς αν δεν πνιγείς >> μου είπε ο επιθεωρητής, ο σκουριασμένος αυτός κρίκος της εκπαιδευτικής αλυσίδας και με βλέμμα << Γοργόνειο >> με τυράννησε με τη νερώνεια ψυχική του βλάβη.
Το σχολείο ερείπιο, οι σοβάδες πεσμένοι, οι τοίχοι γκρεμισμένοι, πόρτες και παράθυρα σάπια, στέγη τρύπια, εσωτερικοί και βοηθητικοί χώροι βομβαρδισμένοι από τον υπερφίαλο δυνάστη χρόνο. Ο βίος μου κόλαση, φαμελίτης της παρέας της τράπουλας, πότης δεινός του ούζου, σύντροφος των λύκων, φίλος των εριφίων, ένας μοιραίος πεταμένος σαν σκουπίδι σε χωματερή.
Την ψήφο την τιμωρητική της εξορίας μου, διασκέδασαν δυο παλιά βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη που μια θεία τύχη μου μοίρασε σαν αντίδωρο. << Ο Χριστός ξανασταυρώνεται >> ήταν το ένα, η << Ασκητική >> το άλλο. Η φρίκη της ερημιάς τα είχε μουχλιάσει, ένα σάλιο μίσους από τους ολίγιστους μικρονοϊκούς εχθρούς του τα είχαν νοτίσει. Δεμένα με σύρματα τη << βλάσφημη γλώσσα τους >> πιθανόν κάποιοι ήθελαν να φιμώσουν.
Πέντε χρόνια σ’ εκείνο το κολασμένο ασκηταριό τα είχα στο μαξιλάρι μου. Πεινούσα, διάβαζα λίγες σελίδες και χόρταινα. Με τρυπούσε η ψυχική παγωνιά, μερικές σειρές ιερής παιδείας της << Ασκητικής >> με ζέσταιναν.
Ο επιθεωρητής τύραννος, δεν έφτανε που με φυλάκισε στα όρη στα άγρια βουνά ήρθε και να με επιθεωρήσει. Όταν τελείωσε, οι μαθητές φορτώθηκαν ένα μπαούλο βιβλία και σχόλασαν, εμείς καθίσαμε στο γραφείο. Στην κουβέντα όταν η ματιά του έπεσε στα βιβλία, ο κόσμος χάθηκε γι’ αυτόν, τα πόδια του ένιωσε να πατάνε σε λιωμένες σιδερένιες βέργες, ένα μίσος άρχισε να βγαίνει από μέσα του με μια οσμή ιδεολογικής αποσύνθεσης.
<< Διαβάζεις τον Καζαντζάκη; >> με ρώτησε με θυμό και οι λέξεις έγδερναν τον αέρα.
<< Τον διαβάζω! Αυτός με κρατά όρθιο σ’ αυτή τη ματωμένη γωνιά της γης που μ’ έστειλε η πατρίδα! >>
<< Αυτός έχει αγαστή συναναστροφή με το σατανά, είναι δηλητηριασμένος από την αθεϊα, γράφει εφιαλτικά ψεύτικα όνειρα, εγκλωβίζεται να ερμηνεύσει το Πρώτο Κινούν και δε βλέπει το Ανώτερο Νοούν που υπάρχει μέσα και γύρω μας. Τον θεωρώ ακίνητο συγγραφέα, παραισθητικό και άτολμο. Το δε πνευματικό του οικοδόμημα είναι χωρίς βάθρο, ένα ασήμαντο ποιητικό γεγονός χωρίς θεμέλια που αποφέρει μόνο ψυχική και ηθική απογύμνωση στον αναγνώστη. Είναι ένας αμοραλιστής που του ‘πρεπε γιαταγάνι! >>.
Γέλασα με τον ολίγιστο λόγο του και για να τον αποδιαλύσω τελείως έτσι διαλυμένος που ήταν, του είπα απέξω μια παράγραφο από την << Ασκητική >>, που την επαναλάμβανα κι έπαιρνα θάρρος όταν κινδύνευε η βιοτική μου συντήρηση στην υπανάπτυκτη κοινωνία του χωριού. << Πού πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και την χαιρόμαστε όλη. Καλή η ζωή, καλός ο θάνατος, η γης στρογγυλή και στέρεη, σα στήθος γυναικός, στις πολυκάτεχες παλάμες μας >>.
Δεν μου είπε ούτε << γεια >> ο χρυσοπληρωμένος διαφημιστής της μιζερόφιλης παιδείας και της στέρφας κοινωνίας, το ‘βαλε στα πόδια, πίσω του άφησε τη μικρόνοια και την ανικανότητα μιας άρρωστης άρχουσας τάξης που ελισσόμενη περπατούσε σε δρόμους εθνικού τυχοδιωκτισμού.
Μετά από μια βδομάδα έλαβα δέμα με τρία βιβλία, που είχαν τους τίτλους: << Συμβουλές για έναν άριστο σχολικό κήπο >>, << Περί του Σχολικού Συνεταιρισμού >>, << Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου >> . Στο ιδιόχειρο σημείωμα που τα συνόδευε, σημείωνε ο σκουριασμένος κρίκος: << Η πνευματική τους τροφή θα σας ωφελήσει εθνικά και εκπαιδευτικά τα μέγιστα >>.
Με τον καιρό να χάνεται και να πηγαίνει φλύαρος πήρα μετάθεση για την πόλη. Εκεί μου άρεσε το λιμάνι, η αρμύρα μου ‘φερνε πνευματική διέγερση, το χρώμα της θάλασσας με γαλήνευε, η συντροφιά με σκυφτούς ψαράδες και ανθρώπους που βασάνιζε η στέρηση και η φτώχεια με συνάρπαζε. Πιάναμε κουβέντα ζεστή και η γλώσσα θαλασσινή.
Οπότε μια μέρα δίπλα στους ροφούς είδα το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, << Ο καπετάν Μιχάλης >>. Υπέρλαμπρο άστρο μου φάνηκε, πλησίασα, το πήρα στα χέρια μου, το άνοιξα και στην πρώτη σελίδα διάβασα τη χειρόγραφη σημείωση κάποιου φανατικού αναγνώστη: << Αυτόν με την μπερξονική ορμή και τη νιτσεϊκή φιλοσοφία που σήμερα είναι οικουμενικός συγγραφέας πήρε στις σφαγές του 1889, εξάχρονο τότε, ο πατέρας του από το χέρι τα ξημερώματα της πρώτης αιματοβαμμένης νύχτας, τον πήγε στην πλατεία και τον έβαλε να προσκυνήσει τα παγωμένα πόδια των κρεμασμένων από τους Τούρκους παλικαριών, στο θεόρατο πλάτανο. Η Κρήτη τότε ήταν ακόμη τουρκοκρατούμενη και τα ‘δινε όλα για τη λευτεριά. Ό,τι είδε τα μετουσίωσε σε πνοή δημιουργίας >>.
Ρώτησα τον ψαρά: << Εσύ το διαβάζεις; >> << Ναι! Αυτά τα βιβλία διαβάζω που νέγροι, μανιακοί, αγριάνθρωποι, φιλάργυροι, έμποροι, αυτοκράτορες, παπάδες, δάσκαλοι, παλιές φαγούρες πολιτικοί, τα βρίζουν και τα καίνε! Όλοι τους έχουν ρουφήξει αφορολόγητο ποτό απ’ το εργοστάσιο του Σατανά! Τι ξέρουν; Είναι όλοι τους ολίγιστοι και μικρόνοες!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου