Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Δεκαετία του εβδομήντα. Ένας γαμψονύχης δράκος μ’ έσπρωχνε στο γκρεμό, μια ζαβή εξουσία βράδιαζε τη βιασμένη μέρα μου. Έπρεπε να σπουδάσω, να βγάλω στο μέλλον τον επιούσιο και να φωτίσω λίγο από το φως μου την υπνωτισμένη κοινωνία να ξυπνήσει και να απαλλαγεί από την καρπαζιά.
Αν και συνάντησα σκιάχτρα και Δούρειους, οπαδούς της ξιφολόγχης και αντλίες με χημικά στο χώρο του Παιδαγωγικού, φοιτούσα ανελλιπώς και ποτέ δεν έσκυψα να φιλήσω κατουρημένες ποδιές για εύνοιες και ρουσφέτια. Οι εκδρομές με το πνευματικό ίδρυμα πολλές και σε χώρους μαχών εκεί που τα σκέλεθρα ακόμη των σκοτωμένων κουνιόνταν κι έδειχναν προς τα κει που βρίσκονταν οι φονιάδες τους.
Στην Αγία Λαύρα που βρεθήκαμε οι διακόσιοι του πρώτου έτους, ο φωστήρας εκπαιδευτικός μας μίλησε για την ηρωική μας γενιά, τους μασκαράδες που φράζουν το δρόμο της Ελλάδας, για δάφνες και κλέη που χάσαμε και για τον ψωμοζήτη λαό που οφείλει να δείχνει υποταγή και να είναι σφουγγοκωλάριος της άρχουσας τάξης αν θέλει το ψωμί του να χορταίνει.
Μετά το πέρας ανέλαβε έτερος σοφός να γίνει μαέστρος στον Εθνικό Ύμνο που θα τραγουδάγαμε. Μας έκανε παιδαγωγικά, ήταν κωμικός, κοντός, έμοιαζε με αρκούδι και τον φωνάζαμε << Πιαζέ >>. Στο στίχο: << Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά… >> ήρθε ένα γέλιο από το βάθος που έφερε σεισμό και καταστροφή. Η γαλανόλευκη αξιοπρέπεια της πατρίδας χάθηκε και μια καπηλεία εθνική σκέπασε το μελίρρυτο Σολωμό. Μετά ήρθαν κι άλλα γέλια, μετά κι άλλα, ώσπου ένας χείμαρρος γέλιων έχαιρε και ήθελε να τα κάνει όλα συντρίμμια της φθοράς. << Σκασμός! >> ούρλιαξε ο γυμναστής και έριξε δυο χαστούκια. Συνεχίσαμε! Και με το στήριγμα της πίστης τελειώσαμε!
Αυτά τότε. Σήμερα άλλα, κοντάρια, αριστεία, σημαιοφόροι, κληρωτίδες φίσκα σε σκράπες και τη μαθητική σάρα και μάρα. Η παιδεία ποτέ δεν ησυχάζει. Οι αράχνες της πάντα θα μας απασχολούν. Ο Μυριβήλης το 1925 γράφει: << … Η δασκάλα διέταξε: τώρα με το << μαρς >> θα πάτε με βήμα τακτικόν! Και τα κοριτσόπουλα άρχισαν να περπατάνε σαν αστείες καρικατούρες φαντάρων. Σήκωναν τις αδύνατες γαμπίτσες τους κι έμοιαζαν σαν μια σειρά γαριδίτσες του γιαλού. Τα λυγερά κορμάκια τους αποξυλιάνανε, τα κεφαλάκια τους στεκότανε όρθια σαν αχυρένια και τα χεράκια τους κουνιότανε σαν να τα κρέμασες με δυο καρφάκια χτυπημένα εκεί στους ώμους τους >>.
Στις μέρες μας οι αράχνες οι ίδιες με τις εξέδρες των επισήμων στις παρελάσεις φορτωμένες Νέρωνες και Μέδουσες της πολιτικής ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου