Διήγημα
Η γλυκιά μέθη των αισθήσεων
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Η ώρα ήταν τρεις πρωινή κι ο άντρας στο μπαρ διασκέδαζε για τα καλά. Αν και νωρίτερα πλήττοντας είχε παραιτηθεί από τη φλύαρη κουβέντα της παρέας, τώρα έβρισκε χαρά κι ευχαρίστηση, πίνοντας κι ακούγοντας μουσική απ’ το ηχηρό στερεοφωνικό που με κάποια θρασύτητα επέβαλε μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, το δικό του υπεροπτικό και καταραμένο ρυθμό.
<< Τι αξιοπρεπή δειλία, έδειχναν όλοι εκείνοι της παρέας >> σκέφτηκε κι άδειασε το ποτήρι. << Όλο για τις άθλιες δουλειές τους μιλούσαν και φλυαρούσαν ακατάσχετα, λέγοντας κουταμάρες χωρίς ίχνος ντροπής. Καλά που χτύπησαν τα κινητά τους και έφυγαν οι ξεδιάντροποι! Αλλιώς; Ποιος ξέρει, θα στριφογύριζα ακόμη εκνευρισμένος στην καρέκλα μου και δυστυχώς δε θα ‘νιωθα άνετα >>.
Έτσι αφού σκέφτηκε αυτό και ηρέμησε, έγειρε πίσω και ακούμπησε τη ράχη του στην πλάτη της δερμάτινης πολυθρόνας, έτοιμος να κοιμηθεί. Αλλά ευτυχώς, αυτό δεν έγινε, γιατί η γυναίκα που μπήκε εκείνη τη στιγμή μέσα κι έδειχνε υγιής, ωραία και σοβαρή, φορώντας ένα ανοιχτό μαύρο φόρεμα με δαντέλες στο στήθος και μια ακριβή διαμαντένια καρφίτσα στο κούμπωμα του λαιμού, τον ξάφνιασε και τον έκανε να τρελαθεί από τη χαρά του.
Έτσι θεωρώντας πως η στιγμή ήταν κατάλληλη για μια φιλική προσέγγιση μαζί της, της είπε, μ’ ένα φτερούγισμα στην καρδιά του και με βιαστική και τρεμάμενη φωνή:
<< Λυπάμαι και θλίβομαι που σε ενοχλώ, αλλά αν διερευνήσεις τις προθέσεις μου θα δεις πως είναι αγνές! Γι’ αυτό αν σκοπεύεις να καθίσεις, έλα στο τραπέζι μου! >>
Η γυναίκα διέγραψε με το όμορφο σώμα της ένα ημικύκλιο μπροστά από το τραπέζι του και με μια βασανιστική σκέψη που διαγράφηκε στο λαμπερό της πρόσωπο, του είπε, σαν τον κοίταξε τρυφερά με ανασηκωμένα τα δασιά της φρύδια:
<< Ναι, είναι αληθινά θαυμάσιο να σε προσκαλεί ένας όμορφος άντρας στο τραπέζι του, αλλά όμως ο άγνωστος ρόλος του, σίγουρα σε φοβίζει! >> και κάνοντας μια κίνηση απελπισίας, φάνηκε να κινείται προς το απέναντι τραπέζι.
Κι εκεί σαν το πλησίασε, σταμάτησε απότομα, δείχνοντας κάποια διστακτικότητα να καθίσει, ενώ άρχισε να τον κοιτάζει με βλέμμα συμπάθειας και τρυφερότητας. Και σε κάποια στιγμή φάνηκε να γίνεται τόσο σοβαρή που το έδειξε με τα μάτια σαν πήραν την έκφραση της δυστυχισμένης αφού τόσο επίμονα είχε αρνηθεί την πρότασή του να καθίσει μαζί του.
Έτσι αφού χάιδεψε με το χέρι της τα ολόμαυρα καλοχτενισμένα μαλλιά της, έγειρε να τραβήξει την καρέκλα και να καθίσει.
O άντρας την κοιτούσε βουβός και με στοχαστικό βλέμμα. Του άρεσε η σφιχτή συμπεριφορά της και γρήγορα κατάλαβε πως ήταν προσποιητή. Έτσι αποφάσισε να συνεχίσει να της χαϊδεύει τ΄ αυτιά με ωραία λόγια, όσο την είχε ακόμη κοντά του. Γι’ αυτό ανοίγοντας διάπλατα το στόμα του και με τον εκνευρισμό όσο μπορούσε ψαλλιδισμένο στο πρόσωπό του, της είπε με χαρούμενη και παρακαλεστική διάθεση:
<< Έλα κάθισε, κοντά μου! Το βλέπω πως νιώθεις μοναξιά! Και η ώρα είναι τόσο περασμένη για μια γυναίκα μόνη! >>
<< Μιλάει πολύ ωραία! >> σκέφτηκε η γυναίκα κι άφησε ένα χαριτωμένο γελάκι να χαραχτεί στα σαρκώδη χείλη της. Ωστόσο και πάλι δίστασε να πλησιάσει το τραπέζι του.
<< Έλα! >> συνέχισε να την παρακαλεί ο άντρας σαν διέγνωσε στο πρόσωπό της την επιθυμία της να τον πλησιάσει αλλά δεν την άφηνε ο γυναικείος εγωισμός της.
<< Τι θες να με δεις, γονατιστό μπρος σου, για να το κάνεις; >> πρόσθεσε ύστερα με μια ιδιαίτερη ποιητική έκφραση και φάνηκε να το χάρηκε πολύ έτσι που το είπε.
<< Ώστε δεν μπορώ να καθίσω μόνη μου;>> αναρωτήθηκε η γυναίκα και με μια απρόβλεπτη επιθυμία τον πλησίασε. Κι αφού κάθισε, του ψιθύρισε με ανασηκωμένα τα φρύδια:
<< Από τώρα θέλω να πιστεύω πως είμαι προστατευόμένη σου! Φαίνεται υπερβολικό αυτό, θέλω όμως να το πιστεύω! >>
<< Χαίρομαι που ήρθες! >> της είπε ο άντρας και την κοίταξε μ’ ενδιαφέρον. Κι αφού την περιεργάστηκε με χαρούμενη διάθεση, της είπε χαμογελαστά: << Πρέπει να συγκρατηθούμε σε αυτό που μας περιμένει ή όχι; Εσύ θα το αποφασίσεις! >>
Η γυναίκα με χαρακτηριστική ηρεμία σαν να τον γνώριζε από καιρό, του απάντησε θωρώντας, τις πυκνές φαβορίτες του:
<< Σε πλησίασα να με βοηθήσεις σε κάτι σημαντικό. Δεν πιστεύω να μου αρνηθείς; >>
Ο άντρας ξαφνιάστηκε και φοβήθηκε μαζί. Ωστόσο τη ρώτησε από περιέργεια:
<< Τι θες να κάνω για σένα ; >>
<< Πρόσεξέ με >> του είπε με ένα μικρό γέλιο που του φάνηκε να έχει τη γεύση του καταραμένου και συνέχισε: << Η κατάστασή μου είναι σοβαρή. Ήρθα πριν από δυο μέρες από το Παρίσι όχι για το καλύτερο αλλά για το χειρότερο. Ένα τηλεφώνημα που είχα με αναστάτωσε καθώς με πληροφόρησε πως ο άντρας μου όσο εγώ έλειπα με απατούσε στο ίδιο μου το σπίτι. Έτσι από εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα να τον εκδικηθώ! Οφθαλμόν αντί οφθαλμού που λένε! >>
Ανοιγόκλεισε τα μάτια του με αμηχανία και την ρώτησε με ανυπόκριτη καχυποψία:
<< Και που θες να καταλήξεις; >>
<<Να τον απατήσω κι εγώ με σένα! Τι λες δεν το αξίζει; >>
Την κοίταξε και θαύμασε το μοντέρνο και κομψό ντύσιμό της που της έδινε μια χάρη σοβαρότητας και προκλητικότητας μαζί. Το ροδαλό και χαμογελαστό πρόσωπό της, τα ολόμαυρα καλοχτενισμένα μαλλιά της και το άρωμα που ανάδυε έντονο από το καλλίγραμμο και σεξ κορμί της, τον αναστάτωσαν και τον έκαναν να δείξει μια παράφορη υποταγή. Έτσι με μια ασυνήθιστη ταχύτητα στην απόφασή του, της απάντησε με μια τέλεια ανδρική αγωγή:
<< Μα, τι σου πέρασε απ’ το μυαλό πως θα αρνηθώ; Να είσαι σίγουρη πως θα κάνω ότι μου πεις >>.
Η γυναίκα πετάχτηκε πάνω ενθουσιασμένη, πέρασε το χέρι της απ’ το αριστερό του μάγουλο χαϊδεύοντάς τον κι ολότελα συγκινημένη, του έδειξε το πολυτελέστατο αυτοκίνητό της, σταθμευμένο, έξω από το μπαρ.
<< Η πρότασή σου να με βοηθήσεις, με τιμά, την αποδέχομαι και σε ικετεύω να με ακολουθήσεις >> του ψιθύρισε και πιάνοντάς τον ελαφρά από το μπράτσο τον τράβηξε από τη θέση του.
Το φεγγάρι φαινόταν ψηλά να φωτίζει αναμμένο ανάμεσα στα μπαμπακένια σύννεφα, σαν μπήκαν και οι δυο στο αυτοκίνητο. Ο άντρας σαν έριξε μια γρήγορη ματιά στην πλατεία με τα φώτα, τα αστραφτερά περίπτερα, τον πλακόστρωτο πεζόδρομο και τα ανθισμένα παρτέρια, ακούμπησε το κεφάλι του στο τζάμι της πόρτας και με τις σκέψεις του στο τέλος του ταξιδιού που τον περίμενε, άφησε την τύχη του στην αρχοντική αγωγή αυτής της θαυμάσιας γυναίκας που με ευχάριστη διάθεση αγκάλιασε το τιμόνι και ξεκίνησε.
<< Κοίτα! >> του είπε κάποια στιγμή, ελαττώνοντας την ταχύτητα, συνεπαρμένη από την ομορφιά που άφηνε πάνω στα δέντρα το φως του φεγγαριού, που τους ακολουθούσε όση ώρα ταξίδευαν, << πόσο μεγαλόπρεπα κάθεται στο μαργαριταρένιο άρμα του και πόση μαγεία κρύβει η αστραφτερή όψη του ! >>
Αυτος κοίταξε μ’ ένα λοξό βλέμμα έξω κι αφού φάνηκε να ευχαριστήθηκε από την υπέρμετρη ομορφιά της νύχτας, σιγοψιθύρισε με την ευτυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του:
<< Μη μόνον όσα βλέπετε πιστεύετε. Των ποιητών το βλέμμα είν’ οξύτερον. Οικείος κήπος είν’ η φύσις δι’ αυτούς >>.
Η γυναίκα γέλασε και απλώνοντας το χέρι της άγγιξε το δικό του. Εκείνος το ένιωσε και μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη της ψιθύρισε:
<< Η λάμψη σου λειτούργησε ως σπινθήρ και απάγγειλα τον ποιητή! Το ρίγος της στιγμής ….>>
Το απότομο φρενάρισμα της γυναίκας, μπροστά στη σιδερένια πόρτα της έπαυλης, διέκοψε τον ποιητικό του οίστρο και τον προσγείωσε στην πραγματικότητα. Κι αμέσως με μια ανεπαίσθητη κίνηση πάτησε το κουμπί του τηλεκοντρόλ που έβγαλε από την τσάντα της κι άνοιξε την πόρτα. Ήσυχα ύστερα η λιμουζίνα γλίστρησε στην αυλή με τον πλούσιο φωτισμό και την ασύλληπτη ομορφιά των δέντρων. Έτσι σαν το αυτοκίνητο έφτασε κάτω από μια σειρά ισομετρικούς ευκαλύπτους, η γυναίκα απλώνοντας το χέρι της, του είπε, σαν του έδειξε το φωτισμένο παράθυρο του σπιτιού της:
<< Στην καθαρή κι όμορφη κάμαρά μου με τα ακριβά έπιπλα και τα σπάνια λουλουδάτα καλύμματα, με απατά ο άτιμος! >> κι αφού έγειρε πίσω το κεφάλι και ανακάτεψε με τα χέρια της τα μαλλιά της, συνέχισε να κοιτάζει με προσποιητή ματιά το φωτισμένο παράθυρο ανάμεσα στις εκτυφλωτικές λουρίδες φωτός που ακτινοβολούσαν πάνω στο τζάμι του αυτοκινήτου και το έκαναν να φαίνεται πιο εντυπωσιακό στο πυκνό σκοτάδι.
<< Είσαι σίγουρη, γι’ αυτό;>> τη ρώτησε και την κοίταξε με κάποια υποψία και με μια ιδιαίτερη προσοχή. Και βλέποντάς την να του ρίχνει πολλές αχόρταγες ματιές με μισόκλειστα μάτια, πρόσθεσε: << Στο μέλι της κηρύθρας όλοι πέφτουν με λαιμαργία, αλλά σαν είναι κοντά στην κυψέλη οι μέλισσες δεν την πλησιάζουν γιατί τις φοβούνται >>.
Η γυναίκα κοκκίνισε και σαν να έδειξε μια υποταγή στα λόγια του, του ‘κανε με στραπατσαρισμένη την έκφρασή της:
<< Δε σε καταλαβαίνω! Θες να πεις πως υπάρχει κάτι σκοτεινό στην υπόθεση; >> και πριν της απαντήσει, συνέχισε με θέρμη και πειστικότητα στα λόγια της: <<Από καιρό είχα υποψίες πως με απατά κι αφού ανασκάλεψα κάποια συμβάντα, κατέληξα στο συμπέρασμα πως κάποια άλλη γυναίκα υπάρχει στη ζωή του. Έτσι δείχνοντάς του μια ανέχεια, έφυγα για τη Γαλλία και ανέθεσα σε ιδιωτικό ντετέκτιβ την παρακολούθηση της προσωπικής του ζωής. Και να, που η λεπτοδουλεμένη φροντίδα του αστυνομικού, έβγαλε λαβράκι! Χθες μου τηλεφώνησε πως μια όμορφη γυναίκα κοιμάται μαζί του τις ελεύθερες ώρες του, όσο λείπω! Κι επειδή δε θέλω να φανώ αφελής, επέστρεψα άρον – άρον για να τον πιάσω έπ’ αυτοφώρω >>.
<< Ε, τότε, γιατί δεν πας στην κάμαρα να τον πιάσεις; >> της έκανε επιτακτικά ο άντρας κι αφοσιώθηκε να κοιτάζει τα φοβισμένα της μάτια. << Αντί να κάνεις μια ευθεία, εσύ τι κάνεις; Κάνεις μια τεθλασμένη γραμμή! >> συμπλήρωσε στη συνέχεια με έμφαση και έδειξε μια στιγμιαία νευρικότητα.
Η γυναίκα με όσα της είπε, λύγισε και ήταν έτοιμη να ομολογήσει την αλήθεια.
<< Αχ, τίποτα, δε θα κερδίσω σαν επιμείνω στο ψέμα μου >> συλλογίστηκε και μια απέραντη θλίψη σκέπασε το φωτεινό της πρόσωπο. Έτσι με μια γλυκιά κι ονειροπόλα διάθεση, υψώνοντας το βλέμμα της στο φωτισμένο παράθυρο, του είπε, σιγανά: << Νομίζω πως μάντεψες τη σκέψη μου και δε διστάζω να σου ομολογήσω πως μετανιώνω για τα ψέματα που σου είπα! Κανένας άντρας δεν με απατά και ούτε φιλά στα χείλη και στα μάγουλα καμιά γυναίκα σ’ εκείνο το φωτισμένο δωμάτιο που βλέπεις. Κι αυτό γιατί είμαι χήρα, χωρίς το δυνατό κράτημα της τρυφερής αφοσίωσης που αφήνει η παρουσία του άντρα. Έτσι ονειροπόλα και νοσταλγός μιας αντρικής αγκαλιάς που μου λείπει, σκέφτηκα να μη στερηθώ τις χαρές που αφήνει ο έρωτας! Στον ωραίο κι αθώο αυτό κατακτητή των γυναικείων ψυχών και κορμιών! >>
Ο άντρας την ένιωσε και γελώντας αινιγματικά τη ρώτησε με ευχάριστη κι ανώδυνη διάθεση:
<< Και το φως; >>
<< Εγώ, το άφησα! Ήταν βλέπεις όλα προσχεδιασμένα! >> και μ’ ένα υπερβολικό εγωισμό, αφαιρώντας το λόγο απ’ τον άντρα που ετοιμάστηκε να πει κάτι, πάτησε το πράσινο κουμπί στο ταμπλό των οργάνων του αυτοκινήτου και αμέσως τα δυο καθίσματα έγειραν πίσω κι έγιναν κρεβάτι.
Και οι δυο τότε βρέθηκαν ξαπλωμένοι και βουτηγμένοι στην ομορφιά του ονείρου. Και σαν το χέρι του άντρα άρχισε ανάμεσα στα ρούχα της να της χαϊδεύει το κορμί η γυναίκα χαλάρωσε κι αφέθηκε χωρίς αντίσταση στην επιδεξιότητά του που με μια τρυφερή απαλότητα την ξέντυσε στο λεπτό. Έτσι σαν βρέθηκαν γυμνοί, ένιωσε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της και τη χαλαρή κίνηση του ποδιού του να της αγγίζει τους γλουτούς, σημάδι που της ζητούσε να εισχωρήσει μέσα της. Κι αφού αμέσως η γυναίκα υπάκουσε μ’ ένα πρωτόγνωρο αίσθημα πάθους και τρυφερότητας, τα δυο σώματα έσμιξαν σφιχτά το ένα μέσα στο άλλο, νιώθοντας για πολλή ώρα την απόλυτη ηδονή που ανάβλυζε από τα πυρπολημένα κορμιά τους.
Σαν ηρέμησαν μετά από ένα συνεχές κι έντονο σφιχταγκάλιασμα η γυναίκα με μια γοητευτική ματιά, του ψιθύρισε τρυφερά:
<< Τι ωραία που θα ήταν τον όμορφο αυτό στίχο που μαζί γράψαμε να τον τραγουδούσαμε για καιρό! >> και σβήνοντας την τρεμουλιαστή φωνή της, συνέχισε να απολαμβάνει την ευδαιμονία της στη ζεστή του αγκαλιά.
<< Ω! Υποκλίνομαι στα λόγια σου! >> της αποκρίθηκε με μια έντονη γλυκάδα στα μάτια ο άντρας και την κοίταξε με βλέμμα πλημμυρισμένο με σταλαγματιές από φως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου